Μοιραία Συνάντηση (Κεφάλαιο 22)

Θα έπρεπε να το περιμένω. Πώς μπόρεσα να πιστέψω έστω και για λίγο ότι θα άξιζα μια καλή ζωή μετά από τα εγκλήματα που έκανα; Πώς πίστεψα ότι θα μπορούσε κάποιος να με αγαπήσει πραγματικά για αυτό που είμαι;  Πώς;
Η κάθε μέρα είχε γίνει αβάσταχτη σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο, περνώντας από όλων των ειδών τα βασανιστήρια. Βασανιστήρια για τα οποία δεν ήθελα να μιλήσω, ούτε καν να τα σκεφτώ. Ο Θάνος δεν με είχε επισκεφτεί όλο αυτό το διάστημα μα ίσως και να ήταν ανώφελο.
Το μυαλό μου είχε αρχίσει να μουδιάζει και το σώμα μου να καταρρέει από την εξαθλίωση την οποία είχα υποστεί. Οι τύψεις είχαν γίνει πλέον δεύτερη σάρκα μου, καθώς όσο περνούσε ο καιρός τόσο απομακρυνόταν η ελπίδα να σώσω τη φίλη μου και όλα εκείνα τα κορίτσια από τα χέρια του Μπαρίσνικοφ.

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο γέρος άντρας. Φαινόταν στο σκληρό του πρόσωπο ότι δεν θα δίσταζε να με σκοτώσει, αν χρειαζόταν. Στερεώνοντας τα μάτια μου πάνω του τον περιεργάστηκα, ζυγίζοντας τις πιθανότητες που είχα. Βασικά ήμουν χαμένη.
«Είσαι σε θέση να μιλήσεις σήμερα;» Βάζοντας μια καρέκλα μπροστά μου κάθισε αναπαυτικά. Βγάζοντας την ίδια φωτογραφία, έκανε ξανά τις ίδιες ερωτήσεις. «Την ξέρεις αυτήν την κοπέλα;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Κοίτα την καλύτερα. Πρέπει να την κοιτάξεις.» φώναξε, κολλώντας τη φωτογραφία μπροστά στα μάτια μου. Κοιτάζοντάς τη, στραβοκατάπια ελαφρά, γνωρίζοντας πως εάν έλεγα την αλήθεια θα με σκότωνε επιτόπου.
«Ακόμα δεν έχω μάθει ποιος είσαι.» αναφώνησα φέρνοντας τα μάτια μου στα δικά του.
«Τόσο πολύ θέλεις να μάθεις;»
«Εσύ δεν θα ήθελες; Πρόκειται να με σκοτώσεις και δεν μπορώ να το αποφύγω, οπότε θα ήθελα να το ξέρω.» Το στόμα μου ήταν πιο στεγνό από ποτέ, όσο και αν ήθελα να παριστάνω την ατρόμητη.
Χωρίς να το περιμένω, βημάτισε γύρω μου κοιτάζοντας συνεχόμενα τη φωτογραφία στα χέρια του. Εάν δεν ήταν ολοσκότεινο το δωμάτιο, ίσως να μπορούσα να δω τον πόνο στο πρόσωπό του. Θα ορκιζόμουν πως έκλαιγε και δεν το ήθελα. Πάνω από όλα ήμουν άνθρωπος... Προσπαθούσα.
«Θα σου πω μια ιστορία πρώτα… Εκτός και αν βιάζεσαι.» είπε ειρωνικά, βλέποντας με να ανασηκώνω τους ώμους μου. «Πριν από χρόνια, ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος στα βάθη της Ρωσίας. Έντιμος, υπομονετικός, ένας τέλειος άνθρωπος δεδομένων των συνθηκών… Έχεις σχηματίσει την εικόνα.» αίρνοντας μια βαθιά ανάσα συνέχισε. «Ποτέ δεν πίστευε πως θα βρεθεί κάποια γυναίκα να τον αγαπήσει, πως θα μπορούσε ένα λεπτεπίλεπτο και ντελικάτο πλάσμα να του χαρίσει την υπέρτατη ευτυχία.» Σε αυτό το σημείο γέλασε πικρά, στέλνοντας ανατριχίλα στο σώμα μου.
Δεν ήθελα να ακούσω παρακάτω… Ήδη οι εικόνες εκείνης της εποχής είχαν αρχίσει να με βαραίνουν. Έπρεπε να το περιμένω. Κάποια στιγμή ο τροχός θα γυρνούσε και θα πλήρωνα για όσα έκανα. Δυστυχισμένη, έριξα το σώμα μου μπροστά αναπνέοντας μετά βίας.
