Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 33) - "Ποτάμι Αίματος"

Πρεσλάβα, Μάιος 1017

Η Ναντέζντα ήταν η πρώτη που έφτασε στην κορφή του λόφου, καβάλα στο μαύρο της άλογo. Από εκεί φαινόταν ξεκάθαρα η χρυσή γραμμή στο βάθος του ορίζοντα˙ ο ήλιος που ανέτειλε.  Χάρη σ’ αυτό το πρώτο φως, είδε τη μεγάλη πόλη να απλώνεται στην εύφορη πεδιάδα. Μετά από κακουχίες και εξαντλητική ιππασία, είχαν φτάσει στην Πρεσλάβα, το στολίδι της ανατολικής Ρωσίας.

Όμως, δεν ήταν τα ψηλά τείχη της πόλης, ούτε το μεγάλο αρχοντικό μέγαρο που δέσποζε στην κεντρική πλατεία, ούτε τα καλοχτισμένα πλούσια σπίτια που κατοικούσαν οι πολίτες, ούτε τα καταπράσινα  δέντρα που την πλαισίωναν, αυτό που τράβηξε την προσοχή της και γέμισε τη θαρραλέα καρδιά της με τρόμο. Ήταν οι στρατιές των εχθρών  που είχαν στρατοπεδεύσει και περικύκλωναν το εμπορικό κέντρο.
Καθώς πλησίαζαν, οι χωριανοί που συναντούσαν τους είχαν πληροφορήσει ότι η πόλη πολιορκείτο.  Όσες φορές όμως, κι αν είχαν ρωτήσει για τη δύναμη του εχθρού, οι απαντήσεις που λάμβαναν ήταν ασαφείς. Τώρα το έβλεπε καθαρά, ακόμα κι αν δεν τους είχε μετρήσει έναν προς έναν, οι Πετσενέγοι υπερτερούσαν με αναλογία τουλάχιστον τρία προς ένα.
Φυσικά, αυτό δε θα συνέβαινε αν ετοιμάζονταν να επιτεθούν με ολόκληρη τη στρατιωτική δύναμη των Ρώσων, μα δεν ήταν δυνατό να συνταχθεί μεγαλύτερο σώμα σε τόσο  σύντομο χρονικό διάστημα. Τώρα λοιπόν, δεν μπορούσαν να ζητήσουν επιπλέον ενισχύσεις˙ μέχρι να φτάσει και το καινούργιο σώμα η πόλη θα είχε κατακτηθεί. Από την άλλη, η Ρωσία δεν μπορούσε να αντέξει την απώλεια μεγαλύτερου στρατεύματος, καθώς έτσι, τα βόρεια, δυτικά και νότια σύνορά της θα έμεναν ευάλωτα.
Ευτυχώς όμως, η Ναντέζντα είχε προνοήσει για αυτό το ενδεχόμενο. Κι έτσι, αυτό που μπορεί να έμοιαζε καταστροφή, ήταν στην πραγματικότητα μόνο ένα εμπόδιο, που ήταν δυνατό να υπερπηδηθεί.
Από την στιγμή που έφτασε στ’ αυτιά τους η πληροφορία της πολιορκίας, η Ναντέζντα και ο Στεφάν αποφάσισαν να διαιρέσουν το στρατό και να ταξιδεύουν νύχτα, ώστε να έχουν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού με το μέρος τους, σε περίπτωση που το είχαν ανάγκη. Και τώρα ένιωθε πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Οι Πετσενέγοι μπορεί να ήξεραν ότι έρχονταν, αλλά δεν είχαν ιδέα για την πραγματική τους θέση. Και αυτό ήταν το κλειδί στην υπόθεση. Αφού, μονάχα μία λύση υπήρχε κατά πώς το έβλεπε η Ναντέζντα: κατά μέτωπο επίθεση.
«Την έχουμε βάψει», παρατήρησε σαρκαστικά ο Στεφάν αντικρίζοντας το ίδιο καταθλιπτικό θέαμα. Βρισκόταν δίπλα της, όπως πάντα.
«Όχι όσο είμαι εγώ επικεφαλής», αποκρίθηκε εριστικά.
«Εγώ είμαι ο στρατηγός, να σου υπενθυμίσω.»
