Μια
εβδομάδα μετά, βρισκόμουν έξω από την πολυτελή βίλα του Μπαρίσνικοφ. Στα χέρια
μου κρατούσα ένα όπλο, το μοναδικό. Προσπερνώντας τη μεγάλη ατσαλένια πόρτα,
βρέθηκα στο εσωτερικό του σπιτιού ψάχνοντας για εκείνον. Στην αρχή δεν ακουγόταν
τίποτα, σαν να μην κατοικούσε ψυχή σε αυτό το παλάτι, αλλά γνώριζα πως αργά ή
γρήγορα θα εμφανιζόταν η φρουρά του από κάπου.
Το χολ
ήταν άδειο, με μόνο ήχο το νερό από το σιντριβάνι δίπλα μου. Βαριοί πολυέλαιοι
και διάσημοι πίνακες ζωγραφικής στόλιζαν κάθε γωνία και τοίχο αυτού του
παλατιού. Διστακτικά, με το όπλο παραταγμένο μπροστά, άνοιξα κάποιες πόρτες στο
ισόγειο, μα δεν υπήρχε κανείς.
Με τον
φόβο μου να μεγαλώνει όσο περνούσε η ώρα, έτρεξα στα χαμηλότερα επίπεδα του
σπιτιού, όπου υπήρχαν μόνο δύο πορτούλες. Ανοίγοντας τη μία με τρεμάμενο χέρι,
μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη μου.
«Όχι,
όχι, όχι... μην μου κάνεις αυτό. Όχι, ξύπνα σε παρακαλώ.» βόγκηξα στο άψυχο
σώμα της φίλης μου. Μελανιές –καινούριες και παλιές- δαγκωματιές, ουλές, όλο
της το σώμα ήταν σημαδεμένο. Τα μάτια της ήταν μαύρα και πρησμένα, αίμα έβγαινε
από το στόμα της.
Βάζοντας
το χέρι μου γύρω από τη μέση της, φίλησα το μάγουλό της. Καυτά δάκρυα κυλούσαν
από τα μάτια μου, ανείπωτος πόνος έσκιζε το κορμί μου, το μυαλό μου κατέρρεε, η
συνείδησή μου... Όλα. Το κορμί της αναρρίγησε ελαφρά κάτω από το δικό μου ενώ
ψέλλισε «Φύγε, Εύα.»
«Κάνε
υπομονή. Σε παρακαλώ, μην πεθάνεις και εσύ.» ούρλιαξα από πάνω της.
«Είναι
παγίδα…» ομολόγησε βήχοντας, πνιγμένη στο ίδιο της το αίμα. Τα χέρια μου
σφίχτηκαν γύρω της, νιώθοντας απόγνωση. «Σε παρακαλώ, θα σε σκοτώσει…»
«Τι σου
έκανε Γωγώ;» ρώτησα κοιτάζοντας βαθιά στα άλλοτε όμορφα καστανά μάτια της.
«Δεν
έχει σημασία... Εγώ έζησα μια καλή ζωή, Εύα. Όμως τα υπόλοιπα κορίτσια για τα
οποία σου είχα γράψει…» προσπάθησε να ανακαθίσει, με ουρλιαχτά να γεμίζουν το
στενό δωματιάκι.
«Τι
τους έκανε;»
«Τις
μισές τις πούλησε πριν από μια βδομάδα και όσες έμειναν πίσω…» Έκλεισε τα μάτια
της, παλεύοντας να μην ουρλιάξει «Τις σκότωσε. Τόσο απλά, λες και δεν ήταν
άνθρωποι.»
Στα
άκουσμα των λόγων της πάγωσα˙ ήξερα πως ήταν δικό μου λάθος, τους είχα
απογοητεύσει όλους. Εξαιτίας μου πέθαιναν αθώοι και εγώ δεν μπορούσα να κάνω
τίποτα. Το χέρι μου έπεσε με δύναμη πάνω στον τοίχο.
Παίρνοντάς
τη στην αγκαλιά μου, τη σήκωσα από το έδαφος με το ζόρι και κατευθύνθηκα προς
τον επάνω όροφο.
«Γιατί;»
η φωνή της μετά βίας έφτασε στα αυτιά μου.
Ξαπλώνοντάς
τη στον καναπέ που υπήρχε στο χολ, έσφιξα το χέρι της στο δικό μου.
