Βγαίνοντας
μετά από πενήντα λεπτά από το μαγαζί με τα παπούτσια, η Εύα πραγματικά είχε
αρχίσει να αφηνιάζει.
«Πενήντα
λεπτά για ένα ζευγάρι παπούτσια;» αναφώνησε εξαγριωμένη, αλλά η Τζασμίν αγνοώντας
την έμεινε να χαζεύει τη βιτρίνα με ένα συνεσταλμένο ύφος που έμοιαζε σαν να
αποχαιρετούσε κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο.
«Μη
με αγνοείς εμένα;» ξεφώνησε σπρώχνοντας τη, για να απαιτήσει την προσοχή της.
«Έλεος
πια, πώς κάνεις έτσι;» τη ρώτησε η Τζασμίν ξεσκονίζοντας το πανάκριβο παλτό της
λες και την είχε λερώσει με τα πακέτα που την ακούμπησαν.
«Πώς
κάνω έτσι;» τσίριξε εκτός εαυτού πια χωρίς να είναι ικανή να το πιστέψει. «Με
ρωτάς πώς κάνω έτσι;» συνέχισε ενώ ήταν στο τσακ να πετάξει ότι κρατούσε και να
αρχίσει να κλωτσάει τα πακέτα.
«Εντάξει
κέρδισες, θα γυρίσουμε πίσω στο πληκτικό γραφείο. Τώρα μπορείς να σταματήσεις
την γκρίνια;» τη ρώτησε, ενώ γυρίζοντας την πλάτη της άρχισε πάλι να προχωρά με
καμάρι λες και ήταν κάποιο άλογο που έκανε επίδειξη αγέρωχου βήματος και
δυναμικού καλπασμού.
Η
Εύα αν και θα ήθελε να τη στολίσει κατάλληλα, με τον χρόνο να την κατατρέχει,
αποφάσισε να την ακολουθήσει χωρίς να το σχολιάσει περεταίρω, αλλά και εκείνη
δεν της το έκανε εύκολο.
«Μα
πώς τους επιτρέπουν να κυκλοφορούν ανάμεσα μας;» ρώτησε με αηδία δείχνοντας με
τη ματιά της έναν κακόμοιρο άστεγο που ήταν πιο μακριά τους, ο οποίος έπεφτε πάνω
στους πεζούς.
«Μα
δεν υπάρχει κανένας αστυφύλακας να τον μαζέψει; Έλεος! Κοίτα τον κουρελιάρη πως
την πέφτει στους κακόμοιρους τους ανθρώπους που έχουν βγει ήσυχα-ήσυχα να
κάνουν τα ψώνια τους. Τς τς τς…» συνέχισε με την ίδια αηδία.
«Πολύ
θα ήθελα να δω αν ήσουν στην θέση του, τι θα έκανες με τέτοιο κρύο χωρίς
παπούτσια και παλτό» της πέταξε η Εύα και η Τζασμίν γυρίζοντας τη ματιά της
προς το μέρος της έριξε ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Εγώ,
αγάπη μου, είμαι γεννημένη μόνο για μεγάλα σαλόνια, όχι για τα σκουπίδια» της
είπε, ενώ κοίταζε τα ρούχα της Εύας από πάνω μέχρι κάτω υποτιμητικά. «Εσύ
πάλι…» της έφτυσε στα μούτρα με περιφρόνηση αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν
απείχε από την κατάντια του κακόμοιρου που εξακολουθούσε να ενοχλεί τον κόσμο,
καθώς ερχόταν προς το μέρος τους.
«Εγώ
πάλι είμαι πεπεισμένη ότι έχεις γεννηθεί στα τέσσερα και εκεί θα παραμείνεις»
της γύρισε το σχόλιο η Εύα αυτάρεσκα και μόλις η Τζασμίν σταμάτησε το βήμα της
και στάθηκε μπροστά της, την κοίταξε με μια δολοφονική ματιά.
«Υπονοείς
κάτι σκυλάκι;» σύριξε μέσα από τα δόντια της.
«Όχι,
κυρία…» της απάντησε η Εύα σε στάση προσοχής και μόλις η Τζασμίν πήγε να
γυρίσει, για να συνεχίσει τον δρόμο της, η Εύα συμπλήρωσε. «Το λέω ξεκάθαρα».