Η Ναντέζντα τον κοίταξε αυστηρά. Δεν απάντησε. Δεν είχαν την πολυτέλεια να λογομαχήσουν για μια ακόμα φορά. Δεν μπορώ να πιστέψω την τύχη μου.  Οι ζωές μυριάδων ανθρώπων κρέμονταν από τα χέρια μου κι εγώ είμαι αναγκασμένη να παλέψω έχοντας –ποιόν;– τον Στεφάν για σύμμαχο. Κάποιος με καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκα, δεν εξηγείται αλλιώς.
* * *
«Θα τους χτυπήσουμε, και θα τους λυγίσουμε όπως τα και τα πιο περήφανα δέντρα λυγίζουν και σπάνε στα δύο όταν τα χτυπά αστροπελέκι!», φώναζε ο Στεφάν κραδαίνοντας το σπαθί του και πηγαίνοντας πέρα δώθε μπροστά από τους παραταγμένους στρατιώτες.
Η νύχτα είχε πέσει. Ο στρατός είχε στο μεταξύ καταφτάσει, είχε συγκεντρωθεί και τώρα ήταν έτοιμοι να πέσουν πάνω στους παραδομένους στον ύπνο πολιορκητές, σαν την πανούκλα.
Και η Ναντέζντα εκεί, στο πλευρό του. Κι ας ήθελε να τους χωρίζει απόσταση χιλίων μιλίων.
«Να θυμάστε. Αυτή η γη ήταν και θα είναι δικιά μας. Δε θα τους αφήσουμε να την πατήσουν. Είμαστε περήφανοι Ρώσοι, και μαζί είμαστε μια ακατανίκητη δύναμη», συμπλήρωσε λοιπόν.
Τα λόγια τους ενέπνευσαν θάρρος στις καρδιές των στρατιωτών. Πίστεψαν σ’ εκείνους, πίστεψαν στο σκοπό της μάχης. Ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τις ζωές τους για την πατρίδα. Για τη δόξα ενός τιμημένου θανάτου.
Η Ναντέζντα θα ήθελε να τους οδηγήσει η ίδια. Μα, ήξερε πως θα ήταν άτοπο. Εκείνη, μια γυναίκα, δεν είχε δουλειά με τον πόλεμο. Το έβλεπε άλλωστε στα μάτια όλων των αντρών που είχαν κάποιο αξίωμα. Την κοιτούσαν και την αντιμετώπιζαν σαν να ήταν ξωτικό, ένα πλάσμα ακατανόητο, που απλά δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί.
Βέβαια, μπορεί τηρώντας τα προσχήματα, να μην επέμενε να ηγηθεί, αλλά δεν εννοούσε να μείνει πίσω με τη Βέρα και τις άλλες θεραπεύτριες. Γι’ αυτό, πήγε να σταθεί μαζί με τους τοξότες. Ήθελε να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε και η τοξοβολία ήταν ανέκαθεν το δυνατό της σημείο. Ο Στεφάν ευτυχώς, δεν την αντιλήφθηκε, ειδάλλως θα την ανάγκαζε να λουφάξει στην γωνιά της.
Οι στρατιώτες κινούνταν αθόρυβα, ήταν μονάχα σκιές μέσα στη νύχτα και όχι άνθρωποι με  σάρκα και οστά. Οι τοξότες, αθέατοι ανάμεσα στα φυλλοβόλα,  σκότωσαν τους σκοπούς  αθόρυβα, ώστε να μην προλάβουν να σημάνουν συναγερμό.  Τότε οι υπόλοιποι άναψαν μια μεγάλη φωτιά, απ’ άκρη σ’ άκρη του εχθρικού στρατοπέδου. Και με επιδεξιότητα, εισέβαλαν στις σκηνές τους. Έσφαξαν και πετσόκοψαν στο ψαχνό. Γρήγορα όμως, οι ετοιμοπόλεμοι και σκληροτράχηλοι Πετσενέγοι ανασυντάχθηκαν και αντιστάθηκαν σθεναρά. Η μάχη που ακολούθησε ήταν αιματηρή, με αρκετές απώλειες και για τις δύο παρατάξεις.
Η Ναντέζντα ένιωσε τις μνήμες της να ζωντανεύουν. Για μια στιγμή πήγε πίσω, σε μια χειμωνιάτικη νύχτα, όταν έχασε τα πάντα. Θυμήθηκε το σπίτι, την πόλη, τον τίτλο της, τον αδερφό της. Όμως, ανάγκασε τον εαυτό της να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Με τα βέλη της, κρυμμένη πίσω από τις πυκνές φυλλωσιές, μέτρησε πολλά πτώματα προς όφελος του ρωσικού στρατού.
