Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 34) - "Ανάπαυλα"

Πρεσλάβα, Μάιος 1020

Μετά τη συναρπαστική ευφορία της νίκης, και την έξαρση του πατριωτικού ενθουσιασμού, η συνειδητοποίηση ότι ο κίνδυνος ελλόχευε ακόμα, ήταν συντριπτική.
Μα, η Ναντέζντα δεν ανησυχούσε. Τουλάχιστον όχι υπερβολικά. Προς το παρόν ακολουθούσαν αναμενόμενη πορεία. Άλλωστε ποτέ της δεν περίμενε να κατατροπώσουν τους Πετσενέγους με μια και μόνη μάχη. Δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις.

Είχε εγκατασταθεί στο αρχοντικό, προς μεγάλη χαρά της οικοδέσποινας Άλμα, αλλά όχι δική της. Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Άλμα ήταν που επωμίστηκε το βάρος της υπεράσπισης της πόλης με τη βοήθεια του γέρου Ντομπράσιν, του συμβούλου του άντρα της˙ ο μεγαλύτερος γιος της, ο νόμιμος διάδοχος ήταν μόνο δέκα ετών,  δεν ήταν σε θέση να διοικήσει.
Η Άλμα ήταν μια γυναίκα κοντή, με γεμάτη περιφέρεια, το μόνο λογικό μετά από πέντε γέννες. Είχε μεγάλη καρδιά, και στρογγυλό πρόσωπο. Όταν χαμογελούσε χαριτωμένα λακκάκια εμφανίζονταν στα μάγουλά της. Όμως είχε καιρό να χαμογελάσει με όλα τα δεινά που της συνέβησαν. Ο Ντομπράσιν είχε αποδειχτεί φτωχός σύμβουλος και η ίδια δεν είχε ιδέα από διοικητικά ζητήματα, πολιορκίες, και στρατηγικές πολέμου. Σαν από θαύμα είχε κρατήσει η Πρεσλάβα τόσον καιρό. Και αυτό οφειλόταν εξ ολοκλήρου στα γερά τείχη και την αυτοθυσία που επέδειξαν οι υπερασπιστές της.
Γι’ αυτό όταν είδε στη Ναντέζντα μια γυναίκα δραστήρια και εφευρετική, ένιωσε τεράστια ανακούφιση. Την άφησε να παίρνει αποφάσεις κατά πώς νόμιζε εκείνη καλύτερα. Της παραχώρησε και το γραφείο του συζύγου της για προσωπική της χρήση. Κι η Ναντέζντα βρέθηκε στο στοιχείο της.
Πρώτη της δουλειά ήταν να στείλει επιστολή στο Μεγάλο Πρίγκιπα όπου ανέφερε τις εξελίξεις. Παράλληλα ζητούσε εξουσιοδότηση να πράξει από κει και ύστερα κατά τη δική της κρίση με τη δικαιολογία ότι σε στιγμές κρίσεις δεν ήταν δυνατό να περιμένει τη δική του απάντηση σχετικά με το τι γραμμή έπρεπε να ακολουθήσουν. Στην πραγματικότητα, ήθελε κυρίως να αποδείξει την αξία της.
Βέβαια, παρόλο που δεν είχε λάβει ακόμα απάντησή, έβαλε σκοπό να αξιοποιήσει  την ανάπαυλα, όσο το δυνατόν πιο αποδοτικά. Και με χαρά διαπίστωσε ότι ήταν φτιαγμένη γι’ αυτή τη δουλειά. Οι νουθεσίες του αδερφού της ήταν ανεκτίμητες.
