Μπουτζάς.1919
Το κορίτσι αναδεύτηκε στο κρεβάτι του, καθώς οι αχτίδες του ήλιου θώπευαν το πρόσωπό του. Στράφηκε στο αριστερό πλευρό για να τις αποφύγει κι ένα κύμα υπνηλίας διαπέρασε το σώμα της. Κι έτσι μισοκοιμισμένη τη βρήκε η γυναίκα που ύστερα από λίγο μπήκε στην κάμαρη κι άνοιξε τις άσπρες κουρτίνες, αφήνοντας το φως να εισβάλει άπλετο στο χώρο.
«Γκιουνάυντιν κιουτσούκ χανούμ[1]» είπε η γυναίκα στη γλώσσα της καθώς πλησίασε την κοπέλα και άγγιξε τρυφερά τα λυτά της μαλλιά.
« Γκιουνάυντιν Εμινέ» αποκρίθηκε εκείνη τεντώνοντας τα χέρια κι ανακάθισε στο κρεβάτι.
«Κοιμήθηκες καλά;» ρώτησε η Εμινέ στα ελληνικά.
«Μια χαρά» απάντησε. «Είναι που με στρώνεις εσύ το κρεβάτι...»
Χαμογέλασε η Τουρκάλα.«Έλα άσε τα παινέματα» είπε προσπαθώντας να κρύψει ότι κολακεύτηκε κι εκείνη γέλασε.
«Μα βρε Εμινέ, αφού τα χεράκια σου είν’ χρυσά!» συνέχισε εύθυμα.
«Τσαχπίνα μου!» καμάρωσε η μεγάλη γυναίκα τσιμπώντας ελαφρά το μάγουλό της. «Ίδια η μάνα σου...» πρόσθεσε και έμεινε μια στιγμή να την κοιτά με αδιόρατη νοσταλγία σιωπώντας.
«Άιντε ντύσου τώρα! Σε περιμένει ο πατέρας σου» την πρόσταξε όταν βρήκε λόγια .Και βγήκε απ’ το δωμάτιο αφήνοντας τη μικρή ν’ αλλάξει.
Δεν ακουγόταν ήχος σχεδόν ενώ η λεπτή, ντελικάτη σιλουέτα της κατέβηκε την ξύλινη σκάλα που ένωνε το πάνω μέρος του σπιτιού με το κάτω και βρέθηκε στη σάλα. Με την ίδια περπατηξιά προχώρησε και στάθηκε δίπλα στο μελαχρινό άντρα που καθισμένος στο τραπέζι έπαιρνε τον καφέ του διαβάζοντας την πρωινή του εφημερίδα.
«Πατερούλη...Καλημέρα!» τον προσφώνησε κι εκείνος έστρεψε πάνω της το βλέμμα του.
«Βρε καλώς το κοράσι μου! Καλημέρα!» αναφώνησε εκείνος και σηκώθηκε. «Τι κάμεις Κατίνα μου;» είπε αφού την έσφιξε στην αγκαλιά του και φίλησε στοργικά το μέτωπό της.
«Καλά πατέρα μου! Εσύ; Βλέπω πήρες κιόλα τον καφέ σου» παρατήρησε η κοπέλα το μισοάδειο ποτηράκι όπου ο Σίμος συνήθιζε να πίνει το αγαπημένο του ρόφημα.
«Ε δεν το τέλειωσα ακόμα Κατινάκι μου» τη διόρθωσε τρυφερά εκείνος και το στόμα του γέμιζε θαρρείς μέλι σαν πρόφερε τ’ όνομά της.
«Να σε κάμω παρέα;» προθυμοποιήθηκε.
«Φυσικά! Το ρωτάς;» δέχτηκε ο Σίμος και την έβαλε να καθίσει δίπλα του. Η Κατίνα βολεύτηκε στην απέναντι καρέκλα κι ακουμπώντας την ράχη της στο ύφασμα που επένδυε την πλάτη περιεργαζόταν το κεντητό τραπεζομάντιλο που έπεφτε τριγωνικά στα πλάγια του τραπεζιού.
«Πεινάς καθόλου;» τη ρώτησε.
«Αν πεινώ λέει...» αποκρίθηκε και στη φωνή της υπήρχε μια έμμεση παράκληση που ο Σίμος την έπιασε.
«Λενιώ!» φώναξε στην υπηρέτριά του που έτυχε να βρίσκεται πιο κοντά.
«Στις διαταγές σου αφέντη» ανταποκρίθηκε εκείνη κι ένα χαμόγελο ζωγράφισε την όψη της βλέποντας τη μικρή κυρία της καθισμένη πλάι στον πατέρα της.
«Φέρε δω στην Κατίνα μας να φάει» μετεβίβασε την επιθυμία της κόρης του στη Λενιώ ο Σίμος κοιτώντας την.
«Αμέσως γλυκιά μου» απευθύνθηκε τώρα στην Κατίνα η υπηρέτρια. «Τι πεθυμά η καρδιά σου;»
«Ό, τι έχει Λενιώ» απάντησε καλόβολα το κορίτσι και σε λίγο εκείνη επέστρεψε με μια κούπα γάλα κι ένα μικρό πιάτο παξιμάδια.
«Ορίστε! Καλή σου όρεξη!» της ευχήθηκε. «Τα ’χεις μάθει τα γούστα μου βλέπω» παρατήρησε η Κατίνα έχοντας ήδη καταπιεί μια γουλιά γάλα. «Ε πως να μη τα μάθω...» είπε η Λενιώ κι εισέπραξε ένα χαμόγελο ευχαρίστησης απ’ την κοπέλα.
«Μεγάλωσες βλέπω μικρή κυρά...Τώρα παίρνεις πρωινό με τον πατέρα σου» σχολίασε η υπηρέτρια κι η Κατίνα σαν να κοκκίνισε λίγο.
«Ε δε μεγάλωσε; Δεκαπέντε χρονώ είναι μαθές!» ακούστηκε μια φωνή πίσω της.
«Γιαγιά!» πρόφερε ενθουσιασμένη η Κατίνα κι η ηλικιωμένη γυναίκα στην οποία ανήκε η φωνή πλησίασε και της χάιδεψε τα καστανά μαλλιά.
«Τι κάμεις τζιέρι μου;» τη ρώτησε.
«Καλά είμαι νόνα μου...Εσένα; Σου πέρασαν οι χθεσινοί πόνοι;» ανταπέδωσε μα η κυρά-Φωτεινή δε μίλησε, μόνο πήρε στα χέρια της το πρόσωπό της και την κοίταξε στα μάτια.