Μόλις
η Τζασμίν προσπάθησε να βάλει την Εύα στη θέση της, εκείνος ο ενοχλητικός
άστεγος –που δε φορούσε ούτε παλτό, αλλά ούτε και παπούτσια, ενώ στο ένα του
πόδι έλειπε και η μια του κάλτσα– έπεσε πάνω στην Τζασμίν και εκείνη από το ξάφνιασμα
γύρισε απότομα προς τη μεριά του.
«Βοη…
βοη-θή…» κατάφερε με κόπο να πει ο κακομοίρης, αλλά μόλις τα χέρια του έπιασαν
το παλτό της Τζασμίν εκείνη έπαθε υστερία.
«Πάρε
τα χέρια σου από πάνω μου κουρελή» τσίριξε, ενώ πάλεψε να τον ξεκολλήσει από
πάνω της.
«Βοη-θή-στε
με…» επανέλαβε με απόγνωση ο άστεγος που περνούσε την Τζασμίν τουλάχιστον ένα
κεφάλι και από τη βρώμα που είχε επάνω του δεν μπορούσες να καταλάβεις αν ήταν
άσπρος ή μιγάς.
«Βοήθεια»
τσίριξε η Τζασμίν, ενώ πάλευε να ξεφύγει σπρώχνοντας τον, και μόλις το σώμα του
άμοιρου άστεγου ταρακουνήθηκε, εκείνος δεν άντεξε άλλο. Λυγίζοντας το σώμα του
άρχισε να ξερνά ένα μείγμα πορτοκαλί-κόκκινο και πράσινο όξινο υγρό που μύριζε
πραγματικά απαίσια.
Η
Εύα από το σοκ όλη αυτή την ώρα δεν είχε καταφέρει να κουνηθεί, όμως μόλις είδε
δύο τύπους αρκετά ψηλούς και εύσωμους να πλησιάζουν την Τζασμίν που δεν είχε
σταματήσει να ουρλιάζει ζητώντας βοήθεια, τότε ένιωσε ότι κάτι έπρεπε να κάνει.
«Αφήστε
τον ήσυχο» ούρλιαξε, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά.
Οι
δύο νταγλαράδες που έπιασαν τον πανύψηλο, αλλά τελείως καταβεβλημένο άστεγο, με
μια απότομη κίνηση, τον ξεκόλλησαν από την Τζασμίν και τον πέταξαν με δύναμη
κάτω. Το σώμα του, σαν ένα άψυχο αντικείμενο, κατρακύλησε πάνω στο παγωμένο
πεζοδρόμιο και δε σταμάτησε μέχρι που άγγιξε την άσφαλτο. Ένα αυτοκίνητο που
πέρναγε εκείνην τη στιγμή από δίπλα του, για να τον αποφύγει, αναγκάστηκε να
κάνει ελιγμό, αλλά έτσι ξυστά που πέρασε από το σώμα του η Εύα δεν κατάφερε να
καταλάβει αν τελικά τον είχε χτυπήσει ή όχι. Ο άστεγος, σφαδάζοντας από τους
πόνους, προσπάθησε να ανέβει και πάλι πάνω στο πεζοδρόμιο, αλλά τελικά οι
δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και παραιτήθηκε.
«Κράτα»
διέταξε η Εύα την Τζασμίν τείνοντας της τα πακέτα τη στιγμή που εκείνη συνεχίζοντας
να κάνει σαν υστερική πάλευε να βγάλει το παλτό από πάνω της χωρίς να λερώσει
και τα υπόλοιπα ρούχα της.
«Είσαι
τρελή; Εγώ πρέπει να πάω για απολύμανση αμέσως και εσύ μου ζητάς να κρατήσω και
τα πακέτα από πάνω;» συνέχιζε να τσιρίζει, αλλά η Εύα δεν της έδωσε άλλη
σημασία.
Βλέποντας
τον χαμό που γινόταν από τα αυτοκίνητα που προσπαθούσαν να προσπεράσουν τον
άστεγο χωρίς να τον πατήσουν, άφησε τις τσάντες που κρεμόντουσαν στους καρπούς
της και τα πακέτα πάνω στο παγκάκι που ήταν λίγο πιο μακριά της και έτρεξε να
τον βγάλει από τον δρόμο.
