Το σπίτι με το Ημερολόγιο του Ραφαήλ Κλειδίκη

Στην Ασπασία, που είναι το στήριγμα της ζωής μου.

Εκείνο το απόγευμα δεν ήταν τίποτε σωστό, ο ουρανός είχε μια διάθεση δυστυχίας με έντονο το γκρίζο μολυβένιο χρώμα.
Ίσως προμήνυε τι θα επακολουθούσε.
Μετά από το σχολείο, χωρίς να το καταλάβω, τα βήματά μου με ταξίδεψαν μπροστά από ένα σπίτι μετά το τέλος του δρόμου. Έμοιαζε αρχοντικό, αλλά καταπονημένο από το βαρύ χέρι του χρόνου, λες και κακοποιήθηκε χωρίς οίκτο.
Μόλις αντιλήφθηκα ότι βρισκόμουν μπρος του, ασυναίσθητα το αίμα μου πάγωσε, το χαμόγελό μου έσπασε και το στομάχι μου δέθηκε κόμπος, τόσο σφιχτός όσο ο γόρδιος δεσμός. Το κτίσμα ήταν ακόμη όρθιο ένας θεός ήξερε πώς! Η σκεπή του ήταν από γερά ξύλα, αλλά με την πάροδο του χρόνου κάποια είχαν σπάσει, ωστόσο από ψηλά σίγουρα θα φαινόταν ένα κομμάτι του εσωτερικού του σπιτιού. Ήταν διώροφο σπίτι και κάποια στιγμή σίγουρα είχε περάσει από τιμές και δόξες.

Τις πολύπλοκες σκέψεις μου σταμάτησε το απότομο φρενάρισμα ενός αυτοκίνητου που σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου.
«Είσαι ανόητος, άνθρωπέ μου, παραλίγο να σε πατήσω! Φύγε από τη μέση του δρόμου· αμάν πια, να πεθάνεις θες;»
«Συγγνώμη, συγγνώμη» απάντησα κατσουφιάζοντας και κουνώντας τα πόδια μου προς τα πίσω, μέχρι να φτάσω στο πεζοδρόμιο.
Και το αυτοκίνητο έστριψε στην διασταύρωση του δρόμου, και φώναζε ο οδηγός του:
«Έλεος με τον κάθε ηλίθιο που θέλει να αυτοκτονήσει, θα βρούμε και τον μπελά μας στα καλά καθούμενα…»
Ποιος ξέρει τι προβλήματα θα έχει και αυτός, σκέφτηκα.
Ξαφνικά κοίταξα το ρολόι μου· η ώρα πήγαινε τρείς, είχα αργήσει, είχα πολύ διάβασμα, φροντιστήριο και καθόλου ελεύθερο χρόνο και έτσι ξεκίνησα τρέχοντας προς το σπίτι μου, μήπως και προλάβω.
Μόλις μπήκα: «Βρήκες τον δρόμο, μικρέ;» είπε χλευαστικά η Κάτια, η μεγάλη μου αδερφή.
«Ναι! Αν θες να στον διδάξω, και έτσι ίσως πάψεις να αργείς τα βράδια» είπα με μεγάλη αναίδεια και κατέβασα την τσάντα μου από τον ώμο, για να την ακουμπήσω στο πάτωμα.
Μέχρι που η μητέρα μου, φανερά εκνευρισμένη άλλαξε την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα φωνάζοντας:
«Πάψτε και οι δύο και φύγετε στα δωμάτια σας, δεν έχω όρεξη για καυγάδες. Είχα μια πολύ δύσκολη μέρα στη δουλειά και δεν έχω καμία διάθεση να ανεχτώ άλλους καυγάδες! Και συ, Ανδρόνικε, κάτσε να φας, γιατί σε μισή ώρα έχεις φροντιστήριο αγγλικών».
Νομίζω πως ξέχασα να σας συστηθώ: Με λένε Ανδρόνικο, είμαι δεκατεσσάρων ετών και κατοικώ στην περιοχή των Αμπελοκήπων της Θεσσαλονίκης. Είμαι καστανός με μελί μάτια και μέτριο ανάστημα. Έτσι λένε όλοι, εγώ το λέω απλά κοντός. Όμως δεν παραπονιέμαι για το ύψος, γιατί αν κάτι ο θεός μου έδωσε περίσσιο, είναι η περιέργεια.