«Όλα ήταν υπέροχα, ο άντρας παντρεύτηκε το κορίτσι και μαζί του έκανε δύο παιδιά, δύο ομολογουμένως πανέμορφα παιδιά, όμοια με εκείνη. Βέβαια όπως σε κάθε παραμύθι, έτσι και εδώ, στο τέλος ο άντρας τα έχασε όλα. Μπορείς να φανταστείς πως συνέβη αυτό;» ρώτησε με θέρμη στη φωνή του, σφίγγοντας τόσο τα χέρια του που αίμα έτρεξε από τις γροθιές του.
«Είσαι... Είσαι… Ο Βλαντίμιρ Γκελίκοβα, ο πατέρας της ρωσικής μαφίας.» απάντησα συνειδητοποιώντας το βάρος όσων είχα κάνει. «Είχες δύο παιδιά, αγνώστων στοιχείων, ποτέ δεν έμαθε κανείς τα ονόματα ή τις ηλικίες τους... Το μόνο που γνωρίζαμε είναι πως για κάποιον λόγο φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό.» Το στήθος μου πονούσε από τις ενοχές.
Κοίταξα γύρω μου, παρατηρώντας τους άντρες με τα όπλα και το μέρος στο οποίο βρισκόμουν και άθελά μου θυμήθηκα τα τελευταία λόγια της μητέρας μου.
«Να προσέχεις το παιδί σου, έστω και αν είναι το τελευταίο που θα κάνεις.»
Ο Βλαντίμιρ κάθισε ξανά στην καρέκλα απέναντι μου, αμίλητος, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος του. Ο άλλοτε σκληρός άντρας τώρα έμοιαζε ευάλωτος και σίγουρα δεν έφταιγε η ηλικία του ή η ασθενική του φύση.
«Μπορείς να μου βγάλεις τις αλυσίδες; Δεν θα πάω πουθενά.» τον ικέτεψα με σιγανή φωνή και προς μεγάλη μου έκπληξη το έκανε. «Λυπάμαι, λυπάμαι παρά πολύ για ό,τι έκανα. Δεν έχω καμία πρόθεση να υπερασπιστώ τον εαυτό μου ή να σε πείσω για το αντίθετο. Ξέρουμε και οι δύο πως εγώ... Εγώ σκότωσα τ γυναίκα σου.» Τα μάτια μου έκλεισαν αμέσως από φόβο ενός ενδεχόμενου χτυπήματος αλλά εκείνος δεν με άγγιξε καθόλου.
«Θέλω απλά να μάθω το γιατί. Πες μου έναν λόγο, δικαιολόγησε την πράξη σου με κάποιον τρόπο.»
«Εντάξει. Θα σου πω όλη την αλήθεια.» Πήρα μια βαθιά ανάσα πλέκοντας τα δάχτυλά μου. «Ήμουν 12 χρονών όταν με βρήκε ο Μπαρίσνικοφ –της ιταλικής μαφίας- και με έχωσε σε αυτή τη δουλειά. Ποτέ δεν ήθελα να γίνω δολοφόνος μα…» ήταν τόσο δύσκολο να μιλήσω για το παρελθόν «…οι γονείς μου είχαν επενδύσει λεφτά σε λάθος ανθρώπους, οι οποίοι με τη σειρά τους όταν δεν τα πήραν πίσω άρχισαν να μας κυνηγούν.» Σηκώθηκα από την καρέκλα και προχωρώντας ως τον τοίχο έστρεψα την πλάτη μου σε εκείνον, στο επικριτικό του βλέμμα.
«Ήμουν η μόνη που μπορούσε να τους σώσει. Όταν εμφανίστηκε εκείνος ο άντρας μπροστά μου, απείλησε πως εάν δεν δούλευα για εκείνον θα έβαζε φυλακή την οικογένειά μου ή ακόμα χειρότερα, θα τους σκότωνε. Ο πατέρας μου στα πρώτα χρόνια έφυγε, παρατώντας τη μητέρα μου πίσω και όλο το βάρος έπεσε σε μένα. Πρέπει να με καταλάβεις, το ποσό που μου ζητούσε για να μας αφήσει ήσυχους ήταν εξωφρενικό. Αμέτρητα εκατομμύρια, τα οποία και δεν είχα. Ήμουν ένα μικρό παιδί.» Μια πόρτα άνοιξε στο βάθος μα δεν μπήκα στον κόπο να κοιτάξω. Είχα ανάγκη να εξιλεωθώ.