Και η θανατηφόρα πάλη συνεχιζόταν.
Το αποτέλεσμα άργησε να κριθεί. Τελικά όμως, ο αρχηγός των Πετσενέγων συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τη σφοδρότητα της ξαφνικής επίθεσης. Σήμανε οπισθοχώρηση. Είχαν νικήσει!
Όμως, θα ήταν τρέλα να πανηγυρίσουν. Τουλάχιστον έτσι σκέφτηκε η Ναντέζντα. Ακόμα τίποτε δεν είχε τελειώσει. Ο εχθρός είχε διαλυθεί, είχε τραπεί σε φυγή όμως αυτό δε σήμαινε ότι δεν θα επέστρεφε δριμύτερος.
Αλλά η άποψή της δεν ήταν η επικρατέστερη. Οι πολίτες άνοιξαν τις πύλες και τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες, σαν σωτήρες. Μπορούσαν να αναπνεύσουν ξανά.
* * *
Ήταν ακόμα νύχτα όμως, όλη η πόλη ήταν στο πόδι. Ειδικά στο αρχοντικό είχε ξεσπάσει μεγάλο γλέντι. Μπορεί να μην υπήρχε, φαγητό, κρασί, βότκα, ούτε καν νερό για να το σπαταλήσουν σε πανηγυρισμούς, αλλά η μουσικές, οι χοροί και τα τραγούδια δεν σταματούσαν. Μόνο η Ναντέζντα ένιωθε να πνίγεται.
Δεν είχε σκοπό να δεχτεί την πρόσκληση της Άλμα Λουντμίλοβα της χήρας του διοικητή της πόλης, για φιλοξενία στο αρχοντικό τους. Προτιμούσε να μένει όπου θα έμεναν και οι στρατιώτες. Αναγκάστηκε βέβαια, να δεχτεί και τις ευχαριστίες, και τις εκδηλώσεις θαυμασμού, πλάι στον Στεφάν.  Ωστόσο, με την πρώτη ευκαιρία, έτρεξε εκεί που είχαν μεταφερθεί οι τραυματίες.
Όπως περίμενε, είδε τη Βέροτσκα και τις φίλες της να φροντίζουν τους τραυματίες. Βάλθηκε κι εκείνη να περιποιείται πληγές ανοιχτές που αιμορραγούσαν ακατάσχετα, μέλη ακρωτηριασμένα και τραύματα από δηλητηριασμένες λεπίδες. Δούλευαν όλες ακούραστα, ακατάπαυστα μέχρι την αυγή. Μα τα βογκητά δεν έπαυαν.
Έτσι βρώμικη και κουρελιασμένη, με ρούχα βουτηγμένα στο αίμα και κολλημένα πάνω στο σώμα της από τον ιδρώτα, και μαλλιά σε άθλια κατάσταση, τη βρήκε ο Στεφάν. Εκείνος μόλις τώρα είχε ξεμπλέξει από τις χαρές και τα πανηγύρια στο αρχοντικό.
«Υψηλοτάτη!»
Έτσι τη φώναζε δημοσίως, κι ας ήξερε ότι την εκνεύριζε. Μάλλον όμως, επειδή την εκνεύριζε.
Η καρδιά της Ναντέζντα βούλιαξε στο άκουσμα της φωνής του. Τόσες μέρες είχε περάσει δίπλα του, άλλοτε διαφωνώντας, άλλοτε συμφωνώντας μαζί του, κι όμως ακόμα τον ανεχόταν με δυσκολία. βέβαια το πρόβλημα δεν έγκειτο στην αντιπάθεια που έτρεφε για τον Στεφάν αλλά στο γεγονός ότι ήθελε απλά να μείνει μόνη για λίγο. Ήθελε να συνεχίσει να περιποιείται τους πληγωμένους, να υποκριθεί για λίγες ώρες ότι το μεγαλύτερό της πρόβλημα ήταν ο πόνος των άλλων . Έτσι δεν χρειαζόταν να σκέφτεται.
