Δεν υπήρχε πολύς χρόνος μα ούτε και
διάθεση για πολλές επισημότητες, ήταν το πένθος βαρύ έτσι κι αλλιώς. Όλες πια
είχαν και από μια φίλη που έπεσε στην πολιορκία. Έτσι το ίδιο βράδυ μαζί με τις
άλλες πολεμίστριες που έπεσαν στη μάχη παρέδωσαν το σώμα της Ιππολύτης,
βασίλισσας της Σιλβέρια, στη νεκρική πυρά. Υποτίθεται πως ο θάνατος στη μάχη
ήταν ευλογία για κάθε αμαζόνα και θα έπρεπε να χαίρονται καθώς αυτές θα ήταν οι
εκλεκτές που θα συντρόφευαν τη θεά, όμως δάκρυα κυλούσαν από πολλά μάτια και
ήταν δύσκολο να πει κανείς αν ήταν για τις αδελφές που αποχαιρετούσαν ή για τη
μοίρα που περίμενε και αυτές.
Αργότερα
η αρχιστράτηγος έβαλε την τιάρα της βασίλισσας στο θρόνο απ' όπου θα την
έπαιρνε η επόμενη βασίλισσα το μεσημέρι της επόμενης μέρας, λίγες μόνο ώρες πριν
λήξει η ανακωχή.
«Ας πάμε τώρα
όλες να ξεκουραστούμε, αύριο θα είναι πολύ δύσκολη μέρα και πρέπει να έχουμε
καθαρό μυαλό» είπε αυστηρά. Οι αμαζόνες αποσύρθηκαν σιγά σιγά και ησυχία
απλώθηκε σε όλο το ανάκτορο.
Η
Ντιάνα έκλεισε το σακίδιο με τα πράγματά της, έλεγξε τα όπλα της και χάιδεψε το
σπαθί της για τελευταία φορά. Το άφησε στο κρεβάτι της. Ήταν πια εξόριστη και
δεν είχε δικαίωμα να έχει το σπαθί που εμπιστεύεται η βασίλισσα σε κάθε αμαζόνα
όταν ενηλικιώνεται. Άνοιξε την πόρτα για να φύγει, αλλά μπροστά της είδε την
Αλεξάνδρα.
«Πού πας;» τη
ρώτησε.
«Είναι ώρα να
φύγω, το ξέρεις».
«Όχι, δεν είναι
ανάγκη! Μίλησα στην αρχιστράτηγο και μπορείς να μείνεις! Πρέπει η νέα βασίλισσα
να σε ανακηρύξει εξόριστη, αφού η μητέρα σου δεν πρόλαβε να το ανακοινώσει
επίσημα. Έτσι έχουμε χρόνο...».
«Χρόνο για τι;
Αλεξάνδρα, γιατί αναμείχθηκες; Θέλω να φύγω! Η Ανδρομάχη ξέρεις ότι θα με
εξοντώσει».
«Η Ανδρομάχη
δεν είναι ακόμα βασίλισσα! Και πολλά μπορεί να γίνουν μέχρι τότε!»
«Αλεξάνδρα τι
σχεδιάζεις; Μη μου πεις ότι έμπλεξες σε κάτι! Γιατί διακινδυνεύεις;»
«Άκου με!» της
είπε οργισμένη η Αλεξάνδρα. «Φαίνεται ότι νοιάζομαι για σένα περισσότερο απ'
ότι εσύ για τον εαυτό σου. Θα μείνεις μέχρι να ανακηρυχθεί βασίλισσα! Και μετά
αν είναι να φύγεις θα φύγουμε μαζί».
Η Ντιάνα
κούνησε το κεφάλι.
«Τι νόημα
έχει...».
«Έχει για
εμένα! Δεν σου αρκεί αυτό;» Τα μάτια της Αλεξάνδρας άστραφταν.
«Εντάξει» είπε
παραιτημένη η Ντιάνα. «Ελπίζω να μη το μετανιώσουμε και οι δύο».
