«Έλα κόρη μου... Κάμε κουράγιο...Λίγο ακόμα· να, αφού σπάσαν τα νερά!»
Η φωνή της μεσήλικης ακούστηκε ήρεμη, παρακλητική, καθώς μιλούσε στην νέα που, μισοξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι, πάσχιζε να διώξει απ’ τα σπλάγχνα της το βάρος τους. Χοντρές στάλες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπό της που είχε κοκκινίσει, φανερώνοντας τον τεράστιο κόπο που κατέβαλλε να φέρει εις πέρας τον τοκετό.
«Δεν ημπορώ μάνα...» βόγκηξε.
«Μπορείς, Κατίνα μου! Ούλες μας μπορέσαμε!» προσπάθησε να την εμψυχώσει εκείνη. «Κι εγώ έτσι πόναγα σαν γέννησα το Σίμο... Μα είδες; Παλικάρι απ’ τα λίγα έκαμα!»
Η κοπέλα κοίταξε λίγο την γυναίκα δίπλα της κι ένα αχνό χαμόγελο ζωγράφισε την κουρασμένη όψη της. Ήταν ο άντρας της, αυτός για τον οποίο μιλούσε .Ο πατέρας του, ο Γιάγκος Σεκέρογλου, πλούσιος κτηματίας, είχε παλιά φιλιά με το δικό της. Και σαν πέθανε ο Γιάγκος κι έμεινε ο Σίμος κληρονόμος του, εκείνος δεν ξέχασε την υπόσχεσή τους. Γιατί έδωσαν λόγο οι δύο άντρες, όταν ακόμα ήταν μικρά τα παιδιά τους, να τα παντρέψουν. Κι ο νέος δέχτηκε· ίσως γιατί, όταν είδε την Κατίνα στους αρραβώνες, πλημμύρισε η γλυκιά θωριά της όλο του το είναι. Κι εκείνη όμως δεν έμεινε ασυγκίνητη. Κι ο έρωτάς τους φούντωσε, κι έδωσε λίγο μετά το γάμο τον καρπό του: το παιδί που θα ’φερνε στον κόσμο η Κατίνα.
«Τι λες να ’ναι το παιδί μάνα;» ρώτησε την πεθερά της, καθώς οι ωδίνες φαίνονταν λιγάκι να την αφήνουν.
«Δεν ηξεύρω...Μα ό, τι και να ’ναι, θα ’ναι όμορφο σαν κι ελόγου σας» απάντησε εκείνη στη νύφη της, που ενθαρρυμένη χάιδεψε απαλά την κοιλιά της. «Μακάρ- ...»πήγε να πει, αλλ’ ένας πόνος οξύς και διαπεραστικός την έκανε να ουρλιάξει.
«Μάνα θα πέσει το παιδί!» πετάχτηκε ανήσυχη η αδερφή του Σίμου, που παρέστεκε κι αυτή την Κατίνα, ενώ η επίτοκος σφάδαζε λαχανιασμένη.
«Έρχιτι το γλέπου! Τοιμάσου Κατινιώ!» προειδοποίησε η μαμή.
«Χριστέ μου!!!» έσκουξε εκείνη σφίγγοντας τα δόντια ν’ αντέξει τον πόνο.
«Σπρώξε!» την προέτρεπαν. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, οι αρθρώσεις των δαχτύλων της άσπριζαν τσαλακώνοντας μέσα τους το σεντόνι. Λίγα ακόμα ξεφωνητά και...
«Ήρχε!» ακούστηκε μια φωνή, ανακατεμένη με βρεφικό κλάμα. Οι γυναίκες ανάσαναν μ’ ανακούφιση. Η Κατίνα, ζαλισμένη απ’ τους πόνους και την υπερπροσπάθεια, δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι γέννησε.
