Ηχηρές ψαλμωδίες και κωδωνοκρουσία γέμιζαν τον νυχτερινό αέρα, έξω απ’ το ναό της Θεοτόκου. Ξημέρωνε η δεύτερη Κυριακή του Απριλίου, την οποία έτυχε τούτη τη χρονιά να γιορτάζουν οι χριστιανοί το Πάσχα. Μόλις είχε αναστήσει ο παπάς κι οι πιστοί, με ιλαρή την όψη, αντάλλασσαν εγκάρδια το φίλημα της αγάπης, κρατώντας στα χέρια τους λευκές λαμπάδες που καίγονταν με τ’ αναστάσιμο φως.
«Χριστός Ανέστη γιόκα μου! Και του χρόνου!» ευχήθηκε η Άννα στο Μανώλη κι ασπάστηκε τρυφερά το μάγουλό του.
«Αληθώς ανέστη μάνα!» αντευχήθηκε και το ίδιο έκανε ύστερα ο πατέρας του.
«Άντε μπρε! Και του χρόνου με γυναίκα!» τον πείραξε.
«Μικρός είμαι, πατέρα» χαμογέλασε.
«Όπου σε βολεύει μικρός είσαι!» συνέχισε ο Στρατής. «Που θα πάει όμως, θα μεγαλώσεις. Και τότε...»
«Αχ βρε Στρατή μου» ξεφύσηξε η Άννα. «Ούτε είκοσι χρονώ δεν είναι... Ξεύρεις κανένα παλικάρι να παντρεύεται τόσο νωρίς;»
«Μην τον ακούς, Μανώλη μου» γύρισε στο γιο της.
«Δεν πειράζει, μάνα... Το ξεύρω, χωρατά κάμει ο πατέρας» την καθησύχασε πράος ο νέος. Κι έπειτα σώπασε διότι οι ιερείς ξεκίνησαν τον κανόνα.
Στ’ αριστερό κλίτος του ναού στεκόταν η Κατίνα, καθώς τα πόδια της γιαγιάς της δεν της επέτρεπαν ν' ανεβεί στο γυναικωνίτη. Στεκόταν ολόρθη, ευθυτενής, με το λιγνό κορμί της να μοιάζει στη λαμπάδα της. Άθελά του ο Μανώλης την πρόσεξε κι η καρδιά του έχασε ένα χτύπο. Ήταν όμορφη, πιο όμορφη κι απ’ αυτή τη νεαρή συγχωριανή τους η οποία έχοντας δήθεν τον τίτλο της καλλονής καμάρωνε πιο πέρα, στολισμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια, κάνοντας τους νέους της ηλικίας του να σφυρίζουν λιμασμένοι. Ψεύτικη ομορφιά, σκέφτηκε· δεν θα 'χει τίποτα δίχως το φτιασίδι. Ενώ εκείνη...
Ένιωσε κάποιον να την κοιτάζει και το ένστικτό της την προέτρεψε να δει αν είχε δίκιο. Στρέφοντας τους βολβούς των ματιών της, αντίκρισε το βλέμμα του, πιο θερμό κι απ’ τη φλόγα, να διαβαίνει πάνω της. Δάγκωσε τα χείλη της, ενόσω σκέψεις άδηλες πλημμύριζαν το νου της. Έκαμψε το σβέρκο της μη τυχόν προδοθεί, όμως η καρδιά της πετούσε ήδη στα ουράνια. Αχ τι καημός! Λίγο πιο τολμηρή να ’τανε, λίγο πιο τολμηρή...
Ήθελε να την πλησιάσει, έστω να δει τα μάτια της, ν’ ακούσει τη φωνή της. Σαν απέλυσαν κι έμεινε μια στιγμή μοναχή της, πήρε την απόφαση και με βήματα δειλά μα σταθερά κινήθηκε προς το μέρος της.
«Χριστός Ανέστη» είπε, κι η κοπέλα που δεν είχε πάρει είδηση γύρισε ξαφνιασμένη.
«Αληθώς!» απάντησε, κάνοντας γενναίες προσπάθειες να μη φουντώνει στη θέα του.
«Τσούγκρισες;» τη ρώτησε.
«Ναι, φυσικά! Με την ξαδέρφη μου»
«Και ποιός κέρδισε;»
«Εγώ» χαμογέλασε.
«Δεν αμφέβανα» την επαίνεσε.
Δεν άντεχε να τη θωρεί άλλο, μια ακατανίκητη δύναμη τον έσπρωχνε. Προσπαθούσε να τηρήσει απόσταση ασφαλείας μα φοβόταν πως, αν έμενε λίγο ακόμα εκεί μαζί της, θα την άρπαζε και θα τη φιλούσε με πάθος μες στην εκκλησία. Κι έκρινε σκόπιμο ν’ απομακρυνθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
«Χμ» ξερόβηξε. «Να... πααίνω ’γω...»
«Εντάξει» συμφώνησε η Κατίνα - ίσα που ακουγόταν. Πέρασε δίπλα της σαν άνεμος, αγγίζοντας σχεδόν τον ώμο της κι οι πόροι του δέρματός της κοτοπούλιασαν. Έμεινε στήλη άλατος για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου επενέβη η Βαγγελιώ.
«Ε Κατίνα! Τι στέκεις έτσι;» είπε.
«Αφαιρέθηκα. Νυστάζω λίγο κιόλας» προφασίστηκε.
«Δεν πειράζει. Τώρα θα πάμε σπίτι» δήλωσε. «Ανυπομονώ να φάω!» έκανε μια γκριμάτσα, χτυπώντας τις παλάμες της.
Στο προαύλιο του ναού ο Μανώλης, σε μια κόγχη, διέκρινε ένα αγόρι να φιλάει κρυφά μια κοπέλα. Μελαγχόλησε. Εκείνος θα ’χε άραγε την ίδια ευκαιρία; Θα μπορούσε ποτέ να της πει πως ένιωθε; Κι αν ναι, θα το 'θελε η Κατίνα; Μήπως προτάσσοντας το φόβο για τη θέση της, τον απέρριπτε; Μήπως, χειρότερα, δεν ένιωθε το ίδιο; Κι όμως η φλόγα που τρεμόπαιζε στα μάτια της του ’λεγε πως δε λάθευε... Τότε γιατί κιότευε; Αναστέναξε βαριά. Το κεφάλι του είχε γεμίσει ερωτήματα, κι αν δεν έβρισκε σύντομα τη λύση τους, θαρρείς πως θα τρελαινόταν. Έπρεπε να βρει τρόπο να της μιλήσει, τα αισθήματά του φούσκωναν σαν το πέλαγο και τον έπνιγαν...
