Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 20)


Έτρεχα… Για ώρες. Μέσα στην κίνηση, με μια μικρή βαλίτσα στην οποία είχα μαζέψει τα πιο σημαντικά πράγματα: λίγα ρούχα, προσωπικά έγγραφα και τη φωτογραφία από την ημέρα του γάμου μας.

Ίσως ήταν η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Έπειτα από το φιάσκο που είχε συμβεί στην εκκλησία, για λίγο καιρό είχαμε αποκλείσει την ιδέα. Μέχρι που έμαθε πως ήμουν έγκυος. Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου, ρίγος διαπέρασε το κορμί μου από την ανάμνηση.
Ξαπλώνοντας στην πολυθρόνα δίπλα από το κρεβάτι της μαμάς μου στο νοσοκομείο, ένιωσα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν. Σαν να είχα μείνει άυπνη για αιώνες… Έγειρα πίσω το κεφάλι μου και έκλεισα τα μάτια μου.

Μήνες πριν...
Ο Θάνος ήθελε να τηρήσουμε τις παραδόσεις και έτσι είχαμε αποφασίσει να παντρευτούμε σε ένα ξωκλήσι, χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Δεν του είχα φέρει αντίρρηση, γνωρίζοντας πόσο σημαντικό ήταν για εκείνον να ενωθούμε κάτω από τα ιερά δεσμά του Θεού.
Ξυπνώντας εκείνο το πρωί, έβγαλα το νυφικό από τη ντουλάπα αγγίζοντας το απαλά. Ήταν ένα λευκό μάξι φόρεμα με τις τιράντες να αγκαλιάζουν ελαφρά τους ώμους μου, αέρινο με μικρά λουλουδάκια στο τελείωμα. Το μεταξένιο του ύφασμα έπεφτε στο σώμα μου σαν αεράκι, κάνοντας με να νιώθω πανέμορφη αυτή τη συγκεκριμένη μέρα.
Βλέποντας τις φωτογραφίες μας από κοινές εξόδους που φυλούσα στο συρτάρι μου, αισθανόμουν υπερβολικά ευτυχισμένη. Ήταν ο πρίγκιπάς μου όσο κοριτσίστικο ή αθώο και αν φαινόταν. Το μακιγιάζ μου ήταν σχεδόν αόρατο, τόνιζε μόνο τα χείλη μου σε ένα φλογερό κόκκινο, ενώ τα μαλλιά μου στόλιζαν μικροσκοπικά ανθάκια.
Γελώντας μόνη μου μπροστά στον καθρέπτη, ένιωσα ένα βάρος... Και την πρώτη φορά μα και τώρα θα ήμουν μόνη χωρίς την οικογένειά μου. Θα παντρευόμουν χωρίς κανείς να το ξέρει, ούτε καν η κολλητή μου. Σκουπίζοντας τα μάτια μου, κίνησα για την πόρτα. Με περίμενε το ταξί από κάτω.
Μισή ώρα αργότερα...
Επιτέλους η μέρα είχε φτάσει. Βρισκόμουν σε ένα μεγάλο πάρκο, γεμάτο με λουλούδια και συντριβάνια, πουλάκια που κελαηδούσαν το δικό τους χαρμόσυνο κάλεσμα, μέρα χαράς και ευτυχίας. Ο Θάνος βρισκόταν έξω από το εκκλησάκι μέσα στο λευκό του κοστούμι, πιο όμορφος από ποτέ.
Στη θέα του, τα μάγουλά μου βάφτηκαν ροζ και η καρδιά μου χτύπησε με δύναμη, τόσο που πίστευα πως θα σπάσει. Το χαμόγελό του έφτανε ως τα αυτιά, ενώ στα χέρια του υπήρχε μια ανθοδέσμη από κόκκινα τριαντάφυλλα.
Όλα ήταν μαγικά. Εκείνος, το τοπίο, η φύση. Τίποτα δεν μπορούσε να μας χαλάσει τα σχέδια. Περπατώντας προς το μέρος του με αργά βήματα, χαμογελούσα καθ’ όλη τη διάρκεια ενώ ψιθύριζα πόσο τον αγαπώ. Το ίδιο και εκείνος.