«Μην
τολμήσεις να παρατήσεις τα πράγματα γι’ αυτόν τον κουρελιάρη» την άκουσε πίσω
της να λέει αφηνιασμένη, αλλά η Εύα δεν άκουγε τίποτα.
«Μη
με περιμένεις» της φώναξε πίσω και μόλις έφτασε κοντά στον άστεγο, άρπαξε το
χέρι του και τυλίγοντας το γύρω από τους ώμους της προσπάθησε να τον
μετακινήσει.
«Χριστέ
μου, είσαι τεράστιος» μονολόγησε απελπισμένη από το βάρος που ένιωσε στις
πλάτες της, αλλά ο άστεγος το μόνο που μπόρεσε να κάνει σαν ανταπόκριση ήταν να
αρχίσει και πάλι να κάνει εμετό.
Η
Εύα παρατώντας την προσπάθεια, έβαλε το σώμα της ανάμεσα στο δικό του και τα
αυτοκίνητα σαν ασπίδα γονάτισε δίπλα του και βγάζοντας το κινητό της προσπάθησε
να καλέσει ασθενοφόρο.
«Ένα
ασθενοφόρο… χρειάζομαι ένα ασθενοφόρο» άρχισε να λέει απελπισμένη μόλις άκουσε
τη φωνή της τηλεφωνήτριας να απαντά.
«Ηρεμήστε,
κυρία μου, και εξηγήστε μου τι έγινε» προσπάθησε εκείνη να την καλμάρει, αλλά η
Εύα ένιωθε ότι κάθε λεπτό που περνούσε τον οδηγούσε όλο και πιο κοντά στον θάνατο.
«Χρειάζομαι
ένα ασθενοφόρο…» επανέλαβε τελείως απελπισμένα και με μια ανάσα της εξήγησε την
κατάσταση του άντρα, ενώ της έδωσε την ακριβή διεύθυνση, αλλά χωρίς να αναφέρει
ότι αυτός που χρειαζόταν βοήθεια ήταν άστεγος, γιατί ήξερε ότι αν το έκανε,
τότε όταν θα ερχόταν το ασθενοφόρο, θα ήταν πια πολύ αργά για εκείνον.
«Γνωρίζετε
πως λέγετε ο τραυματίας;» ρώτησε η τηλεφωνήτρια τελικά, ενώ την είχε ήδη
ενημερώσει ότι το ασθενοφόρο θα ήταν εκεί σε πέντε λεπτά.
«Όχι,
αλλά μπορώ να σας δώσω το δικό μου αν θέλετε» προσφέρθηκε και μόλις η
τηλεφωνήτρια συμφώνησε, συμπλήρωσε. «Το όνομα μου είναι Εύα… Εύα Κύλιαν».
«Εύα…»
μουρμούρισε ο άστεγος πνιγμένα και η Εύα τρίβοντας την πλάτη του ενστικτωδώς
προσπάθησε να τον καθησυχάσει.
«Κάνε
κουράγιο, έρχονται… έρχονται» του είπε, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να ακούσει
και την κοπέλα από το τηλεφωνικό κέντρο.
«Θα
είσαστε εκεί όταν έρθει το ασθενοφόρο;» τη ρώτησε και η Εύα αναστενάζοντας
έριξε μια ματιά στο αφρισμένο στόμα του αστέγου και τα λιγδιασμένα μαύρα του
μαλλιά που είχαν καλύψει σχεδόν όλο του το πρόσωπο.
«Θα
είμαι εδώ. Απλά κάντε γρήγορα σας παρακαλώ» την ικέτεψε για άλλη μια φορά και
αφού η τηλεφωνήτρια τη διαβεβαίωσε ότι το ασθενοφόρο θα ήταν εκεί σε πέντε
λεπτά η Εύα έκλεισε το κινητό και το έβαλε στην τσέπη.
«Εύα…»
πάλεψε με το ζόρι να πει ο άστεγος και η Εύα παλεύοντας πολύ σκληρά με τα
δάκρυα της του αφαίρεσε απαλά τα μαλλιά του από το πρόσωπο.
«Εδώ
είμαι, δε σε αφήνω, μην τα παρατάς τώρα, εντάξει;» τον ρώτησε παρακλητικά, αλλά
ο άστεγος ήταν τόσο αποδυναμωμένος που όσο και να προσπάθησε να ανοίξει τα
μάτια του τελικά δεν τα κατάφερε.
