Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 19) "Facing the evil"


  Liliana’s POV

 «Ξύπνα!» Μια βροντερή φωνή με έβγαλε από έναν άβολο και κουραστικό ύπνο. Έκανα να τεντωθώ όταν ένιωσα την αντίσταση. Σωστά. Ήμουν δεμένη. Ακόμα. Σήκωσα με δυσκολία το κεφάλι μου και κοίταξα τον άντρα που βρισκόταν απέναντι μου.
 «Τώρα δεν φαίνεσαι τόσο απειλητική.» Η ίδια γλοιώδη φάτσα βρισκόταν πάλι μπροστά μου. Τι έπρεπε να κάνω για να γλιτώσω από αυτό το οπτικό βασανιστήριο?
 «Ακόμα είμαι.» είπα με όσο κουράγιο και δύναμη είχε απομείνει στο κορμί μου.
 «Νόμιζες ότι μπορείς να τα βάλεις μαζί μου? Τι τόσο ξεχωριστό έχεις?» Ο τύπος είχε ξεκάθαρα θέματα μοναχικότητας και μεγαλομανίας. Τι ζόρι τραβούσε μαζί μου? Και τι τόσο ξεχωριστό είχα? Ω, θα του έδειχνα. Έκανα να κουνηθώ αλλά τα δεσμά μου δεν υποχωρούσαν και γέλασε. Τον διασκέδαζε. Δυο μπορούσαν να παίξουν αυτό το παιχνίδι.
 «Μπορεί να μην έχω κάτι ξεχωριστό, αλλά εγώ τουλάχιστον ήμουν στην μάχη. Εσένα δεν σε είδα πουθενά.» Είχα δει πως είχε μιλήσει στον τύπο που με είχε φέρει εδώ. Ένιωθε να απειλείται από εκείνον και αυτό δεν τον έκανε να αισθάνεται άνετα και φαινότανε. Και αυτό κοριτσάκια σαν και εμένα με μηδέν ηθικούς φραγμούς και έλλειψη του αισθήματος κινδύνου τα εκμεταλλεύονταν πλήρως.
«Τι εννοείς?» με ρώτησε αφού είχε τσιμπήσει το δόλωμα μου.
«Ότι είσαι δειλός. Αφήνεις τους άλλους να πολεμούν για σένα. Ή απλά άχρηστος στην μάχη.» Ένιωσα το αίμα να τρέχει απο το στόμα μου πριν καν δω το χέρι του να προσγειώνεται πάνω μου. Καθικι. Με έπιασε απο τα μαλλιά και έφερε το πεοσωπο του εκατοστά απο το δικό μου.
«Ποια νομίζεις ότι είσαι? Ξέρεις ποιος είμαι?» Έφτυσα το αίμα στα πλάγια και υψωσα το βλέμμα μου στο δικό του.
«Φυσικά.»
«Τότε πρέπει να είσαι πολύ ηλίθια να μου μιλάς έτσι.» Ήμουν? Αμφισβητουσα  και εγω τα λογικά μου. Όχι οτι δεν είχα θράσος και καυστικοτητα ως στοιχεία αυτής της γοητευτικοτητας προσωπικότητας μου αλλα απορούσα και εγω με τον εαυτό μου. Δεν φοβόμουν καθόλου? Καθώς κοίταζα το γλοιώδες πρόσωπο του κατάλαβα πως όχι. Δεν είχα κάτι να χάσω για να φοβάμαι. Την ζωή μου? Ποτε δεν την είχα σε υποληψη. Την τιμή μου? Δεν χάνεις κάτι που δεν έχεις. Και εγω δεν είχα τιποτα να χάσω.
«Γιατί δεν είναι η αλήθεια? Ο αδερφός σου οδηγούσε τον στρατό, όχι εσύ.» Ταράχτηκε και φάνηκε. Απο την αμεσότητα μου? Απο την γνώση μου? Το πιο πιθανό και από τα δυο.