«Μάνα... Μάνα τέλειωσε;» στράφηκε στην Φωτεινή. «Σσσσς...Ναι κόρη μου, ναι Κατίνα μου... Βγήκε το παιδί σου» τη διαβεβαίωσε εκείνη περνώντας ήρεμα το χέρι στα μαλλιά της. Αφέθηκε η κοπέλα στο άγγιγμα της πεθεράς της κι έκλινε δεξιά το κεφάλι σφαλώντας τα βλέφαρα, ενώ η καρδιά σφυροκοπούσε ακόμη στα στήθια της.
«Τι είναι μανίτσα;» απηύθυνε την ερώτηση η κυρά Φωτεινή την ερώτηση στη μαμή εκ μέρους της αποκαμωμένης Κατίνας, που κόντευε ν’ αποκοιμηθεί στον ώμο της.
«Κοράσι!» έκανε θριαμβευτικά η γυναίκα. «Και τι κοράσι! Έμορφο και πιπεράτο! Να μην αβασκαθεί!»-κι έφτυσε τρεις στον κόρφο της, σταυρώνοντας το βρέφος.
«Δόξα σοι ο Θεός!» σταυροκοπήθηκε με τη σειρά της η κυρά-Φωτεινή και σκούντηξε απαλά την νύφη της. «Κατινιώ μου ξύπνα...Σ’ έφεραν το παιδί σου» είπε. Η νέα, που δεν κοιμόταν, ανασηκώθηκε αργά κι έλαμψαν τα όμορφα μάτια της την ώρα που τα μπράτσα της έκλεισαν γύρω απ’ το τρυφερό κορμάκι της νεογέννητης κόρης της. Η πεθερά της, γεμάτη συγκίνηση, περιεργαζόταν κι αυτή με λαχτάρα την εγγονή της και ξεχείλιζε η καρδιά τους από αγάπη για το μικρό πλασματάκι καθώς χαϊδεύαν τα χεράκια της.
Όταν ήρθε ο Σίμος και ρώτησε μ’ αγωνία πως πήγε η γέννα, οι υπηρέτριες ντράπηκαν να του πουν το φύλο του παιδιού, μήπως θυμώσει που το πρωτότοκό του δεν ήτανε αγόρι. Ο νέος πατέρας όμως ερωτεύτηκε στην κυριολεξία τη νεογέννητη παιδούλα. Φίλησε τρυφερά την όμορφη γυναίκα του και παίρνοντας το βρέφος στα χέρια του το κανάκεψε και του εξομολογήθηκε συγκινημένος: «Εσύ, κόρη μου, και να ’ρθει ξοπίσω σου γιος, θα ’σαι πάντα πρώτη στην καρδιά μου!»
Έτσι γεννήθηκε η κόρη του Σίμου και της Κατίνας κι έλεγες πως πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν υπήρχαν στη γη. Μα ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Δεν πέρασε μια βδομάδα κι η νεαρή λεχώνα προσβλήθηκε από επιλόχειο. Καιγόταν στον πυρετό και πόνοι αφόρητοι στην κοιλιά τη συντάραζαν. Η κυρά Φωτεινή τρόμαξε. Δεν ήθελε να χάσει τη νύφη της: ήταν νέα κι όμορφη, είχε παιδί να θρέψει κι ο γιος της την λάτρευε... Ώρες ολάκερες μπροστά στα εικονίσματα, έταζε λαμπάδα στο μπόι της στην Παναγιά αν τη γλίτωνε. Κι ύστερα σταύρωνε την Κατίνα μ’ αγιασμένο λάδι, κι έκανε χίλια δυο για να διώξει το κακό.
Ένα πρωί μια απ’ τις νεαρές υπηρέτριες, ψυχοκόρη της κυρά Φωτεινής, που πήγαινε να φέρει γιατρικό στην άρρωστη, χτύπησε την πόρτα της μα απόκριση δεν έλαβε. «Κυρά;» είπε χωρίς ν’ ανησυχήσει, πιστεύοντας πως η νεαρή γυναίκα, εξαντλημένη απ’ την αρρώστια, μπορεί να κοιμότανε κι έκρουσε ξανά την πόρτα. «Κυρά μου ξύπνα, εγώ είμαι» επανέλαβε ύστερα ανοίγοντάς την. Κι εκεί κοντοστάθηκε. Η Κατίνα κείτονταν ακούνητη στο κρεβάτι και το πρόσωπό της άσπριζε αφύσικα.
