Στεκόταν πάλι εκεί...
Άλλο ένα βράδυ το σώμα της κείτονταν παγωμένο στο φθαρμένο πάτωμα εκείνης της σκοτεινής σοφίτας. Τα γυάλινα μάτια της που έμοιαζαν καρφωμένα πάνω μου και η άκαμπτη –σαν σε νεκρική ακαμψία- στάση της μου προκάλεσαν ξανά εκείνο το ρίγος. Το θέαμα ήταν στ’ αλήθεια φρικτό, αλλά και τόσο συνταρακτικό συνάμα που δεν τολμούσα να αποστρέψω το βλέμμα μου από πάνω της.
Ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά μου, κι όμως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, το ήξερα. Ανήμπορη, θα καθηλωνόμουν άλλη μια φορά σαν άγαλμα για να γίνω αυτόπτης μάρτυρας των τελευταίων και αναμφισβήτητα πιο βασανιστικών στιγμών της.
Όχι! Δεν μπορούσα να το υπομείνω αυτό. Όχι πάλι! Έκανα να γυρίσω από την άλλη, η απόσταση που με χώριζε τώρα από την πόρτα της αποθήκης δεν ήταν περισσότερη από έξι μέτρα. Ήμουν αποφασισμένη να μην παρατείνω άλλο την οδύνη που άρχιζε να ανθίζει μες στον κόρφο μου, θα έφευγα από 'κει. Τελεία και παύλα.
Μα εκείνη ακριβώς την στιγμή την άκουσα να ψιθυρίζει με κόπο το όνομα μου. «Ρίνα;» Έτσι με έλεγε πάντοτε, Ρίνα. Ποτέ Άντριαν ή Αντριάννα όπως οι υπόλοιποι. Με μιας, ο φόβος στην φωνή της ράγισε την αποφασιστικότητα μου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ακανόνιστα, και το πίσω μέρος των ματιών μου άρχισε να καίει από τα δάκρυα που συσσωρεύονταν. Θα τελείωνε ποτέ αυτό το μαρτύριο;
Μετανιωμένη για την φυγή μου γύρισα ξανά κοντά της, έσκυψα δίπλα της και κράτησα το χέρι της σφιχτά μέσα στα δικά μου. Της ανταπέδωσα το βλέμμα.
«…μην με… αφήσεις», ικέτεψε.
«Ποτέ!», της ορκίστηκα, αν και ήξερα πως αυτή ήταν μια υπόσχεση που δεν μπορούσα να κρατήσω. Αίφνης αντιλήφτηκα ότι όλος ο χώρος ήταν παράξενα σιωπηλός, εκτός απ' τον μουντό βόμβο των κίτρινων λαμπών φθορισμού που κρέμονταν απ' το γεμάτο υγρασία ταβάνι.
Και τότε έγινε αυτό που φοβόμουν, αυτό που ήξερα ότι θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα. Κάτι άλλαξε στην νύχτα. Ο αέρας έγινε αίφνης κρύος, παγερός. Ένα απόλυτο, αδιαπέραστο, σιωπηλό σκοτάδι τύλιξε το δωμάτιο, θαρρείς και κάποιος έσβησε το γενικό.
Στάθηκα ασάλευτη δίπλα της, στρέφοντας δεξιά και αριστερά το σβησμένο βλέμμα μου, ψάχνοντας απελπισμένα για μιαν απάντηση, την οποία όμως δεν βρήκα στα πρόσωπα των άλλων δύο, του Τζέηκ και της Εστέλλα. Κοίταξα τον Κάι, τον τρίτο στο δωμάτιο.
«Κάι; Κάι, τι στην ευχή συμβαίνει;»
Ήμουν σε θέση να διακρίνω τη διαδοχή των συναισθημάτων του στη ρυτίδα ανάμεσα στα μάτια του: απερισκεψία, μετά ταραχή, έπειτα οργή για την ίδια του την τόλμη. Έκανε ένα αβέβαιο βήμα προς τα πίσω και κούνησε το κεφάλι του αποσβολωμένος «…εγώ φταίω!».