Εκείνη η μέρα ήταν πολύ περίεργη, ούτε που ξέρω πως πρόλαβα τα πάντα. Βρήκα μέχρι και ελεύθερο χρόνο! Αλλά ό,τι και να έκανα, πάντα τριγύριζε η σκέψη εκείνου του οικήματος στο μυαλό μου, του γκρίζου σπιτιού που μου προκαλούσε την περιέργεια.
Το βράδυ αργά και μετά από αρκετή μελέτη εν τέλει έπεσα για ύπνο. Όμως καταμεσής της νύχτας πετάχτηκα από το κρεβάτι εξαιτίας ενός περίεργου εφιάλτη. Μια γυναίκα ήταν μέσα σε ένα περίεργο σπίτι, φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα και έμοιαζε σαν αερικό, είχε καστανά μαλλιά σαν λιωμένη σοκολάτα και μάτια μελαγχολικά. Άνοιξε το στόμα της και τη βγήκε μια μόνο λέξη:
«Βοήθεια!» μου ζητούσε επανειλημμένα και μου άπλωνε το χέρι της.
Μετά από τον αποτρόπαιο εφιάλτη προσπάθησα να κοιμηθώ ξανά, αλλά ξαναείδα το ίδιο ακριβώς όνειρο.
Όμως αυτή τη φορά πρόλαβα να ρωτήσω:
«Πώς;»
«Το σπίτι, έλα στο σπίτι».
Και εκείνη τη στιγμή το ξυπνητήρι χτύπησε δυνατά, τόσο δυνατά που στα αυτιά μου θαρρούσε καμπάνα. Δυστυχώς ήταν ώρα για σχολείο. Ήμουν σίγουρος πως δεν ήταν τυχαίο, εκείνο το σπίτι κάτι έκρυβε και δεν μπορούσα να ξέρω τι.
Ποια ήταν η γυναίκα και πώς παρέμβαλε στα όνειρα μου; Αλλά μου έβγαζε κάτι οικείο, κάτι γνώριμο. Έτσι πήρα την απόφαση πως θα βοηθούσα αυτή τη γυναίκα.
Η περιέργεια μου χτυπούσε κόκκινο, ίσως επειδή δεν ήξερα ποια ήταν.
Στο σχολείο δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και η κολλητή μου, η Άσπα, κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Ανδρόνικε, τι έχεις; Σε απασχολεί κάτι;» με ρώτησε με ένα βλέμμα όλο κατανόηση.
«Όχι, τίποτα…»
«Τι τίποτα, ρε Ανδρόνικε; Εμείς λέγαμε τα πάντα μεταξύ μας, πώς φτάσαμε ως εδώ;»
«Ρε κατσαριδάκι, δεν ξέρω αν θέλω να σε μπλέξω σε όλη αυτή την τρέλα».
«Τι έγινε;»
Και της εξιστόρησα τα πάντα.
Υποσχέθηκε πως θα βοηθούσε και αυτή. Έπρεπε να λύσουμε το μυστήριο. Αυτή η γυναίκα μας χρειαζόταν και έπρεπε να δράσουμε.
Η φιλία μας χρειαζόταν μια σύσφιξη και το μυστήριο με αυτήν τη γυναίκα, αυτό ακριβώς θα μας προσέφερε.
Ξεκινήσαμε και οι δυο ένα ταξίδι δίχως γυρισμό, με συνεργό την περιέργεια μου και το αστυνομικό δαιμόνιο της Άσπας, που είχε αναπτύξει μετά από τόνους βιβλίων της Αγκάθα Κρίστι. Πήγαμε στο περίεργο σπίτι απ’ όπου είχα περάσει εκείνη τη μέρα που άλλαξαν όλα. Ένιωσα τα ίδια συναισθήματα: ανατριχίλα, φόβο και πόνο! Κοίταξα την Άσπα στα μάτια και της έπιασα γερά τα χέρια.
«Έτοιμη;» ρώτησα με αποφασιστικότητα και μου έγνεψε καταφατικά.
Τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα με ξύλα σε σχήμα Χ, αυτό με παραξένεψε ακόμα περισσότερο. Η αγωνία μου χτυπούσε κόκκινο, τα χέρια μας πίεσαν τη βάρια ξύλινη πόρτα. Άνοιξε πολύ δύσκολα, αφού ήταν κλειστή πολλά χρόνια.
Μόλις αντικρίσαμε το εσωτερικό του σπιτιού μάς κόπηκε η μιλιά. Ένα πανέμορφο αρχοντικό με γυριστή εσωτερική σκάλα με χρυσαφένια κάγκελα και μαρμάρινα σκαλοπάτια, καναπέδες με χρυσά ποδιά που είχαν σκαλισμένα λιονταρίσια πρόσωπα. Όλα είχαν ένα παχύ στρώμα σκόνης. Δε μου φάνηκε περίεργο.
Τα μάτια μου εντόπισαν πάνω στη σκάλα ένα κόκκινο βιβλίο. Πλησίασα, μέχρι που η βαριά πόρτα έκλεισε με πίεση και μου έκοψε τη χολή. Τα βήματά μου μικρά και το βλέμμα μου ξελιγωμένο για περισσότερα. Ένα κρύο αεράκι με αγκάλιασε ζεστά και με έκανε να αισθανθώ πολύ οικεία, σαν κάποιος να ήθελε να με κάνει να νιώσω άνετα. Μόλις ακούμπησα τα χέρια μου στο βιβλίο είδα ότι έγραφε ένα όνομα: «Σοφία Κωνσταντίνου». Το ξεφύλλισα και είδα ότι ήταν ένα ημερολόγιο. Η φωνή βγήκε ασυναίσθητα από το λαρύγγι μου:
«Άσπα, έλα! Πρέπει να το δεις αυτό!»
«Τι έγινε;»
Η Άσπα πλησίασε και ο αέρας γύρισε τις σελίδες –εκείνο το γνώριμο αεράκι– και μας άφησε μπροστά σε μια σελίδα.


Θεσσαλονίκη 1960

Δεν ξέρω αν θα προλάβω, οι ετοιμασίες είναι πυρετώδεις. Ο γάμος είναι αύριο και θέλω όλα να είναι στην εντέλεια. Όταν παντρευτώ τον Ευάγγελο θα είμαι πλέον ευτυχισμένη, είναι το φως μου, ο άνθρωπος μου.


Οι σελίδες άλλαξαν απότομα και η επόμενη ήταν ανατριχιαστική.


Θεσσαλονίκη 1965.

Ο πολυπόθητος γιος δεν ήρθε και με κάνει να νιώθω σαν σκουπίδι! Λες και φταίω εγώ! Η ζωή μου δεν είναι ονειρική, τα μαλλιά μου άσπρισαν από τον φόβο. Μετά την αποβολή του παιδιού θέλω να πεθάνω· δεν αντέχω. Όταν η ζώνη γλείφει με πίεση το κορμί μου, όταν με την η αρβύλα του πατεί πάνω στην κοιλιά μου, όταν οι κλωτσιές έρχονται με απερίσκεπτη μανία στο κεφάλι μου, όταν τραβώντας τα μαλλιά μου οδηγεί το κεφάλι μου στον τοίχο. Τότε αιμόφυρτη τρέχω στο μπάνιο και μετά βιάζοντάς με, φεύγει. Μια ευχή κάνω: να πεθάνω, να βρω τη γαλήνη, να δω τη μητέρα μου και να χαθώ στα χέρια της, όπου νιώθω ασφάλεια!


Χωρίς μιλιά, άφησα το ημερολόγιο κάτω και έφυγα. Γυρίσαμε με την Άσπα στα σπίτια μας σοκαρισμένοι, ένα ανθρώπινο ράκος. Στο σπίτι ήταν ακόμη ένα μαρτύριο. Όλοι μου μιλούσαν, αλλά εγώ σαν υπνωτισμένος έφυγα και
πήγα στο δωμάτιο μου. Μόλις μπήκα γύρισα το κλειδί και κάθισα στο κρεβάτι μου. Όταν κοίταξα το φεγγάρι, αυτήν τη φωτεινή μπάλα που μαζί με τα αστέρια σπάνε κάθε βράδυ το μουντό μαύρο του ουρανού, τότε άφησα τα δάκρυα μου ελευθέρα να τρέξουν. Οι λυγμοί ερχόντουσαν και έφευγαν. Γιατί μια γυναίκα που ένιωθα τόσο κοντά μου ένιωσε τόσο πόνο;
Mία γυναίκα που τη ζωή της την περίμενε σαν παραμύθι, την είδε να μεταμορφώνεται σε έναν εφιάλτη χωρίς τέλος. Ένα γιατί υπήρχε: γιατί να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, γιατί;
Εκείνο το βράδυ δεν εμφανίστηκε καθόλου η γυναίκα που στοίχειωνε τα όνειρα μου αν και ακολούθησα τις οδηγίες και πήγα στο σπίτι. Με παραξένεψε αυτό. Έτσι από την επόμενη κιόλας μέρα ανέλαβα δράση, έψαξα στο ιντερνέτ για τη «Σοφία Κωνσταντίνου».