«Κάτι έχει ο κανακάρης μου» εμπιστεύτηκε η Άννα στη μητέρα του Δαμιανού μια Τετάρτη, την ώρα που έφτιαχναν φιδέ. «Συλλοϊσμένο τον θωρώ...»
«Μπας κι είναι αδιάθετος;»
«Όχι Ασπασώ μου... Μα πως να σε πω; Σαν έγνοια.... Σαν κάτι να τυραννά το νου του» εξήγησε.
«Αμ πες τα μ’ έτσι! Δεν τσι ξεύρεις τσι νιους; Μπορεί να θέλει καμιά κοπελιά...»
«Ο Μανώλης; Μπα δεν νομίζω...»
«Τι δε νομίζεις; Κι εγώ τα ίδια έλεγα, μα να που ο δικός μου τον πήρε το σεβντά! Μεγάλωσαν τα παιδιά Αννιώ μου!»
«Έλα!»
«Ναι σε λέγω!»
«Με ποιά;»
«Με τη Μαριάνθη, του Αραμπατζή... Να διείς πως την κοιτάζει!»
«Την αγαπά δηλαδή;»
«Θαρρώ πως ναι. Κι είναι καλή κοπέλα, πολύ θα χαρώ να τηνε κάμω νύφη μου»
«Με το καλό» ευχήθηκε η Άννα.
«Με το καλό Αννούλα μου, με το καλό» αναστέναξε η Ασπασώ. «Ο κύρης τση είν’ το πρόβλημα...»
«Γιατί; Την έχει γι' άλλον;»
«Όχι απ’ όσο ξεύρω. Πως να σ' το πω; Δε μας καταδέχεται...»
«Γιατί;»
«Μακάρι να ’ξευρα... Δεν έχω πει τίποτα στο παιδί μου, μην καταλάβει ότι το ’χω πάρει χαμπάρι και για να μη τον απογοητέψω. Πολύ φοβούμαι όμως πως δε θα τον αφήκει...»
«Τι να ειπώ... Ας δώσει ο Θιός να τη πάρει. Κι ας βρει και στο Μανώλη μου μία καλή κοπέλα» αποφάνθηκε η Άννα κι εξακολούθησαν την εργασία τους.
Την Κυριακή προς το μεσημέρι, ενώ ο Μανώλης καταγινόταν με τον κήπο κι η μητέρα του ετοίμαζε φαγητό, πέρασε απ’ έξω ο φίλος του.
«Καλημέρα!» φώναξε.
«Καλώς τονε!» απάντησε.
«Τι κάμεις;» τον ρώτησε ο Δαμιανός περνώντας την αυλόθυρα.
«Σκαλίζω πωρικά» είπε, δείχνοντας την λασπωμένη τσάπα.
«Έλα Παναγία μου! Κυριακάτικα;» σταυροκοπήθηκε ο δεύτερος.
«Τι θες να κάμω;»
«Έλεγα μήπως ήθελες να πάμε για σεργιάνι, να ειπούμε τα νέα μας...»
«Έχω καιρό; Δεν έχω...»
«Σιγά μπρε! Μέχρι να τελειώσει το φαΐ η μάνα σου θα ’μαστε πίσω!» τον παρότρυνε κι εκείνη τη στιγμή η Άννα, που ’χε ακούσει τη φωνή του κολλητού του γιού της, πρόβαλε στο χώρο.
«Άκουσα καλά; Για μένα μιλάτε;» είπε η γυναίκα.
«Όχι ακριβώς...» έκανε ο Δαμιανός.
«Άσ’ τα αυτά! Σ’ αγρίκησα!» γέλασε. «Καλά μου είσαι;»
«Μια χαρά κυρ- Αννιώ. Κι εσείς απ’ ό, τι βλέπω»
«Δόξα τω Θεώ! Πως κι αποδώ;»
« Ε είπα μπας κι έπειθα το γιο σου να ’ρθει μαζί μου» έκανε με νόημα.
«Α μάλιστα... Και δε θέλει;»
«Τον δύσκολο κάμει...»
«Ταμάμ μ’ έπεισες!» επενέβη ο Μανώλης. «Μάνα σε πόση ώρα;»
«Αργεί ακόμη... Μόλις γυρίσεις θα ’ναι έτοιμο» τον βεβαίωσε.
«Ωραία! Πάμε καρντάση;»
«Πάμε μπρε!» Και βγήκαν στο δρόμο.
«Στο καλό παιδιά μου!» τους κατευόδωσε η Άννα.
Περπατούσαν στα χωμάτινα σοκάκια, ρουφώντας άπληστα τον ήλιο που καταύγαζε την πλάση, πειράζοντας ο ένας τον άλλο και γελώντας τρανταχτά. Που και που, μια ομάδα κοριτσιών τούς έριχνε ένα ζωηρό βλέμμα με ηδυπάθεια κι ύστερα κάλυπταν το στόμα να μην ακουστούν οι κουβέντες τους.
«Τσι ξεσηκώνει η άνοιξη» παρατήρησε ο Μανώλης.
«Ποιες, αυτές; Α καλά, μη νοιάζεσαι» αντέτεινε ο Δαμιανός. « Τα κοριτσάκια έτσι κάμουν...»
«Πως πάει; Ξεύρεις...» πέρασε στο ψητό ο Μανώλης, αποφεύγοντας να προφέρει τ’ όνομα της κοπέλας π’ αγαπούσε ο φίλος του.
«Μια χαρά» αποκρίθηκε εκείνος και το πρόσωπό του πήρε μια ονειροπόλο απόχρωση. «Την αγαπώ πολύ, Μανωλιό... Τη ζωή μου δίνω για χάρη τση!»
«Λογαριάζεις να τη ζητήσεις;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Πίστεψέ με, το θέλω» κοντοστάθηκε. «Μα αν θα το κατορθώσω είναι άλλο πράμα...»
Είχαν φτάσει μπροστά σ' έναν κήπο, απ' του οποίου τα περίτεχνα σιδερένια κάγκελα ξεπρόβαλλε μια τριανταφυλλιά, ανθισμένη, φορτωμένη αμέτρητα ροζ τριαντάφυλλα - Μάης γαρ, κι ήταν στην καλύτερή τους. Έτεινε το χέρι ο Μανώλης κι αποπειράθηκε να κόψει ένα, αψηφώντας τ' αγκάθια.
«Ρε ζεβζέκη! Θα τρυπηθείς!» τον φόβισε ο Δαμιανός.