Μερίμνησε ιδιαίτερα για την καλύτερη οχύρωση της πόλης. Οι πολεμίστρες των τειχών που περιέβαλαν την πόλη επανδρώθηκαν με τους καλύτερους τοξότες του σώματος, ενώ πάντοτε υπήρχαν καζάνια γεμάτα λάδι, έτοιμο να βράσει και να αποτελέσει όπλο εναντίον των πολιορκητών. Αυξήθηκε ο αριθμός των φρουρών σε κάθε γωνιά των τειχών. Οι στρατιώτες στρατοπέδευσαν γύρω από την πόλη, ώστε να είναι έτοιμοι για μάχη. Ανιχνευτές στάλθηκαν να χτενίσουν τη γύρω περιοχή και να μάθουν για τη θέση των εχθρών. Ο Στεφάν έδινε τις εντολές, εκείνη τις συμβουλές και όλα λειτουργούσαν σαν μια καλολαδωμένη μηχανή.
Τον καιρό που δεν καταπιανόταν με επείγοντα ζητήματα όπως η κατανομή των τροφίμων που βρίσκονταν στις αποθήκες και ολοένα λιγόστευαν, ή  η είδηση ότι οι σοδειά σιταριού στην οποία υπολόγιζαν είχε καεί ολοσχερώς από τους εισβολείς, περνούσε τον καιρό της στο αυτοσχέδιο νοσοκομείο που είχε δημιουργηθεί με τις νεαρές θεραπεύτριες. Τους δίδασκε, έδινε τις απαραίτητες οδηγίες για την καλύτερη οργάνωση και καταμερισμό εργασίας αλλά και η ίδια φρόντιζε τους πληγωμένους.
Σε πολύ λίγο χρόνο όλοι οι απλοί πολίτες του λαού αλλά και οι ευγενείς άρχισαν να την επαινούν για την αποφασιστικότητα, την προνοητικότητα και το πάθος με το οποίο υπερασπιζόταν τις αποφάσεις της. Ακόμα και εκείνοι που είχαν αμφιβολίες επειδή θεωρούσαν μια γυναίκα ακατάλληλη για το δύσκολο έργο που είχαν μπροστά τους, αναγκάστηκαν να ανακαλέσουν. Μάλιστα ακόμα και οι πιο αρνητικοί σώπασαν μόλις έφτασε η καταφατική απάντηση από το Κίεβο, που την καθιστούσε «Φωνή του Μεγάλου Πρίγκιπα». Αυτό της έδωσε άλλο κύρος, και την έκανε σεβαστή απ’ όλους.
Μολαταύτα, οι κακές γλώσσες δεν έπαυαν να τη μεμψιμοιρούν  που καταδεχόταν να περνά χρόνο με τους τραυματίες και γενικότερα να συναναστρέφεται τον απλό κόσμο.  Πάντοτε πίσω από την πλάτη της, ποτέ μπροστά της. Είχαν αρχίσει να φοβούνται τη δύναμη της.
Γρήγορα όμως, κατέστη σαφές ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να διαιωνιστεί. Αυτό, γιατί μερίδα των ανιχνευτών επέστρεψαν με ανησυχητικές ειδήσεις. Οι Πετσενέγοι σύντομα θα ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν ξανά. Ήταν αυτό που όλοι φοβούνταν, εύχονταν ότι δε θα συνέβαινε, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι έτρεφαν φρούδες ελπίδες. Και τώρα είχαν χειροπιαστά στοιχεία ότι ο εφιάλτης θα γινόταν ξανά πραγματικότητα. Οι ανιχνευτές έδιναν το πολύ μία εβδομάδα.
Αναμενόμενο.
Η Ναντέζντα δεν έχασε ούτε στιγμή την ψυχραιμία της. Συνέστησε θάρρος και αμέσως συγκάλεσε συμβούλιο.
«Τι θα κάνουμε;», ρώτησε η Άλμα Λουντμίλοβα με το πρόσωπο χλωμό από την αγωνία και τον τρόμο.
«Είμαστε έτοιμοι. Θα τους χτυπήσουμε εμείς πρώτοι, προτού προλάβουν να επιτεθούν σε μας και να βάλουν σε κίνδυνο την πόλη», ανακοίνωσε ο Στεφάν με αποφασιστικότητα.
Η Ναντέζντα γύρισε και τον κοίταξε με έκπληξη. Ποτέ δεν έπαυε να αιφνιδιάζεται από το πόσο έμοιαζαν οι σκέψεις τους, οι αντιδράσεις τους σε ορισμένα πράγματα.