«Για ιδές Λενιώ...Δε μοιάζει στην Κατίνα μας;» παρακίνησε ύστερα την θεράπαινά της να περιεργαστεί την εγγονή της.
«Φτυστή!» έκανε η Λενιώ σαν να την έβλεπε πρώτη φορά και σταυροκοπήθηκε.
«Έλα μάνα! Πολύ το ζαλίσατε το κορίτσι! Αφήστε το να φάει» έβαλε τέλος ο Σίμος στις αναπολήσεις.
«Καλά γιε μου» υποχώρησε η κυρά-Φωτεινή βλέποντας το σύννεφο που πέρασε απ’ τα μάτια του και άφησε πατέρα και κόρη μόνους στη σάλα.
«Γιατί με συγκρίνουν όλες με τη μάνα μου;» αναρωτήθηκε η Κατίνα όταν πια έμειναν οι δυο τους.
«Τση μοιάζεις κόρη μου...Γι’ αυτό» εξήγησε ο Σίμος αφηρημένα. «Έχεις και τ’ όνομά της...» μουρμούρισε.
«Μίλησέ μου για κείνη» ζήτησε, ακουμπώντας τους αγκώνες της στο τραπέζι.
«Τι να σου πω;» απόρησε ο Σίμος.
«Πως ήταν...» επέμεινε η Κατίνα.
«Δεν είναι ώρα κόρη...»προσπάθησε ν’ αποφύγει εκείνος τη συζήτηση που τον πόναγε κι έκανε να σηκωθεί.
«Πε μου πατέρα» παρακάλεσε συγκρατώντας τον απ’ τον καρπό του και τον κοίταξε επίμονα. Κατάλαβε ο Σίμος πως δε θα γλίτωνε απ’ την επιμονή της και φέρνοντας την καρέκλα του δίπλα ακριβώς στη δικιά της ξερόβηξε λίγο σαν να ’θελε να καθαρίσει το λαιμό του, ενώ τα μάτια της τον τηρούσαν ανυπόμονα.
«Ήταν έμορφη...Πολύ έμορφη...Γλυκιά κι αγέρινη σα κι εσένα· μόν’ λίγο πιο κοντή...Σγουρά μαλλιά σα ξύλο καρυδιάς που πέφτανε ως τη μέση της...Και μάτια λαδοπράσινα σαν της ελιάς το φύλλο...» περιέγραψε τη γυναίκα του κι ο τόνος του έσταζε μελαγχολία.
«Αυτά με τα ’δωκες εσύ...» μίλησε εκείνη, που θαύμαζε το φλογερό και ήσυχο συνάμα μαυράδι των ματιών του.
«Ναι κόρη μου κι είμαι περήφανος γι’ αυτό...Μα σ’ όλα τ’ άλλα είστε ίδιες...» είπε σκεπάζοντας την παλάμη της με τη δική του. «Σαν να την έχω μπροστά μου...» πρόσθεσε χαμηλόφωνα.
«Την αγαπούσες πατέρα;» πήρε το λόγο η κοπελίτσα μετά από μερικές στιγμές αμήχανης, φορτισμένης σιωπής.
«Πολύ...Πολύ Κατίνα μου...» βεβαίωσε ο Σίμος. «Όταν μας αρραβώνιαζε ο παππούς σου-ο πατέρας της- και την είδα από κοντά τρελάθηκα! Δε μπορώ να σου περιγράψω τι ένιωσα...Με συγκλόνισε...Τέτοια ομορφιά δεν είχε γυναίκα...»
«Γι’ αυτό δεν ξαναπαντρεύτηκες;» επενέβη η Κατίνα καθώς χανόταν στις σκέψεις του.
«Ναι...Δε μπόρουνα να βάλω άλλη στην καρδιά μου...» απάντησε και το βλέμμα του ταξίδευε σαν να φοβόταν να συναντήσει το δικό της. Η Κατίνα το ’νιωσε πως άλλη κουβέντα δε θα του ’παιρνε. Σηκώθηκε και παίρνοντας στα χέρια της την άδεια πλέον κούπα και το πιατάκι κατευθύνθηκε στην κουζίνα.
Ο Μανώλης περπατούσε αργά στους στενούς δρόμους του χωριού, κρατώντας απ’ τα γκέμια το γάιδαρο που αγκομαχούσε κάτω απ’ το βάρος των κοφινιών που μετέφερε. Το παλικάρι αισθανόμενο την κόπωση του ζώου σταματούσε κάθε τόσο για να το ξεκουράσει κι αραιά και που χτυπούσε μαλακά τα πλευρά του.
«Έλα αγόρι μου...Έλα και φτάνουμε» του μιλούσε. Το ζωντανό ωστόσο αποκαμωμένο και διψασμένο πολλές φορές τα στύλωνε. Έτσι και τώρα. Κάρφωσε τα πόδια του στη γη και δεν κουνιόταν ρούπι, όσο κι αν το καλόπιανε το νεαρό αφεντικό του.
«Ε αρκαντάς[2]! Τι έπαθε ο γάδαρος;» άκουσε απ’ την άλλη πλευρά του δρόμου μια νεανική φωνή ενώ βλαστήμησε σιγανά. Έστρεψε το βλέμμα προς τα κει κι αμέσως η κακοκεφιά του εξανεμίστηκε.
«Τι να πάθει Δαμιανέ; Ξεροστάλιασε το ζωντανό...» αποκρίθηκε. Ο νεαρός τον πλησίασε κι αντάλλαξαν μια αντρική χειραψία.
«Νιρό θέλει» διέγνωσε ο Δαμιανός κι άστραψαν τ’ άσπρα του δόντια στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο όταν μίλησε.
«Και που θα το βρω αρκαντάς;» έκανε με απογοήτευση ο Μανώλης.
«Στη βρύση...Όλο και κάποια κοπελιά θα ’ναι» απάντησε εκείνος στο φίλο του και τα μάτια του έπαιξαν πονηρά.
«Άντε μπρε Δαμιανέ! Μια ζωή το νου σου στσι γυναίκες!» τον ψευτομάλωσε κι ο νέος γέλασε.