«Δεν τρυπιέμαι» αντέταξε. «Αλλού το ’χω τ' αγκάθι...»
«Τι εννοείς;» απόρησε ο φίλος του, ενώ πλέον είχε κατορθώσει ν’ αποσπάσει ανώδυνα το ρόδο απ’ τη μητέρα του.
«Στην καρδιά, Δαμιανέ...»
«Ώπα! Σεβντάς Μανωλάκη;» ανακινήθηκε. «Κι έλεγα πως πάαινες για καλόγερος...»
«Ναι αρκαντάς» παραδέχτηκε. «Σεβντάς»
«Μπράβο καρντάση!» τον συνεχάρη. «Και ποιά είναι η τυχερή;»
Ο Μανώλης τον κοίταξε σοβαρός. «Εδώ αρχινούν τα δύσκολα» είπε.
«Γιατί τι τρέχει;»
«Δεν είναι από μας...»
«Τι θες να πεις; Δεν είναι του χωριού; Που αλλού έχουμε πάγει;»
«Όχι μπρε, αποδώ. Μα δεν είναι...»
«Χριστιανή; Μη μου πεις!» γούρλωσε τα μάτια ο Δαμιανός.
«Μπρε Δαμιανέ για τ' όνομα του Θεού! Αχμάκης ήμουν να ερωτευτώ Τουρκάλα;» επετίμησε ο Μανώλης τη σκέψη του.
«Τότε τι;»
«Δεν είναι φτωχή κοπέλα, σαν κι εμάς...»
«Ε πε μου πια!» τον σκούντησε.
Πήρε μια ανάσα, βαθιά. «Βαστάς μυστικό;»
«Πάντοτε»
«Η Κατίνα...»
«Ποια απ’ όλες; Έχουμε και πολλές...»
«Του Συμεών Σεκέρογλου» αποκάλυψε.
Βουβάθηκε ο άλλος. «Αρκαντάς την πάτησες! Πολύ ψηλά τα σήκωσες τα μάτια σου!» οικτίρισε το φίλο του, όταν πια βρήκε τη μιλιά του.
«Δαμιανέ...»
«Το καλό που σε θέλω, ξέχασέ την!» τον πρόσταξε, πιάνοντάς τον γερά απ’ τους ώμους.
«Δεν ημπορώ...»
«Τι δε μπορείς μωρέ; Τόσες και τόσες υπάρχουν στον ντουνιά!»
«Αυτή δεν είναι όποια κι όποια!» ξεσπάθωσε.
«Ακριβώς! Επειδή ΔΕΝ είναι!» υπεραμύνθηκε των θέσεών του ο Δαμιανός. «Ξύπνα Μανώλη! Τι να δει σ’ εσένα; Σε θάμπωσε μάλλον η ομορφιά της και παρανόησες, τίποτα άλλο!»
«Κάμεις λάθος!» επιτέθηκε ο Μανώλης. «Την έχω ερωτευτεί, όπως εσύ τη Μαριάνθη!»
Σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους. «Πάει, λωλάθηκε αυτός!» σχολίασε ο Δαμιανός. «Σύνελθε καρντάσηηη!»
«Δεν ημπορώ... Δε γένεται» κώφευε εκείνος. «Είμαι λωλός! Τρελός για λόγου της!»
«Πάρε λοιπόν την τρέλα σου και σύρε! Δε θα κάτσω ’γω ν' ακούω το παραμιλητό σου!» αγανάκτησε ο φίλος του.
«Εγώ έφταιγα που σ' το ’πα ! Ωραίος φίλος είσαι!» έκανε απογοητευμένος ο Μανώλης κι άνοιξε το βήμα για να φύγει.
«Συγχώρα με καρντάση» πρόφτασε ο Δαμιανός, ακουμπώντας το χέρι στο σβέρκο του. «Δε θέλω να μαλώνουμε...»
«Ούτε εγώ» είπε, γυρνώντας πίσω και μιμήθηκε την κίνησή του. «Δαμιανέ... Δε με μέλει που ’ναι αρχόντισσα...»
«Την αγαπάς μπρε;» τον ρώτησε, συγκινημένος σχεδόν.
«Την αγαπώ Δαμιανέ. Γι' αυτή χτυπά η καρδιά μου» ομολόγησε.
«Θα της το πεις;» υπέλαβε, ενώ κοιτιούνταν έντονα.
«Θέλω να της το πω, ν’ αλαφρώσω»
«Κι αν δε σε θέλει;»
«Τότενες... θα πάψω να τη σκέφτομαι» μίλησε. « Όμως Δαμιανέ, δε βρίσκω λόγο να φοβούμαι. Με το λεν’ τα μάτια της πως δεν είμαι μόνος...»
«Αν είσαι βέβαιος, προχώρα. Κι εγώ μαζί σου» ορκίστηκε.
Διάβηκαν έτσι κάμποσες μέρες, με το Μανώλη να προσπαθεί να βρει τρόπο να της μηνύσει ότι ήθελε να συναντηθούν. Δεν ήταν κι εύκολο· έξω απ’ το Παρθεναγωγείο μπορούσε να τον δει κανείς, και ποιός ξέρει τι πράγματα θα 'λεγαν μετά για κείνη- το τελευταίο που ήθελε ήταν να την πληγώσει. Στο τέλος τ' αποφάσισε: έσκισε ένα κομμάτι χαρτί, έγραψε γρήγορα με την πένα που ’χε κρατήσει απ' το σχολείο, το δίπλωσε χίλιες φορές και παραμόνευσε στο γνώριμο σημείο. Και μόλις την είδε να περνά, με κινηματογραφική ταχύτητα έριξε το ραβασάκι στην σάκα της.
Έφτασε σπίτι αμέριμνη, χωρίς να ’χει αντιληφθεί την πράξη του. Μα όταν κάθισε να διαβάσει, το ραβασάκι κύλησε στο πάτωμα, κινώντας της την περιέργεια. Έσκυψε και το σήκωσε, κι αφού το ξεδίπλωσε η καρδιά της σκίρτησε. Ένα μήνυμα ήταν γραμμένο μέσα του: "Θέλω να σε δω. Απόψε, στο δάσος" έλεγε. Δε χρειάστηκε καν ν’ αναρωτηθεί ποιός το ’γραψε. Ξαφνικά την κατέκλυσε μια αδημονία, πλεγμένη με δισταγμό. Αδημονία, γιατί τέτοιο κάλεσμα δεν ήτανε τυχαίο, και δισταγμό αν έπρεπε ν’ ανταποκριθεί. Όλο τ’ απόγευμα έτρωγε τα νύχια της, ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί. Το βράδυ, μόλις έπεσαν για ύπνο, προσποιήθηκε ότι κοιμόταν κι όταν επικράτησε απόλυτη σιγή στο σπίτι, σημάδι ότι κι οι υπηρέτριες είχαν αποτραβηχτεί στο στρώμα τους, ξεγλίστρησε νυχοπατώντας κι αφήνοντας τη ντροπή κατά μέρος, πήρε το δρόμο για το δάσος που απλωνόταν βαθύ και σκοτεινό πέρα απ’ τα κτήματα.