«Ξέρεις ποιος είναι?» με ρώτησε εντυπωσιασμένος. Κοίταξα τον άντρα στην άκρη του δωματίου με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπο του αλλα έβαζα στοίχημα οτι ηταν το ίδιο αποκρουστικό με τον υπέροχο συνομιλητή μου. Δεν απάντησα στο σχόλιο του. Οταν κατάλαβε οτι δεν ήμουν και πρόθυμη να το κάνω έβαλε τα γέλια. Τον κοίταξα παρεξενεμενη.  «Ω, φυσικά. Η μικρή Κυριότητα σε ενημέρωσε.» Ένιωσα μια ακατανίκητη ανάγκη να μπω μπροστά για τον Καιλ. Να μην αφήσω αυτο το τέρας ούτε καν να προφέρει το ονομα του. Έκανα μπροστά έχοντας την ποθεση να τον αρπάξω αλλα τα δεσμά μου με κρατούσαν σφιχτά.
«Ο Κάιλ δεν μου είπε τίποτα.» του είπα με στόμφο.
«Κάιλ? Ω, ερωτευτήκαμε τον μικρό άγγελο?» Τα μάτια μου στένεψαν και ένιωσα το δηλητήριο να μαζεύεται στην γλώσσα μου. Ήμουν ερωτευμένη με τον Καιλ? Όχι. Αλλα αυτο το φιλι δεν μου ηταν αδιάφορο.
«Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά.» του γρυλισα χαλαρώνοντας την προσπάθεια μου να ξεφύγω.
«Όλα είναι δική μου δουλειά. Είμαι ο Βασιλιάς του Κάτω, σύντομα και του Πάνω Κόσμου.» Ήθελα να του πω κάτι για αυτούς που είχαν το ίδιο όνειρο για επέκταση των περιοχών ελέγχου του αλλα δεν θα ίσχυε. Άλλο απλοί θνητοί που νόμιζαν οτι ειναι βασιλιάδες και άλλο ένας αθάνατος έκπτωτος. Οπότε θα έλεγα κάτι που θα ετσουζε περισσότερο.
«Ένας Βασιλιάς δεν είναι μόνο στην καρέκλα. Ο αδερφός σου θα έκανε καλύτερο βασιλιά.» Είδα τα μάτια του να κοκκινίζουν και μισος για το προσωπο μου να τον κατακλύζει.
«Πως τολμάς?» ούρλιαξε και με χτύπησε ξανα. Τα νύχια του μπηχτηκαν στο μάγουλο μου αφαιρώντας μου μεγάλο μέρος του δέρματος μου. Αλλα ποιος νοιαζόταν? Το αυταρεσκο χαμόγελο μου δεν έφυγε ούτε μια στιγμη απο το πρόσωπο μου.
«Δειλέ.» ψιθύρισα γελώντας.
«Σκοτώστε την! Τώρα!» ετοιμάστηκα για τα χειροτερα. Δεν κουνήθηκε κανένας όμως. «Δεν με ακούσατε άχρηστοι? Τελειώστε την.» ούρλιαξε ξανά. Είδα ένα ένα τα κεφάλια να στρέφονται και να κοιτούν τον αδερφό του. Ω, αυτο ηταν καλύτερο και από ότι να το είχα σχεδιασει. «Από σένα περιμένουν εντολή?» γέλασα και γύρισε να με κοιτάξει με ένα δολοφονικο βλέμμα. Εγω απλά συνέχισα να χαμογελάω και σήκωσα το φρύδι μου. Κάθε κύτταρο μου ούρλιαζε "Στα έλεγα εγω." Αλλα δεν σχολίασα περαιτέρω. Είδα το κεφάλι του να σηκώνεται αλλα ακομα τον κάλυπταν οι σκιές για να τον δω.