Για τα επόμενα λεπτά δεν ήμασταν ο Θάνος και η Εύα, το ζευγάρι με τις πολλαπλές ταυτότητες και το σκοτεινό παρελθόν, μα ένας άντρας και μια γυναίκα έτοιμοι να μοιραστούν τη ζωή τους.
«Ήρθες.» ομολόγησε με βαριά φωνή, παίρνοντας το χέρι μου στο δικό του.
Τα δάχτυλά του έτρεμαν κάτω από τα δικά μου, φαινόταν νευρικός και ανυπόμονος για τη ζωή που διαγραφόταν μπροστά μας.
«Δεν θα ερχόμουν μα συνειδητοποίησα πως δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω.» αστειεύτηκα φιλώντας τον στο μάγουλο και εκείνος γέλασε μέσα από την καρδιά του.
Ω, θεέ μου, πόσο λάτρευα το γέλιο του. Ήταν από τις σπάνιες φορές που φαινόταν τόσο νέος και ξέγνοιαστος.
Όταν μου έδωσε την ανθοδέσμη, μύρισα τα τριαντάφυλλα ένα προς ένα. «Σε αγαπάω. Έστω και αν δεν το λέω συχνά.» είπα με μάτια που έλαμπαν από δάκρυα.
«Εγώ περισσότερο.» απάντησε οδηγώντας με στην εκκλησία.
Στο εσωτερικό, ο ιερέας μας περίμενε, ευδιάθετος και έτοιμος να ξεκινήσει. Με το που πήραμε τις θέσεις μας, άρχισε να μιλάει. Φυσικά δεν τον ακούγαμε. Τα βλέμματά μας είχαν κλειδώσει έτσι όπως στεκόμασταν ο ένας απέναντι από τον άλλον.
Ίσως να έφταιγε η ανοιξιάτικη μέρα, το παραδεισένιο τοπίο, το εκκλησάκι αυτό που μας πρόσφερε γαλήνη, μα για λίγο δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Μόνο εγώ και εκείνος.  Λίγα λεπτά αργότερα, ο γέροντας ρώτησε:
«Θάνο, δέχεσαι την Εύα ως γυναίκα σου, να την τιμάς και να την προστατεύεις από κάθε αρρώστια και κακό;»
Περνώντας μου τη βέρα φώναξε «Δέχομαι.»
Τα μάτια μου βούρκωσαν για άλλη μια φορά και ευχόμουν να τελειώσουμε γρήγορα, προτού αρχίσω να κλαίω σαν κοριτσάκι. «Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μέρα που σε είδα. Στεκόσουν μόνη σου στην είσοδο του φροντιστηρίου, ελαφρώς εκνευρισμένη μα πανέμορφη. Γύρω σου όλοι φώναζαν, φιλιόντουσαν μα εσύ καθόσουν ατάραχη, σαν τίποτα να μην μπορούσε να σε αγγίξει.» Κρατώντας σφιχτά τα χέρια μου τα φίλησε απαλά. «Δεν χρειάστηκα παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο για να καταλάβω πόσο πολύ σε αγαπάω, πόσο πολύ θέλω να περάσω τη ζωή μου μαζί σου και να γίνω ο πατέρας των παιδιών σου.» με αυτές τις λέξεις έκλεισε τους όρκους του τρισευτυχισμένος.
Ο ιερέας γύρισε σε μένα «Εύα, δέχεσαι τον Θάνο να τον τιμάς και να τον προστατεύεις από κάθε αρρώστια και κακό;»
Δεν χρειαζόταν καν να τελειώσει τη φράση του καθώς αμέσως τσίριξα «Ναι, ναι, ναι! Σε αγαπάω, από την πρώτη μέρα που έπεσα πάνω σου σε εκείνη τη σκάλα και αντίκρισα τα γαλάζια σου μάτια, ήξερα πως είσαι ο άντρας των ονείρων μου.» άρχισα να λέω με θέρμη, αναπνέοντας βαθιά.
«Και εγώ σε αγαπάω μωρό μου.» ομολόγησε εκείνος σφίγγοντας με πάνω του. Βάζοντας τον δείκτη μου στο στόμα του για να τον σωπάσω, συνέχισα με δάκρυα στα μάτια.