Ήταν ο επιστήθιος φίλος του Μανώλη αυτός, ο Δαμιανός ο Κεχαγιόγλου. Μαζί μεγάλωσαν από μικρά παιδιά. Στο σχολειό, στο παιχνίδι, σ’ όλα. Τόσο πολύ ταιριάζανε που, αν δεν ήτανε τα φυσικά, θα τους έλεγες αδέλφια. Κι αυτό γιατί ο Δαμιανός ήταν λιγνός και σκέτο μαυροτσούκαλο, με μαύρα μαλλιά και μάτια σαν κατσίβελος, ενώ ο Μανώλης πιο γεροδεμένος και κάτω απ’ τα καστανό κεφάλι του είχε δυο μάτια θάλασσες που τον ξεχώριζαν απ’ όλους τους νέους του χωριού. Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια τόσο δυνάμωνε η φιλία τους. Ήταν πια δεκαεννιάχρονα παλικάρια κι οι συγχωριανοί τους καμάρωναν τα νιάτα και την ομορφιά τους, μα πάνω απ’ όλα το δεσμό τους. Τέτοια φιλιά, λέγανε, βλογημένοι όσοι την είχαν.
Με τα πολλά φτάσανε στη βρύση, όπου εκείνη την ώρα, όπως είχε προβλέψει ο Δαμιανός, κάποιες κοπέλες του χωριού γέμιζαν τις στάμνες τους με νερό για το μεσημερνό γεύμα. Κελαρυστές φωνές και γέλια ακούγονταν κι ο Μανώλης μειδίασε βλέποντας το φίλο του να σταματά το βλέμμα του σε μια απ’ αυτές, λίγο μικρότερή τους, με μια μακριά πλεξίδα που έπεφτε στη μισή ραχοκοκαλιά της.
«Ακόμα να τη ρίξεις τη Μαριάνθη;» τον ρώτησε με νόημα.
«Εύκολο το ’χεις μπρε Μανώλη; Αφού ο κύρης τση είναι κέρβερος!» είπε ο Δαμιανός κάπως δύσθυμα.
«Μη σε μέλει φίλε μου» έκανε εκείνος χτυπώντας του φιλικά την πλάτη. «Να δεις που θα τη κερδίσεις στο τέλος...»
«Λες ε;» σκίρτησε ο νέος.
«Αμέ!» απάντησε ο φίλος του. «Να τους ζητήξω νερό τώρα, τι λες;» ρώτησε ύστερα από λίγο.
«Και δε ζητάς;» συναίνεσε ο Δαμιανός κι ο Μανώλης προχώρησε δυο βήματα προς τη μεριά των κοριτσιών.
«Καλησπερίζω τσ’ όμορφες!» τις χαιρέτησε με μια φιλοφρόνηση.
«Βρε καλώς το Μανώλη! Πως κι από δω;» είπε μία με ανεπαίσθητη ειρωνεία.
«Ήρθα να δω αν βγαίνουν νεράιδες το καταμεσήμερο» αστειεύτηκε ελπίζοντας να καλοπιάσει την κοπέλα ενώ οι άλλες κρυφογελούσαν αναψοκοκκινισμένες.
«Πολύ αστείο Ασλάνογλου» του έκοψε τη φόρα εκείνη που όπως φαίνεται δεν είχε όρεξη για κουβέντα. «Α δε θες τίποτις, μας αφήνεις να κάμουμε τη δουλειά μας;»
«Καλά ντε πως κάμεις έτσι...» ξενίστηκε ο Μανώλης παραιτούμενος απ’ την προαίρεσή του να ζητήσει νερό για το ζωντανό του.
«Πάμε Δαμιανέ» είπε ύστερα στο φίλο του που τον ακολούθησε ρίχνοντας άλλη μια φλογερή ματιά στη Μαριάνθη.
«Δεν πιάνουν παντού τα μάτια σου φίλε μου» σχολίασε περιπαικτικά ο Δαμιανός όταν απομακρύνθηκαν.
«Μπααα...Σάμπως με νοιάζει; Αφού το ξέρω πως η Έλλη είναι αράθυμη» είπε αδιάφορα ο Μανώλης.
«Πάντως όλο και κάποια θα λωλαθεί με δαύτα!» τον πείραξε πάλι ο κολλητός του σκουντώντας τον.
«Δεν πα να ’ναι κι ούλη η Σμύρνη...Εγώ Δαμιανέ τη γυναίκα που θα πάρω θέλω να την αγαπήσω. Και να μ’ αγαπήσει κι αυτή...»
«Κατάλαβα...» κούνησε το κεφάλι ο Δαμιανός και σταμάτησαν, διότι είχαν ήδη φτάσει έξω απ’ το σπίτι του Μανώλη.
«Λοιπόν Μανωλιό θα τα ειπούμε! Αφιέτ ολσούν!» τον αποχαιρέτησε.
«Αφιέτ ολσούν! Καλή όρεξη!» αντευχήθηκε κραδαίνοντας το ένα του χέρι στον αέρα.
Μπήκε στη μικρή αυλίτσα κι άφησε το ζώο να ξεδιψάσει στην ποτίστρα, πριν το βάλει στο παχνί του. Καθώς το πότιζε, άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε η μάνα του. Το πρόσωπό της, ακόμα και τώρα που είχε περάσει προ πολλού τα σαράντα, παρέμενε γλυκό κι όμορφο κι όποτε γελούσε έπαιρνε μια νεανική λάμψη.
«Μανώλη γιαβρί μ' γύρισες κιόλας;» απευθύνθηκε στο παλικάρι.
«Ναι μάνα δε με βλέπεις; Λύσσαξε τση δίψας το έρμο το ζωντανό» αποκρίθηκε χαϊδεύοντας συμπονετικά το τρίχωμα του γαϊδουριού τους.
«Το καημένο!» αναφώνησε η Άννα μιμούμενη την κίνησή του.
«Τι καλό μας έφτιαξες;» τη ρώτησε ο γιος της που τα ρουθούνια του είχαν συλλάβει μυρωδιά φαγητού.
«Ιμάμ γιε μου...Με φρέσκα λαχανικά απ’ το μπαξέ μας» καμάρωσε η μάνα του.
«Πάλι τη μέρα σου στο μαγερειό την έφαγες...» είπε ο Μανώλης ακολουθώντας την στο εσωτερικό του σπιτιού. «Ο κύρης; Δεν ήρθε ακόμα;»
«Θα ’ρχει θα ’ρχει» τον βεβαίωσε η Άννα. «Δε τον ξεύρεις μαθές; Ούλη μέρα στα χωράφια...»
«Άιντε γιατί πεινάω» γέλασε πρόσχαρα.
«Κι εγώ! Σα λύκος!» τους αιφνιδίασε ο Στρατής που φάνηκε την ίδια στιγμή στην εξώθυρα.