«Κυρά;...» ψέλλισε και με πόδια τρεμάμενα πλησίασε κι άγγιξε το δέρμα της. Μια κραυγή τρόμου ξέφυγε το στόμα της. Και χύθηκε έξω σαν τρελή, μη μπορώντας να πιστέψει τι συνέβαινε.
«Κυρά Φωτεινή!» φώναζε η κοπέλα κι η μάνα του Σίμου που έτυχε να βρίσκεται κοντά τη συγκράτησε καθώς έτρεχε ξέπνοη στο διάδρομο.
«Ελένη μου τι έγινε; Γιατί είσαι έτσι;» τη ρώτησε.
«Κυρά μου η νύφη σου...»-η Ελένη πάλευε να βρει τις λέξεις.
«Τι έγινε; Τι έπαθε η Κατίνα; Μίλα μου Λενιώ!» την πρόσταξε τώρα η Φωτεινή βλέποντας τη φρίκη στο βλέμμα της.
«Δε σαλεύει! Κι είναι κρύα...Φοβούμαι πως...» -πήγε να πει μα ένας λυγμός την έπνιξε.
Χλόμιασε η κυρά Φωτεινή. «Όχι Θε μου! Μη μας το κάμεις αυτό!» βόγκηξε κι αφήνοντας τη Λενιώ έτρεξε στην κάμαρα.
«Κατίνα μου! Παιδί μου!» σκλήρισε πιάνοντας το λαιμό της. Ήταν κρύος σαν το μάρμαρο, η φλέβα του είχε πάψει να χτυπά... Πάγωσε στα πόδια της η γυναίκα. Με τα μάτια ορθάνοιχτα στο κενό, στράφηκε αργά και κοίταξε τις θεραπαινίδες της, που ’χαν μαζευτεί γύρω με την ψυχή στο στόμα. Δεν είπε λέξη, κι όμως όλες κατάλαβαν και σκέπασαν μεμιάς τα στόματα.
Τα γόνατά της λύγισαν. «Κατίνα μου...» έφυγε απ’ τα χείλη της και πήγε να σωριαστεί στο πάτωμα. Δυο χέρια τη βάσταξαν απ’ τις μασχάλες κι ένα τρίτο της έκανε αέρα. Όλες στέκονταν βουβές και δακρυσμένες, ο θάνατος της νεαρής κυρίας τους τις είχε συγκλονίσει.
«Κυρά Φωτεινή κάμε κουράγιο! Σε χρειάζεται η εγγονή σου!» προσπάθησαν να την ψυχώσουν μες στον πόνο τους. «Αφήστε με!» μούγκρισε εκείνη. «Αφήστε με! Τι κουράγιο να κάμω; Τι να πω του Σίμου μου, στ’ αγόρι μου; Νυφούλα μου, παιδί μου!» σπάραξε τραβώντας τα φωνήεντα. Μες στον οδυρμό τους το μωρό, σαν να το ’νιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ξέσπασε σ’ ένα παραπονιάρικο κλάμα. «Ας το μερέψει κάποιος!» πρόσταξε μία γυναίκα, ενώ οι άλλες στέκονταν μουδιασμένες, μην ξέροντας τι να κάνουν με τη νεκρή κυρά τους και το παιδί που συνέχιζε να κλαίει εκνευρισμένο. Η Λενιώ έσκυψε στην κούνια και πήρε αγκαλιά το κοράσι και τ’ απαλό της λίκνισμα φάνηκε να το ηρεμεί. Μα κείνη τη στιγμή, ακούστηκαν βήματα στη σκάλα.
