Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 32) - "Ταξιδεύοντας Ανατολικά"

Προς την Πρεσλάβα, Απρίλιος 1020

Τέσσερεις μέρες τώρα, η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Αυτή ήταν και ο κυριότερος εχθρός των στρατιωτών. Γέμιζε τους δρόμους λάσπες και δυσκόλευε τα άλογα στον καλπασμό. Διαπερνούσε τα ρούχα τους και τους πάγωνε. Ευτυχώς όμως υπήρχε αρκετή ηλιοφάνεια και δεν κινδύνευαν από πνευμονία.
«Πρέπει να κάνουμε στάση.», είπε ο Στεφάν στη Ναντέζντα καθώς την πλησίασε με το άλογο του. Οι δυο τους οδηγούσαν το δρόμο, ενώ τους ακολουθούσε το ιππικό.

«Εντάξει!», του φώναξε εκείνη. Ένας υπασπιστής έδωσε το σήμα και σταδιακά τα άλογα σταμάτησαν. Οι αναβάτες ξεπέζεψαν και όλοι, στρατιώτες και αξιωματικοί στάθηκαν να πιουν νερό και να φάνε μια μπουκιά.
«Είσαι καλά;», ρώτησε ο Στεφάν πλησιάζοντας τη Ναντέζντα που έπινε νερό από το παγούρι της. Εξαιτίας της βροχής τα ρούχα της  είχαν κολλήσει πάνω της, ενώ οι ξανθές μπούκλες των μαλλιών της ήταν ανακατεμένες.
Ο Στεφάν δεν μπορούσε να μην τη θαυμάσει. Παρά το γεγονός ότι ήταν γυναίκα, και άρα από τη φύση της πιο αδύναμη, είχε αντέξει όλες αυτές τις μέρες πάνω στη σέλα. Όχι μόνο δεν είχε διαμαρτυρηθεί, μα δεν είχε δείξει ίχνος εξάντλησης. Θα μπορούσε να ταξιδεύει με τις άμαξες των τροφίμων και των άλλων στρατιωτικών εξοπλισμών, μα είχε αρνηθεί κατ’ επανάληψη. Και δεν είχε δεχτεί να φάει τίποτα παραπάνω από τη μερίδα που αναλογούσε σε κάθε στρατιώτη.  
«Μια χαρά.» Κοίταξε γύρω της την ατελείωτη σειρά από ανθρώπινο δυναμικό κι ένιωσε σιγουριά. Θα έδιωχναν τη λαίλαπα των Πετσενέγων. «Γιατί στήνουν σκηνές;», ρώτησε η Ναντέζντα.
«Θα στρατοπεδεύσουμε! Ο ήλιος έχει δύσει.», αποκρίθηκε ο Στεφάν χωρίς να καταλαβαίνει το σκοπό της ερώτησης.
«Πρώτον, υπάρχει ακόμα το λυκόφως και δεύτερον πρέπει να φτάσουμε στην Πρεσλάβα το συντομότερο. Οι Πετσενέγοι μπορεί να έχουν ήδη καταλάβει την πόλη!»
«Κατανοητό, μα ούτε οι στρατιώτες ούτε τα ζωντανά θα αντέξουν, αν συνεχίσουν με αυτό το ρυθμό υπό αυτές τις συνθήκες!»
«Δε θέλω αντιρρήσεις. Κάθε λεπτό που περνάει είναι κρίσιμο. Βρισκόμαστε σ’ ένα αγώνα δρόμου. Κινδυνεύουμε να χάσουμε ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της ανατολής!»
«Κι εγώ σου επαναλαμβάνω ότι τα άλογα θα σκάσουν και ότι οι άντρες ήδη παραπονιούνται!»
«Αν οι Πετσενέγοι πατήσουν την Πρεσλάβα, δε θα τους σταματήσει τίποτα.»
«Εμείς θα τους σταματήσουμε, αλλά μονάχα αν ο στρατός είναι σε θέση να πολεμήσει, όταν θα φτάσει στο προορισμό του.»
«Είναι υποχρεωμένοι να είναι ετοιμοπόλεμοι ούτως ή άλλως.»
«Εντάξει, βλέπω ότι δεν είναι δυνατόν να συζητήσουμε πολιτισμένα. Επειδή όμως εγώ είμαι ο στρατηγός και αρμόδιος να παίρνω τέτοιες αποφάσεις κι εσύ απλά εκπροσωπείς τη βασιλική οικογένεια, θα αναγκαστείς να υπακούσεις στις διαταγές μου. Υψηλοτάτη!»