«Μπρε κατά φωνή!» έκανε ο Μανώλης. «Πως είσαι κύρη μ';»
«Κούραση γιε μου...Παίδεμα θέλει η γης μα και χάδι...Να, σαν τη γυναίκα μαθές» κατέληξε ο Στρατής κοιτώντας τρυφερά τη συμβία του, που χαμήλωσε το βλέμμα συνεσταλμένη.
«Άιντε Στρατή πολλά μιλιείς! Νίψου να φάμε...Θα κρυώσει το φαγί» είπε. Τα χείλια του Μανώλη σχημάτισαν ένα λαφρύ χαμόγελο. Ήταν πράγματι πολύ αγαπημένοι και δυνατοί οι γονείς του...Όσο τους χτύπησε η ζωή τόσο εκείνοι αντιστάθηκαν κι ο ίδιος είχε μείνει η ανταμοιβή τους. Πόσες φορές δεν του ’χε εξιστορήσει η Άννα την περιπέτειά τους...Κι έτσι αν και μοναχοπαίδι ο Μανώλης ένιωθε ευλογημένος που μπόρεσε να δώσει στους γονείς του τη χαρά της ανατροφής του. Ο Στρατής με την Άννα τού έδωσαν όλη την αγάπη τους. Αυτός ήταν ο γιος τους, το μονάκριβο παιδί τους, το στήριγμά τους κι η ελπίδα τους. Και σαν τον έβλεπαν ν’ αντρώνεται, θέριευε μέσα τους η πεθυμιά να τον δουν παντρεμένο και να κρατήσουν στην αγκαλιά τους εγγόνι. «Αχ...Αν παντρευτεί ο Μανώλης μου...Σα κόρη θα την έχω τη νύφη μου» έλεγε συχνά η Άννα, που ο χαμός της μιας της θυγατέρας την είχε τσακίσει πιο πολύ κι απ’ των αγοριών της κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί...
«Μμμμ! Γειά στα χέρια σου μάνα!» την παίνεψε ο Μανώλης λίγο αργότερα γευόμενος το φαΐ της.
«Χρυσοχέρα!» επηύξησε ο Στρατής.
«Ε μα...Δυο πράματα θέλουν οι άντρες για να ’ναι ευτυχισμένοι! Φαγί και...» έκανε να πει αλλά η θηλυκή της συστολή την περιόρισε σ’ ένα αμήχανο χαχανητό.
«Αννιώ! Τι λόγια είναι αυτά; Μπροστά στο παιδί;» την επέπληξε ο Στρατής.
«Το... "παιδί" δεν είναι πια παιδί» υπερασπίστηκε τον εαυτό του ο Μανώλης έχοντας καταλάβει το υπονοούμενο της μάνας του.
«Σωστά γιόκα μου! Δεν είσαι...» έκανε η Άννα. «Είσαι άντρας...Άντρας σωστός!» πρόσθεσε με λατρεία για να εισπράξει απ’ το γιο της ένα μορφασμό περηφάνιας.
«Άκουσα ότι η Ελλάδα προσβλέπει στη Μικρασία» είπε ο Στρατής αργότερα, την ώρα που η Άννα τριγύριζε πλένοντας τα πιάτα κι εκείνος κάπνιζε το τσακμάκι του ενώ ο Μανώλης άραζε στο ντιβάνι.
«Δηλαδή;» απόρησε η γυναίκα του.
«Δηλαδή να: Θέλει λέει ο Βενιζέλος να στείλει στρατό, να καταλάβει τη Σμύρνη και τα περίχωρα...Να γίνει η Μικρασία Ελλάδα» εξήγησε ο Στρατής.
«Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί!» αναβόησε. «Να δούμε πλιο άσπρη μέρα...»
Η γυναίκα σώπασε κι ο Στρατής στριφογύριζε επίσης αμίλητος στα δάχτυλά του την πίπα καθώς οι μνήμες χίμηξαν να τους πνίξουν. Είχαν περάσει μόλις έξι μήνες απ’ την ανακωχή του Μούδρου[3], ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος με τις φρικαλεότητές του ήταν ακόμα παρών. Η τουρκική προπαγάνδα, η αναγκαστική στράτευση, τα τάγματα εργασίας, οι χιλιάδες νεκροί, οι κατσάκηδες[4], οι διωγμοί, οι φόροι...Οι άντρες που κρύβονταν μήνες στα ταβάνια για να μη τους συλλάβουν οι οθωμανικές αρχές και τους στείλουν στο δρόμο που συνήθως δεν είχε επιστροφή...Ο Στρατής γλίτωσε καθότι είχε υπερβεί πλέον τη στρατεύσιμη ηλικία. Ο Μανώλης όμως θυμόταν τις μάνες και τις αδερφές των συγχωριανών τους να θρηνούν κάθε φορά που μαθαινόταν ότι κάποιος σκοτώθηκε στο μέτωπο, όταν πιάναν τους δικούς τους ή καταλάβαιναν πως οι άντρες κι οι γιοί τους δε θα γυρνούσαν πια απ’ τα τάγματα θανάτου...
«Και γιατί θέλουν να ’ρθουν εδώ πέρα;» ρώτησε ωστόσο το παλικάρι.
«Ε σάματις κατέχω; Μεγάλη Ιδέα το λένε...Ονειρεύονται ν’ αναστήσουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία» απάντησε ο Στρατής κι ένας μικρός σαρκασμός περιέβαλλε τις τελευταίες του λέξεις, φανερά κρυμμένος στ’ αχείλι του που πέταξε ψηλά τη μια γωνία.
«Κααλά...Πολύ μεγάλες ιδέες έχουν οι Έλληνες» αποδοκίμασε ο Μανώλης.
«Γιατί γιε μου; Να λυτρωθούμε απ’ την Τουρκιά δε θέμε;» παραξένεψε την Άννα η διατύπωσή του.
«Να λυτρωθούμε μπρε μάνα, ναι...Αυτό θέλουμε όλοι...Μα τ’ άλλο με την αυτοκρατορία ντιπ για ντιπ τρελό μου φαίνεται...» ξανάπε.
«Ας έρθουν εδωνά κι ό, τι θέλει ας γένει» επενέβη ο Στρατής κι η Άννα συμφώνησε κάνοντας ευλαβικά το σταυρό της.
[1] Καλημέρα μικρή κυρά
[2] Αρκαντάς (arkadas)=φίλος(τούρκ.)
[3] Οκτώβριος 1918.Με την ανακωχή του Μούδρου τερματιζόταν ο πόλεμος για την Τουρκία.
[4] Κατσάκηδες ονομάζονταν οι λιποτάκτες των ταγμάτων εργασίας.