Το φεγγάρι, αμυδρό, λειψό, την κατηύθυνε ωστόσο εκεί που της παρήγγειλε. Οι κορμοί των δέντρων, πιο σκούροι μες στη νύχτα, τη φόβιζαν λίγο κι οι φυλλωσιές τους θρόιζαν στις ριπές του αέρα- άνοιξη ακόμα κι η ψύχρα του βραδιού επέμενε. Έτριψε τα μπράτσα της που ανατρίχιασαν περιφέροντας τριγύρω το βλέμμα της, μπας και τον δει να έρχεται.
Άκουσε βήματα πίσω της κι η γνώριμη φωνή του ήχησε γλυκά στ’ αυτιά της. «Κατίνα» την προσφώνησε κι ήρθαν κατά μέτωπο.
«Ήρθες» του είπε.
«Ναι ήρθα» επανέλαβε. Μες στη σκοτεινιά διέκρινε το βλέμμα του, ανταριασμένο, κι ήταν μεγαλύτερη η αντάρα που κλυδώνιζε τα μέσα της.
«Δε φοβήθηκες;» τη ρώτησε, σπάζοντας την αμήχανη σιωπή που είχε απλωθεί γύρω τους.
«Γιατί να φοβηθώ;»
«Ξέρω κι εγώ... Λεν’ πως τα κορίτσια σκιάζουνται τη νύχτα»
«Λάθος κάμουν» μειδίασε. «Εγώ είμαι ατρόμητη...»
Ένα μικρό κύμα γέλιου ξέφυγε του Μανώλη. «Γιατί γελάς;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να μην παρασυρθεί κι εκείνη.
«Τίποτα. Απλά... σε θαυμάζω. Είσαι ξεχωριστή» εξήγησε κι ένιωσε να χάνει εντελώς την αυτοκυριαρχία της.
«Λοιπόν;» λοξοδρόμησε, μ’ όση ψυχραιμία συγκέντρωσε.
«Τι λοιπόν;»
«Βρήκα το μήνυμά σου... Εσύ δεν το ’βαλες στη σάκα μου;»
«Εγώ το ’βαλα. Ντρέπομαι που το ’καμα έτσι, μπορεί να μ’ έπιαναν κιόλας και να νόμιζαν πως ήμουν κλέφτης... Συγγνώμη»
«Όχι μη ζητάς συγγνώμη!» είπε. «Θέλω να πω, εντάξει... Αλλά γιατί...;»
«Γιατί τι;»
«Γιατί με κάλεσες εδώ, τέτοια ώρα;..»
«Ήθελα να βρεθούμε μόνοι, οι δυο μας...»
«Μόνοι στο δάσος; Για ποιο λόγο;»
«Θέλω να σε πω κάτι. Τυραννεί καιρό το μυαλό μου» Στο κλείσιμο αντίχειρα και δείκτη εγκλώβισε τα δάχτυλά της.
«Τι πράμα;»
Πάσχιζε να βρει τις λέξεις, που έρχονταν κι έφευγαν στο νου του. «Δε μου ’ναι τόσο εύκολο...»
«Δεν πειράζει, πες το όπως μπορείς» του πρότεινε, κι ας τρέμαν κι αυτής τα φυλλοκάρδια της.
«Μακάρι να ’φταναν τα λόγια... Μα αυτό που νιώθω δεν χωράει μέσα τους...»
«Τι θες να πεις;»
«Κατίνα...» πήρε στις χούφτες του την παλάμη της. «Το ξεύρω πως εσύ κι εγώ, τέτοιοι που ’μαστε, δεν πρέπει καν να μιλιούμε, πόσο μάλλον να σου λέγω αυτά που θέλω τώρα. Μα...»
Τα νεύρα της είχαν τσιτώσει, οι αναβολές του έσφιγγαν τον κόμπο στο στομάχι της, κάνοντάς την να νιώθει αδύναμη. «Μανώλη...» ψέλλισε.
«Σ' αγαπώ Κατίνα!» ξεστόμισε. «Προσπάθησα να το διώξω μα δε γένεται! Ο έρωτάς μου είναι βουνό, θάλασσα ολόκληρη...»
Ταράχτηκε με τα λόγια του, τ’ αναμενόμενα κι απρόσμενα. Έσκυψε το κεφάλι να μην αντικρίζει την όψη του, που ’χε φανερώσει όσα εκείνη έκρυβε.
«Συμπάθα με αν βιάστηκα» απολογήθηκε. Το κορίτσι δεν απάντησε, μόνο συνέχιζε να κοιτά χαμηλά.
«Αν είπα κάτι άπρεπο-»
«Δεν είπες...»
«Τότε γιατί δε με θωρείς;»
«Γιατί κι εγώ...»
«Τι είναι; Μη δειλιάζεις» την εμψύχωσε, ανυψώνοντας ελαφρά το πιγούνι της.
«Σ’ αγαπώ Μανώλη!» πρόφερε κι ένα δάκρυ πότισε τις βλεφαρίδες της.
Βυθίστηκε στο μαύρο των ματιών της, που αντιφέγγιζαν τον έναστρο ουρανό, η ομολογία της τον είχε συνεπάρει. «Ψυχή μου...» άρθρωσε κι ωσάν μαγνητισμένα τα χείλη του πλησίασαν τα δικά της. Ήταν υγρά, βελούδινα, όπως η σάρκα του κερασιού. Δέχτηκε τ’ άγγιγμα με σφαλιστά τα βλέφαρα, πρώτη βροχής σταγόνα σε διψασμένη γη. Μόλις τα ξανάνοιξε, τα χέρια του ζέσταιναν το λαιμό της και το βλέμμα του την τόξευε φλογισμένο. Λύγισε τους αγκώνες κι ακούμπησε τα δικά της στο στέρνο του, ζητώντας του άλαλη να συνεχίσει. Κι ανέβρυσε χείμαρρος ορμητικός το φιλί τους, απ' την πηγή του έρωτα που μόλις ανακάλυψαν...