«Είπες ότι ανήκει σε μένα. Εγώ αποφασίζω για εκείνη.» είπε απλά. Τι εννοούσα του ανηκα? Τι ήμουν κανένας χαρτοφύλακας να του "ανήκω"? «Πάρτε την στο δωμάτιο μου.» δυο δαίμονες με καλυμμενα τα πρόσωπα τους έσπευσαν στην μεριά μου και έλυσαν τα δεσμά μου. Με κράτησαν σφιχτά απο τα μπράτσα και με απομάκρυναν απο την αίθουσα. Άκουσα ακόμα ένα κομματι της συζήτηση πριν απομακρυνθούμε τελείως.
«Ανταρσία?» άκουσα τον "Άρχοντα" να ρωτάει.
«Λόγος. Στο έχω ξαναπεί αδερφέ. Όταν τους υπόσχεσαι κάτι το τηρείς. Δεν θες να φανείς αναξιόπιστος έτσι¨? Προσπαθούμε για πρώτη φορά να χτίσουμε κάτι. Μην το καταστρέφεις με τον εγωισμό σου.» Δεν άκουσα τιποτα άλλο. Οι δαίμονες με οδηγησαν σε ενα αλλο δωματιο. Πιο καθαρο συγκριτικα με τα υπολοιπα. Υπηρχε ενα μεγαλο ξυλινο γραφειο διπλα απο την πετρινη πορτα γεμάτο με χιλιάδες χαρτιά. Μια πελώρια βιβλιοθήκη στην άλλη μεριά με αμέτρητα βιβλία και ένα μεγάλο κρεβάτι στο κεντρο του δωματίου. Με  δεσανε ξανά σε έναν πασαλο στην άκρη του σιδερένιου κρεβατιού και περίμεναν. Δεν έκανα καμια προσπάθεια να φυγω. Τα χέρια μου πονούσαν, το ηθικό μου είχε πέσει και ήμουν πολυ κουρασμένη. Ήθελα απλά να κοιμηθώ. Έκλεισα τα μάτια μου. Ο τύπος που του "ανήκα" δεν άργησε να φανεί.  Άκουσα την πόρτα να κλείνει και άνοιξα κουρασμένα τα μάτια μου. Οι φυλακες μου είχαν φυγει και είχαμε μείνει οι δυο μας.
«Δεν στο είχα να έχεις τέτοια κότσια. Δεν είσαι συνηθισμένος άγγελος.» Μου είχε γυρισμένη την πλάτη και κάτι έψαχνε στο γραφείο.
«Γιατί δεν παίρνεις τα ηνία? Οι δαίμονες εσένα υπακούν, εσένα σέβονται.» Πρέπει να έφταιγε η κούραση. Δεν ηταν αλλιώς δυνατόν να είχα όρεξη για άλλη κουβέντα. Και τι κουβέντα!
«Πρόσεχε τι λες, δεν θες να σε σκοτώσω.» μου απάντησε.
«Είχες την ευκαρία σου και δεν το έκανες.» Θα μπορούσε να το έχει πει μπροστά στον αδερφό του να με τελειώσουν σωστά? Εξαλλου είχε δώσει ο άλλος την εντολή.
«Μην μου χτυπάς το λάθος μου.» χτύπησε την γροθιά του στο γραφείο.
«Γιατί δεν το έκανες?» Πριν βλεφαρισω καν βρισκόταν μπροστά μου. Τα μεγάλα πράσινα μάτια του με κοιτούσαν με απέχθεια. Κοίταξα γρήγορα το προσωπο του. Δεν ηταν απεχθές σαν του αδερφού του. Δεν είχε τιποτα που να τον κάνει να δείχνει δαίμονας. Κανένα κομμάτι λιωμενης σάρκας, κανένας αποχρωματισμός, τιποτα αφύσικο. Το προσωπο του ηταν αλαβάστρινο. Θύμιζε περισσότερο άγγελο. Έναν πολυ όμορφο αλλα επικίνδυνο άγγελο. Που θέλει να με ξεφορτωθεί.
«Τέλος συζήτησης.» γρυλισε και ειδα την κόρη του να συστέλλεται και να διαστέλλεται γρήγορα. Θεε μου, όχι πάλι αυτο...



Nadia