Λίνα Δώρου
Το κορίτσι αναδεύτηκε στο κρεβάτι του, καθώς οι αχτίδες του ήλιου θώπευαν το πρόσωπό του. Στράφηκε στο αριστερό πλευρό για να τις αποφύγει κι ένα κύμα υπνηλίας διαπέρασε το σώμα της. Κι έτσι μισοκοιμισμένη τη βρήκε η γυναίκα που ύστερα από λίγο μπήκε στην κάμαρη κι άνοιξε τις άσπρες κουρτίνες, αφήνοντας το φως να εισβάλει άπλετο στο χώρο.
«Γκιουνάυντιν κιουτσούκ χανούμ[1]» είπε η γυναίκα στη γλώσσα της καθώς πλησίασε την κοπέλα και άγγιξε τρυφερά τα λυτά της μαλλιά.
« Γκιουνάυντιν Εμινέ» αποκρίθηκε εκείνη τεντώνοντας τα χέρια κι ανακάθισε στο κρεβάτι.
«Κοιμήθηκες καλά;» ρώτησε η Εμινέ στα ελληνικά.
«Μια χαρά» απάντησε. «Είναι που με στρώνεις εσύ το κρεβάτι...»
Χαμογέλασε η Τουρκάλα.«Έλα άσε τα παινέματα» είπε προσπαθώντας να κρύψει ότι κολακεύτηκε κι εκείνη γέλασε.
«Μα βρε Εμινέ, αφού τα χεράκια σου είν’ χρυσά!» συνέχισε εύθυμα.
«Τσαχπίνα μου!» καμάρωσε η μεγάλη γυναίκα τσιμπώντας ελαφρά το μάγουλό της. «Ίδια η μάνα σου...» πρόσθεσε και έμεινε μια στιγμή να την κοιτά με αδιόρατη νοσταλγία σιωπώντας.
«Άιντε ντύσου τώρα! Σε περιμένει ο πατέρας σου» την πρόσταξε όταν βρήκε λόγια .Και βγήκε απ’ το δωμάτιο αφήνοντας τη μικρή ν’ αλλάξει.
Δεν ακουγόταν ήχος σχεδόν ενώ η λεπτή, ντελικάτη σιλουέτα της κατέβηκε την ξύλινη σκάλα που ένωνε το πάνω μέρος του σπιτιού με το κάτω και βρέθηκε στη σάλα. Με την ίδια περπατηξιά προχώρησε και στάθηκε δίπλα στο μελαχρινό άντρα που καθισμένος στο τραπέζι έπαιρνε τον καφέ του διαβάζοντας την πρωινή του εφημερίδα.
«Πατερούλη...Καλημέρα!» τον προσφώνησε κι εκείνος έστρεψε πάνω της το βλέμμα του.
«Βρε καλώς το κοράσι μου! Καλημέρα!» αναφώνησε εκείνος και σηκώθηκε. «Τι κάμεις Κατίνα μου;» είπε αφού την έσφιξε στην αγκαλιά του και φίλησε στοργικά το μέτωπό της.
«Καλά πατέρα μου! Εσύ; Βλέπω πήρες κιόλα τον καφέ σου» παρατήρησε η κοπέλα το μισοάδειο ποτηράκι όπου ο Σίμος συνήθιζε να πίνει το αγαπημένο του ρόφημα.
«Ε δεν το τέλειωσα ακόμα Κατινάκι μου» τη διόρθωσε τρυφερά εκείνος και το στόμα του γέμιζε θαρρείς μέλι σαν πρόφερε τ’ όνομά της.
«Να σε κάμω παρέα;» προθυμοποιήθηκε.
«Φυσικά! Το ρωτάς;» δέχτηκε ο Σίμος και την έβαλε να καθίσει δίπλα του. Η Κατίνα βολεύτηκε στην απέναντι καρέκλα κι ακουμπώντας την ράχη της στο ύφασμα που επένδυε την πλάτη περιεργαζόταν το κεντητό τραπεζομάντιλο που έπεφτε τριγωνικά στα πλάγια του τραπεζιού.
«Πεινάς καθόλου;» τη ρώτησε.
«Αν πεινώ λέει...» αποκρίθηκε και στη φωνή της υπήρχε μια έμμεση παράκληση που ο Σίμος την έπιασε.
«Λενιώ!» φώναξε στην υπηρέτριά του που έτυχε να βρίσκεται πιο κοντά.
«Στις διαταγές σου αφέντη» ανταποκρίθηκε εκείνη κι ένα χαμόγελο ζωγράφισε την όψη της βλέποντας τη μικρή κυρία της καθισμένη πλάι στον πατέρα της.
«Φέρε δω στην Κατίνα μας να φάει» μετεβίβασε την επιθυμία της κόρης του στη Λενιώ ο Σίμος κοιτώντας την.
«Αμέσως γλυκιά μου» απευθύνθηκε τώρα στην Κατίνα η υπηρέτρια. «Τι πεθυμά η καρδιά σου;»
«Ό, τι έχει Λενιώ» απάντησε καλόβολα το κορίτσι και σε λίγο εκείνη επέστρεψε με μια κούπα γάλα κι ένα μικρό πιάτο παξιμάδια.
«Ορίστε! Καλή σου όρεξη!» της ευχήθηκε. «Τα ’χεις μάθει τα γούστα μου βλέπω» παρατήρησε η Κατίνα έχοντας ήδη καταπιεί μια γουλιά γάλα. «Ε πως να μη τα μάθω...» είπε η Λενιώ κι εισέπραξε ένα χαμόγελο ευχαρίστησης απ’ την κοπέλα.
«Μεγάλωσες βλέπω μικρή κυρά...Τώρα παίρνεις πρωινό με τον πατέρα σου» σχολίασε η υπηρέτρια κι η Κατίνα σαν να κοκκίνισε λίγο.
«Ε δε μεγάλωσε; Δεκαπέντε χρονώ είναι μαθές!» ακούστηκε μια φωνή πίσω της.
«Γιαγιά!» πρόφερε ενθουσιασμένη η Κατίνα κι η ηλικιωμένη γυναίκα στην οποία ανήκε η φωνή πλησίασε και της χάιδεψε τα καστανά μαλλιά.
«Τι κάμεις τζιέρι μου;» τη ρώτησε.
«Καλά είμαι νόνα μου...Εσένα; Σου πέρασαν οι χθεσινοί πόνοι;» ανταπέδωσε μα η κυρά-Φωτεινή δε μίλησε, μόνο πήρε στα χέρια της το πρόσωπό της και την κοίταξε στα μάτια.