Η
Ντιάνα είχε ανήσυχο ύπνο γεμάτο όνειρα. Ένιωσε μέσα στον ύπνο της να την
παρακολουθούν. Γύρισε και είδε τον κυβερνήτη της Ραδόνια να την κοιτάζει στα
μάτια. Το βλέμμα του την διαπερνούσε, την έκαιγε αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει.
Σήκωσε αργά το χέρι του και την έδειξε.
«Όχι, όχι!!!»
φώναξε δυνατά και ξύπνησε. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα. Το κορμί της ήταν
ιδρωμένο. Εφιάλτης, σκέφτηκε και
προσπάθησε να ηρεμήσει. Συνειδητοποίησε ότι σε λίγο θα ξημέρωνε. Η Αλεξάνδρα
δεν ήταν πια στο πλάι της. Ποιος ξέρει τι σχεδίαζε. Ήλπιζε να κρατιόταν μακριά
από την αδερφή της, γιατί όταν γινόταν βασίλισσα η Ανδρομάχη δεν υπήρχε
περίπτωση να δείξει έλεος σε μια αμαζόνα που υποστήριζε τη Ντιάνα.
Λίγες
ώρες μετά, η Ντιάνα περίμενε και αυτή όπως και οι αδελφές της να τελειώσει το
πολεμικό συμβούλιο. Ανησυχούσε γιατί δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει την
Αλεξάνδρα και φοβόταν γι' αυτή. Λίγο πριν το μεσημέρι το συμβούλιο τελείωσε και
η Ανδρομάχη απευθύνθηκε στις συγκεντρωμένες αμαζόνες, που περίμεναν την
ανακήρυξη της νέας τους βασίλισσας.
«Αδελφές μου!
Οι εχθροί μας θεωρούν ότι με το θάνατο της βασίλισσας Ιππολύτης τελείωσαν μαζί
μας και περιμένουν να συρθούμε ηττημένες στα πόδια τους. Όμως θα αντιμετωπίσουν
μια οδυνηρή έκπληξη! Θα φορέσω την τιάρα και θα σας οδηγήσω περήφανες στη μάχη
και στη δόξα! Δε θα τους περιμένουμε, δε θα τους δώσουμε χρόνο να αντιδράσουν.
Αντί για την παράδοσή μας θα λάβουν την οργή μας! Ετοιμάστε τα όπλα σας αδελφές
μου, μόλις φορέσω την τιάρα θα επιτεθούμε!»
Λέγοντας αυτά ξεκίνησε για την αίθουσα του
θρόνου, που ήταν κατάμεστη. Η Ντιάνα απογοητευμένη για άλλη μια φορά από την
αυτοκαταστροφική απόφαση του συμβουλίου γύρισε για τα δωμάτιά της. Θα έφευγε με
ή χωρίς την Αλεξάνδρα. Τότε μια από τις φίλες της τη σταμάτησε.
«Ντιάνα, πρέπει
να έρθεις αμέσως στην αίθουσα του θρόνου! Σε περιμένουμε!»
«Ποιες με
περιμένετε;» απόρησε η Ντιάνα.
«Εμείς! Η
Αλεξάνδρα λέει να έρθεις αμέσως!»
Η Ντιάνα
ανήσυχη κατευθύνθηκε βιαστικά προς την αίθουσα του θρόνου. Πού είχε μπλέξει η Αλεξάνδρα;
Στην
αίθουσα του θρόνου ήταν συγκεντρωμένες όλες οι φατρίες και οι αξιωματούχοι του
βασιλείου καθώς και πολλές αμαζόνες. Η Ανδρομάχη ήδη άπλωνε τα χέρια για να
πάρει την τιάρα, όταν μια φωνή, η φωνή της Αλεξάνδρας, τη διέκοψε.
«Περίμενε
Ανδρομάχη, κόρη της Σιλβέρια! Η κυρία μου, κόρη της Σιλβέρια, σε προκαλεί για
το δικαίωμα στο θρόνο!»