Το πρώτο αποτέλεσμα έγραφε:
«Η εξαφανισμένη γυναίκα του πλούσιου επιχειρηματία».
Σκέφτηκα πως πρέπει να έφυγε, για να γλιτώσει από την κόλαση του γάμου της. Ίσως πάλι να μην ήταν αυτή η γυναίκα των ονείρου μου. Όμως έπρεπε να σιγουρευτώ και έτσι το επόμενο απόγευμα, ξαναπήγα στο σπίτι με το ημερολόγιο, μόνος μου.
Αυτήν τη φορά ήταν πιο ανατριχιαστικό. Ήταν απόγευμα και είχε σκοτεινιάσει, το σκοτάδι είχε καλύψει τα πάντα. Ο φόβος με είχε τυλίξει και η ανατριχίλα διαπερνούσε το κορμί μου σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Καθώς ανέβαινα την σκάλα, αυτό το γνώριμο αεράκι με αγκάλιασε όπως την προηγούμενη φορά και μου πρόσφερε μια ζεστασιά στην ψυχή μου, κάτι που το χρειαζόμουν μιας και το κρύο είχε αρχίσει να δυναμώνει, αλλά το χοντρό μπουφάν βοηθούσε την κατάσταση.
Πατούσα σταθερά στο κάθε σκαλί και ξαφνικά αποκαλύφθηκε ο πάνω όροφος. Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο. Άνοιξα το πρώτο από τα τρία υπνοδωμάτια και είδα ένα κρεβάτι μωρού, λευκό με κάγκελα και μια πλαστική κόκκινη κουδουνίστρα. Το φλας του κινητού μου τηλεφώνου βοηθούσε
σαν αυτοσχέδιος φακός. Φαινόταν πως το δωμάτιο προορίζονταν για ένα αγοράκι, από την μπλε ταπετσαρία. Τα έπιπλα ήταν παλιά, αλλά καινούρια σαν μην χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Το κρεβάτι είχε ακόμα το νάιλον.
Γιατί αυτό το δωμάτιο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ;
Μόλις γύρισα να φύγω άκουσα κλάματα μωρού. Γύρισα και κοίταξα, αλλά τίποτα. Μόνο που το δωμάτιο πάγωσε απότομα. Μόλις έφυγα από το δωμάτιο τα κλάματα σταμάτησαν και μπήκα στο δίπλα υπνοδωμάτιο, που ήταν η κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού. Το κρεβάτι ήταν με ουρανό και με σιδερένια κάγκελα μαύρου χρώματος. Ξαφνικά άκουσα γυναικείες κραυγές και έτρεξα κατευθείαν έξω από το σπίτι.
Είχε βραδιάσει. Ήμουν ήδη τρείς ώρες μέσα στο σπίτι χωρίς να το καταλάβω. Αυτό το σπίτι τελικά είχε κάτι το μη ανθρώπινο, αν και το είχα καταλάβει νωρίτερα, αλλά ο λόγος που είχα πάει μέχρι εκεί ήταν για να ανακαλύψω κάποια πιθανή σύνδεση της Σοφίας με τη γυναίκα στο όνειρο μου. Απάντηση όμως δεν είχα λάβει. Μέχρι να ξεφύγω από τις σκέψεις μου, είχα φτάσει στο σπίτι μου και θυμήθηκα πως την επομένη μέρα έγραφα διαγώνισμα. Όμως ήμουν εξαντλημένος για να διαβάσω. Τότε το κατάλαβα: αυτή η ιστορία με πήγαινε πίσω. Αν και είχε περάσει μια βδομάδα από το πρώτο όνειρο, εγώ δεν κατάλαβα πώς πέρασε η εβδομάδα. Το μόνο που σκεπτόμουν ήταν το σπίτι.