«Για ιδές Λενιώ...Δε μοιάζει στην Κατίνα μας;» παρακίνησε ύστερα την θεράπαινά της να περιεργαστεί την εγγονή της.
«Φτυστή!» έκανε η Λενιώ σαν να την έβλεπε πρώτη φορά και σταυροκοπήθηκε.
«Έλα μάνα! Πολύ το ζαλίσατε το κορίτσι! Αφήστε το να φάει» έβαλε τέλος ο Σίμος στις αναπολήσεις.
«Καλά γιε μου» υποχώρησε η κυρά-Φωτεινή βλέποντας το σύννεφο που πέρασε απ’ τα μάτια του και άφησε πατέρα και κόρη μόνους στη σάλα.
«Γιατί με συγκρίνουν όλες με τη μάνα μου;» αναρωτήθηκε η Κατίνα όταν πια έμειναν οι δυο τους.
«Τση μοιάζεις κόρη μου...Γι’ αυτό» εξήγησε ο Σίμος αφηρημένα. «Έχεις και τ’ όνομά της...» μουρμούρισε.
«Μίλησέ μου για κείνη» ζήτησε, ακουμπώντας τους αγκώνες της στο τραπέζι.
«Τι να σου πω;» απόρησε ο Σίμος.
«Πως ήταν...» επέμεινε η Κατίνα.
«Δεν είναι ώρα κόρη...»προσπάθησε ν’ αποφύγει εκείνος τη συζήτηση που τον πόναγε κι έκανε να σηκωθεί.
«Πε μου πατέρα» παρακάλεσε συγκρατώντας τον απ’ τον καρπό του και τον κοίταξε επίμονα. Κατάλαβε ο Σίμος πως δε θα γλίτωνε απ’ την επιμονή της και φέρνοντας την καρέκλα του δίπλα ακριβώς στη δικιά της ξερόβηξε λίγο σαν να ’θελε να καθαρίσει το λαιμό του, ενώ τα μάτια της τον τηρούσαν ανυπόμονα.
«Ήταν έμορφη...Πολύ έμορφη...Γλυκιά κι αγέρινη σα κι εσένα· μόν’ λίγο πιο κοντή...Σγουρά μαλλιά σα ξύλο καρυδιάς που πέφτανε ως τη μέση της...Και μάτια λαδοπράσινα σαν της ελιάς το φύλλο...» περιέγραψε τη γυναίκα του κι ο τόνος του έσταζε μελαγχολία.
«Αυτά με τα ’δωκες εσύ...» μίλησε εκείνη, που θαύμαζε το φλογερό και ήσυχο συνάμα μαυράδι των ματιών του.
«Ναι κόρη μου κι είμαι περήφανος γι’ αυτό...Μα σ’ όλα τ’ άλλα είστε ίδιες...» είπε σκεπάζοντας την παλάμη της με τη δική του. «Σαν να την έχω μπροστά μου...» πρόσθεσε χαμηλόφωνα.
«Την αγαπούσες πατέρα;» πήρε το λόγο η κοπελίτσα μετά από μερικές στιγμές αμήχανης, φορτισμένης σιωπής.
«Πολύ...Πολύ Κατίνα μου...» βεβαίωσε ο Σίμος. «Όταν μας αρραβώνιαζε ο παππούς σου-ο πατέρας της- και την είδα από κοντά τρελάθηκα! Δε μπορώ να σου περιγράψω τι ένιωσα...Με συγκλόνισε...Τέτοια ομορφιά δεν είχε γυναίκα...»
«Γι’ αυτό δεν ξαναπαντρεύτηκες;» επενέβη η Κατίνα καθώς χανόταν στις σκέψεις του.
«Ναι...Δε μπόρουνα να βάλω άλλη στην καρδιά μου...» απάντησε και το βλέμμα του ταξίδευε σαν να φοβόταν να συναντήσει το δικό της. Η Κατίνα το ’νιωσε πως άλλη κουβέντα δε θα του ’παιρνε. Σηκώθηκε και παίρνοντας στα χέρια της την άδεια πλέον κούπα και το πιατάκι κατευθύνθηκε στην κουζίνα.
Ο Μανώλης περπατούσε αργά στους στενούς δρόμους του χωριού, κρατώντας απ’ τα γκέμια το γάιδαρο που αγκομαχούσε κάτω απ’ το βάρος των κοφινιών που μετέφερε. Το παλικάρι αισθανόμενο την κόπωση του ζώου σταματούσε κάθε τόσο για να το ξεκουράσει κι αραιά και που χτυπούσε μαλακά τα πλευρά του.
«Έλα αγόρι μου...Έλα και φτάνουμε» του μιλούσε. Το ζωντανό ωστόσο αποκαμωμένο και διψασμένο πολλές φορές τα στύλωνε. Έτσι και τώρα. Κάρφωσε τα πόδια του στη γη και δεν κουνιόταν ρούπι, όσο κι αν το καλόπιανε το νεαρό αφεντικό του.
«Ε αρκαντάς[2]! Τι έπαθε ο γάδαρος;» άκουσε απ’ την άλλη πλευρά του δρόμου μια νεανική φωνή ενώ βλαστήμησε σιγανά. Έστρεψε το βλέμμα προς τα κει κι αμέσως η κακοκεφιά του εξανεμίστηκε.
«Τι να πάθει Δαμιανέ; Ξεροστάλιασε το ζωντανό...» αποκρίθηκε. Ο νεαρός τον πλησίασε κι αντάλλαξαν μια αντρική χειραψία.
«Νιρό θέλει» διέγνωσε ο Δαμιανός κι άστραψαν τ’ άσπρα του δόντια στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο όταν μίλησε.
«Και που θα το βρω αρκαντάς;» έκανε με απογοήτευση ο Μανώλης.
«Στη βρύση...Όλο και κάποια κοπελιά θα ’ναι» απάντησε εκείνος στο φίλο του και τα μάτια του έπαιξαν πονηρά.
«Άντε μπρε Δαμιανέ! Μια ζωή το νου σου στσι γυναίκες!» τον ψευτομάλωσε κι ο νέος γέλασε.