Η Ντιάνα δεν
πίστευε στα αυτιά της! Στην αίθουσα απλώθηκε μια βοή από τα μουρμουρητά και τα
σχόλια των αμαζόνων. Πόσες γενιές είχαν να ακουστούν τα λόγια της πρόκλησης
κατά την ανακήρυξη μιας βασίλισσας; Η Ανδρομάχη γύρισε κατακόκκινη από θυμό προς
την Αλεξάνδρα.
«Τι αηδίες
είναι αυτές;» της φώναξε. «Είμαστε σε πόλεμο και εσύ μας καθυστερείς! Ποια
εννοείς και τι κρύβεται πίσω από αυτό;»
«Η Ντιάνα, κόρη
της Σιλβέρια, με βασιλικό αίμα της βασίλισσας Ιππολύτης, όπως ορίζει ο νόμος,
σε προκαλεί!» της απάντησε η Αλεξάνδρα.
Η Ντιάνα δεν
μπορούσε ούτε να φανταστεί τις συνέπειες. Όλες μέσα στην αίθουσα γύρισαν προς
το μέρος της και την κοίταζαν, ενώ ένας διάδρομος άνοιξε μπροστά της μέχρι το
θρόνο. Η Ανδρομάχη έβαλε τα γέλια.
«Αυτή; Αυτή
είναι σχεδόν απόκληρη! Αλεξάνδρα, πόνταρες σε μια κουτσή φοράδα. Μπορείς να την
ακολουθήσεις στην εξορία της. Αρκετά καθυστέρησα με εσάς». Γύρισε την πλάτη στη
Ντιάνα και άπλωσε το χέρι στην τιάρα. Όμως τη διέκοψε η φωνή της αρχιστρατήγου:
«Μη βιάζεσαι
κόρη μου! Δεν απάντησες στην πρόκληση» είπε ήρεμα.
Η Ανδρομάχη
ήταν έτοιμη να βάλει τις φωνές, όταν είδε το σοβαρό πρόσωπο της αρχιστρατήγου
και των αξιωματούχων. Με έναν αναστεναγμό παραίτησης στράφηκε στις ακολούθους
της.
«Κορίτσια,
‘τακτοποιήστε’ τις μικρές σφετερίστριες».
Παρά
την έκφραση δυσαρέσκειας των άλλων αμαζόνων, γύμνωσαν τα σπαθιά τους και
περικύκλωσαν την Αλεξάνδρα. Η Ντιάνα έτρεξε γρήγορα προς το μέρος τους.
«Αφήστε τη!»
φώναξε. «Εμένα θέλετε!» Πριν προλάβουν
να αντιδράσουν, μέσα από το πλήθος πρόβαλαν οι φίλες της Ντιάνας με τα σπαθιά
στα χέρια και στάθηκαν στο πλάι της Αλεξάνδρας. Η Ντιάνα τράβηξε το σπαθί της
και στάθηκε μαζί τους. Οι δυο ομάδες ήταν έτοιμες να συγκρουστούν, όταν για μια
ακόμη φορά ακούστηκε η φωνή της αρχιστρατήγου.
«Σταματήστε
αμέσως! Βεβηλώνετε τους νόμους μας!» Φωνές επιδοκιμασίας ακούστηκαν από το
πλήθος. Η αρχιστράτηγος στράφηκε στη Ντιάνα. «Ντιάνα, ισχύει η πρόκληση που εκ
μέρους σου έκανε η Αλεξάνδρα;» Η Ντιάνα ήταν έτοιμη να ζητήσει να ξεχαστεί όλο
το θέμα, αλλά η αρχιστράτηγος συνέχισε. «Ή άσκοπα διέκοψε την τελετή και θα
τιμωρηθεί όπως θεωρήσει σωστό η νέα βασίλισσα;»
Η Ντιάνα ένιωσε να χάνει το έδαφος από τα
πόδια της. Τώρα δε γινόταν να ξεφύγει. Αν αρνιόταν θα ήταν σαν να υπέγραφε τη
θανατική καταδίκη της Αλεξάνδρας. Γύρισε να την κοιτάξει και είδε στα μάτια της
την αποφασιστικότητά της.