«Ο αφέντης!» τινάχτηκαν. «Τι θα τον πούμε;» αναρωτήθηκε η μία κι αλληλοκοιτάχτηκαν απεγνωσμένες. Πριν προλάβουν να σκεφτούν, η φωνή του Σίμου αντήχησε στο σπίτι.
«Μάνα;» τον άκουσαν να λέει.
«Κυρά σε κράζει» ανακοίνωσαν στην Φωτεινή οι γυναίκες. Εκείνη, αμίλητη, σήκωσε τα νοτισμένα της μάτια κι αφού ελευθερώθηκε απ’ το κράτημά τους, προχώρησε έξω απ’ την κάμαρη κι αντάμωσε το γιο της.
«Μανούλα μου...» έκανε ο Σίμος κι η Φωτεινή τον αγκάλιασε, κρύβοντας την όψη της στον κόρφο του. «Γιε μου...Γιε μου» μονολόγησε. «Μάνα τι γίνηκε; Γιατί δε μιλάς;» απόρησε. Η Φωτεινή σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το γιο της κατάματα, χωρίς ωστόσο ν’ αρθρώνει λέξη· μόνο θώπευε αργά το μάγουλό του.
«Μάνα με τρομάζεις...Έπαθε κάτι η γυναίκα μου, το παιδί μας;» έτρεμε η φωνή του Σίμου.
«Αφέντη...» μίλησε η Εμινέ, η Τουρκάλα υπηρέτριά τους. «Κατίνα χανούμ...ολντί...Πέθανε» πρόφερε με κόπο και δάκρυσε.
Κέρωσε ο Σίμος. Κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα μια την Εμινέ και μια τη μάνα του, δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που άκουγε. «Όχι!..» σχημάτισαν τα χείλη του. «Όχι δε μπορεί! Λέτε ψέματα!» ξέσπασε.
«Αλήθεια λέω εφέντημ» βεβαίωσε με πίκρα η Τουρκάλα.
«Που ’ν τη; Που είν’ η γυναίκα μου;» φώναξε ο απελπισμένος σύζυγος και σπρώχνοντας μάνα και υπηρέτρια όρμησε στην κάμαρη. Σαν την είδε και διαπίστωσε πως ήταν όντως νεκρή, τρελάθηκε. Ανασήκωσε στα χέρια του τον κορμό της κι ακουμπισμένος στο άδεια από ζωή πια στέρνο της έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γεμίζοντας φιλιά τα ωχρά της μάγουλα, τα μαραμένα χείλη και το λαιμό της. «Κατινιώ μου... Αγάπη μου... Γιατί τον έρμο, γιατί; Γιατί μ’ άφηκες; Τι θ’ απογίνω;» θρηνούσε κι ωσάν βροχή τα δάκρυα σκέπαζαν το κορμί της...
...Ο τάφος της νέας είχε πλέον σφραγιστεί. Ο Σίμος, με την κορούλα του αγκαλιά, στύλωνε σα χαμένος τα μάτια του στο μάρμαρο. «Κατίνα μου...» μουρμούρισε για άλλη μια φορά τ’ όνομά της κι ένα δάκρυ πότισε τα γένια του. Τότε η μικρή αναδεύτηκε κουνώντας τα χεράκια της, σαν να ’θελε να μαζέψει το δάκρυ εκείνο του πατέρα της. Μια γλυκιά θαλπωρή πλημμύρισε το Σίμο ενώ τον κοίταζε με τα αθώα της ματάκια. «Μικρή μου...Σ’ αγαπώ πολύ το ξέρεις;» ψιθύρισε συγκινημένος. «Είσαι ίδια η μάνα σου!» πρόσθεσε και φίλησε το τρυφερό μετωπάκι. Μια σκέψη πέρασε απ’ το σκοτισμένο του μυαλό και το φώτισε, κι οι άκρες των χειλιών του ανεπαίσθητα σηκώθηκαν.