Σταμάτησαν μόνο όταν ένιωσαν να τους κόβεται η ανάσα. « Είσαι έμορφη» ψιθύρισε. «Σε θέλω γι' αυτό που είσαι, για το κορίτσι που μου πήρε τα μυαλά...»
«Κι εγώ γι' αυτό σε θέλω» μολόγησε. « Έκλεψες την ψυχή μου Μανώλη... Δε μπορώ πια να τη χαρίσω σ’ άλλον, πλούσιο για φτωχό»
«Με λες αλήθεια;» λαχτάρησε.
«Να σκοτωθώ αν λέω ψέματα» δεσμεύτηκε φέρνοντας στο στόμα τους δείκτες της. Την έσφιξε απάνω του ευτυχισμένος, περιβάλλοντας με το ’να χέρι τη μέση και με τ’ άλλο την πλάτη της, ενώ εκείνη τύλιξε με θέρμη τον αυχένα του.
«Κατίνα μου!» η κλητική προσφώνηση προήλθε αυτόματα απ’ τα χείλη του.
«Μανώλη μου» ψιθύρισε.
«Ορκίσου με πως δε θ’ αφήσουμε τίποτε να μπει ανάμεσά μας» την παρακάλεσε έπειτα βαστώντας τη μέση της. «Ούτε την αχαμνιά[1] μου, ούτε την ευγένεια σου...»
«Τ' ορκίζομαι» υποσχέθηκε. «Δε μετράνε αυτά μπρος στον έρωτα...»
Κοιτάχτηκαν σιωπηλά ενώ εκείνος ψηλαφούσε αργά τα ζυγωματικά της. «Πρέπει να φύγω τώρα...» ψιθύρισε η Κατίνα.
«Να φύγεις; Τόσο γλήγορα;» παραπονέθηκε ο Μανώλης.
«Πρέπει... Αν χαράξει και δεν είμαι σπίτι, την έβαψα...»
«Μείνε λίγο ακόμα, δε σε χόρτασα... Μακριά είναι η αυγή» προσπάθησε να τη μεταπείσει.
«Μανώλη μου δε γένεται... Άλλωστε έχω σχολειό αύριο» αρνήθηκε.
«Καλά...» υποχώρησε θωρώντας την γλυκά. Χαμογέλασε δειλά κι έπλεξε το χέρι της στο δικό του.
«Πότε θα σε ξαναδιώ;» τη ρώτησε.
«Δεν ξέρω, πρέπει να το ’χουμε κρυφό... Δε θ’ άρεσε και πολύ στον πατέρα μου να μάθει ότι-»
«Τι;»
«Ότι τέλος πάντων... αγαπώ κάποιον που... δεν είναι της τάξης μου» εξήγησε με δυσκολία η κοπέλα.
Αναστέναξε ελαφρά ο Μανώλης. «Μη σε μέλει, θα βρούμε τον τρόπο. Σ’ αγαπώ κι αυτό με φτάνει» την παρηγόρησε.
«Αχ Μανώλη!» αναφώνησε. «Στην καρδιά μου... είσαι βασιλιάς!» Και κόλλησε αυθόρμητα στο σώμα του.
«Καρδιά μου! Κι εσύ η βασίλισσά μου!» την προσφώνησε κι όλο την έσφιγγε απάνω του.
«Να ’ταν η νύχτα πιο μακριά... Δε θέλω να σ’ αφήσω» είπε με λαχτάρα.
«Ούτε εγώ μικρή μου, τώρα που ’μαθα την αγάπη σου...» συμμερίστηκε εκείνος τον πόθο της.
«Να με θυμάσαι στ’ όνειρό σου» του ζήτησε.
«Δεν πρόκειται να σε λησμονήσω» της υποσχέθηκε και σημάδεψε το μέτωπό της με τα χείλη του.
Με το στερνό φιλί ζεστό, τυπωμένο στο δέρμα της, τρύπωσε πάλι στην κάμαρή της. Ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι, ο ύπνος θ' αργούσε να ’ρθει. Έφερε κοντά στο πρόσωπο τα χέρια της και τα περιεργάστηκε στο ισχνό φως της λαδόλαμπας που ’χε μείνει ανοιχτή στο κομοδίνο της. Η Εμινέ την είχε μάθει να διακρίνει πάνω τους τις γραμμές της ζωής, της τύχης, της αγάπης. Η τελευταία σχημάτιζε ζιγκ ζαγκ και της θύμισε ανώμαλο, δύσβατο μονοπάτι. Ναι, δύσκολος ήταν ο δρόμος που ’χαν πάρει, θα τον βάδιζαν όμως μαζί. Φτάνει να κρατούσε το χέρι του, να υψώνει το βλέμμα και ν' αντικρίζει τα μάτια του, να την κοιτούν γεμάτα υποσχέσεις και το στόμα του να σχηματίζει ένα τέλειο χαμόγελο μέσα απ' τα μαυρωπά του γένια, πριν ενωθεί με το δικό της. Μ’ ετούτες τις σκέψεις το σώμα κι η ψυχή της γαλήνεψαν κι ο ερωτευμένος νους της πήρε να πλάθει όνειρα...
[1] Η αδυναμία, η ανημποριά (εδώ, μεταφορικά, η ταπεινή του καταγωγή)
Λίνα Δώρου
«Χριστός Ανέστη γιόκα μου! Και του χρόνου!» ευχήθηκε η Άννα στο Μανώλη κι ασπάστηκε τρυφερά το μάγουλό του.
«Αληθώς ανέστη μάνα!» αντευχήθηκε και το ίδιο έκανε ύστερα ο πατέρας του.
«Άντε μπρε! Και του χρόνου με γυναίκα!» τον πείραξε.
«Μικρός είμαι, πατέρα» χαμογέλασε.
«Όπου σε βολεύει μικρός είσαι!» συνέχισε ο Στρατής. «Που θα πάει όμως, θα μεγαλώσεις. Και τότε...»
«Αχ βρε Στρατή μου» ξεφύσηξε η Άννα. «Ούτε είκοσι χρονώ δεν είναι... Ξεύρεις κανένα παλικάρι να παντρεύεται τόσο νωρίς;»
«Μην τον ακούς, Μανώλη μου» γύρισε στο γιο της.
«Δεν πειράζει, μάνα... Το ξεύρω, χωρατά κάμει ο πατέρας» την καθησύχασε πράος ο νέος. Κι έπειτα σώπασε διότι οι ιερείς ξεκίνησαν τον κανόνα.