«Ναι» είπε
σιγανά. «Ισχύει. Διεκδικώ το θρόνο της Σιλβέρια με το σπαθί και το αίμα μου». Η
αρχιστράτηγος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και στράφηκε στην Ανδρομάχη.
«Ανδρομάχη,
άκουσες την πρόκληση και εγώ η Καλλίστη, αρχιστράτηγος της Σιλβέρια, ορκίζομαι
ενώπιον της θεάς ότι είναι νόμιμο το δικαίωμα και των δύο σας στο θρόνο. Θα
υπερασπιστείς το δικαίωμά σου ενάντια στην κόρη που σε προκάλεσε ή θα
παραιτηθείς;»
«Θα τη
σκοτώσω!» φώναξε μέσα από τα δόντια η Ανδρομάχη και πριν προλάβει κάποια να
αντιδράσει όρμησε με το σπαθί γυμνό στη Ντιάνα. Οι άλλες ενστικτωδώς έκαναν
άκρη και η Ντιάνα ίσα που πρόλαβε να αποκρούσει το χτύπημα της αδελφής της. Τα
σπαθιά τους διασταυρώθηκαν ξανά και ξανά. Η Ντιάνα υποχωρούσε βήμα βήμα από την
ορμή και το μίσος της αδελφής της και ξαφνικά παραπάτησε και η Ανδρομάχη
κατάφερε να την τραυματίσει στο πόδι. Αίμα άρχισε να κυλάει, αλλά ευτυχώς ήταν
επιφανειακή η πληγή. «Αρκετά!» φώναξε η Ανδρομάχη. «Παραιτείσαι τώρα;»
«Όχι όσο ζω και
αναπνέω!» απάντησε η Ντιάνα έκπληκτη και η ίδια από την ηρεμία της.
Η
Ανδρομάχη της επιτέθηκε ξανά, αλλά ήταν η σειρά της Ντιάνας να την τραυματίσει.
Συνέχισαν να ανταλλάσσουν χτυπήματα, ενώ οι αμαζόνες παρακολουθούσαν σιωπηλές
τον πανάρχαιο αγώνα για τον θρόνο. Το αίμα γινόταν όλο και περισσότερο από τις
πληγές που άνοιγαν η μία στην άλλη, όμως πλέον καμιά τους δεν έμοιαζε να δίνει
σημασία. Η Ντιάνα είχε κουραστεί και ένιωθε το σπαθί ασήκωτο στα χέρια της. Δεν
θα άντεχε για πολύ ακόμα. Κάποια στιγμή γονάτισε ξέπνοη. Είχε χάσει πολύ αίμα
και ζαλιζόταν. Είδε την αδερφή της να σηκώνει το σπαθί της για να της δώσει το
τελικό χτύπημα. Είδε ένα δάκρυ να κυλάει από τα μάτια της Αλεξάνδρας. Για εκείνη, σκέφτηκε και μάζεψε όση
δύναμη της είχε μείνει και μπλόκαρε προς έκπληξη όλων με το σπαθί της το
χτύπημα που ερχόταν. Η Ανδρομάχη ήταν απροετοίμαστη για αυτή την αντίδραση και
το σπαθί της έφυγε από τα χέρια. Η Ντιάνα με τεράστια προσπάθεια ακολούθησε το
σώμα της αδερφής της που προσπαθούσε να ξεφύγει και κατάφερε να την
ακινητοποιήσει με τη μύτη του σπαθιού της να ακουμπά στο στήθος της. Όλη η
αίθουσα κρατούσε την ανάσα της.
«Έλα λοιπόν!
Καν' το!» την προκάλεσε η Ανδρομάχη. Η Ντιάνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Δειλή! Δεν έχεις το θάρρος! Πώς θα τις οδηγήσεις στη μάχη;» είπε η Ανδρομάχη
και την έφτυσε.