«Ποτέ δεν περίμενα πως θα βρω κάποιον ο οποίος θα με αγαπήσει πραγματικά. Πάντα ένιωθα κατώτερη, πολύ λίγη για οποιονδήποτε, συνήθιζα να διώχνω τους ανθρώπους από δίπλα μου… Μα εσύ… Εσύ έμεινες δίπλα μου στα δύσκολα, με αγάπησες ακόμα και όταν σου έδειξα την ψυχή μου.» με λυγμούς τον αγκάλιασα σφιχτά.
«Πλέον είστε αντρόγυνο. Μπορείς να φιλήσεις τη νύφη.» είπε ο ιερέας στον Θάνο.
Το πρόσωπό του βρισκόταν κοντά στο δικό μου, με τις μύτες μας σχεδόν να αγγίζονται. Τα δάχτυλά του χόρευαν στη γυμνή πλάτη μου ενώ χανόμουν στα καταγάλανα μάτια που μπορούσαν να δουν την ψυχή μου. Τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του, έκλεισα τα μάτια μου.
«Σε αγαπάω τόσο πολύ που αν μπορούσες να το νιώσεις θα σου σκιζόταν η καρδιά. Είσαι η γυναίκα μου, η μητέρα του παιδιού μου, ο κόσμος μου όλος.» τα χείλη του συνθλίφθηκαν στα δικά μου προκαλώντας ανατριχίλα σε όλο μου το σώμα.
Όταν με άφησε, πασχίζαμε και οι δυο να κερδίσουμε την αναπνοή μας, αποτυπώνοντας κάθε δευτερόλεπτο αυτής της στιγμής.

Το άγγιγμα κάποιου με έκανε να πεταχτώ από τον ύπνο, ζαλισμένη και κουρασμένη από όσα είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό.
«Ηρέμησε, εγώ είμαι. Ήθελα να δω αν είσαι καλά.» αναφώνησε ο φίλος μου, παίρνοντας μια θέση δίπλα μου.
Σκύβοντας το κεφάλι μου, ανέπνευσα αργά, σε μια προσπάθεια να κερδίσω τον έλεγχο. Κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από εκείνον.
«Εύα είσαι σίγουρα καλά; Μήπως θες να φύγεις και να πας στο σπίτι μου; Η γυναίκα μου θα χαρεί να σε φιλοξενήσει.» ικέτεψε με τραχιά φωνή έστω και αν ήξερε την απάντηση.
«Πώς να πάω; Κοίτα γύρω σου… Η... η μ... η μάνα μου πεθαίνει.» η φωνή μου έσπασε, λυγμοί ταρακούνησαν το μουδιασμένο κορμί μου.
«Μην το λες αυτό. Σε παρακαλώ, πρέπει να έχεις πίστη.»
«Δεν αντέχω άλλο. Κοιμάμαι και ξυπνάω με ένα τεράστιο βάρος στο στήθος. Υπάρχουν φορές που νιώθω πως θα πεθάνω.»
«Μην είσαι χαζή. Μπορείς να στηριχτείς επάνω μου. Το ξέρεις, σωστά;» με κοίταξε με παιδικά μάτια και σύντομα έγνευσα καταφατικά.
«Είναι που... μίλησα με τον γιατρό. Με βρήκε σήμερα, την ώρα που έλειπες.» Ο ίδιος κόμπος στον λαιμό είχε επιστρέψει. «Είπε πως έκαναν ό,τι μπορούσαν αλλά θα πρέπει να συμφιλιωθώ με την ιδέα του θανάτου.» Πώς μπορούσα να το κάνω αυτό; Πώς συμφιλιώνεσαι με την ιδέα του θανάτου;
Εάν επρόκειτο για εμένα δεν θα με ένοιαζε. Η δική μου ζωή ήταν άχρηστη, ασήμαντη, μα των υπολοίπων; Όχι, εκείνοι έπρεπε να ζήσουν... έπρεπε. Όλα ήταν δικό μου λάθος. Δικό μου.