Ήταν ο επιστήθιος φίλος του Μανώλη αυτός, ο Δαμιανός ο Κεχαγιόγλου. Μαζί μεγάλωσαν από μικρά παιδιά. Στο σχολειό, στο παιχνίδι, σ’ όλα. Τόσο πολύ ταιριάζανε που, αν δεν ήτανε τα φυσικά, θα τους έλεγες αδέλφια. Κι αυτό γιατί ο Δαμιανός ήταν λιγνός και σκέτο μαυροτσούκαλο, με μαύρα μαλλιά και μάτια σαν κατσίβελος, ενώ ο Μανώλης πιο γεροδεμένος και κάτω απ’ τα καστανό κεφάλι του είχε δυο μάτια θάλασσες που τον ξεχώριζαν απ’ όλους τους νέους του χωριού. Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια τόσο δυνάμωνε η φιλία τους. Ήταν πια δεκαεννιάχρονα παλικάρια κι οι συγχωριανοί τους καμάρωναν τα νιάτα και την ομορφιά τους, μα πάνω απ’ όλα το δεσμό τους. Τέτοια φιλιά, λέγανε, βλογημένοι όσοι την είχαν.
Με τα πολλά φτάσανε στη βρύση, όπου εκείνη την ώρα, όπως είχε προβλέψει ο Δαμιανός, κάποιες κοπέλες του χωριού γέμιζαν τις στάμνες τους με νερό για το μεσημερνό γεύμα. Κελαρυστές φωνές και γέλια ακούγονταν κι ο Μανώλης μειδίασε βλέποντας το φίλο του να σταματά το βλέμμα του σε μια απ’ αυτές, λίγο μικρότερή τους, με μια μακριά πλεξίδα που έπεφτε στη μισή ραχοκοκαλιά της.
«Ακόμα να τη ρίξεις τη Μαριάνθη;» τον ρώτησε με νόημα.
«Εύκολο το ’χεις μπρε Μανώλη; Αφού ο κύρης τση είναι κέρβερος!» είπε ο Δαμιανός κάπως δύσθυμα.
«Μη σε μέλει φίλε μου» έκανε εκείνος χτυπώντας του φιλικά την πλάτη. «Να δεις που θα τη κερδίσεις στο τέλος...»
«Λες ε;» σκίρτησε ο νέος.
«Αμέ!» απάντησε ο φίλος του. «Να τους ζητήξω νερό τώρα, τι λες;» ρώτησε ύστερα από λίγο.
«Και δε ζητάς;» συναίνεσε ο Δαμιανός κι ο Μανώλης προχώρησε δυο βήματα προς τη μεριά των κοριτσιών.
«Καλησπερίζω τσ’ όμορφες!» τις χαιρέτησε με μια φιλοφρόνηση.
«Βρε καλώς το Μανώλη! Πως κι από δω;» είπε μία με ανεπαίσθητη ειρωνεία.
«Ήρθα να δω αν βγαίνουν νεράιδες το καταμεσήμερο» αστειεύτηκε ελπίζοντας να καλοπιάσει την κοπέλα ενώ οι άλλες κρυφογελούσαν αναψοκοκκινισμένες.
«Πολύ αστείο Ασλάνογλου» του έκοψε τη φόρα εκείνη που όπως φαίνεται δεν είχε όρεξη για κουβέντα. «Α δε θες τίποτις, μας αφήνεις να κάμουμε τη δουλειά μας;»
«Καλά ντε πως κάμεις έτσι...» ξενίστηκε ο Μανώλης παραιτούμενος απ’ την προαίρεσή του να ζητήσει νερό για το ζωντανό του.
«Πάμε Δαμιανέ» είπε ύστερα στο φίλο του που τον ακολούθησε ρίχνοντας άλλη μια φλογερή ματιά στη Μαριάνθη.
«Δεν πιάνουν παντού τα μάτια σου φίλε μου» σχολίασε περιπαικτικά ο Δαμιανός όταν απομακρύνθηκαν.
«Μπααα...Σάμπως με νοιάζει; Αφού το ξέρω πως η Έλλη είναι αράθυμη» είπε αδιάφορα ο Μανώλης.
«Πάντως όλο και κάποια θα λωλαθεί με δαύτα!» τον πείραξε πάλι ο κολλητός του σκουντώντας τον.
«Δεν πα να ’ναι κι ούλη η Σμύρνη...Εγώ Δαμιανέ τη γυναίκα που θα πάρω θέλω να την αγαπήσω. Και να μ’ αγαπήσει κι αυτή...»
«Κατάλαβα...» κούνησε το κεφάλι ο Δαμιανός και σταμάτησαν, διότι είχαν ήδη φτάσει έξω απ’ το σπίτι του Μανώλη.
«Λοιπόν Μανωλιό θα τα ειπούμε! Αφιέτ ολσούν!» τον αποχαιρέτησε.
«Αφιέτ ολσούν! Καλή όρεξη!» αντευχήθηκε κραδαίνοντας το ένα του χέρι στον αέρα.
Μπήκε στη μικρή αυλίτσα κι άφησε το ζώο να ξεδιψάσει στην ποτίστρα, πριν το βάλει στο παχνί του. Καθώς το πότιζε, άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε η μάνα του. Το πρόσωπό της, ακόμα και τώρα που είχε περάσει προ πολλού τα σαράντα, παρέμενε γλυκό κι όμορφο κι όποτε γελούσε έπαιρνε μια νεανική λάμψη.
«Μανώλη γιαβρί μ' γύρισες κιόλας;» απευθύνθηκε στο παλικάρι.
«Ναι μάνα δε με βλέπεις; Λύσσαξε τση δίψας το έρμο το ζωντανό» αποκρίθηκε χαϊδεύοντας συμπονετικά το τρίχωμα του γαϊδουριού τους.
«Το καημένο!» αναφώνησε η Άννα μιμούμενη την κίνησή του.
«Τι καλό μας έφτιαξες;» τη ρώτησε ο γιος της που τα ρουθούνια του είχαν συλλάβει μυρωδιά φαγητού.
«Ιμάμ γιε μου...Με φρέσκα λαχανικά απ’ το μπαξέ μας» καμάρωσε η μάνα του.
«Πάλι τη μέρα σου στο μαγερειό την έφαγες...» είπε ο Μανώλης ακολουθώντας την στο εσωτερικό του σπιτιού. «Ο κύρης; Δεν ήρθε ακόμα;»
«Θα ’ρχει θα ’ρχει» τον βεβαίωσε η Άννα. «Δε τον ξεύρεις μαθές; Ούλη μέρα στα χωράφια...»
«Άιντε γιατί πεινάω» γέλασε πρόσχαρα.
«Κι εγώ! Σα λύκος!» τους αιφνιδίασε ο Στρατής που φάνηκε την ίδια στιγμή στην εξώθυρα.