«Οι μάχες
τελείωσαν προς το παρόν. Χρειαζόμαστε ειρήνη για να ορθοποδήσει ο λαός μας.
Δειλία είναι να σκοτώνεις τον εχθρό σου όταν είναι στο έλεός σου. Εγώ δε θα το
κάνω».
Γύρισε
και κοίταξε τις άλλες αμαζόνες που παρακολουθούσαν. Καμιά δε μιλούσε. Τότε η
αρχιστράτηγος μίλησε πάλι.
«Υπάρχει κάποια
που αμφιβάλλει ότι η Ντιάνα κέρδισε την πρόκληση; Ας μιλήσει τώρα!» Καμιά δεν
κουνήθηκε. «Ντιάνα, όπως ορίζουν οι νόμοι μας, έχεις κερδίσει το δικαίωμα στο
θρόνο της Σιλβέρια. Μπορείς να φορέσεις την τιάρα».
Η Ντιάνα με
βαριά βήματα έφτασε στο θρόνο και με τα ματωμένα χέρια της πήρε την τιάρα και
τη φόρεσε. Σαν ένας άνθρωπος οι αμαζόνες γονάτισαν μπροστά στη βασίλισσά τους.
Με δάκρυα στα μάτια τούς ένευσε να σηκωθούν και ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Η
Ντιάνα χαμογέλασε και σωριάστηκε στον θρόνο. Συνήλθε μετά από λίγο και βρέθηκε
στα χέρια της Αλεξάνδρας.
«Έχασες πολύ
αίμα... Ηρέμησε» της είπε τρυφερά. Είδε πως είχαν δέσει τις πληγές της. Ήθελε
να κοιμηθεί, αλλά δεν μπορούσε. Ήταν πλέον βασίλισσα και έπρεπε να φροντίσει το
λαό της.
«Κοίτα πού με
έμπλεξες» της είπε χαμογελώντας αμυδρά. «Η Ανδρομάχη;» θυμήθηκε ξαφνικά την
αδερφή της.
«Είναι σε
καλύτερη κατάσταση, αλλά μην ανησυχείς δε θα μας ενοχλήσει ξανά. Ο νόμος ορίζει
ότι πρέπει να εξοριστεί». Τις διέκοψε η αρχιστράτηγος. «Βασίλισσά μου, είναι
σχεδόν ώρα να απαντήσουμε στον κυβερνήτη. Τι θέλετε να του μεταφέρω εξ’
ονόματός σας;»
«Θα έρθω
αυτοπροσώπως, αλλά σε παρακαλώ πες μου ειλικρινά. Τι θα μπορούσαμε να
απαντήσουμε;»
Η αρχιστράτηγος έσκυψε το κεφάλι.
«Μη
στενοχωριέσαι, Καλλίστη. Στην ήττα είναι που χρειάζεται να είμαστε γενναίες.
Βοηθήστε με τώρα να σηκωθώ».
Η
Αλεξάνδρα και δυο από τις φίλες τους τη βοήθησαν να περπατήσει μέχρι την
κεντρική πύλη, που με τις εντολές της την είχαν ανοίξει και είχαν υψώσει λευκές
σημαίες. Γύρω της οι αμαζόνες έβλεπαν τη νεαρή βασίλισσά τους να στέκεται
περήφανη παρά τις πληγές της με τη βοήθεια των φίλων της και τη λυπόταν για το
βαρύ φορτίο που σήκωσε σαν δώρο για τη στέψη της.
