Κίεβο,
Μάιος 1017
Ολόκληρο
το κάστρο βρισκόταν σε αναστάτωση μετά την αναχώρηση του στρατεύματος. Αγωνία
για τους στρατιώτες που βάδιζαν στη μάχη, αγωνία για την πλούσια ανατολική
ηγεμονία, αγωνία για ολόκληρη τη χώρα. Τι θα συνέβαινε αν ο ρωσικός στρατός δεν
ανέκοπτε την προέλαση των Πετσενέγων;
Η
Αναστασία όμως ανησυχούσε κυρίως για άλλο λόγο. Φοβόταν ότι η Ναντέζντα
βρισκόταν σε κίνδυνο. Σίγουρα, δε θα πολεμούσε στην πρώτη γραμμή, μα σε καμία
περίπτωση δε θα ήταν ασφαλής.
Η
τραγική της διήγηση είχε στοιχειώσει τη νεαρή πριγκίπισσα. Είχε κι η Ναντέζντα
χάσει και τη μητέρα της, και τους μεγάλους της αδερφούς άδικα, όπως η Αναστασία.
Και μισούσε τον Καταραμένο για αυτό το λόγο, όπως η Αναστασία. Όσον καιρό την
ήξερε ήταν απόμακρη, ειρωνική και κατάφωρα προσβλητική. Όμως τώρα μπορούσε να
καταλάβει το γιατί, και η αιτία δεν της άρεσε καθόλου.
Η
Ναντέζντα μπορεί να μισούσε ολόψυχα τον Καταραμένο, όμως δεν ήταν αυτός ο μόνος
άνθρωπος που την είχε βλάψει. Και δεν ήταν αυτός ο υπαίτιος για το θάνατο της
μητέρας της, του Ιζιασλάβ και του Βζεβολόλντ των μεγαλύτερων ομομήτριων αδερφών της. Όχι, γι’ αυτό έφταιγε ο
αγαπημένος πατέρας της Αναστασίας.
Δεν
μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατό να έχουν τόσο διαφορετική εικόνα για τον
πατέρα τους. Η Αναστασία πάντοτε τον θυμόταν με αγάπη, και πονούσε κάθε μέρα για
το θάνατό του. Ήταν η χαϊδεμένη του, το μικρό του κοριτσάκι που της έκανε όλα
τα χατίρια. Δεν ήθελε με τίποτα να πιστέψει ότι θα μπορούσε να φερθεί τόσο
άκαρδα. Και μάλιστα στα ίδια του τα παιδιά.
Και
δε θα το πίστευε, αν δεν ζωντάνευε ξανά στο νου της μια ανάμνηση ξεχασμένη.
Όταν είχε γεννηθεί η Κάτια, εκείνος ποτέ δεν την πήρε αγκαλιά. Ανακάλεσε πως
δεν τον είχε δει να παίζει ή έστω να ασχολείται μαζί της, ούτε μια φορά. Σπανίως ρωτούσε την τροφό της, αν ήταν καλά,
αν έτρωγε, αν είχε αρρωστήσει. Τώρα θυμήθηκε ότι της είχε φανεί παράξενο αλλά, το
είχε αποδώσει στο πένθος του για το χαμό της Άννας.
Τώρα
όμως, με τις νέες της γνώσεις, ερμήνευε διαφορετικά τη συμπεριφορά του, εξήγαγε
διαφορετικά συμπεράσματα για τον χαρακτήρα και το ποιόν του. Αγαπούσε με πάθος
τη μητέρα της, γι’ αυτό ήταν βέβαιη. Και αγαπούσε κι εκείνη και τ’ αδέρφια της.
Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Μήπως όμως, δεν αγαπούσε κανέναν άλλο στον κόσμο;
Ούτε καν τα παιδιά του, αν ήταν από άλλη γυναίκα;
Δυσκολευόταν
να το δεχτεί, αν και δεν πίστευε ότι η Ναντέζντα θα της έλεγε ψέματα. Ασφαλώς,
το είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, μα ήταν η πρώτη φορά που της είπε
ξεκάθαρα ότι θα της μιλούσε με ειλικρίνεια.
Αυτά
σκεφτόταν η Αναστασία και περνούσε τις μέρες της αφοσιωμένη στη μικρή της
αδερφή, στη μελέτη, στην απόλυτη συμμόρφωση με τις επιθυμίες της Μίρα η οποία
ήταν ξανά υπεύθυνη για τη νουθέτησή της. Και περίμενε. Περίμενε κάτι να
αλλάξει.
Όταν
μπορούσε, πήγαινε στα κλεφτά στο εκκλησάκι, για να προσευχηθεί. Όμως δεν ένιωθε
πια τόσο ισχυρή την ανάγκη να ξεφύγει όσο άλλοτε. Τώρα ήλπιζε.
Κι
ήταν η Ναντέζντα αυτή που της είχε χαρίσει την ελπίδα, που τόσο της είχε
λείψει. Αυτή ήταν που θα την έσωζε από την καταδυνάστευση του Καταραμένου και
από την καταθλιπτική προοπτική του γάμου, μ’ έναν ξένο πρίγκιπα. Πίστευε σ’
εκείνη, πίστευε ότι ήταν εκείνος ο άνθρωπος που περίμενε, όταν ήταν μόνη και
απεγνωσμένη. Και η ελπίδα εκείνη της έδινε καινούργια δύναμη να συνεχίσει. Να παλέψει
για τον εαυτό της και την Κάτια. Για να ένα μέλλον, στο οποίο θα ζούσε
ελεύθερη.