Στ’ αριστερό κλίτος του ναού στεκόταν η Κατίνα, καθώς τα πόδια της γιαγιάς της δεν της επέτρεπαν ν' ανεβεί στο γυναικωνίτη. Στεκόταν ολόρθη, ευθυτενής, με το λιγνό κορμί της να μοιάζει στη λαμπάδα της. Άθελά του ο Μανώλης την πρόσεξε κι η καρδιά του έχασε ένα χτύπο. Ήταν όμορφη, πιο όμορφη κι απ’ αυτή τη νεαρή συγχωριανή τους η οποία έχοντας δήθεν τον τίτλο της καλλονής καμάρωνε πιο πέρα, στολισμένη απ’ την κορφή ως τα νύχια, κάνοντας τους νέους της ηλικίας του να σφυρίζουν λιμασμένοι. Ψεύτικη ομορφιά, σκέφτηκε· δεν θα 'χει τίποτα δίχως το φτιασίδι. Ενώ εκείνη...
Ένιωσε κάποιον να την κοιτάζει και το ένστικτό της την προέτρεψε να δει αν είχε δίκιο. Στρέφοντας τους βολβούς των ματιών της, αντίκρισε το βλέμμα του, πιο θερμό κι απ’ τη φλόγα, να διαβαίνει πάνω της. Δάγκωσε τα χείλη της, ενόσω σκέψεις άδηλες πλημμύριζαν το νου της. Έκαμψε το σβέρκο της μη τυχόν προδοθεί, όμως η καρδιά της πετούσε ήδη στα ουράνια. Αχ τι καημός! Λίγο πιο τολμηρή να ’τανε, λίγο πιο τολμηρή...
Ήθελε να την πλησιάσει, έστω να δει τα μάτια της, ν’ ακούσει τη φωνή της. Σαν απέλυσαν κι έμεινε μια στιγμή μοναχή της, πήρε την απόφαση και με βήματα δειλά μα σταθερά κινήθηκε προς το μέρος της.
«Χριστός Ανέστη» είπε, κι η κοπέλα που δεν είχε πάρει είδηση γύρισε ξαφνιασμένη.
«Αληθώς!» απάντησε, κάνοντας γενναίες προσπάθειες να μη φουντώνει στη θέα του.
«Τσούγκρισες;» τη ρώτησε.
«Ναι, φυσικά! Με την ξαδέρφη μου»
«Και ποιός κέρδισε;»
«Εγώ» χαμογέλασε.
«Δεν αμφέβανα» την επαίνεσε.
Δεν άντεχε να τη θωρεί άλλο, μια ακατανίκητη δύναμη τον έσπρωχνε. Προσπαθούσε να τηρήσει απόσταση ασφαλείας μα φοβόταν πως, αν έμενε λίγο ακόμα εκεί μαζί της, θα την άρπαζε και θα τη φιλούσε με πάθος μες στην εκκλησία. Κι έκρινε σκόπιμο ν’ απομακρυνθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
«Χμ» ξερόβηξε. «Να... πααίνω ’γω...»
«Εντάξει» συμφώνησε η Κατίνα - ίσα που ακουγόταν. Πέρασε δίπλα της σαν άνεμος, αγγίζοντας σχεδόν τον ώμο της κι οι πόροι του δέρματός της κοτοπούλιασαν. Έμεινε στήλη άλατος για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου επενέβη η Βαγγελιώ.
«Ε Κατίνα! Τι στέκεις έτσι;» είπε.
«Αφαιρέθηκα. Νυστάζω λίγο κιόλας» προφασίστηκε.
«Δεν πειράζει. Τώρα θα πάμε σπίτι» δήλωσε. «Ανυπομονώ να φάω!» έκανε μια γκριμάτσα, χτυπώντας τις παλάμες της.
Στο προαύλιο του ναού ο Μανώλης, σε μια κόγχη, διέκρινε ένα αγόρι να φιλάει κρυφά μια κοπέλα. Μελαγχόλησε. Εκείνος θα ’χε άραγε την ίδια ευκαιρία; Θα μπορούσε ποτέ να της πει πως ένιωθε; Κι αν ναι, θα το 'θελε η Κατίνα; Μήπως προτάσσοντας το φόβο για τη θέση της, τον απέρριπτε; Μήπως, χειρότερα, δεν ένιωθε το ίδιο; Κι όμως η φλόγα που τρεμόπαιζε στα μάτια της του ’λεγε πως δε λάθευε... Τότε γιατί κιότευε; Αναστέναξε βαριά. Το κεφάλι του είχε γεμίσει ερωτήματα, κι αν δεν έβρισκε σύντομα τη λύση τους, θαρρείς πως θα τρελαινόταν. Έπρεπε να βρει τρόπο να της μιλήσει, τα αισθήματά του φούσκωναν σαν το πέλαγο και τον έπνιγαν...
«Κάτι έχει ο κανακάρης μου» εμπιστεύτηκε η Άννα στη μητέρα του Δαμιανού μια Τετάρτη, την ώρα που έφτιαχναν φιδέ. «Συλλοϊσμένο τον θωρώ...»
«Μπας κι είναι αδιάθετος;»
«Όχι Ασπασώ μου... Μα πως να σε πω; Σαν έγνοια.... Σαν κάτι να τυραννά το νου του» εξήγησε.
«Αμ πες τα μ’ έτσι! Δεν τσι ξεύρεις τσι νιους; Μπορεί να θέλει καμιά κοπελιά...»
«Ο Μανώλης; Μπα δεν νομίζω...»
«Τι δε νομίζεις; Κι εγώ τα ίδια έλεγα, μα να που ο δικός μου τον πήρε το σεβντά! Μεγάλωσαν τα παιδιά Αννιώ μου!»
«Έλα!»
«Ναι σε λέγω!»
«Με ποιά;»
«Με τη Μαριάνθη, του Αραμπατζή... Να διείς πως την κοιτάζει!»
«Την αγαπά δηλαδή;»
«Θαρρώ πως ναι. Κι είναι καλή κοπέλα, πολύ θα χαρώ να τηνε κάμω νύφη μου»
«Με το καλό» ευχήθηκε η Άννα.
«Με το καλό Αννούλα μου, με το καλό» αναστέναξε η Ασπασώ. «Ο κύρης τση είν’ το πρόβλημα...»
«Γιατί; Την έχει γι' άλλον;»
«Όχι απ’ όσο ξεύρω. Πως να σ' το πω; Δε μας καταδέχεται...»
«Γιατί;»
«Μακάρι να ’ξευρα... Δεν έχω πει τίποτα στο παιδί μου, μην καταλάβει ότι το ’χω πάρει χαμπάρι και για να μη τον απογοητέψω. Πολύ φοβούμαι όμως πως δε θα τον αφήκει...»