Ε; Τι εννοούσε; Πώς μπορεί να ευθυνόταν εκείνος; Ήμουν έτοιμη να ρωτήσω, αλλά κάθε διάθεση να εξιχνιάσω τα μισόλογα του εξατμίστηκε στην στιγμή. Δίπλα μου η Μία άρχισε να τραντάζεται απότομα. Ένιωσα το δέρμα της να φλέγεται κάτω από την παλάμη μου. Το κούτελο της που πριν δευτερόλεπτα ήταν ψυχρό, τώρα έκαιγε πυρετωδώς. Η φωτιά άναβε όλο και περισσότερο στα μάγουλα της, καθώς μια βαθιά ρυτίδα χαράχτηκε ανάμεσα στα φρύδια της. Η έκφραση της μαρτυρούσε αφόρητο πόνο και για να μην ουρλιάξει έσφιξε τα χείλη της σε μια λεπτή ίσια γραμμή.
«Μ...Μία; Σύνελθε, αδερφούλα. Μίλα μου, μίλα μου!» την ικέτεψα.
Σε απάντηση, μια διαπεραστική κραυγή οδύνης ξέφυγε από το σκληρό της στόμα, κάνοντας με να ζαρώσω απότομα στην πλησιέστερη γωνία. Κρύφτηκα στις σκιές όπου κι έγινα μια μικρή τρεμάμενη μπάλα. Ήθελα να φανώ χρήσιμη, να απαλύνω τον πόνο της, να αποτρέψω το αναπότρεπτο, αλλά δεν μπορούσα.
Εξακολουθούσα απλά να κοιτάζω την αδερφή μου που λίγα μέτρα πιο πέρα έδινε την δική της μάχη. Οι τένοντες της άρχισαν να ταράσσονται νευρικά, παρασύροντας κάθε μυ του κορμιού της σε έναν επιληπτικό χορό. Άρχισε να αλληθωρίζει ώσπου με μια περιστροφή των βολβών, οι καστανές κόρες κρύφτηκαν, δίνοντας την θέση τους στο ασπράδι. Η μια κραυγή διαδεχόταν την άλλη, ενώ εκείνη συνέχιζε να σφαδάζει από τον πόνο. Έμοιαζε σαν ένα αόρατο, καυτό χέρι να την χάιδευε παντού τσουρουφλίζοντας την. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Κάι να με πλησιάζει, και την επόμενη στιγμή βρέθηκα στην αγκαλιά του, με τα δάκρυα μου να μουσκεύουν την μπλούζα του, με τράβηξε έξω από το δωμάτιο, κι εγώ τον ακολούθησα στα τυφλά. Διασχίσαμε με βαριά καρδιά τις σκάλες, έπειτα τον διάδρομο, ώσπου τελικά βγήκαμε στον κήπο. Έξω ήταν σκοτεινά. Ένας αστροκέντητος, βαθυκύανος ουρανός απλωνόταν μπροστά μου. Μια συνηθισμένη αυγουστιάτικη νύχτα που για μια στιγμή με παρηγόρησε, κάνοντας με να πιστέψω ότι αν έμπαινα ξανά μέσα όλα θα ήταν κανονικά και η Μία θα κοιμόταν στο κρεβάτι της με το mp3 στα αφτιά.
Αλλά ο Κάι που με είχε συνοδεύσει ως εκεί, ήταν από μόνος του αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο όσων λάμβαναν χώρα μέσα στο σπίτι των Βάλενταϊν.