«Γιατί
δεν ήρθες πιο νωρίς Εύα; Στηριζόμουν σε σένα.» είπε με αναφιλητά.
Την
κοιτούσα ανήμπορη να μιλήσω... Στιγμές αργότερα απάντησα «Πέθαναν όλοι, Γωγώ...
Ο Τούπακ, η μητέρα μου… Ο Θάνος έχει συμβόλαιο θανάτου με το όνομά μου.» άρχισα
να λέω, κρατώντας τα δάκρυα πίσω από τα μάτια μου.
Η
αναπνοή της γινόταν όλο και πιο αδύναμη, τα μάτια της ανακτούσαν τη χαμένη
λάμψη που γνώριζα και αγαπούσα. «Λυπάμαι πολύ. Ειλικρινά.»
Στο
κορμί της διαγράφονταν κόκκινες κουκκίδες, όπως και στο δικό μου. Με μια κίνηση
σηκώθηκα, με το όπλο παραταγμένο. Αμέτρητοι άντρες έβγαιναν από πόρτες και
μυστικούς τοίχους, καλύπτοντας την τεράστια σκάλα και στα τρία επίπεδα. Στα
χέρια τους κρατούσαν οπλοπολυβόλα, εξ'ου και οι ακτίνες λέιζερ.
Από το
βάθος εμφανίστηκε ο Μπαρίσνικοφ, γελώντας ενθουσιασμένος με αυτό που έβλεπε.
«Εάν είχες κάνει ό,τι σου ζήτησα μισό χρόνο πριν, όλα θα ήταν διαφορετικά
τώρα.» φώναξε από τη βάση της σκάλας, δείχνοντας με το χοντρό του δάχτυλο τη
φίλη μου.
«Εύα...»
Η Γωγώ έφερε το χέρι της όσο μπορούσε πιο κοντά στο δικό μου. Σκύβοντας ξανά
από πάνω της, περίμενα να μου μιλήσει. «Υποσχέσου μου πως εάν γλιτώσεις από όλο
αυτό θα βρεις τους γονείς μου. Πες τους πως τους αγαπάω.» Το χέρι της χαλάρωσε
στο δικό μου, ενώ οι κόγχες των ματιών της άλλαξαν.
«Μην
πεθάνεις.» την ικέτεψα, σφίγγοντας το σώμα της στο δικό μου μα ήταν ήδη πολύ
αργά. Το κεφάλι της έπεσε στο πλάι, γυάλινα μάτια έκλεισαν πίσω τους τις
τελευταίες μας στιγμές.
«Συγγνώμη.»
το μόνο που μπόρεσα να προφέρω, προτού σηκώσω το όπλο και σημαδέψω τον Μπαρίσνικοφ.
«Μην το
κάνεις!» φώναξε κάποιος από πίσω μου. Ήταν ο Θάνος.
Κοίταξα
το όπλο στο χέρι μου, το ίδιο όπλο με το οποίο πριν από λίγα δευτερόλεπτα
σημάδευα τον άντρα που κατέστρεψε τη ζωή μου. Αργά, έστρεψα την κάννη του όπλου
στον κρόταφό μου.
Υποτίθεται πως θα έπρεπε να πάνε όλα καλά, πως στο
τέλος της ημέρας θα ήμουν ευτυχισμένη. Θα το ήθελα, θα έδινα τα πάντα για να
ήμουν σε εκείνο το ακριβώς σημείο για το οποίο πάντοτε πάσχιζα. Θα έδινα τα
πάντα για να έχω τη δική μου οικογένεια, στην οποία θα νιώθω αγαπητή, τα δικά
μου παιδιά, τα οποία θα φροντίζω σαν να είναι τα πιο πολύτιμα διαμάντια.
Θα έπρεπε να έχω το δικό μου σπίτι στην εξοχή, τα
δύο σκυλάκια μου και να δουλεύω πάνω στο βιβλίο μου. Ω, ναι, ήθελα να γίνω
συγγραφέας. Αστείο δεν είναι; Όταν βρίσκεσαι πριν το τέλος, σκέφτεσαι
πράγματα που υπό άλλες συνθήκες –καλύτερες- δεν θα περνούσαν ποτέ από το μυαλό
σου. Ίσως θα έπρεπε να ήμουν καλύτερη, να είχα μείνει μακριά από όλο αυτό το
κακό, να εμπιστευόμουν τους γονείς μου όταν με προειδοποίησαν πως μια ζωή στο
σκοτάδι θα εξαγνίσει από μέσα μου κάθε ελπίδα, πίστη, κάθε μικρό κομμάτι
αγάπης.