Δε θα καταστρέψω την ζωή μου! Ίσως η Σοφία Κωνσταντίνου να κακοποιήθηκε άσχημα, ίσως να πέθανε, αλλά δε θα μου καταστρέψει κι εμένα τη ζωή.
Όμως τότε κατάλαβα γιατί ερχόταν και ζητούσε βοήθεια, γιατί είχα δει το σπίτι εκείνη τη μέρα, γιατί αυτό το όνειρο το είδα εκείνη τη μέρα. Η Σοφία με οδήγησε εκεί. Γι’ αυτό δε θυμόμουν πώς έφτασα εκεί την πρώτη φορά. Η Σοφία, άμα κακοποιούνταν συστηματικά από τον άνδρα της, μπορεί και να
πέθανε από αυτό το πράγμα. Μπορεί να ζητούσε δικαίωση… Κανείς δεν ήξερε πως η Σοφία πέθανε, όλοι νόμιζαν πως εξαφανίστηκε και τόσα χρόνια αργότερα αν υπήρχαν συγγενείς, πιθανόν να μην γνώριζε κανείς τίποτα…
Όλες οι σκέψεις ταλαντευόντουσαν στο κεφάλι μου, ώσπου έγιναν όλα μια μάζα που μου έφερε πονοκέφαλο. Έτσι έπεσα για ύπνο. Ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Μέχρι που λίγο πριν σφαλίσω τα μάτια μου και χαθώ στο κόσμο των ονείρων, η δόνηση του κινητού μου τηλεφώνου με
ανάγκασε να σηκωθώ. Είχα μήνυμα από την Άσπα: «Αύριο έλα στην καφετέρια που συχνάζουμε στις επτά μετά το Φροντιστήριο, θέλω να μιλήσουμε».
Απάντησα με ένα απλό «Εντάξει» και παραδόθηκα σε έναν απολαυστικό ύπνο.
Το βράδυ η γυναίκα ήρθε ξανά και μου μίλησε:
«Γύρνα πίσω στο σπίτι, σε χρειάζομαι. Μόνο εσύ μπορείς να με σώσεις».
Ξύπνησα ιδρωμένος και αποφασισμένος, το ρολόι έγραφε τρεις και είκοσι και έπεσα ξανά να κοιμηθώ, διότι την επομένη είχα σχολείο.
Το ξυπνητήρι χτύπησε με περίσσεια μανία, αλλά δεν κράτησε για πολλή, διότι προσγειώθηκε επάνω του ένα μαξιλάρι και συνέχισα τον ύπνο μου αμέριμνος…
Χρειαζόμουν ξεκούραση και για αυτό ανέβαλα το σχολείο, μια μέρα θα έλειπα, δεν θα έχανα και κάτι σοβαρό. Θα κάλυπτα τα κενά με λίγο περισσότερο διάβασμα. Το απόγευμα έπρεπε να πάω στην Άσπα· ήθελε να μου μιλήσει και δεν ήξερα για ποιο λόγο. Ήταν σοβαρό; Ήταν ανάγκη; Δεν
μου άρεσαν οι εκπλήξεις, αλλά δεν είχα επιλογή. Αν και μετά την ανάγνωση του ημερολογίου είχε εξαφανιστεί, αλλά δεν την αδικώ. Υποστήκαμε υπέρογκο ψυχολογικό σοκ εκείνη την ημέρα.
Η ώρα ήρθε και ξεκίνησα να πάω, δεν ήξερα τι με ήθελε και δημιουργούσα σενάρια στο μυαλό μου. Για λίγο ξέφυγα από το σπίτι, ηρέμησα. Μέχρι που είδα την Άσπα από τη τζαμαρία, να κάθεται σε ένα μαύρο τραπέζι με κόκκινες καρέκλες και πλησίασα.
Το μαγαζί ήταν βασισμένο σε τόνους του μαύρου και του καφέ.
Παρήγγειλα στην σερβιτόρα και ξεκίνησα.