«Κατίνα μου...» ξανάπε, μα τούτη τη φορά μιλούσε στο παιδί του... Λίνα Δώρου
Η φωνή της μεσήλικης ακούστηκε ήρεμη, παρακλητική, καθώς μιλούσε στην νέα που, μισοξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι, πάσχιζε να διώξει απ’ τα σπλάγχνα της το βάρος τους. Χοντρές στάλες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπό της που είχε κοκκινίσει, φανερώνοντας τον τεράστιο κόπο που κατέβαλλε να φέρει εις πέρας τον τοκετό.
«Δεν ημπορώ μάνα...» βόγκηξε.
«Μπορείς, Κατίνα μου! Ούλες μας μπορέσαμε!» προσπάθησε να την εμψυχώσει εκείνη. «Κι εγώ έτσι πόναγα σαν γέννησα το Σίμο... Μα είδες; Παλικάρι απ’ τα λίγα έκαμα!»
Η κοπέλα κοίταξε λίγο την γυναίκα δίπλα της κι ένα αχνό χαμόγελο ζωγράφισε την κουρασμένη όψη της. Ήταν ο άντρας της, αυτός για τον οποίο μιλούσε .Ο πατέρας του, ο Γιάγκος Σεκέρογλου, πλούσιος κτηματίας, είχε παλιά φιλιά με το δικό της. Και σαν πέθανε ο Γιάγκος κι έμεινε ο Σίμος κληρονόμος του, εκείνος δεν ξέχασε την υπόσχεσή τους. Γιατί έδωσαν λόγο οι δύο άντρες, όταν ακόμα ήταν μικρά τα παιδιά τους, να τα παντρέψουν. Κι ο νέος δέχτηκε· ίσως γιατί, όταν είδε την Κατίνα στους αρραβώνες, πλημμύρισε η γλυκιά θωριά της όλο του το είναι. Κι εκείνη όμως δεν έμεινε ασυγκίνητη. Κι ο έρωτάς τους φούντωσε, κι έδωσε λίγο μετά το γάμο τον καρπό του: το παιδί που θα ’φερνε στον κόσμο η Κατίνα.
«Τι λες να ’ναι το παιδί μάνα;» ρώτησε την πεθερά της, καθώς οι ωδίνες φαίνονταν λιγάκι να την αφήνουν.
«Δεν ηξεύρω...Μα ό, τι και να ’ναι, θα ’ναι όμορφο σαν κι ελόγου σας» απάντησε εκείνη στη νύφη της, που ενθαρρυμένη χάιδεψε απαλά την κοιλιά της. «Μακάρ- ...»πήγε να πει, αλλ’ ένας πόνος οξύς και διαπεραστικός την έκανε να ουρλιάξει.
«Μάνα θα πέσει το παιδί!» πετάχτηκε ανήσυχη η αδερφή του Σίμου, που παρέστεκε κι αυτή την Κατίνα, ενώ η επίτοκος σφάδαζε λαχανιασμένη.
«Έρχιτι το γλέπου! Τοιμάσου Κατινιώ!» προειδοποίησε η μαμή.
«Χριστέ μου!!!» έσκουξε εκείνη σφίγγοντας τα δόντια ν’ αντέξει τον πόνο.
«Σπρώξε!» την προέτρεπαν. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, οι αρθρώσεις των δαχτύλων της άσπριζαν τσαλακώνοντας μέσα τους το σεντόνι. Λίγα ακόμα ξεφωνητά και...
«Ήρχε!» ακούστηκε μια φωνή, ανακατεμένη με βρεφικό κλάμα. Οι γυναίκες ανάσαναν μ’ ανακούφιση. Η Κατίνα, ζαλισμένη απ’ τους πόνους και την υπερπροσπάθεια, δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι γέννησε.