«Τότε ήταν που αποφάσισες να τη σκοτώσεις; Τι σου έκανε; Τι μπορεί να σου έκανε η γυναίκα μου;» Ο έκδηλος πόνος του έσκισε και το τελευταίο ψύχραιμο κομμάτι μου. Πέφτοντας στο πάτωμα, δάκρυα θόλωσαν την όρασή μου. «Ο Μπαρίσνικοφ ήθελε να σε βγάλει από τη μέση επειδή ήσουν ο μόνος που δεν τον φοβόταν. Οι υπόλοιποι –Βούλγαροι, Ιταλοί, Ιρακινοί κ.ο.κ- τον φοβόντουσαν, εν αντιθέσει με εσένα. Θυμάμαι να μπαίνω στο αυτοκίνητό του και να μου εξηγεί πώς θα τη βρω, με ποιον τρόπο θα την σκοτώσω… Ήξερε πως αν εκείνη έβγαινε από τη μέση, τότε εσύ θα αποσυρόσουν μια για πάντα.»
«Όλα αυτά για την εξουσία; Το καθίκι!» Η γροθιά του έπεσε με δύναμη στο τραπέζι.
«Ήρθα στη Μόσχα στις 12 Φεβρουαρίου του 2009, με σκοπό να τη βγάλω από τη μέση. Ήταν το πρώτο μου θύμα και θυμάμαι σαν τώρα την όψη της. Μια κοπελίτσα γύρω στα 27, με μακριά ξανθά μαλλιά, φωτεινά γαλανά μάτια... Εκείνη την ημέρα την είχα ακολουθήσει παντού και όσο πιο πολύ τη γνώριζα τόσο πιο δύσκολο μου ήταν να κάνω αυτό το έγκλημα. Έμοιαζε… Έμοιαζε με άγγελο.»
«Ήταν ένας άγγελος.» ομολόγησε εκείνος με ένα μικρό χαμόγελο. «Ήταν ο δικός μου άγγελος, ο καλύτερος άνθρωπος που θα μπορούσα να ζητήσω ποτέ από τη ζωή μου.»
«Την είδα να αφήνει στο σχολείο τα παιδιά της και έπειτα την ακολούθησα ως το σπίτι της. Μπήκα από την πόρτα της κουζίνας αθόρυβα, κρατώντας ένα όπλο στο χέρι μου, ενώ εκείνη ήταν σκυμμένη πίσω από το ψυγείο.» Δεν μπορούσα να συνεχίσω.
«Πες μου τι έκανες τότε;»
«Ξέρεις τι έκανα.»
«Θέλω να το ακούσω.»
Αηδιασμένη με τον εαυτό μου, ψιθύρισα «Την πυροβόλησα. Ποτέ δεν με είδε, ούτε πρόλαβε να νιώσει κάτι.»
«Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Να σκοτώσεις μια αθώα γυναίκα…» Ακούστηκε η θυμωμένη φωνή κάποιου από το βάθος. Στρέφοντας την προσοχή μου στον άντρα, δεν άργησα να καταλάβω πως ήταν ο Θάνος.
Βλέποντας τον τόσο θυμωμένο, με κόκκινα μάτια, ήθελα να τρέξω δίπλα του, να τον ρωτήσω τι συνέβαινε. Αντ' αυτού απάντησα στην ερώτησή του.
«Δεν ήθελα να το κάνω αλλά τη στιγμή που ήμουν έτοιμη να φύγω, με κάλεσε ο Μπαρίσνικοφ. Είχε τη μητέρα μου δίπλα του, η οποία έκλαιγε και ούρλιαζε. Είχα διορία ως τα μεσάνυχτα εκείνης της νύχτας αλλιώς θα τη σκότωνε.» αποκρίθηκα με εκείνον να με πλησιάζει.
Σύντομα τα χέρια του βρέθηκαν να με ταρακουνούν βίαια από τους ώμους μου. Ναυτία πλημμύρισε το κορμί μου, όσο και αν προσπαθούσα να του ξεφύγω.
«Θάνο, άφησέ την. Μας είπε αυτό που θέλαμε.» σύντομα ο Βλαντιμίρ τον επανέφερε στην τάξη.
Το έβλεπα στα μάτια του πως δεν ήθελε να με αφήσει, ήθελε να με πληγώσει. Δεν τον αδικούσα, όμως δεν καταλάβαινα γιατί έμοιαζε τόσο πληγωμένος, ίσως περισσότερο και από τον άντρα εκείνης της κοπέλας.