Λίγη
ώρα μετά ο κυβερνήτης και το επιτελείο του με τη φρουρά του, όλοι με τις
επίσημες στολές τους, στέκονταν μπροστά τους. Αν ένιωσαν έκπληξη όταν η
αρχιστράτηγος σύστησε τη Ντιάνα ως βασίλισσα δεν το έδειξαν. Ο κυβερνήτης
απευθύνθηκε σε αυτή:
«Λοιπόν,
μεγαλειοτάτη, ποια είναι η απόφασή σας;»
Αντί απάντησης
η Ντιάνα έλυσε το σπαθί της και το πέταξε στα πόδια του, ενώ ένας κόμπος είχε
σταθεί στο λαιμό της. Όλες οι αμαζόνες έσκυψαν το κεφάλι. Ένας από τους
αξιωματικούς του το σήκωσε.
«Είσαι πιο σοφή
από τη μητέρα σου και τη μητέρα της που ξεκίνησαν αυτόν τον πόλεμο και έχασαν
τη ζωή τους και το βασίλειό τους εξαιτίας του. Πάρε το σπαθί σου, γνωρίζω τι
ταπείνωση είναι και δεν επιθυμώ να υποβληθείς σε αυτή. Με ενδιαφέρει μόνο να
τελειώσει αυτός ο πόλεμος και να διασφαλίσω ότι δε θα επαναληφθεί. Οι σύμβουλοί
σου θα βρουν πολύ ικανοποιητικούς τους όρους της συνθηκολόγησης που
προτείνουμε. Δέξου τους και αφιερώσου να φέρεις ξανά το χαμόγελο στις υπηκόους
σου. Έχουν πικραθεί πολύ τα τελευταία χρόνια».
Η
Ντιάνα δεν ήξερε τι να απαντήσει. Σίγουρα ο κυβερνήτης δεν ήταν το τέρας που
παρουσίαζε η μητέρα της, ούτε έμοιαζε να ενδιαφέρεται για σκλάβες. Μάλλον
λυπημένο τον έβλεπε. Ίσως είχε χάσει και αυτός φίλους στον πόλεμο. Καθάρισε το
λαιμό της.
«Ευχαριστώ
κυβερνήτα. Ο λαός μου ξέρει να εκτιμά τη μεγαλοψυχία. Είμαι σίγουρη ότι θα
συμφωνήσουμε. Πληρώσαμε με το αίμα των αδελφών μας αυτή τη στιγμή και πρέπει να
την αξιοποιήσουμε».
Ο
κυβερνήτης χαμογέλασε και της έτεινε το χέρι βγάζοντας το γάντι του. Ένας
άντρας τολμούσε να τείνει το χέρι σαν ίσος σε μια βασίλισσα των αμαζόνων; Γιατί όχι, σκέφτηκε η Ντιάνα. Ίσως πρέπει να ξεπεράσουμε κάποιες
προκαταλήψεις και τώρα είναι καλή στιγμή να αρχίσουμε. Χαμογέλασε κι αυτή
και του έσφιξε με θέρμη το χέρι. Οι αμαζόνες παρακολουθούσαν έκπληκτες, αλλά οι
περισσότερες χαμογελούσαν.
«Ο πόλεμος
τελείωσε!» φώναξε η Αλεξάνδρα. «Ζήτω!»
Φωνές χαράς
ακούστηκαν σε όλο το ανάκτορο και σε λίγο και από το αντίπαλο στρατόπεδο. Χαιρετήθηκαν
με όλους τους τύπους με την ακολουθία του κυβερνήτη και οι Ραδονιανοί
αποχώρησαν. Τώρα θα αναλάμβαναν οι διπλωμάτες. Το αύριο θα ήταν δύσκολο, αλλά
τουλάχιστον λιγότερο φοβερό από το σήμερα. Απόψε όλες δικαιούνταν να
ξεκουραστούν μετά από τόσο καιρό. Καθώς τη βοηθούσαν να ανέβει τις σκάλες προς
την είσοδο του ανακτόρου, στάθηκε και έριξε μια ματιά στον ήλιο που έδυε. Μια
εποχή τελείωνε και άρχιζε μια άλλη. Η δική της!
Ντιάνα, βασίλισσα της Σιλβέρια, σκέφτηκε
και χαμογέλασε.
Μιχάλης Κοτσαρίνης
Μιχάλης Κοτσαρίνης