«Μάνα... Μάνα τέλειωσε;» στράφηκε στην Φωτεινή. «Σσσσς...Ναι κόρη μου, ναι Κατίνα μου... Βγήκε το παιδί σου» τη διαβεβαίωσε εκείνη περνώντας ήρεμα το χέρι στα μαλλιά της. Αφέθηκε η κοπέλα στο άγγιγμα της πεθεράς της κι έκλινε δεξιά το κεφάλι σφαλώντας τα βλέφαρα, ενώ η καρδιά σφυροκοπούσε ακόμη στα στήθια της.
«Τι είναι μανίτσα;» απηύθυνε την ερώτηση η κυρά Φωτεινή την ερώτηση στη μαμή εκ μέρους της αποκαμωμένης Κατίνας, που κόντευε ν’ αποκοιμηθεί στον ώμο της.
«Κοράσι!» έκανε θριαμβευτικά η γυναίκα. «Και τι κοράσι! Έμορφο και πιπεράτο! Να μην αβασκαθεί!»-κι έφτυσε τρεις στον κόρφο της, σταυρώνοντας το βρέφος.
«Δόξα σοι ο Θεός!» σταυροκοπήθηκε με τη σειρά της η κυρά-Φωτεινή και σκούντηξε απαλά την νύφη της. «Κατινιώ μου ξύπνα...Σ’ έφεραν το παιδί σου» είπε. Η νέα, που δεν κοιμόταν, ανασηκώθηκε αργά κι έλαμψαν τα όμορφα μάτια της την ώρα που τα μπράτσα της έκλεισαν γύρω απ’ το τρυφερό κορμάκι της νεογέννητης κόρης της. Η πεθερά της, γεμάτη συγκίνηση, περιεργαζόταν κι αυτή με λαχτάρα την εγγονή της και ξεχείλιζε η καρδιά τους από αγάπη για το μικρό πλασματάκι καθώς χαϊδεύαν τα χεράκια της.
Όταν ήρθε ο Σίμος και ρώτησε μ’ αγωνία πως πήγε η γέννα, οι υπηρέτριες ντράπηκαν να του πουν το φύλο του παιδιού, μήπως θυμώσει που το πρωτότοκό του δεν ήτανε αγόρι. Ο νέος πατέρας όμως ερωτεύτηκε στην κυριολεξία τη νεογέννητη παιδούλα. Φίλησε τρυφερά την όμορφη γυναίκα του και παίρνοντας το βρέφος στα χέρια του το κανάκεψε και του εξομολογήθηκε συγκινημένος: «Εσύ, κόρη μου, και να ’ρθει ξοπίσω σου γιος, θα ’σαι πάντα πρώτη στην καρδιά μου!»
Έτσι γεννήθηκε η κόρη του Σίμου και της Κατίνας κι έλεγες πως πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν υπήρχαν στη γη. Μα ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Δεν πέρασε μια βδομάδα κι η νεαρή λεχώνα προσβλήθηκε από επιλόχειο. Καιγόταν στον πυρετό και πόνοι αφόρητοι στην κοιλιά τη συντάραζαν. Η κυρά Φωτεινή τρόμαξε. Δεν ήθελε να χάσει τη νύφη της: ήταν νέα κι όμορφη, είχε παιδί να θρέψει κι ο γιος της την λάτρευε... Ώρες ολάκερες μπροστά στα εικονίσματα, έταζε λαμπάδα στο μπόι της στην Παναγιά αν τη γλίτωνε. Κι ύστερα σταύρωνε την Κατίνα μ’ αγιασμένο λάδι, κι έκανε χίλια δυο για να διώξει το κακό.
Ένα πρωί μια απ’ τις νεαρές υπηρέτριες, ψυχοκόρη της κυρά Φωτεινής, που πήγαινε να φέρει γιατρικό στην άρρωστη, χτύπησε την πόρτα της μα απόκριση δεν έλαβε. «Κυρά;» είπε χωρίς ν’ ανησυχήσει, πιστεύοντας πως η νεαρή γυναίκα, εξαντλημένη απ’ την αρρώστια, μπορεί να κοιμότανε κι έκρουσε ξανά την πόρτα. «Κυρά μου ξύπνα, εγώ είμαι» επανέλαβε ύστερα ανοίγοντάς την. Κι εκεί κοντοστάθηκε. Η Κατίνα κείτονταν ακούνητη στο κρεβάτι και το πρόσωπό της άσπριζε αφύσικα.
