Όλα ήταν ιδανικά στην αυλή των διαδόχων του Βασιλείου των
Ηλίων. Ο έρωτάς τους ήταν τέλειος, ήταν λες και το φως τον έτρεφε. Ο ένας
τρεφόταν από το φως που εξέπεμπε ο άλλος κι αυτό φαινόταν σε κάθε έκφανση της
ζωής τους. Γύρω τους συνέρρεαν οι πιο φτασμένοι καλλιτέχνες, έτοιμοι να
δημιουργήσουν για χάρη τους. Ήταν πραγματικά αξέχαστες μέρες για όποιον τις
ζούσε.
Όλους τους είχε συνεπάρει αυτή η γλυκιά αίσθηση του έρωτα και η έκφραση της ψυχής ερχόταν αβίαστα. Ζωγράφοι δημιουργούσαν υπό τις απαγγελίες ποιητών και οι φιλοσοφικές συζητήσεις κρατούσαν ώρες. Και όλη αυτή η παραγωγή τέχνης και ιδεών γέμιζε με θαυμασμό όλες τις γωνιές του σύμπαντος. Αυτή απολάμβανε να ποζάρει και να τον παρακολουθεί να συζητά για τέχνη, για φιλοσοφία και το φως να τον φωτίζει τόσο υπέροχα και αυτός ήθελε να τη βλέπει να παραδίδει το σώμα της στο χορό, τόσο αιθέρια και τόσο υπέροχη. Και όταν τα μάτια τους κάποιες στιγμές διασταυρώνονταν και άνθιζε το χαμόγελο στα χείλη τους ήταν σαν να σταματούσε για μια στιγμή ο χρόνος. Και όταν πλάγιαζαν μαζί και παραδίνονταν ολοκληρωτικά, απόλυτα ο ένας στον άλλο ήταν σαν να γίνονταν ένα αυτοί και το φως και όλη η τέχνη. Και ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όλους τους είχε συνεπάρει αυτή η γλυκιά αίσθηση του έρωτα και η έκφραση της ψυχής ερχόταν αβίαστα. Ζωγράφοι δημιουργούσαν υπό τις απαγγελίες ποιητών και οι φιλοσοφικές συζητήσεις κρατούσαν ώρες. Και όλη αυτή η παραγωγή τέχνης και ιδεών γέμιζε με θαυμασμό όλες τις γωνιές του σύμπαντος. Αυτή απολάμβανε να ποζάρει και να τον παρακολουθεί να συζητά για τέχνη, για φιλοσοφία και το φως να τον φωτίζει τόσο υπέροχα και αυτός ήθελε να τη βλέπει να παραδίδει το σώμα της στο χορό, τόσο αιθέρια και τόσο υπέροχη. Και όταν τα μάτια τους κάποιες στιγμές διασταυρώνονταν και άνθιζε το χαμόγελο στα χείλη τους ήταν σαν να σταματούσε για μια στιγμή ο χρόνος. Και όταν πλάγιαζαν μαζί και παραδίνονταν ολοκληρωτικά, απόλυτα ο ένας στον άλλο ήταν σαν να γίνονταν ένα αυτοί και το φως και όλη η τέχνη. Και ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στην πρωτεύουσα του Βασιλείου,
την πρωτεύουσα των τεχνών του σύμπαντος, τη θεϊκή, όπως την ονόμαζαν, Ηλιόνα, ο
βασιλιάς δέχτηκε τον πρέσβη των συμμάχων του, της Γενναιοτάτης, όπως
αποκαλούνταν, Ορδενσιανής Αυτοκρατορίας.
«Μεγαλειότατε»
υποκλίθηκε ο πρέσβης. «Επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω τους αδελφικούς
χαιρετισμούς των μεγαλειοτήτων τους, του Αυτοκράτορα Δημητρίου και της Αυτοκράτειρας
Κορνηλίας».
«Εξοχότατε, μου δίνει χαρά η
παρουσία σας και ζητώ να μεταφέρετε στους αγαπητούς μου ηγεμόνες σας τούς από
καρδιάς χαιρετισμούς μου» απάντησε ο βασιλιάς.
«Μεγαλειότατε, με μεγάλη χαρά θα
το κάνω και πιστεύω πως είμαι ο κομιστής ενός πολύ χαρμόσυνου μηνύματος».
«Σας ακούω, αγαπητέ μου».
«Κατ' αρχάς σας μεταφέρω τα
συγχαρητήρια της αυτοκρατορίας μας για τα εξαίρετα επιτεύγματα του διαδόχου
αλλά και της πριγκίπισσας και για την αγάπη με την οποία τους περιβάλλει ο λαός
σας».
«Ευχαριστώ εξοχότατε» είπε
ικανοποιημένος ο βασιλιάς.
«Η Αυτοκράτειρα θεωρεί ότι είναι
η καταλληλότερη στιγμή να πραγματοποιηθεί η επιθυμία και ευχή της ιδίας και της
καλής της φίλης, της εκλιπούσας Μεγαλειότητάς της» είπε ο πρέσβης και κοίταξε
το πορτρέτο της βασίλισσας που δέσποζε στο γραφείο.
«Ναι, ήταν πολύ στενές φίλες»
μονολόγησε με θλίψη ο βασιλεύς.
«Εκ μέρους λοιπόν του
αυτοκρατορικού ζεύγους και του λαού της αυτοκρατορίας μας έχω την τιμή να
προσφέρω το χέρι της κόρης των μεγαλειοτήτων τους, πρώτης δούκισσας του
στέμματος, Αουρέλιας, στον υιό σας διάδοχο πρίγκιπα Άγγελο. Η ένωσή τους θα
συσφίξει ακόμα περισσότερο τη συμμαχία μας και επιπλέον εκ μέρους της Αυτοκράτειρας
σάς μεταφέρω ότι θα τη θεωρήσει εκπλήρωση του χρέους της προς τη μνήμη της
φίλης της».