«Τι να ειπώ... Ας δώσει ο Θιός να τη πάρει. Κι ας βρει και στο Μανώλη μου μία καλή κοπέλα» αποφάνθηκε η Άννα κι εξακολούθησαν την εργασία τους.
Την Κυριακή προς το μεσημέρι, ενώ ο Μανώλης καταγινόταν με τον κήπο κι η μητέρα του ετοίμαζε φαγητό, πέρασε απ’ έξω ο φίλος του.
«Καλημέρα!» φώναξε.
«Καλώς τονε!» απάντησε.
«Τι κάμεις;» τον ρώτησε ο Δαμιανός περνώντας την αυλόθυρα.
«Σκαλίζω πωρικά» είπε, δείχνοντας την λασπωμένη τσάπα.
«Έλα Παναγία μου! Κυριακάτικα;» σταυροκοπήθηκε ο δεύτερος.
«Τι θες να κάμω;»
«Έλεγα μήπως ήθελες να πάμε για σεργιάνι, να ειπούμε τα νέα μας...»
«Έχω καιρό; Δεν έχω...»
«Σιγά μπρε! Μέχρι να τελειώσει το φαΐ η μάνα σου θα ’μαστε πίσω!» τον παρότρυνε κι εκείνη τη στιγμή η Άννα, που ’χε ακούσει τη φωνή του κολλητού του γιού της, πρόβαλε στο χώρο.
«Άκουσα καλά; Για μένα μιλάτε;» είπε η γυναίκα.
«Όχι ακριβώς...» έκανε ο Δαμιανός.
«Άσ’ τα αυτά! Σ’ αγρίκησα!» γέλασε. «Καλά μου είσαι;»
«Μια χαρά κυρ- Αννιώ. Κι εσείς απ’ ό, τι βλέπω»
«Δόξα τω Θεώ! Πως κι αποδώ;»
« Ε είπα μπας κι έπειθα το γιο σου να ’ρθει μαζί μου» έκανε με νόημα.
«Α μάλιστα... Και δε θέλει;»
«Τον δύσκολο κάμει...»
«Ταμάμ μ’ έπεισες!» επενέβη ο Μανώλης. «Μάνα σε πόση ώρα;»
«Αργεί ακόμη... Μόλις γυρίσεις θα ’ναι έτοιμο» τον βεβαίωσε.
«Ωραία! Πάμε καρντάση;»
«Πάμε μπρε!» Και βγήκαν στο δρόμο.
«Στο καλό παιδιά μου!» τους κατευόδωσε η Άννα.
Περπατούσαν στα χωμάτινα σοκάκια, ρουφώντας άπληστα τον ήλιο που καταύγαζε την πλάση, πειράζοντας ο ένας τον άλλο και γελώντας τρανταχτά. Που και που, μια ομάδα κοριτσιών τούς έριχνε ένα ζωηρό βλέμμα με ηδυπάθεια κι ύστερα κάλυπταν το στόμα να μην ακουστούν οι κουβέντες τους.
«Τσι ξεσηκώνει η άνοιξη» παρατήρησε ο Μανώλης.
«Ποιες, αυτές; Α καλά, μη νοιάζεσαι» αντέτεινε ο Δαμιανός. « Τα κοριτσάκια έτσι κάμουν...»
«Πως πάει; Ξεύρεις...» πέρασε στο ψητό ο Μανώλης, αποφεύγοντας να προφέρει τ’ όνομα της κοπέλας π’ αγαπούσε ο φίλος του.
«Μια χαρά» αποκρίθηκε εκείνος και το πρόσωπό του πήρε μια ονειροπόλο απόχρωση. «Την αγαπώ πολύ, Μανωλιό... Τη ζωή μου δίνω για χάρη τση!»
«Λογαριάζεις να τη ζητήσεις;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Πίστεψέ με, το θέλω» κοντοστάθηκε. «Μα αν θα το κατορθώσω είναι άλλο πράμα...»
Είχαν φτάσει μπροστά σ' έναν κήπο, απ' του οποίου τα περίτεχνα σιδερένια κάγκελα ξεπρόβαλλε μια τριανταφυλλιά, ανθισμένη, φορτωμένη αμέτρητα ροζ τριαντάφυλλα - Μάης γαρ, κι ήταν στην καλύτερή τους. Έτεινε το χέρι ο Μανώλης κι αποπειράθηκε να κόψει ένα, αψηφώντας τ' αγκάθια.
«Ρε ζεβζέκη! Θα τρυπηθείς!» τον φόβισε ο Δαμιανός.
«Δεν τρυπιέμαι» αντέταξε. «Αλλού το ’χω τ' αγκάθι...»
«Τι εννοείς;» απόρησε ο φίλος του, ενώ πλέον είχε κατορθώσει ν’ αποσπάσει ανώδυνα το ρόδο απ’ τη μητέρα του.
«Στην καρδιά, Δαμιανέ...»
«Ώπα! Σεβντάς Μανωλάκη;» ανακινήθηκε. «Κι έλεγα πως πάαινες για καλόγερος...»
«Ναι αρκαντάς» παραδέχτηκε. «Σεβντάς»
«Μπράβο καρντάση!» τον συνεχάρη. «Και ποιά είναι η τυχερή;»
Ο Μανώλης τον κοίταξε σοβαρός. «Εδώ αρχινούν τα δύσκολα» είπε.
«Γιατί τι τρέχει;»
«Δεν είναι από μας...»
«Τι θες να πεις; Δεν είναι του χωριού; Που αλλού έχουμε πάγει;»
«Όχι μπρε, αποδώ. Μα δεν είναι...»
«Χριστιανή; Μη μου πεις!» γούρλωσε τα μάτια ο Δαμιανός.
«Μπρε Δαμιανέ για τ' όνομα του Θεού! Αχμάκης ήμουν να ερωτευτώ Τουρκάλα;» επετίμησε ο Μανώλης τη σκέψη του.
«Τότε τι;»
«Δεν είναι φτωχή κοπέλα, σαν κι εμάς...»
«Ε πε μου πια!» τον σκούντησε.
Πήρε μια ανάσα, βαθιά. «Βαστάς μυστικό;»
«Πάντοτε»
«Η Κατίνα...»
«Ποια απ’ όλες; Έχουμε και πολλές...»
«Του Συμεών Σεκέρογλου» αποκάλυψε.
Βουβάθηκε ο άλλος. «Αρκαντάς την πάτησες! Πολύ ψηλά τα σήκωσες τα μάτια σου!» οικτίρισε το φίλο του, όταν πια βρήκε τη μιλιά του.