«Κυρά;...» ψέλλισε και με πόδια τρεμάμενα πλησίασε κι άγγιξε το δέρμα της. Μια κραυγή τρόμου ξέφυγε το στόμα της. Και χύθηκε έξω σαν τρελή, μη μπορώντας να πιστέψει τι συνέβαινε.
«Κυρά Φωτεινή!» φώναζε η κοπέλα κι η μάνα του Σίμου που έτυχε να βρίσκεται κοντά τη συγκράτησε καθώς έτρεχε ξέπνοη στο διάδρομο.
«Ελένη μου τι έγινε; Γιατί είσαι έτσι;» τη ρώτησε.
«Κυρά μου η νύφη σου...»-η Ελένη πάλευε να βρει τις λέξεις.
«Τι έγινε; Τι έπαθε η Κατίνα; Μίλα μου Λενιώ!» την πρόσταξε τώρα η Φωτεινή βλέποντας τη φρίκη στο βλέμμα της.
«Δε σαλεύει! Κι είναι κρύα...Φοβούμαι πως...» -πήγε να πει μα ένας λυγμός την έπνιξε.
Χλόμιασε η κυρά Φωτεινή. «Όχι Θε μου! Μη μας το κάμεις αυτό!» βόγκηξε κι αφήνοντας τη Λενιώ έτρεξε στην κάμαρα.
«Κατίνα μου! Παιδί μου!» σκλήρισε πιάνοντας το λαιμό της. Ήταν κρύος σαν το μάρμαρο, η φλέβα του είχε πάψει να χτυπά... Πάγωσε στα πόδια της η γυναίκα. Με τα μάτια ορθάνοιχτα στο κενό, στράφηκε αργά και κοίταξε τις θεραπαινίδες της, που ’χαν μαζευτεί γύρω με την ψυχή στο στόμα. Δεν είπε λέξη, κι όμως όλες κατάλαβαν και σκέπασαν μεμιάς τα στόματα.
Τα γόνατά της λύγισαν. «Κατίνα μου...» έφυγε απ’ τα χείλη της και πήγε να σωριαστεί στο πάτωμα. Δυο χέρια τη βάσταξαν απ’ τις μασχάλες κι ένα τρίτο της έκανε αέρα. Όλες στέκονταν βουβές και δακρυσμένες, ο θάνατος της νεαρής κυρίας τους τις είχε συγκλονίσει.
«Κυρά Φωτεινή κάμε κουράγιο! Σε χρειάζεται η εγγονή σου!» προσπάθησαν να την ψυχώσουν μες στον πόνο τους. «Αφήστε με!» μούγκρισε εκείνη. «Αφήστε με! Τι κουράγιο να κάμω; Τι να πω του Σίμου μου, στ’ αγόρι μου; Νυφούλα μου, παιδί μου!» σπάραξε τραβώντας τα φωνήεντα. Μες στον οδυρμό τους το μωρό, σαν να το ’νιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ξέσπασε σ’ ένα παραπονιάρικο κλάμα. «Ας το μερέψει κάποιος!» πρόσταξε μία γυναίκα, ενώ οι άλλες στέκονταν μουδιασμένες, μην ξέροντας τι να κάνουν με τη νεκρή κυρά τους και το παιδί που συνέχιζε να κλαίει εκνευρισμένο. Η Λενιώ έσκυψε στην κούνια και πήρε αγκαλιά το κοράσι και τ’ απαλό της λίκνισμα φάνηκε να το ηρεμεί. Μα κείνη τη στιγμή, ακούστηκαν βήματα στη σκάλα.