«Έγινε κάτι;»
«Περίπου, θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Κοίταξε, από τη μέρα που πήγαμε στο σπίτι σκέφτηκα πολύ, ήμουν μπερδεμένη, αλλά κατάλαβα πράγματα μέσα από αυτή την άσχημη εμπειρία. Ανδρόνικε, τα αισθήματα μου για σένα δεν είναι μόνο φιλικά» και το χέρι της έσφιξε το δικό μου.
Με είχε χτυπήσει κεραυνός!
«Άσπα, δεν είχα καταλάβει κάτι τέτοιο. Για μένα τουλάχιστον τώρα, είσαι φίλη μου και τίποτα παραπάνω. Αλλά μου είσαι απαραίτητη».
«Ανδρόνικε, δεν αντέχω άλλο δίπλα σου σαν φίλη, είσαι ο μόνος που έχει φτάσει στην καρδιά μου τόσο βαθιά, με ξέρεις καλυτέρα από τον καθένα, σε ξέρω καλυτέρα από τον καθένα, μόνο μαζί σου μπορώ να είμαι ο εαυτός μου».
«Συγγνώμη Άσπα. Αλλά αυτήν τη στιγμή μόνο ο έρωτας μου έλειπε, δε νιώθω το ίδιο μαζί σου, αλλά σε χρειάζομαι και πάντα θα σε χρειάζομαι».
Και έτσι απλά σηκώθηκα και έφυγα· μου ήταν πολύ δύσκολο και περίεργο. Ήταν η κολλητή μου, το στήριγμα μου, αλλά δεν μπορούσα να τη δω ερωτικά, ενώ ήταν πολύ όμορφη –με καστανόξανθο μαλλί και πολύ αδύνατη–, ήταν απλά φίλη! Ήξερε τα πάντα για μένα, πρώτη τα μάθαινε όλα, ήταν αυτή που μου έδινε λύση.
Μετά από αυτό ήμουν μόνος, έπρεπε να λύσω το μυστήριο του σπιτιού μόνος! Πήγα κατευθείαν στο σπίτι και έψαξα για το ημερολόγιο. Αν και ο φόβος με είχε κατακλύσει, δεν πανικοβλήθηκα. Το βρήκα και έψαχνα εξονυχιστικά την κάθε σελίδα για μια φωτογραφία. Βρήκα μια του γάμου της, ήταν τελικά η ίδια κοπέλα από το όνειρο μου!
Αυτή ήταν η μυστηριώδης κοπέλα, δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου. Άρα ο άντρας της την είχε σκοτώσει, όχι και πολλά χρόνια μετά τον γάμο τους. Προσπάθησα να ξεκολλήσω τη φωτογραφία χωρίς αποτέλεσμα και έτσι έσκισα τη σελίδα και έτρεξα στην Άσπα, έπρεπε να μάθει, ήμασταν μαζί σε αυτό και έπρεπε να ξέρει.
Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε η μητέρα της.
«Ανδρόνικε, γεια σου, τι κάνεις; Την Άσπα ψάχνεις;»
«Ναι, κυρία Αναστασία, είναι μέσα;»
«Ax! Όχι, αγόρι μου, δε γύρισε ακόμα. Να της πω πως πέρασες;»
«Όχι, εντάξει. Ευχαριστώ» απάντησα κατσουφιάζοντας.
Καθώς γύρισα να φύγω, είδα την Άσπα να έρχεται και να προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα της πολυκατοικίας με το κλειδί της. Πλησίασα την πόρτα, κοίταξα τα κόκκινα μάτια της από το κλάμα, με τα δάκρυα να κυλάνε ακόμα στα μαγουλά της.
«Συγνώμη» ψέλλισα, «δεν ήθελα να σε πληγώσω».
Μου χάρισε ένα χαμόγελο και της έδωσα μια μεγάλη αγκαλιά. Πήγαμε πάνω στο σπίτι της και κατευθείαν στο δωμάτιο της.
Έβγαλα κατευθείαν τη φωτογραφία και της την έδειξα.
«Αυτή είναι η Σοφία» είπα.
«Η γυναίκα με το ημερολόγιο, έτσι;»
«Ναι, είναι η κοπέλα που στοιχειώνει τα όνειρα μου».
«Άρα, καταλήξαμε;»
«Ναι!»