Την άφησε σύξυλη και πήγε να δώσει την εντολή. Είχε εξοργιστεί πολύ με το πείσμα της. Γιατί δεν εννοούσε να καταλάβει αυτά τα τόσο απλά πράγματα; Οι άνθρωποι δεν ήταν μηχανές, είχαν ανάγκη την ανάπαυση.
Η Ναντέζντα ήταν επίσης έξαλλη. Όχι τόσο επειδή διαφώνησε μαζί της –δεν περίμενε τίποτα καλύτερο από το γιο του Ραντοσλάβ– αλλά  επειδή τόλμησε να την αψηφήσει και να της επιβάλει τη θέλησή του. Και μάλιστα τόλμησε να την ειρωνευτεί! Μια βλαστημιά της ξέφυγε. 
«Ξέρετε υψηλοτάτη, ο στρατηγός έχει δίκιο.», άκουσε μια ψιλή γυναικεία φωνή να λέει. Γύρισε και κοίταξε ένα νέο κορίτσι με στρογγυλό πρόσωπο, μάτια στο χρώμα του ξύλου και μαλλιά καστανόξανθα, πλεγμένα σε κοτσίδες, τυλιγμένα μ’ ένα άσπρο μαντήλι. Ήταν ντυμένη μ’ ένα πολυφορεμένο, χωριάτικο φόρεμα που κάποτε ήταν μπλε, αλλά τώρα είχε ένα ακαθόριστο χρώμα από τα πολλά μπαλώματα. Ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών.
«Ποια είσαι;», ρώτησε η Ναντέζντα φανερά δυσαρεστημένη. Δεν της είχε αρέσει καθόλου το σχόλιό της.
«Βέροτσκα, με λένε.», είπε κοιτάζοντάς την με το καθάριο βλέμμα της.
«Βέρα, δηλαδή.»
«Ναι, αλλά όλοι Βέροτσκα με φωνάζουν.»
«Λοιπόν Βέρα,», τόνισε η Ναντέζντα, που δεν της άρεσαν οι οικειότητες, «με ποια ιδιότητα βρίσκεσαι εδώ;»,
Η κοπέλα που ήταν πάντα χαρούμενη και φλύαρη της εξήγησε ότι η μητέρα της που ήταν μαμή, την είχε μάθει από μικρή πώς να χρησιμοποιεί τα προϊόντα της φύσης για να θεραπεύει. Η μαμά της έλεγε ότι ήταν χαρισματική, και ότι έπρεπε να μοιραστεί το χάρισμα με όλον τον κόσμο. Όταν έμαθαν πως οι Πετσενέγοι επιτέθηκαν στα ανατολικά και πως θα ξεσπούσε πόλεμος, η Βέροτσκα σκέφτηκε ότι έπρεπε να προσφέρει εθελοντική εργασία, για να γιατρεύει τους πληγωμένους. Η μαμά της χάρηκε με την πρωτοβουλία της και δεν έφερε καμία αντίρρηση. Δεν ήταν η μόνη που είχε προθυμοποιηθεί, υπήρχαν κι άλλες κοπέλες στα μετόπισθεν˙ ταξίδευαν μαζί με τις άμαξες. Είχαν γνωριστεί και είχαν γίνει καλές φίλες. Καθώς τα έλεγε αυτά κουνούσε ζωηρά τα χέρια της και διάνθιζε το λόγο της με διαφορές χειρονομίες και πολλά χαμόγελα. Ήταν σχεδόν εκνευριστική με την ενεργητικότητά της.
 «Μάλιστα. Και σε έχει μάθει για όλα τα βότανα και τα γιατροσόφια;», τη διέκοψε η Ναντέζντα.
«Έκανε ό,τι μπορούσε. Ό,τι ξέρει άλλωστε το έμαθε μόνη της ή από τη δική της μάνα.»
«Προσωπική εμπειρία και σοφία χρόνων… Όχι συστηματική μελέτη;»
«Τι εννοείτε υψηλοτάτη;»
Αν ακούσω αυτό το  «υψηλοτάτη» άλλη μία φορά… Είναι ψεύτικο, ανούσιο και λίγο ανόητο. Δεν έχει είχε την παραμικρή αξία.  Νιώθω ότι με τοποθετεί σ’ ένα βάθρο ψηλά, ότι με διακρίνει από τους άλλους ανθρώπους, κι έτσι είναι. Και γιατί; Επειδή ένας πρόγονός μου κατόρθωσε πριν από ενάμισι αιώνα να ιδρύσει ένα κράτος; Τι σημαίνει αυτό για μένα; Όλα αυτά με τους τίτλους και τη διαδοχή είναι τελείως περιττά. Και κυρίως άδικα. Αν δεν ήμουν κόρη ενός πρίγκιπα, ο αδερφός μου θα ζούσε.