Είπε: «Άκου, μικρή, πραγματικά λυπάμαι για ότι είδες απόψε, θέλω να πω…», σ’ αυτό το σημείο ο Κάι δίστασε μέσα στην σκιά παλεύοντας με τον εαυτό του για μια στιγμή και μετά συνέχισε: «Η Μία απόψε δεν ήταν πολύ δυνατή... μα... σου το ορκίζομαι πως αν περνούσε από το χέρι μου θα προτιμούσα να χαθώ εγώ στην θέση της…»
Τι προσπαθούσε να μου πει...; Τίποτα από όσα έλεγε δεν έβγαζε νόημα! «Δεν καταλαβαίνω». Έσκυψα το πρόσωπο μου μπερδεμένη. Εκείνος κράτησε με χέρια που έτρεμαν το κεφάλι μου και χαμήλωσε έτσι ώστε τα μάτια του να βρίσκονται στο ύψος των δικών μου.
«Άντριαν, αν υπήρχε τρόπος να αντικαταστήσω την Μία στην σεάνς θα το έκανα, μα τω Θεώ, αλλά δεν γίνεται... εγώ είμαι απλά ένας θνητός και αυτός… επέλεξε ήδη... θέλει την Μία».
Θέλει την Μία;
«Ποιός;» ρώτησα γεμάτη σύγχυση. «Ποιός πάει να μου την πάρει;»
Ο Κάι άνοιξε το στόμα του έτοιμος να μου εξηγήσει επιτέλους, όταν ακούστηκε μια δυνατή κραυγή μέσα από τον διάδρομο που αργόσβησε με φρίκη. Πάγωσα στην θέση μου. Κάτι είχε συμβεί στην Μία μου, έτσι;
Προσπάθησα να ελευθερωθώ από τα χέρια του Κάι που σφίχτηκαν αυτόματα γύρω μου σαν αλυσίδες.
«Γαμώτο, Κάι! Πάρε τα χέρια σου-», γρύλισα πασχίζοντας να ξεφύγω από τα δεσμά του. Ένιωθα σαν αγρίμι πιασμένο στο δόκανο.
«Άντρι, σταμάτα! Άκουσε-», προσπάθησε μάταια να με προειδοποιήσει.
«Τι συμβαίνει μέσα, Κάι;», απαίτησα να μάθω.
«Η Μία...» τραύλισε εκείνος. «Μην πας εκεί μέσα. Ίσως είναι... ν... νεκρή».
Σβετλίν
Άλλο ένα βράδυ το σώμα της κείτονταν παγωμένο στο φθαρμένο πάτωμα εκείνης της σκοτεινής σοφίτας. Τα γυάλινα μάτια της που έμοιαζαν καρφωμένα πάνω μου και η άκαμπτη –σαν σε νεκρική ακαμψία- στάση της μου προκάλεσαν ξανά εκείνο το ρίγος. Το θέαμα ήταν στ’ αλήθεια φρικτό, αλλά και τόσο συνταρακτικό συνάμα που δεν τολμούσα να αποστρέψω το βλέμμα μου από πάνω της.
Ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά μου, κι όμως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, το ήξερα. Ανήμπορη, θα καθηλωνόμουν άλλη μια φορά σαν άγαλμα για να γίνω αυτόπτης μάρτυρας των τελευταίων και αναμφισβήτητα πιο βασανιστικών στιγμών της.
Όχι! Δεν μπορούσα να το υπομείνω αυτό. Όχι πάλι! Έκανα να γυρίσω από την άλλη, η απόσταση που με χώριζε τώρα από την πόρτα της αποθήκης δεν ήταν περισσότερη από έξι μέτρα. Ήμουν αποφασισμένη να μην παρατείνω άλλο την οδύνη που άρχιζε να ανθίζει μες στον κόρφο μου, θα έφευγα από 'κει. Τελεία και παύλα.
Μα εκείνη ακριβώς την στιγμή την άκουσα να ψιθυρίζει με κόπο το όνομα μου. «Ρίνα;» Έτσι με έλεγε πάντοτε, Ρίνα. Ποτέ Άντριαν ή Αντριάννα όπως οι υπόλοιποι. Με μιας, ο φόβος στην φωνή της ράγισε την αποφασιστικότητα μου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ακανόνιστα, και το πίσω μέρος των ματιών μου άρχισε να καίει από τα δάκρυα που συσσωρεύονταν. Θα τελείωνε ποτέ αυτό το μαρτύριο;
Μετανιωμένη για την φυγή μου γύρισα ξανά κοντά της, έσκυψα δίπλα της και κράτησα το χέρι της σφιχτά μέσα στα δικά μου. Της ανταπέδωσα το βλέμμα.