«Κοίταξε, φαντάζομαι πως έχει κακοποιηθεί πολύ άσχημα. Λογικά την κακοποίησε ο άνδρας της και την σκότωσε, ίσως χωρίς να το θέλει».
«Ανδρόνικε, κατάλαβα ότι μια λύση υπάρχει πλέον, ζητάει τη βοήθεια μας, χρειάζεται να πάμε από κει». Μόλις το ξεστόμισε η Άσπα γούρλωσα τα μάτια. Δεν ήθελα να ξανανιώσω αυτό το συναίσθημα. Συνήθως η περιέργειά μου κάλυπτε τον φόβο μου, αλλά σε αυτό το σπίτι φοβόμουν και το χώμα που πατούσα.

Η τελική αναμέτρηση είχε έφτασε, έπρεπε να μπούμε. Η πόρτα άνοιξε μόνη της αυτήν τη φορά λες και μας περίμενε. Η ώρα είχε ξεφύγει, οι σκιές στα παράθυρα κινούνταν απειλητικά. Ένα αεράκι με περιτριγύριζε θυμίζοντάς μου τους χειρότερους μου εφιάλτες, προκαλώντας μου πόνο. Άκουγα τα ουρλιαχτά μια γυναίκας, τα κλάματα ενός αγέννητου μωρού… Το σπίτι μας εκδικούνταν και η Άσπα δε φαινόταν πολύ καλά.
«Άσπα, καλά είσαι;»
«Αντέχω».
Μπήκαμε στο υπνοδωμάτιο της γυναίκας και μια σκιά τριγυρνούσε, μέχρι που σχηματίστηκε μπροστά μας η μπλε φιγούρα ενός ανθρώπου. Μόλις το ρολόι χτύπησε δώδεκα και ο κούκος βγήκε από το ξύλινο ρολόι, οι σκιές άρχισαν να χορεύουν. Τα χαρακτηριστικά της φιγούρας καθάρισαν και παρουσιάστηκε μπροστά μου η γυναίκα τον ονείρων μου, ζητώντας απελπισμένα βοήθεια.
Τα μηνίγγια μου σφυροκοπούσαν, ο φόβος έφερνε ρίγος στο κορμί μου, οι σκέψεις τρόμου πυράκτωναν τον εγκέφαλό μου τραυματίζοντάς με ψυχολογικά. Η Άσπα μου είπε προσπαθώντας να κρατηθεί:
«Ανδρόνικε, πρέπει να κοιμηθείς, για να επικοινωνήσει μαζί σου».
Έγνεψα καταφατικά και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Η Σοφία με πλησίασε και μόλις σφάλισαν τα μάτια μου ένιωσα το χέρι της στο μέτωπο μου και χάθηκε.
Την είδα μέσα σε ένα λευκό φως ήρθε και άρχισε να μου εξιστορεί τα πάντα:
«Ήμουν νέα, ερωτευμένη και ανόητη. Παντρεύτηκα έναν άντρα με τον οποίο ήμουν τρελά ερωτευμένη. Τα πρώτα χρόνια ήταν γεμάτα γέλια και χαμόγελα. Αλλά ένα αγκάθι πίεζε την ψυχή του, η έλλειψη διαδόχου. Μόλις έμεινα έγκυος μετά από ένα ρεβεγιόν πρωτοχρονιάς, όλα ήταν υπέροχα. Μέχρι που μια μέρα καθώς πήγαμε μια βόλτα, μια μπάλα χτύπησε τη κοιλιά μου με πίεση. Ένιωσα
έναν πολύ έντονο πόνο και όταν πήγαμε στον γιατρό μας ανακοίνωσε πως απέβαλα.