«Ακριβώς», δήλωσε κι εκείνη με επισημότητα. «Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Στρατηγέ Ραντοσλάβιτς, κρίνω ορθό να σημάνετε αμέσως την έναρξη της εκστρατείας».
Κι ήταν τόσο ξεκάθαρη η εντολή τους, που κανείς δε σκέφτηκε να φέρει αντίρρηση. Όλοι συμφώνησαν μεμιάς πως ναι, αυτό ήταν το καλύτερο σχέδιο και πως τάχα οι Πετσενέγοι δε θα ήξεραν από πού να φυλαχτούν.
«Πιστεύεις ότι έχουμε ελπίδες;», ρώτησε ο Στεφάν τη Ναντέζντα σαν έμειναν μόνοι στο γραφείο του νεκρού άρχοντα.
«Ξέρω κι εγώ;», είπε η Ναντέζντα  μ’ έναν αναστεναγμό. Δεν ήταν φτιαγμένη από σίδερο, ανησυχούσε κι εκείνη ˙ διακυβευόταν η ασφάλεια της χώρας. Μα δεν έδειχνε κανένα σημάδι αδυναμίας. Έβαλε βότκα για να πιει. Είχε ανάγκη το δυνατό ποτό.
Ο Στεφάν σκέφτηκε να της ζητήσει να του βάλει κι εκείνου, μα μετά συλλογίστηκε ότι θα τη νευρίαζε. Έτσι σηκώθηκε από την καρέκλα και έβαλε μόνος του.
«Τι κάνεις;» Τον κοίταξε παράξενα.
«Απαγορεύεται;», της απάντησε με ερώτηση.
«Νομίζω ότι περνάμε αρκετό χρόνο μαζί έτσι κι αλλιώς, χωρίς να χρειάζεται να παρατείνουμε το μαρτύριο μας».
Υπό κανονικές συνθήκες αυτό ήταν το σημείο που άκουγε την επιθυμία της και την άφηνε ήσυχη. Μα σήμερα δεν αποθαρρύνθηκε από την σκληρότητά της. Την είχε πια συνηθίσει.
«Μία από αυτές τις μέρες πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά για αυτά που μου καταλογίζεις».
Είδε το σώμα της να συσπάται, σαν να από ισχυρό σωματικό πόνο. Κατάλαβε ότι την τάραξαν τα λόγια του. Το ήξερε ότι δεν ήθελε να μιλά για τα περασμένα, κυρίως επειδή οι αναμνήσεις της ήταν υπερβολικά οδυνηρές. Του το είχε άλλωστε απαγορεύσει ρητά˙ υπό αυτόν τον όρο είχε δεχτεί να συνεργαστούν. Εντούτοις, ήταν αβάσταχτο να αισθάνεται πως εκείνη  σιωπηρά, τον κατηγορούσε για τα πάντα. Είχε σφάλει, το παραδεχόταν. Μα εκείνη τον θεωρούσε υπεύθυνο για πολλά, αδίκως. Ήθελε να αποτινάξει εκείνο το βάρος.
«Όχι σήμερα», είπε ξερά.
«Άρα συμφωνείς; Μια μέρα, Νάντια;»
«Κόφ’ το πια! Αν είναι να με λες Νάντια καλύτερα το υψηλοτάτη».
«Δεν απάντησες».
«Επειδή είναι γελοία η ερώτηση».
Ο Στεφάν ήξερε ότι θα ήταν αναγκασμένος να πέφτει πάνω στον τοίχο που ύψωνε ανάμεσά στον εαυτό της και τον κόσμο για πολύ καιρό ακόμα.
Ξεκίνησαν τη επόμενη αυγή με χαμόγελο και τη βεβαιότητα ότι θα έβαζαν τέρμα στην απειλή της φυλής που ταλάνιζε τη Ρωσία εδώ και τόσα χρόνια. Θα ήταν οι ήρωες που θα κατόρθωναν το ακατόρθωτο.



Σοφία Γκρέκα