Κάπου βαθιά στην καρδιά μου πίστευα πως θα άγγιζα
το όνειρο… Πως θα είχα μια ευκαιρία να τα αλλάξω όλα. Όμως η ζωή δεν είναι
παραμύθι. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το αναπόφευκτο. Κανείς δεν μπορεί να
νικήσει τον θάνατο, τα φτερά του οποίου άπαξ και απλωθούν πάνω σου, τυλίγονται
σαν σάβανο, καλύπτοντας κάθε πτυχή της ζωής σου.
«Γιατρέ,
χάνει αίμα…» είπε μια νοσηλεύτρια κάπου δίπλα μου. Δεν μπορούσα να δω, όλα ήταν
θολά˙ η όρασή μου με εγκατέλειπε.
«Το
παιδί… Πρέπει να σώσετε το παιδί.» προσπάθησα να πω αλλά δεν έβγαινε ήχος από
το στόμα μου. Απεγνωσμένα προσπαθούσα να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου
χωρίς καμιά επιτυχία.
Πανικός...
Πανικός και αίμα.
«Δεν θα
ζήσει… Τα ζωτικά της σημεία έχουν πέσει, τα όργανά της καταρρέουν…» μονολόγησε
ο γιατρός από πάνω μου.
Το
λευκό φως από πάνω μου έγινε πιο δυνατό, σύντομα ένιωθα ένα μυρμήγκιασμα το
οποίο εξαπλώθηκε σε όλο μου το κορμί, παίρνοντας μαζί του κάθε πόνο, έγνοια και
δυσφορία.
«Δεν
υπάρχει κάποιος συνοδός μαζί της;» φώναξε ο γιατρός σε μια από τις
νοσηλεύτριες, φανερά προβληματισμένος από την όλη κατάσταση.
Εκείνες
μάσησαν τα χείλη τους προτού μια μικροκαμωμένη κοπελίτσα με ζωηρά ξανθά μαλλιά
μιλήσει από το βάθος.
«Δεν
ξέρουμε αν έχει οικογένεια ή άντρα. Εμείς τη βρήκαμε έξω από το νοσοκομείο
γεμάτη με αίματα, χλωμή, ανήμπορη να μιλήσει.»
«Η θέση
μου είναι τρομερά δύσκολη τώρα.» ξεφύσηξε εκείνος στο νεαρό κορίτσι.
«Σε
παρακαλώ γιατρέ, σώσε το μωρό. Εκείνο δεν φταίει σε τίποτα.» ούρλιαξα από μέσα
μου, νιώθοντας την ψυχή μου να εγκαταλείπει το σώμα μου. Όμως έπρεπε να αντέξω.
Χιλιάδες
ήχοι ακούστηκαν από τα μηχανήματα στα οποία με είχαν συνδεδεμένη, νοσηλευτές
και γιατροί άρχισαν να χώνουν ενέσεις στις φλέβες μου, μουρμουρίζοντας,
φωνάζοντας, απεγνωσμένοι να κάνουν το οτιδήποτε. Ήθελαν να με βοηθήσουν,
μπορούσα να το νιώσω… Εύχομαι και εγώ η ίδια να μπορούσα να το κάνω. Να είχα τη
δύναμη να κρατηθώ στη ζωή.
«Γιατρέ,
τα ζωτικά σημεία του μωρού πέφτουν. Εάν δεν το βγάλουμε τώρα, θα πεθάνει.»
φώναξε η νέα νοσηλεύτρια καθώς στεκόταν από πάνω μου σαν άλλος φύλακας άγγελος.
Δύσκολες
αποφάσεις. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν πλέον σε αργή κίνηση, κανείς δεν ήξερε τι
να κάνει. Ποιος μπορεί άλλωστε να αποφασίσει ποιος θα ζήσει και ποιος θα
πεθάνει; Πότε είναι στο χέρι σου η δυνατότητα να το παίξεις θεός, να αφαιρέσεις
ή να σώσεις μια ζωή; Ποιος μπορεί να το κρίνει πραγματικά;
«Τη
χάνουμε...» ήταν το τελευταίο που άκουσα, προτού νιώσω όλο το κορμί μου να
τινάζεται στον αέρα.