«…μην με… αφήσεις», ικέτεψε.
«Ποτέ!», της ορκίστηκα, αν και ήξερα πως αυτή ήταν μια υπόσχεση που δεν μπορούσα να κρατήσω. Αίφνης αντιλήφτηκα ότι όλος ο χώρος ήταν παράξενα σιωπηλός, εκτός απ' τον μουντό βόμβο των κίτρινων λαμπών φθορισμού που κρέμονταν απ' το γεμάτο υγρασία ταβάνι.
Και τότε έγινε αυτό που φοβόμουν, αυτό που ήξερα ότι θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα. Κάτι άλλαξε στην νύχτα. Ο αέρας έγινε αίφνης κρύος, παγερός. Ένα απόλυτο, αδιαπέραστο, σιωπηλό σκοτάδι τύλιξε το δωμάτιο, θαρρείς και κάποιος έσβησε το γενικό.
Στάθηκα ασάλευτη δίπλα της, στρέφοντας δεξιά και αριστερά το σβησμένο βλέμμα μου, ψάχνοντας απελπισμένα για μιαν απάντηση, την οποία όμως δεν βρήκα στα πρόσωπα των άλλων δύο, του Τζέηκ και της Εστέλλα. Κοίταξα τον Κάι, τον τρίτο στο δωμάτιο.
«Κάι; Κάι, τι στην ευχή συμβαίνει;»
Ήμουν σε θέση να διακρίνω τη διαδοχή των συναισθημάτων του στη ρυτίδα ανάμεσα στα μάτια του: απερισκεψία, μετά ταραχή, έπειτα οργή για την ίδια του την τόλμη. Έκανε ένα αβέβαιο βήμα προς τα πίσω και κούνησε το κεφάλι του αποσβολωμένος «…εγώ φταίω!».
Ε; Τι εννοούσε; Πώς μπορεί να ευθυνόταν εκείνος; Ήμουν έτοιμη να ρωτήσω, αλλά κάθε διάθεση να εξιχνιάσω τα μισόλογα του εξατμίστηκε στην στιγμή. Δίπλα μου η Μία άρχισε να τραντάζεται απότομα. Ένιωσα το δέρμα της να φλέγεται κάτω από την παλάμη μου. Το κούτελο της που πριν δευτερόλεπτα ήταν ψυχρό, τώρα έκαιγε πυρετωδώς. Η φωτιά άναβε όλο και περισσότερο στα μάγουλα της, καθώς μια βαθιά ρυτίδα χαράχτηκε ανάμεσα στα φρύδια της. Η έκφραση της μαρτυρούσε αφόρητο πόνο και για να μην ουρλιάξει έσφιξε τα χείλη της σε μια λεπτή ίσια γραμμή.
«Μ...Μία; Σύνελθε, αδερφούλα. Μίλα μου, μίλα μου!» την ικέτεψα.
Σε απάντηση, μια διαπεραστική κραυγή οδύνης ξέφυγε από το σκληρό της στόμα, κάνοντας με να ζαρώσω απότομα στην πλησιέστερη γωνία. Κρύφτηκα στις σκιές όπου κι έγινα μια μικρή τρεμάμενη μπάλα. Ήθελα να φανώ χρήσιμη, να απαλύνω τον πόνο της, να αποτρέψω το αναπότρεπτο, αλλά δεν μπορούσα.