»Από κείνη την ημέρα ο σύντροφος μου έγινε ένας ξένος. Αργούσε τις νύχτες, η γλώσσα του έγινε χυδαία και μια μέρα μου έφερε μια σακούλα με περίεργα πράγματα: σκοινιά, μαστίγια κ.λπ. Μου είπε να τα φορέσω και άρχισε να με χτυπάει, να με πονάει και να με βιάζει. Αυτό άρχισε να γίνεται όλο και πιο συχνά, ώσπου μια μέρα ήταν πιο άγριος από ποτέ και η αποβολή
έγινε. Ο γιατρός την προηγούμενη φορά είχε κάνει λάθος και έτσι εκείνος σκότωσε τον ίδιο του τον γιο με τις ανώμαλες ορέξεις του. Τότε είδα το αίμα να κυλά στα σκέλια μου. Μόλις του το είπα το αρνήθηκε και με ξυλοκόπησε όσο ποτέ ξανά, ώσπου άφησα την τελευταία μου πνοή. Δε θάφτηκα ποτέ για να βρω τη γαληνή. Αντιθέτως, τριγυρνώ μέσα σε αυτό το σπίτι και τα θυμάμαι όλα.
»Ζητάω δικαίωση, ήμουν υιοθετημένη και μάλλον, Ανδρόνικε, κυλάει ίδιο αίμα στις φλέβες μας. Η μητέρα σου μπορεί να μη σου μίλησε ποτέ για αυτό το θέμα, αλλά είμαι η χαμένη αδερφή της. Η θεία σου. Αυτή που η γιαγιά σου έδωσε για υιοθεσία. Ίσως για αυτό είσαι εσύ ο εκλεκτός. Βγάλε με από αυτή την κόλαση, σε παρακαλώ!» Και εξαφανίστηκε.
Άνοιξα τα μάτια μου και είδα την Άσπα.
«Ανδρόνικε, τι έγινε;»
«Πρέπει να βρούμε το πτώμα της, ζητάει δικαίωση».
«Το σπίτι λογικά έχει υπόγειο, εκεί θα είναι» είπε η Άσπα και τρέξαμε προς το υπόγειο.
Η είσοδος ήταν κρυμμένη κάτω από τη σκάλα. Ανάψαμε ένα φακό και περπατήσαμε πάνω στη σανιδωμένη σκάλα. Κατεβήκαμε στο κρύο, σκοτεινό και υγρό υπόγειο, ψάχναμε αρκετή ώρα, ώσπου μια δυνατή άσχημη μυρωδιά ήρθε από ένα κλειδωμένο σεντούκι με κόκκινο ύφασμα. Προσπαθήσαμε να το ανοίξουμε, αλλά μάταια.
«Άσπα, έχεις τσιμπιδάκι;»
«Βέβαια, γιατί;»
«Φέρ’ το».
Με κόπο κατάφερα να το ανοίξω και ο αποτροπιασμός ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο μου μπροστά στο θέαμα. Ήταν τα κόκαλα της Σοφίας Κωνσταντίνου, μιας γυναίκας που πέρασε πολλά, αλλά είχε έρθει η ώρα να βρει τη γαλήνη.
Κάλεσα αμέσως την αστυνομία και μόλις ήρθαν τους εξήγησα τα πάντα. Οι γονείς μας ήρθαν από το σπίτι μιας και είχε ξημερώσει και μας έψαχναν όλο το βράδυ. Λίγο αργότερα πρόσεξα πως η Άσπα καθόταν παραπέρα μόνη της και πήγα δίπλα της.
«Ξέρεις, σκέφτηκα κάτι τώρα που είμαστε στο φινάλε».
«Τι;» απάντησε.
«Καμία δεν είναι σαν εσένα!» είπα με φωνή δυνατή, γεμάτη αυτοπεποίθηση.
Τα δυο βλέμματα δέθηκαν, τα δυο χείλια συναντήθηκαν, οι δυο καρδιές χτύπησαν, ένας χείμαρρος αγάπης ξεχύθηκε.
Τελικά η φιλία μπορεί να γίνει έρωτας· ίσως και να είναι ένα πρώιμο στάδιο, αλλά όχι απαραίτητα. Πάντως η αγάπη δε γνωρίζει από φιλίες και μνησικακίες, έχει δικούς της νόμους και ενεργεί ανάλογα.
Λίγες μέρες αργότερα η Σοφία ήρθε ξανά στον ύπνο μου χαμογελαστή και είπε μια μόνο λέξη:
«Σε ευχαριστώ».
Την επομένη πήγα στο μνήμα της και της άφησα ένα λευκό τριαντάφυλλο λέγοντας:
«Εγώ σε ευχαριστώ, γιατί χωρίς εσένα δε θα εκτιμούσα ό,τι είχα δίπλα μου».

Ραφαήλ Κλειδίκης