Εκείνος βρέθηκε δίπλα της. «Πρέπει να σταματήσεις. Οι κοπέλες θα συνεχίσουν χωρίς εσένα. Θα έρθουν και ντόπιες να βοηθήσουν».
«Γιατί;»
«Γιατί πρέπει να ετοιμαστείς. Η αρχόντισσα Άλμα ζήτησε ακρόαση. Επίσης θα πρέπει να κάνεις μια δήλωση στους πολίτες. Κάποιοι ανησυχούν ότι δεν υπάρχει ασφάλεια ακόμα και τρομάζουν τους υπόλοιπους».
Αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει, παρά τη δυσαρέσκειά της. Πήγε να μαζέψει τα πράγματά της, το τόξο και την άδεια φαρέτρα. Στον Στεφάν δε διέφυγε αυτή η λεπτομέρεια.
«Ήσουν μαζί με τους τοξότες στη μάχη;», τη ρώτησε στο δρόμο. Γνωρίζοντας ωστόσο, ήδη την απάντηση.
«Ναι». Δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει.
Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Μα είχε τρελαθεί εντελώς; Ήθελε να της φωνάξει, να της πει ότι ήταν γελοιωδώς ριψοκίνδυνη.
«Μην το ξανακάνεις», γρύλισε μέσα από τα δόντια του, τελικά, επιλέγοντας να κρατήσει την ψυχραιμία του.
Η Ναντέζντα τον κοίταξε, μα δε μίλησε. Ήταν πολύ κουρασμένη για να εμπλακεί σε άλλη μια ανούσια διένεξη μαζί του, εκείνη τη στιγμή.
Πρέπει να το συνηθίσω αυτό. Εγώ δεν είμαι που θέλω να γίνω Μεγάλη Πριγκίπισσα του Κιέβου; Πρέπει να μάθω να λειτουργώ σαν τέτοια. Μια πριγκίπισσα πρέπει ν’ ακολουθεί μια συμπεριφορά συγκεκριμένη. Δεν παραμελεί τα προβλήματα της επικράτειας, δεν εξαφανίζεται όταν είναι περισσότερο απαραίτητη. Ακόμα, δεν παίρνει μέρος στη μάχη σαν κοινός πολεμιστής.
Θέλω να γίνω μια σωστή ηγεμονίδα. Σαν τον πατέρα μου, που μπορεί διέλυσε την οικογένειά μας και να είναι υπαίτιος για όλα τα δεινά που μας βρήκαν, αλλά ήταν ένας χαρισματικός κυβερνήτης και πραγματικά πολύ αγαπητός στο λαό. Σαν την Όλγα η οποία είχε τον σκληρότερο χαρακτήρα, αλλά φρόντιζε για την ευημερία όλων, ειδικά των αδυνάτων. Μπορεί να μην πάψουν ποτέ να με κυνηγούν οι προσωπικοί μου δαίμονες, τα φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά δεν πρέπει να επηρεάσει την συμπεριφορά μου ως προς την χώρα. Μπορεί το κίνητρό μου να είναι η εκδίκηση αλλά τα καθήκοντά μου δε θα τελειώσουν με την πτώση του Καταραμένου· θα κρατήσουν μια ολόκληρη ζωή και πρέπει να είμαι σίγουρη ότι το έχω συνειδητοποιήσει αυτό.
Το κυριότερο είναι ότι για την ώρα, τους απωθήσαμε. Και είναι πολύ σημαντικό το ότι κανείς δεν αμφισβητεί την εξουσία μου. Η Άλμα Λουντμίλοβα σίγουρα με έχει αποδεχτεί ως ηγετική φυσιογνωμία.  
Ναι, νομίζω θα μπορούσα να το συνηθίσω αυτό. Θα μπορούσα να συνηθίσω οι Ρώσοι να στρέφονται σε μένα για να λύσω τα προβλήματά τους. Οι άνθρωποι χρειάζονται ελπίδα. Και εγώ είμαι η προσωποποίηση της˙ είναι το όνομά μου.

Επιλέγω να το δω ως οιωνό. Ίσως να μην ήταν τυχαία η επιλογή της μητέρας μου. Μπορεί να ‘ναι και γραφτό να γίνω η Ελπίδα ολάκερης της χώρας –αν υπάρχει αυτό που λέμε μοίρα, πεπρωμένο, ριζικό. 

Σοφία Γκρέκα