«Ο αφέντης!» τινάχτηκαν. «Τι θα τον πούμε;» αναρωτήθηκε η μία κι αλληλοκοιτάχτηκαν απεγνωσμένες. Πριν προλάβουν να σκεφτούν, η φωνή του Σίμου αντήχησε στο σπίτι.
«Μάνα;» τον άκουσαν να λέει.
«Κυρά σε κράζει» ανακοίνωσαν στην Φωτεινή οι γυναίκες. Εκείνη, αμίλητη, σήκωσε τα νοτισμένα της μάτια κι αφού ελευθερώθηκε απ’ το κράτημά τους, προχώρησε έξω απ’ την κάμαρη κι αντάμωσε το γιο της.
«Μανούλα μου...» έκανε ο Σίμος κι η Φωτεινή τον αγκάλιασε, κρύβοντας την όψη της στον κόρφο του. «Γιε μου...Γιε μου» μονολόγησε. «Μάνα τι γίνηκε; Γιατί δε μιλάς;» απόρησε. Η Φωτεινή σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το γιο της κατάματα, χωρίς ωστόσο ν’ αρθρώνει λέξη· μόνο θώπευε αργά το μάγουλό του.
«Μάνα με τρομάζεις...Έπαθε κάτι η γυναίκα μου, το παιδί μας;» έτρεμε η φωνή του Σίμου.
«Αφέντη...» μίλησε η Εμινέ, η Τουρκάλα υπηρέτριά τους. «Κατίνα χανούμ...ολντί...Πέθανε» πρόφερε με κόπο και δάκρυσε.
Κέρωσε ο Σίμος. Κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα μια την Εμινέ και μια τη μάνα του, δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που άκουγε. «Όχι!..» σχημάτισαν τα χείλη του. «Όχι δε μπορεί! Λέτε ψέματα!» ξέσπασε.
«Αλήθεια λέω εφέντημ» βεβαίωσε με πίκρα η Τουρκάλα.
«Που ’ν τη; Που είν’ η γυναίκα μου;» φώναξε ο απελπισμένος σύζυγος και σπρώχνοντας μάνα και υπηρέτρια όρμησε στην κάμαρη. Σαν την είδε και διαπίστωσε πως ήταν όντως νεκρή, τρελάθηκε. Ανασήκωσε στα χέρια του τον κορμό της κι ακουμπισμένος στο άδεια από ζωή πια στέρνο της έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γεμίζοντας φιλιά τα ωχρά της μάγουλα, τα μαραμένα χείλη και το λαιμό της. «Κατινιώ μου... Αγάπη μου... Γιατί τον έρμο, γιατί; Γιατί μ’ άφηκες; Τι θ’ απογίνω;» θρηνούσε κι ωσάν βροχή τα δάκρυα σκέπαζαν το κορμί της...
...Ο τάφος της νέας είχε πλέον σφραγιστεί. Ο Σίμος, με την κορούλα του αγκαλιά, στύλωνε σα χαμένος τα μάτια του στο μάρμαρο. «Κατίνα μου...» μουρμούρισε για άλλη μια φορά τ’ όνομά της κι ένα δάκρυ πότισε τα γένια του. Τότε η μικρή αναδεύτηκε κουνώντας τα χεράκια της, σαν να ’θελε να μαζέψει το δάκρυ εκείνο του πατέρα της. Μια γλυκιά θαλπωρή πλημμύρισε το Σίμο ενώ τον κοίταζε με τα αθώα της ματάκια. «Μικρή μου...Σ’ αγαπώ πολύ το ξέρεις;» ψιθύρισε συγκινημένος. «Είσαι ίδια η μάνα σου!» πρόσθεσε και φίλησε το τρυφερό μετωπάκι. Μια σκέψη πέρασε απ’ το σκοτισμένο του μυαλό και το φώτισε, κι οι άκρες των χειλιών του ανεπαίσθητα σηκώθηκαν.
«Κατίνα μου...» ξανάπε, μα τούτη τη φορά μιλούσε στο παιδί του... Λίνα Δώρου