«Μπρε κατά φωνή!» έκανε ο Μανώλης. «Πως είσαι κύρη μ';»
«Κούραση γιε μου...Παίδεμα θέλει η γης μα και χάδι...Να, σαν τη γυναίκα μαθές» κατέληξε ο Στρατής κοιτώντας τρυφερά τη συμβία του, που χαμήλωσε το βλέμμα συνεσταλμένη.
«Άιντε Στρατή πολλά μιλιείς! Νίψου να φάμε...Θα κρυώσει το φαγί» είπε. Τα χείλια του Μανώλη σχημάτισαν ένα λαφρύ χαμόγελο. Ήταν πράγματι πολύ αγαπημένοι και δυνατοί οι γονείς του...Όσο τους χτύπησε η ζωή τόσο εκείνοι αντιστάθηκαν κι ο ίδιος είχε μείνει η ανταμοιβή τους. Πόσες φορές δεν του ’χε εξιστορήσει η Άννα την περιπέτειά τους...Κι έτσι αν και μοναχοπαίδι ο Μανώλης ένιωθε ευλογημένος που μπόρεσε να δώσει στους γονείς του τη χαρά της ανατροφής του. Ο Στρατής με την Άννα τού έδωσαν όλη την αγάπη τους. Αυτός ήταν ο γιος τους, το μονάκριβο παιδί τους, το στήριγμά τους κι η ελπίδα τους. Και σαν τον έβλεπαν ν’ αντρώνεται, θέριευε μέσα τους η πεθυμιά να τον δουν παντρεμένο και να κρατήσουν στην αγκαλιά τους εγγόνι. «Αχ...Αν παντρευτεί ο Μανώλης μου...Σα κόρη θα την έχω τη νύφη μου» έλεγε συχνά η Άννα, που ο χαμός της μιας της θυγατέρας την είχε τσακίσει πιο πολύ κι απ’ των αγοριών της κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί...
«Μμμμ! Γειά στα χέρια σου μάνα!» την παίνεψε ο Μανώλης λίγο αργότερα γευόμενος το φαΐ της.
«Χρυσοχέρα!» επηύξησε ο Στρατής.
«Ε μα...Δυο πράματα θέλουν οι άντρες για να ’ναι ευτυχισμένοι! Φαγί και...» έκανε να πει αλλά η θηλυκή της συστολή την περιόρισε σ’ ένα αμήχανο χαχανητό.
«Αννιώ! Τι λόγια είναι αυτά; Μπροστά στο παιδί;» την επέπληξε ο Στρατής.
«Το... "παιδί" δεν είναι πια παιδί» υπερασπίστηκε τον εαυτό του ο Μανώλης έχοντας καταλάβει το υπονοούμενο της μάνας του.
«Σωστά γιόκα μου! Δεν είσαι...» έκανε η Άννα. «Είσαι άντρας...Άντρας σωστός!» πρόσθεσε με λατρεία για να εισπράξει απ’ το γιο της ένα μορφασμό περηφάνιας.
«Άκουσα ότι η Ελλάδα προσβλέπει στη Μικρασία» είπε ο Στρατής αργότερα, την ώρα που η Άννα τριγύριζε πλένοντας τα πιάτα κι εκείνος κάπνιζε το τσακμάκι του ενώ ο Μανώλης άραζε στο ντιβάνι.
«Δηλαδή;» απόρησε η γυναίκα του.
«Δηλαδή να: Θέλει λέει ο Βενιζέλος να στείλει στρατό, να καταλάβει τη Σμύρνη και τα περίχωρα...Να γίνει η Μικρασία Ελλάδα» εξήγησε ο Στρατής.
«Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί!» αναβόησε. «Να δούμε πλιο άσπρη μέρα...»
Η γυναίκα σώπασε κι ο Στρατής στριφογύριζε επίσης αμίλητος στα δάχτυλά του την πίπα καθώς οι μνήμες χίμηξαν να τους πνίξουν. Είχαν περάσει μόλις έξι μήνες απ’ την ανακωχή του Μούδρου[3], ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος με τις φρικαλεότητές του ήταν ακόμα παρών. Η τουρκική προπαγάνδα, η αναγκαστική στράτευση, τα τάγματα εργασίας, οι χιλιάδες νεκροί, οι κατσάκηδες[4], οι διωγμοί, οι φόροι...Οι άντρες που κρύβονταν μήνες στα ταβάνια για να μη τους συλλάβουν οι οθωμανικές αρχές και τους στείλουν στο δρόμο που συνήθως δεν είχε επιστροφή...Ο Στρατής γλίτωσε καθότι είχε υπερβεί πλέον τη στρατεύσιμη ηλικία. Ο Μανώλης όμως θυμόταν τις μάνες και τις αδερφές των συγχωριανών τους να θρηνούν κάθε φορά που μαθαινόταν ότι κάποιος σκοτώθηκε στο μέτωπο, όταν πιάναν τους δικούς τους ή καταλάβαιναν πως οι άντρες κι οι γιοί τους δε θα γυρνούσαν πια απ’ τα τάγματα θανάτου...
«Και γιατί θέλουν να ’ρθουν εδώ πέρα;» ρώτησε ωστόσο το παλικάρι.
«Ε σάματις κατέχω; Μεγάλη Ιδέα το λένε...Ονειρεύονται ν’ αναστήσουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία» απάντησε ο Στρατής κι ένας μικρός σαρκασμός περιέβαλλε τις τελευταίες του λέξεις, φανερά κρυμμένος στ’ αχείλι του που πέταξε ψηλά τη μια γωνία.
«Κααλά...Πολύ μεγάλες ιδέες έχουν οι Έλληνες» αποδοκίμασε ο Μανώλης.
«Γιατί γιε μου; Να λυτρωθούμε απ’ την Τουρκιά δε θέμε;» παραξένεψε την Άννα η διατύπωσή του.
«Να λυτρωθούμε μπρε μάνα, ναι...Αυτό θέλουμε όλοι...Μα τ’ άλλο με την αυτοκρατορία ντιπ για ντιπ τρελό μου φαίνεται...» ξανάπε.
«Ας έρθουν εδωνά κι ό, τι θέλει ας γένει» επενέβη ο Στρατής κι η Άννα συμφώνησε κάνοντας ευλαβικά το σταυρό της.
[1] Καλημέρα μικρή κυρά
[2] Αρκαντάς (arkadas)=φίλος(τούρκ.)
[3] Οκτώβριος 1918.Με την ανακωχή του Μούδρου τερματιζόταν ο πόλεμος για την Τουρκία.
[4] Κατσάκηδες ονομάζονταν οι λιποτάκτες των ταγμάτων εργασίας.
Λίνα Δώρου