Ο Τούπακ ήρθε από πάνω μου, χώνοντας το κεφάλι του ανάμεσα στον λαιμό και το κεφάλι μου, απελπισμένος. «Σου υπόσχομαι πως ό,τι και να γίνει θα είμαι για πάντα δίπλα σου.»
«Το ξέρω. Εάν δεν είχα εσένα αυτές τις τελευταίες μέρες θα είχα…» Δεν μπορούσα ούτε να το ξεστομίσω.
Χτυπώντας με ελαφρά στον ώμο, ρώτησε «Τι θα γίνει με τον Θάνο; Κάποια στιγμή θα έρθει από εδώ και δεν θα μπορούμε να τον εμποδίσουμε. Έχω βάλει παντού φρουρούς αλλά…»
Τον διέκοψα με ένα θλιμμένο γέλιο «Όταν έρθει θα τον αντιμετωπίσουμε. Αν και δεν θα το κάνει… Κατά βάθος φοβάται.» ανακοίνωσα με πόνο.
«Πρέπει να σου πω κάτι.» σηκώθηκε γρήγορα από την καρέκλα και περπάτησε ως το παράθυρο. Κρύβοντας το πρόσωπό του στις σκιές ψιθύρισε «Δεν είναι αυτός που πιστεύεις. Συγγνώμη που δεν στο είπα νωρίτερα μα κινδυνεύεις δίπλα του.»
Τι εννοούσε; Πώς κινδύνευα από εκείνον;
«Από την στιγμή που μου είπες πως τον παράτησες, έβαλα ανθρώπους να τον παρακολουθούν και… έχει βάλει ανθρώπους να σε ψάχνουν σε όλη την πόλη.» κόμπιασε για λίγο, δίνοντάς μου την ευκαιρία να θρηνήσω για όσα άκουγα.
«Γιατί… γιατί δεν μου το είπες;» τον ρώτησα όχι όσο εκνευρισμένη θα ήθελα.
«Ήξερα πως θα πληγωθείς και θα φοβηθείς αν το μάθεις.» απάντησε με αβέβαιη φωνή, αναπνέοντας βαθιά.
«Μου κρύβεις και κάτι άλλο, έτσι δεν είναι;» Το έβλεπα. Όλα ήταν ξεκάθαρα πλέον, τα μηνύματά του, ο τρόμος στην κουζίνα μόλις είχε δει τον Θάνο. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω.
Στεκόταν απέναντι μου, αμήχανος, με τα χέρια στις τσέπες, χωρίς να μιλάει.
Ήθελα να τον ρωτήσω και άλλα πολλά, όμως μια από τις νοσηλεύτριες μπήκε στο δωμάτιο, ζητώντας ευγενικά να περάσουμε για λίγο έξω. Η ώρα ήταν 9:00 μμ. Ο Τούπακ πρόλαβε να εξαφανιστεί προτού το καταλάβω, όσο εγώ κατευθυνόμουν στο κυλικείο.
Οι διάδρομοι ήταν σχεδόν άδειοι, αν και υπήρχαν συγγενείς αρρώστων που τριγυρνούσαν σαν σκιές των εαυτών τους στους διαδρόμους, κλαίγοντας ή ζητώντας πληροφορίες από το προσωπικό. Παίρνοντας από το ψυγείο έναν χυμό, έσπευσα στο ταμείο για να τον πληρώσω.
Από πίσω μου ήταν ένας άντρας γύρω στα 35, κρατώντας έναν καφέ. Γρήγορα μου έδωσε ένα συμπονετικό βλέμμα. Ανταπέδωσα με το κινητό μου να δονείται στη σάκα. Κρύβοντας τον εαυτό μου στο πιο απομονωμένο τραπεζάκι, έβγαλα το κινητό έξω. Είκοσι αναπάντητες και δέκα μηνύματα από εκείνον.
Ήταν ένα μείγμα από απειλές, κατηγορίες και όρκους αιώνιας αγάπης. Το απενεργοποίησα και το πέταξα στον κάδο σκουπιδιών δίπλα μου, πίνοντας τον χυμό μου.  Όχι πολύ αργότερα, είδα κάτι λευκό να προεξέχει από το δεξί τσεπάκι της τσάντας. Έμοιαζε σαν σημείωμα.