Ο βασιλιάς ήταν πολύ
ευχαριστημένος, καθώς κι αυτός ήλπιζε κρυφά ότι κάποια στιγμή θα γινόταν αυτή η
πρόταση. Δυστυχώς, ο ίδιος είχε αποτύχει αρκετές φορές να παρακινήσει τον
διάδοχο να δει σοβαρά το θέμα του γάμου του. Η συμμαχία με τον Δημήτριο ήταν
πολύτιμη για τους Ήλιους και δεν υπήρχε περιθώριο για υπεκφυγές από τον
διάδοχο. Έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες του έναντι του βασιλείου.
«Εξοχότατε πρέσβη, μεταφέρετε
στις Μεγαλειότητές τους την απέραντη ευγνωμοσύνη μας για την τιμητική αυτή
προσφορά τους. Εκ μέρους του διαδόχου και του Ευγενέστατου Βασιλείου των Ηλίων,
αποδέχομαι το χέρι της πρώτης δούκισσας του στέμματος και καλούμε την Υψηλότητά
της να επισκεφθεί το μελλοντικό της βασίλειο του οποίου από τώρα τη χρίζω
ευγενή».
«Μεγαλειότατε, τα ειλικρινά μου
συγχαρητήρια και δεχθείτε από τώρα τις ευχές μου για το ζεύγος».
Μόλις αποχώρησε ο πρέσβης ο
βασιλιάς συγκέντρωσε τους συμβούλους του και ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα και
όρισε τους αρμόδιους για όλες τις διαδικασίες μέχρι το γάμο.
«Ενημερώστε και τον διάδοχο για τα ευχάριστα
και μεταφέρετέ του την επιθυμία μου να προσκαλέσει προσωπικά τη μνηστή του στο
βασίλειο». Ο βασιλιάς είχε κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος.
Η Λυδία
ξαπλωμένη διαβάζοντας ένα βιβλίο παρακολουθούσε τον Άγγελο που είχε αρχίσει να
διαβάζει το μήνυμα από το βασιλικό ανάκτορο ελαφρά βαριεστημένος. Ήταν τόσο
όμορφος με τα μαλλιά του πάντα ατίθασα. Τρόμαξε όταν τον είδε να τινάζεται
ξαφνικά.
«Δεν είναι δυνατόν!» φώναξε
απεγνωσμένα.
«Αγαπημένε μου, τι συμβαίνει; Με
τρομάζεις!»
«Ο βασιλιάς, ο πατέρας…»
«Έπαθε κάτι;»
Το σχεδόν υστερικό του γέλιο την
ανησύχησε.
«Με πάντρεψε! Και μου το
ανακοινώνει έτσι απλά!»
«Πώς;» Η Λυδία ένιωσε το έδαφος
να φεύγει από τα πόδια της.
«Διάβασε!» Είχε κοκκινίσει από
το θυμό.
Η Λυδία διάβαζε και ξαναδιάβαζε
το μήνυμα. Ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Η απόγνωση άρχισε να την
κυριεύει. Έτσι απλά θα τελείωναν όλα; Το καθήκον θα έβαζε μια τελεία σε ότι
υπέροχο ζούσαν; Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Κοίταξε τον αδελφό της που
απελπισμένος και θυμωμένος έσφιγγε τα κάγκελα του μπαλκονιού με δύναμη
προσπαθώντας να σκεφτεί. Τον είδε έτσι με το φως να τον λούζει απαλά. Και τότε
μέσα της φούντωσε ο θυμός και η απόγνωση έδωσε τη θέση της στο πείσμα. Είχε
πάρει τις αποφάσεις της και ο έρωτάς της θα την έκανε δυνατή. Αυτός ο άντρας
ήταν δικός της και καμιά δε θα της τον έπαιρνε. Είχε πάνω του το δικαίωμα που
δίνει ο απόλυτος έρωτας που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο και κανένας νόμος
θεϊκός ή ανθρώπινος δεν μπορούσε να υπερισχύσει. Τον αγκάλιασε τρυφερά.
«Μη φοβάσαι, θα βρούμε μια λύση.
Ο γάμος δε θα προχωρήσει».
«Κι ο βασιλιάς; Και οι Ορδενσιανοί;
Τι δικαιολογία θα βρούμε;»
«Μην ανησυχείς, θα σκεφτούμε ένα
σχέδιο. Άλλωστε πώς ξέρεις ότι αυτή σε θέλει; Μπορεί και να τη διευκολύνουμε!
Για σκέψου, ποια γυναίκα όσο και να την καλεί το καθήκον θα ήθελε έναν άντρα
αδιάφορο, τελείως παραδομένο στον κόσμο του που να μην ενδιαφέρεται στο
ελάχιστο γι' αυτή;» του έκλεισε πονηρά το μάτι.
«Πιστεύεις θα πετύχει;»
αναθάρρησε ο πρίγκιπας.
«Θα το κάνουμε να πετύχει!»
«Με αγαπάς;»
«Είσαι το φως μου! Για σένα ζω
και αναπνέω!»
«Είσαι τα πάντα για μένα, είσαι
η ψυχή μου η ίδια, δε θα σε προδώσω για καμία και για κανένα καθήκον».
«Φίλησέ με, αγαπημένε. Κάνε μου
έρωτα, μάγεψε τις αισθήσεις μου, δείξε μου τον έρωτά σου με πράξεις…»
Για μια ακόμα φορά παραδόθηκαν
στη φλόγα που έκαιγε μέσα τους και ξέχασαν τα πάντα κι ευτυχισμένοι όπως πάντα
αποκοιμήθηκαν.