Μονάχα
να γύριζε πίσω ζωντανή.
Όταν
λοιπόν, έφτασε η είδηση ότι οι εισβολείς δεν είχαν πάρει ακόμα την Πρεσλάβα και
ότι μάλιστα συντρίφθηκαν στην πρώτη μάχη, η Αναστασία ήταν αυτή που πανηγύρισε
πρώτη. Ένιωσε περήφανη για την αδερφή της, που τα είχε καταφέρει τόσο καλά, και
πίστεψε πραγματικά πως και η ολοκληρωτική νίκη θα ήταν δική τους.
*
* *
Μετά
τα τελευταία νέα ο Σβιατοπόλκ ένιωσε εφησυχασμένος. Ήταν πεπεισμένος ότι ήταν σωστή
απόφαση, να εμπιστευτεί τη Ναντέζντα με το δύσκολο έργο. Γι’ αυτό και της έδωσε
την άδεια να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Εξάλλου τα προβλήματα του
κράτους ποτέ δεν έπαιρναν τέλος, ήταν μεγάλη βοήθεια να έχει κάποιον να
μοιράζεται το βάρος.
Η
γυναίκα του όμως, δεν το είδε με καλό μάτι. «Γιατί το έκανες αυτό, άρχοντά
μου;», τον ρώτησε με έκδηλη δυσαρέσκεια, όταν το έμαθε. Συνήθως φρόντιζε να μη
δείχνει τα δυσμενή συναισθήματα που έτρεφε για κείνη, αλλά αυτή τη φορά ένιωσε
πως η πρασινομάτα μέγαιρα είχε ξεπεράσει τα όρια.
«Η
Ναντέζντα είναι αρκετά έξυπνη. Θα κάνει το σωστό».
«Ναι,
αλλά υπάρχουν και τόσοι άλλοι που είναι περισσότερο αφοσιωμένοι σε σένα και θα
έκαναν το ίδιο καλά αυτό που ζητάς».
«Κανείς
δεν είναι περισσότερο αφοσιωμένος από τη Ναντέζντα. Κι ακόμα κι αν υπάρχει
κάποιος, δεν είναι μέλος της οικογένειά μου.»
«Μα
η Ναντέζντα δεν είναι δυνατόν να σου είναι τυφλά αφοσιωμένη όπως νομίζεις. Εσύ
σκότωσες τον αδερφό της, το ξέχασες;»
Όχι,
ο Σβιατοπόλκ δεν το είχε ξεχάσει. Αν υπήρχε ένα μελανό σημείο στη σχέση του με
την εξαδέλφη του, ήταν αυτό. Όμως, πίστευε ακράδαντα ότι η Ναντέζντα δεν ήξερε
τίποτα γι’ αυτήν την άσχημη, μα τόσο ζωτικής σημασίας για το μέλλον της Ρωσίας
πράξη. Είχε άλλωστε συμβεί τόσο παλιά. Κανείς στη σύγχρονη εποχή δε μιλούσε για
τα περασμένα. Τα τωρινά προβλήματα παρείχαν ανεξάντλητα θέματα συζήτησης, δε
χρειάζονταν κι άλλα.
Ο
Σβιατοπόλκ είχε πάντοτε προβλήματα εμπιστοσύνης. Παντού, σε όλους όσους ήθελαν
να τον πλησιάσουν, έβλεπε εχθρούς. Ακόμα και οι πιο θερμοί υποστηρικτές τους
βρίσκονταν σε επισφαλή θέση, αφού πολύ εύκολα θα στρεφόταν εναντίον τους. Οι
σύμβουλοί του λοιπόν, δεν είχαν μεγάλη επιρροή πάνω του. Απεναντίας, όταν
διαφωνούσαν έντονα με τη δική του άποψη κινδύνευαν να χαρακτηριστούν προδότες
του στέμματος. Γι’ αυτό και όταν η
Ναντέζντα, το μικρό, αθώο κοριτσάκι με τις ξανθές πλεξούδες, που αδυνατούσε να
καταλάβει, γιατί ο κόσμος ήταν τόσο σκληρός εμφανίστηκε μεγαλωμένη, ώριμη, και
διορατική, βρήκε σ’ εκείνη το σύμμαχο που έψαχνε˙ δεν ήθελε να παραιτηθεί από
αυτήν την ευκαιρία.
«Η
Ναντέζντα δεν το ξέρει και ούτε πρόκειται να το μάθει», αποκρίθηκε με σιγουριά.
«Ό,τι
πεις εσύ άρχοντά μου».
Η
Μίρα διαφωνούσε καθέτως με την αντίληψή του, όμως δεν μπορούσε να μιλήσει. Όχι
χωρίς να διακινδυνεύσει να ξυπνήσει το θυμό του. Και η Πολωνή πριγκίπισσα ήξερε
ότι ο άντρας της δεν αστειευόταν όταν οργιζόταν. Έπρεπε όμως να βρει ένα τρόπο
να τη ρίξει στα μάτια του. Να τον ωθήσει να δει, αυτό που η ίδια έβλεπε στη
νέα. Μια θρασύδειλη καιροσκόπο, υποκρίτρια και ύπουλη.
Σοφία Γκρέκα