Με τρεμάμενα χέρια το άνοιξα προσεκτικά… Ω,Θεέ μου. Όχι…
«Αγαπημένη μου φίλη, αποφάσισα να σου γράψω καθώς δεν ξέρω πόσο καιρό έχω ακόμα. Είμαι σίγουρη πως έχεις καταλάβει την απουσία μου από την πρώτη στιγμή κιόλας. Κανονικά δεν θα έπρεπε να σου γράφω, αν με πιάσουν θα με σκοτώσουν, μα ήθελα να σου πω ορισμένα πράγματα.
Αρχικά, επειδή ξέρω πόσες τύψεις θα νιώθεις τώρα, θέλω να ξέρεις πως δεν σου κρατάω κακία. Δεν είμαι θυμωμένη που δεν ήρθες για να με σώσεις Εύα, ούτε πικραμένη. Είσαι η φίλη μου και υποθέτω πως για να μην το κάνεις θα συμβαίνει κάτι εξαιρετικά σοβαρό.
Εδώ... εδώ είναι μια κόλαση. Είμαι κλειδωμένη σε ένα μικροσκοπικό δωματιάκι όλη τη μέρα, κάθε μέρα, με τους φρουρούς αυτού του άντρα να με χτυπάνε ή να μου στερούν το δικαίωμα σίτισης. Βέβαια, εγώ είμαι σε καλύτερη μοίρα καθώς στο υπόγειο αυτού του ανακτόρου κρύβονται άλλα εκατό κορίτσια, έτοιμα να παραδοθούν σε άλλες χώρες.
Για τον Μπαρίσνικοφ είμαστε εμπόρευμα, ένα κομμάτι κρέας. Όμως δεν θα σε ζαλίσω με αυτά, ξέρω πως πως για να μην έχεις έρθει ακόμα κάτι κακό σου έχει συμβεί. Το μόνο που θέλω να ξέρεις είναι πως σε αγαπάω, πως για πάντα θα είσαι η αδερφή που δεν είχα. Να με θυμάσαι Εύα και χρόνια πολλά για τα γενέθλια σου!
Με αγάπη, Γωγώ
Μόλις μπήκα στο δωμάτιο, κάθισα εξαντλημένη στο κρεβάτι της μαμάς μου. Ο ήχος από τα χιλιάδες μηχανήματα ήταν το μόνο που ακουγόταν αυτή τη στιγμή. Θα ορκιζόμουν πως η καρδιά μου είχε σταματήσει να χτυπάει.
Σφίγγοντας το χέρι της στο δικό μου, άφησα τα δάκρυα να πέσουν, τις λέξεις να γεμίσουν τον χώρο γύρω μου. «Συγγνώμη. Συγγνώμη που δεν σε έσωσα, συγγνώμη που εξαιτίας μου ο Μπαρίσνικοφ έστειλε δολοφόνους για να σε σκοτώσουν. Όλα αυτά είναι δικό μου λάθος. Αν εγώ είχα κάνει πίσω από την αρχή, αν δεχόμουν να γίνω γυναίκα του, εσύ θα ήσουν καλά, υγιής.» Τόσες τύψεις, τόσος πόνος. «Μου πήρε μέχρι και την κολλητή μου, την κρατάει κλειδωμένη στη βίλα του., αυτή και αμέτρητα κορίτσια… Δεν μπορώ να σώσω κανέναν τους. Δεν μπορώ μαμά και πλέον δεν αντέχω.» αγκαλιάζοντάς την, κόλλησα το κεφάλι μου στο ύψος της καρδιάς της και άφησα τα δάκρυα να βγουν από μέσα μου.
Απελπισία είχε διεισδύσει σε κάθε κομμάτι της ψυχής μου. Κρατώντας τη σφιχτά πάνω μου, προσπάθησα για λίγο να αισθανθώ σαν παιδί, να αποχωριστώ όλον αυτόν τον πόνο, το μαρτύριο. Το ρολόι στον τοίχο σήμανε 12.00.
«Χρόνια πολλά, Εύα.» ευχήθηκα στον εαυτό μου πριν κλείσω τα μάτια μου.