«Μην
εγκαταλείπεις τώρα…» τον ικέτεψε, ενώ χωρίς να έχει ιδέα τι να κάνει, βάζοντας
το χέρι της πάνω στην πλάτη του άρχισε να τον κουνά απαλά. «Πρέπει να
κρατηθείς… πρέπει…»
Μόλις
το ασθενοφόρο ήρθε, ο τραυματιοφορέας μαζί με τον γιατρό στην αρχή φάνηκαν λίγο
διστακτικοί, αλλά εφόσον μπροστά σε όλο τον κόσμο δεν μπορούσαν να κάνουν
αλλιώς βάλανε τον άστεγο στο ασθενοφόρο και πήγαν να φύγουν. Η Εύα, με τη σκέψη
ότι θα μπορούσαν να τον πετάξουν πουθενά, για να τον ξεφορτωθούν, τους ρώτησε
αμέσως σε ποιο νοσοκομείο θα τον πάνε και αφού της είπαν εκείνη τους
διαβεβαίωσε ότι θα τους ακολουθήσει με το αυτοκίνητο της. Φυσικά αυτό ήταν ψέμα,
ιδίως από τη στιγμή που όχι μόνο δεν είχε αυτοκίνητο, αλλά ούτε καν δίπλωμα,
αλλά για να είναι σίγουρη ότι εκείνοι θα έκαναν τη δουλειά τους σωστά, αυτήν τη
στιγμή θα έλεγε τα πάντα.
Μένοντας
μόνη κοίταξε για λίγο γύρω της. Άνθρωποι ξέγνοιαστοι περνούσαν από δίπλα της
χωρίς να την κοιτούν, λες και δεν υπήρχε. Άνθρωποι με τα χέρια τους γεμάτα δώρα,
χαρούμενες φιγούρες που έκαναν όνειρα, σχέδια για αυτή την τόσο ιδιαίτερη μέρα του
χρόνου, κοιτάζοντας το μέλλον σαν ένα χριστουγεννιάτικο δώρο που δεν βλέπανε
την ώρα να το ανοίξουν.
Χριστουγεννιάτικο πνεύμα σου λέει
μετά…
σχολίασε μέσα της με πικρία. Πού στο διάολο
έχει χαθεί;.
Μόλις
έφτασε στο γραφείο της, η Τζασμίν, κάνοντας την καρέκλα της πιο πίσω της
έκλεισε τον δρόμο και σηκώθηκε όρθια, για να την αντιμετωπίσει καταπρόσωπο.
«Εντάξει;
Έκανες την καλή σου πράξη για σήμερα σαν καλή προσκοπίνα; Άντε τράβα τώρα στον
διευθυντή να σου δώσει και τα παράσημα» την ειρωνεύτηκε και η Εύα ζάρωσε τα
φρύδια της με απορία.
«Πας
κάπου;» τη ρώτησε παραξενεμένη.
«Λόγο
της καλής μου διαγωγής ο διευθυντής μου έδωσε άδεια για την υπόλοιπη μέρα, ώστε
να ετοιμαστώ για το ρεβεγιόν που θα γίνει στο σπίτι του» της χτύπησε στα μούτρα,
ενώ έπιανε από τον καλόγερο ένα νέο παλτό ακόμα πιο ακριβό και από αυτό που
φορούσε πριν.
«Αυτό
δεν το αγόρασες για τη γυναίκα του;» τη ρώτησε, όχι και τόσο σοκαρισμένη που
την έβλεπε τώρα να το φοράει και να το επιδεικνύει μπροστά της.
«Μέχρι
τη Δευτέρα το πρωί να είναι όλα έτοιμα για παράδοση» έδωσε την εντολή της και
πιάνοντας την καινούργια της τσάντα, που ήταν επίσης ένα δώρο που προοριζόταν
για την κόρη του διευθυντή, κλείδωσε το συρτάρι της και προσπερνώντας την έκανε
να φύγει.
«Καλά
Χριστούγεννα. Κορόιδο» της έφτυσε στα μούτρα και η Εύα γέλασε κουνώντας το
κεφάλι της απηυδισμένα.
Χρυσάνθη Καλαφάτη