Κοιτάζοντας τους με την ησυχία μου, παρατήρησα πόσο πολύ έμοιαζαν˙ ίδιο χρώμα ματιών, ίδιος σωματότυπος... Κάνοντας ένα βήμα πίσω, η πλάτη μου άγγιξε τον τοίχο.
Δεν ήταν αλήθεια...
Ο Βλαντίμιρ ήρθε δίπλα μας, συγκρατώντας τον Θάνο από τους ώμους. Το βλέμμα του με έκαιγε κάθε φορά που με κοιτούσε. «Αναρωτήθηκες ποτέ πως σε βρήκαμε Εύα;» Κούνησα αρνητικά τους ώμους μου. «Εκείνη τη μέρα που σκότωσες τη γυναίκα μου, την είδες να πηγαίνει τα παιδιά μας στο σχολείο.» Κούνησα το κεφάλι μου, θετικά αυτή τη φορά. «Μόνο που το ένα αρρώστησε κατά τη διάρκεια της μέρας και γύρισε πίσω. Υποθέτω πως από τη μανία σου να σώσεις την οικογένειά σου δεν είδες τον γιο μου, ο οποίος κρυβόταν στα πίσω δωμάτια»
«Δεν υπήρχε κάποιος… Είμαι σίγουρη. Δεν υπήρχε κανείς.» επανέλαβα κάμποσες φορές, φέρνοντας στο μυαλό μου εκείνη τη μέρα.
«Εδώ είναι που κάνεις λάθος.» είπε ο Θάνος, αποφεύγοντας να με κοιτάξει. «Ο αδερφός μου σε είδε. Είδε να την πυροβολείς εξ' επαφής, χωρίς κανένα ίχνος συμπόνιας ή μεταμέλειας.» Η φωνή του ήταν σκληρή, το πρόσωπό του σκοτεινό και άγριο.
Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό. Είχα σκοτώσει τη μητέρα του Θάνου; Για αυτό είχε επιλέξει να με σκοτώσει; Ήταν μια μορφή εκδίκησης; Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει από τις ερωτήσεις που βομβάρδιζαν το μυαλό μου. Στο τέλος ψιθύρισα «Συγγνώμη. Εάν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, δεν θα έκανα ποτέ αυτό που μου ζητήθηκε.» Μια συγγνώμη βέβαια δεν μπορούσε να σβήσει το παρελθόν.
Έβλεπα τον Θάνο να φεύγει, χτυπώντας την πόρτα πίσω του με δύναμη, τόση που ένα κύμα σκόνης πλημμύρισε το δωμάτιο. Γυρνώντας το κεφάλι μου, έκλεισα τα χέρια του Βλαντιμίρ στα δικά μου. «Ξέρω πως ποτέ δεν θα με συγχωρήσεις και ούτε το θέλω. Όμως θέλω να καταλάβεις πως δεν είχα επιλογή… Ήμουν ένα μικρό κορίτσι σε αυτό το επάγγελμα που ολόκληροι άντρες παίζουν και χάνουν καθημερινά.»
Το χέρι του άγγιξε τα μαλλιά μου και δευτερόλεπτα αργότερα έκανε κάτι που δεν περίμενα. Με αγκάλιασε με όλη του τη δύναμη, κλαίγοντας στον ώμο μου. «Σε ευχαριστώ που το παραδέχτηκες. Έδωσες σε έναν ετοιμοθάνατο άντρα λίγη χαρά.»
Το στόμα μου άνοιξε διάπλατα. Όσο και αν προσπάθησα να μιλήσω, δεν έβγαινε φωνή από το στόμα μου. Το χέρι του βρέθηκε στον ώμο μου και κοιτάζοντάς τον είδα γαλήνη στα μάτια του. «Ήσουν πολύ όμορφη την ημέρα που παντρεύτηκες τον γιο μου. Σας έβλεπα από μακριά και ειλικρινά καμάρωνα για τους δυο σας.» Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του.
«Το ήξερε; Ήξερε από την αρχή ποια είμαι; Πως εγώ έκανα... Ό,τι έκανα;»

Δεν μου απάντησε˙ αντιθέτως, γύρισε την πλάτη του με τη φρουρά να τον ακολουθεί. Πολύ σύντομα έμεινα μόνη μου σε αυτό το παλιό δωμάτιο, ξαπλωμένη σε εμβρυική θέση. Πλέον μπορούσα να καταλάβω για ποιον λόγο είχε αλλάξει η συμπεριφορά του Θάνου απέναντί μου.

Εύα Αναγνώστου