Εξακολουθούσα απλά να κοιτάζω την αδερφή μου που λίγα μέτρα πιο πέρα έδινε την δική της μάχη. Οι τένοντες της άρχισαν να ταράσσονται νευρικά, παρασύροντας κάθε μυ του κορμιού της σε έναν επιληπτικό χορό. Άρχισε να αλληθωρίζει ώσπου με μια περιστροφή των βολβών, οι καστανές κόρες κρύφτηκαν, δίνοντας την θέση τους στο ασπράδι. Η μια κραυγή διαδεχόταν την άλλη, ενώ εκείνη συνέχιζε να σφαδάζει από τον πόνο. Έμοιαζε σαν ένα αόρατο, καυτό χέρι να την χάιδευε παντού τσουρουφλίζοντας την. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Κάι να με πλησιάζει, και την επόμενη στιγμή βρέθηκα στην αγκαλιά του, με τα δάκρυα μου να μουσκεύουν την μπλούζα του, με τράβηξε έξω από το δωμάτιο, κι εγώ τον ακολούθησα στα τυφλά. Διασχίσαμε με βαριά καρδιά τις σκάλες, έπειτα τον διάδρομο, ώσπου τελικά βγήκαμε στον κήπο. Έξω ήταν σκοτεινά. Ένας αστροκέντητος, βαθυκύανος ουρανός απλωνόταν μπροστά μου. Μια συνηθισμένη αυγουστιάτικη νύχτα που για μια στιγμή με παρηγόρησε, κάνοντας με να πιστέψω ότι αν έμπαινα ξανά μέσα όλα θα ήταν κανονικά και η Μία θα κοιμόταν στο κρεβάτι της με το mp3 στα αφτιά.
Αλλά ο Κάι που με είχε συνοδεύσει ως εκεί, ήταν από μόνος του αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο όσων λάμβαναν χώρα μέσα στο σπίτι των Βάλενταϊν.
Είπε: «Άκου, μικρή, πραγματικά λυπάμαι για ότι είδες απόψε, θέλω να πω…», σ’ αυτό το σημείο ο Κάι δίστασε μέσα στην σκιά παλεύοντας με τον εαυτό του για μια στιγμή και μετά συνέχισε: «Η Μία απόψε δεν ήταν πολύ δυνατή... μα... σου το ορκίζομαι πως αν περνούσε από το χέρι μου θα προτιμούσα να χαθώ εγώ στην θέση της…»
Τι προσπαθούσε να μου πει...; Τίποτα από όσα έλεγε δεν έβγαζε νόημα! «Δεν καταλαβαίνω». Έσκυψα το πρόσωπο μου μπερδεμένη. Εκείνος κράτησε με χέρια που έτρεμαν το κεφάλι μου και χαμήλωσε έτσι ώστε τα μάτια του να βρίσκονται στο ύψος των δικών μου.
«Άντριαν, αν υπήρχε τρόπος να αντικαταστήσω την Μία στην σεάνς θα το έκανα, μα τω Θεώ, αλλά δεν γίνεται... εγώ είμαι απλά ένας θνητός και αυτός… επέλεξε ήδη... θέλει την Μία».
Θέλει την Μία;
«Ποιός;» ρώτησα γεμάτη σύγχυση. «Ποιός πάει να μου την πάρει;»
Ο Κάι άνοιξε το στόμα του έτοιμος να μου εξηγήσει επιτέλους, όταν ακούστηκε μια δυνατή κραυγή μέσα από τον διάδρομο που αργόσβησε με φρίκη. Πάγωσα στην θέση μου. Κάτι είχε συμβεί στην Μία μου, έτσι;
Προσπάθησα να ελευθερωθώ από τα χέρια του Κάι που σφίχτηκαν αυτόματα γύρω μου σαν αλυσίδες.
«Γαμώτο, Κάι! Πάρε τα χέρια σου-», γρύλισα πασχίζοντας να ξεφύγω από τα δεσμά του. Ένιωθα σαν αγρίμι πιασμένο στο δόκανο.
«Άντρι, σταμάτα! Άκουσε-», προσπάθησε μάταια να με προειδοποιήσει.
«Τι συμβαίνει μέσα, Κάι;», απαίτησα να μάθω.
«Η Μία...» τραύλισε εκείνος. «Μην πας εκεί μέσα. Ίσως είναι... ν... νεκρή».
Σβετλίν