Την επόμενη μέρα πετάχτηκα στον ύπνο μου κοιτώντας το πρόσωπό της. Στην αρχή δεν το πίστευα, αλλά όσο ξυπνούσα είδα τα μάτια της… είχε ξυπνήσει. Η μάνα μου είχε ξυπνήσει, σκέφτηκα, αγκαλιάζοντάς τη με δύναμη.
Η αδύναμη φωνή της έφτασε στα αυτιά μου, ηχώντας σαν ευλογία, ενώ το χέρι της πλέχτηκε στο δικό μου. «Αγάπη μου...» πρόφερε αργά αργά, ίσα που την άκουγα «Άκουσα όλα όσα μου είπες χθες…»
«Δεν το πιστεύω πως είσαι καλά, πρέπει να ειδοποιήσω τους γιατρούς. Πρέπει να σε εξετάσουν…» προσπάθησα να πω αλλά μου έκανε νόημα να σταματήσω.
«Δεν έχω πολύ χρόνο κόρη μου. Ήθελα μόνο να ξέρεις πως πάντα θα σε αγαπάω, πάντα θα είμαι δίπλα σου, έστω και αν δεν ήμουν το υπόδειγμα γονέα που θα ήθελες.»
«Όχι, μην το λες αυτό. Σε χρειάζομαι… Είμαι έγκυος και όλα πάνε χάλια και…» Η φωνή μου πάγωσε βλέποντας τα μάτια της να κλείνουν. Ταρακουνώντας τη βίαια από τους ώμους, έτρεξα στην πόρτα ουρλιάζοντας για να έρθει κάποιος. Επιστρέφοντας πίσω στο κρεβάτι της, οι ήχοι από τα μηχανήματα έγιναν ακανόνιστοι, πιο δυνατοί.
«Μείνε δίπλα μου.» ικέτεψα,γονατίζοντας στο προσκεφάλι της.
Μου ψιθύριζε κάτι που δεν μπορούσα να ακούσω… Σκύβοντας προς το μέρος της την άκουσα να λέει «Να είσαι δυνατή κόρη μου και να αγαπάς το παιδί σου. Είμαι περήφανη για εσένα.» Το κεφάλι της έπεσε πίσω και οι ήχοι από τα μηχανήματα σταματήσαν.
Αμέτρητα χέρια με πιάσανε βγάζοντάς με έξω από το δωμάτιο, γιατροί και νοσηλεύτριες προσπαθούσαν να την επαναφέρουν μα ήταν ήδη αργά. Τρέχοντας έξω από το νοσοκομείο είδα τον φίλο μου και προτού καταφέρει να μιλήσει, έτρεξα πάνω του.
«Έφυγε.» αναφώνησα με δυστυχία, κλείνοντας το πρόσωπό μου στο στήθος του. Οι γροθιές μου σφίχτηκαν γύρω από το τζάκετ του, κρατώντας τον εαυτό μου από το να μην λιποθυμήσει.
«Επιτέλους σε βρήκα.» ακούστηκε μια φωνή από πίσω μας και σύντομα είδα τον Θάνο μπροστά μας.
Στα χέρια του κρατούσε ένα όπλο «Προχωρήστε ήρεμα στο πάρκινγκ. Δεν θέλουμε μάρτυρες, έτσι;» η φωνή του ήταν ψυχρή, δεν υπολόγιζε τίποτα.
Αφού μας οδήγησε στο πάρκινγκ, με κοίταξε εκνευρισμένος «Πώς τόλμησες να το κάνεις αυτό; Να μου φερθείς με αυτόν τον τρόπο;» το χέρι του έσφιξε τη σκανδάλη και γύρισα στον φίλο μου φοβισμένη.
«Εύα φύγε, τρέξε να σωθείς!» μου ψιθύρισε, προτού ο Θάνος με αρπάξει από δίπλα του.

«Δεν έχεις ιδέα πόσο μου έλειψες μωρό μου.» Τα χείλη του κόλλησαν στον λαιμό μου ενώ εγώ τον έσπρωχνα πίσω. «Όσο για σένα…» γύρισε στον Τούπακ «Αρκετά σε άφησα να ζήσεις τόσα χρόνια.» Πίεσε τη σκανδάλη και η σφαίρα τον πέτυχε στην καρδιά.

Εύα Αναγνώστου