Τώρα με αποκαλούν υψηλοτάτη, λες και αυτός ο τίτλος μόνο είναι ο ορισμός της ύπαρξής μου. Δεν είμαι η Ναντέζντα Βλαντιμίροβα πια, είμαι «η υψηλότητα της, η πριγκίπισσα». Και δεν μου αρέσει καθόλου αυτό.
Μετά το θάνατο του Γιαροσλάβ προσπάθησα να ξεφύγω από την ταυτότητά μου. Επειδή φοβόμουν για τη ζωή μου κι επειδή δεν ήθελα καμία σχέση με την υποτιθέμενη οικογένειά της. Ποτέ πριν δεν είχα φανταστεί ότι θα ερχόταν η ώρα που εγώ η ίδια θα διεκδικούσα τη δικαιωματική μου θέση στην κοινωνία, την οποία μου στέρησαν τόσο βίαια. Όμως τώρα, είναι η μεγαλύτερη επιθυμία μου. Για να καταστρέψω τον Καταραμένο.
Και για το λόγο αυτό θα ανεχτώ τη γελοία προσφώνηση, μαζί με τις υποκλίσεις και τις εκδηλώσεις και όρκους αφοσίωσης. Γιατί έτσι αντιλαμβάνεται ο λαός την έννοια του ηγέτη. Κι  εγώ πρέπει να γίνω η ηγεμονίδα του Κιέβου. Επειδή ακριβώς, ο πρόγονός μου έχει ιδρύσει το κράτος, είμαι η μόνη που μπορεί. Έτσι είναι πλασμένος ο κόσμος, και η άποψή μου δεν έχει σημασία.
Και τώρα, εκτός από όλα τ’ άλλα αυτή η προσφώνηση θα μου θυμίζει και τον Στεφάν.
«Υψηλοτάτη;», επανέλαβε η Βέρα βλέποντας ότι δεν απαντούσε.
«Εννοώ ότι προφανώς ποτέ δεν έχεις μελετήσει γραπτά Ελλήνων επιστημόνων της ιατρικής: Ιπποκράτης Ασκληπειός…», σταμάτησε βλέποντας ότι η κοπέλα δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ ότι έλεγε. «Πώς θα μπορούσες; Αναρωτιέμαι αν ξέρεις να διαβάζεις ρωσικά, πολύ λιγότερο ελληνικά.»
«Έχετε δίκιο υψηλοτάτη. Δεν ξέρω να διαβάζω στα ρωσικά.», είπε η Βέροτσκα χωρίς να πάψει να χαμογελά αθώα. «Αλλά εσείς πώς τα ξέρετε αυτά;»
«Ο αδερφός μου έλεγε ότι μία πριγκίπισσα πρέπει πάντα να μάχεται υπέρ του λαού της.  Αν δεν μπορεί με το ξίφος, τότε πρέπει να βρει άλλους τρόπους. Γι’ αυτό κι εγώ έμαθα ό,τι μπορούσα να μάθω σχετικά με τις αρρώστιες, τα τραύματα και τις θεραπείες.»
Πράγματι ήταν πολύ μικρή όταν τυχαία βρήκε ένα παλιό ημερολόγιο της μητέρας της. Από εκεί έμαθε από πρώτο χέρι όλα όσα της συνέβησαν. Όμως, έμαθε και κάτι άλλο, ότι ήταν σπουδαία γνώστρια των ιδιοτήτων των βοτάνων που έβρισκε κανείς στη φύση. Η Ρογκνέντα σημείωνε ό,τι μάθαινε και η Ναντέζντα τα διάβαζε μετά μανίας. Κι έτσι γεννήθηκε μέσα της το ενδιαφέρον για εκείνη την επιστήμη. Και φυσικά ο αδερφός της τη βοήθησε όσο μπορούσε, φροντίζοντας να της παρέχει όλα τα απαραίτητα για να κατακτήσει αυτόν τον τομέα της γνώσης.
Αντίκρισε το αγαθό και γεμάτο θαυμασμό βλέμμα της Βέροτσκα και είδε σ’ εκείνη την ίδια δίψα για μάθηση που είχε κι εκείνη κάποτε.
«Θα μπορούσα να σε διδάξω αν ήθελες. Εσένα και τ’ άλλα κορίτσια.»
«Αλήθεια;», αναφώνησε η Βέρα, κατάπληκτη και ενθουσιασμένη.
«Ναι. Γιατί όχι;»

Ίσως θα της έκανε να καλά να ασχοληθεί και με κάτι άλλο εκτός από τις συνομωσίες για να ανατρέψει το άτεγκτο καθεστώς και τη συνεχή ανησυχία για την έκβαση του πολέμου.

Σοφία Γκρέκα