«Δαμιανέ...»
«Το καλό που σε θέλω, ξέχασέ την!» τον πρόσταξε, πιάνοντάς τον γερά απ’ τους ώμους.
«Δεν ημπορώ...»
«Τι δε μπορείς μωρέ; Τόσες και τόσες υπάρχουν στον ντουνιά!»
«Αυτή δεν είναι όποια κι όποια!» ξεσπάθωσε.
«Ακριβώς! Επειδή ΔΕΝ είναι!» υπεραμύνθηκε των θέσεών του ο Δαμιανός. «Ξύπνα Μανώλη! Τι να δει σ’ εσένα; Σε θάμπωσε μάλλον η ομορφιά της και παρανόησες, τίποτα άλλο!»
«Κάμεις λάθος!» επιτέθηκε ο Μανώλης. «Την έχω ερωτευτεί, όπως εσύ τη Μαριάνθη!»
Σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους. «Πάει, λωλάθηκε αυτός!» σχολίασε ο Δαμιανός. «Σύνελθε καρντάσηηη!»
«Δεν ημπορώ... Δε γένεται» κώφευε εκείνος. «Είμαι λωλός! Τρελός για λόγου της!»
«Πάρε λοιπόν την τρέλα σου και σύρε! Δε θα κάτσω ’γω ν' ακούω το παραμιλητό σου!» αγανάκτησε ο φίλος του.
«Εγώ έφταιγα που σ' το ’πα ! Ωραίος φίλος είσαι!» έκανε απογοητευμένος ο Μανώλης κι άνοιξε το βήμα για να φύγει.
«Συγχώρα με καρντάση» πρόφτασε ο Δαμιανός, ακουμπώντας το χέρι στο σβέρκο του. «Δε θέλω να μαλώνουμε...»
«Ούτε εγώ» είπε, γυρνώντας πίσω και μιμήθηκε την κίνησή του. «Δαμιανέ... Δε με μέλει που ’ναι αρχόντισσα...»
«Την αγαπάς μπρε;» τον ρώτησε, συγκινημένος σχεδόν.
«Την αγαπώ Δαμιανέ. Γι' αυτή χτυπά η καρδιά μου» ομολόγησε.
«Θα της το πεις;» υπέλαβε, ενώ κοιτιούνταν έντονα.
«Θέλω να της το πω, ν’ αλαφρώσω»
«Κι αν δε σε θέλει;»
«Τότενες... θα πάψω να τη σκέφτομαι» μίλησε. « Όμως Δαμιανέ, δε βρίσκω λόγο να φοβούμαι. Με το λεν’ τα μάτια της πως δεν είμαι μόνος...»
«Αν είσαι βέβαιος, προχώρα. Κι εγώ μαζί σου» ορκίστηκε.
Διάβηκαν έτσι κάμποσες μέρες, με το Μανώλη να προσπαθεί να βρει τρόπο να της μηνύσει ότι ήθελε να συναντηθούν. Δεν ήταν κι εύκολο· έξω απ’ το Παρθεναγωγείο μπορούσε να τον δει κανείς, και ποιός ξέρει τι πράγματα θα 'λεγαν μετά για κείνη- το τελευταίο που ήθελε ήταν να την πληγώσει. Στο τέλος τ' αποφάσισε: έσκισε ένα κομμάτι χαρτί, έγραψε γρήγορα με την πένα που ’χε κρατήσει απ' το σχολείο, το δίπλωσε χίλιες φορές και παραμόνευσε στο γνώριμο σημείο. Και μόλις την είδε να περνά, με κινηματογραφική ταχύτητα έριξε το ραβασάκι στην σάκα της.
Έφτασε σπίτι αμέριμνη, χωρίς να ’χει αντιληφθεί την πράξη του. Μα όταν κάθισε να διαβάσει, το ραβασάκι κύλησε στο πάτωμα, κινώντας της την περιέργεια. Έσκυψε και το σήκωσε, κι αφού το ξεδίπλωσε η καρδιά της σκίρτησε. Ένα μήνυμα ήταν γραμμένο μέσα του: "Θέλω να σε δω. Απόψε, στο δάσος" έλεγε. Δε χρειάστηκε καν ν’ αναρωτηθεί ποιός το ’γραψε. Ξαφνικά την κατέκλυσε μια αδημονία, πλεγμένη με δισταγμό. Αδημονία, γιατί τέτοιο κάλεσμα δεν ήτανε τυχαίο, και δισταγμό αν έπρεπε ν’ ανταποκριθεί. Όλο τ’ απόγευμα έτρωγε τα νύχια της, ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί. Το βράδυ, μόλις έπεσαν για ύπνο, προσποιήθηκε ότι κοιμόταν κι όταν επικράτησε απόλυτη σιγή στο σπίτι, σημάδι ότι κι οι υπηρέτριες είχαν αποτραβηχτεί στο στρώμα τους, ξεγλίστρησε νυχοπατώντας κι αφήνοντας τη ντροπή κατά μέρος, πήρε το δρόμο για το δάσος που απλωνόταν βαθύ και σκοτεινό πέρα απ’ τα κτήματα.
Το φεγγάρι, αμυδρό, λειψό, την κατηύθυνε ωστόσο εκεί που της παρήγγειλε. Οι κορμοί των δέντρων, πιο σκούροι μες στη νύχτα, τη φόβιζαν λίγο κι οι φυλλωσιές τους θρόιζαν στις ριπές του αέρα- άνοιξη ακόμα κι η ψύχρα του βραδιού επέμενε. Έτριψε τα μπράτσα της που ανατρίχιασαν περιφέροντας τριγύρω το βλέμμα της, μπας και τον δει να έρχεται.
Άκουσε βήματα πίσω της κι η γνώριμη φωνή του ήχησε γλυκά στ’ αυτιά της. «Κατίνα» την προσφώνησε κι ήρθαν κατά μέτωπο.
«Ήρθες» του είπε.
«Ναι ήρθα» επανέλαβε. Μες στη σκοτεινιά διέκρινε το βλέμμα του, ανταριασμένο, κι ήταν μεγαλύτερη η αντάρα που κλυδώνιζε τα μέσα της.
«Δε φοβήθηκες;» τη ρώτησε, σπάζοντας την αμήχανη σιωπή που είχε απλωθεί γύρω τους.
«Γιατί να φοβηθώ;»
«Ξέρω κι εγώ... Λεν’ πως τα κορίτσια σκιάζουνται τη νύχτα»
«Λάθος κάμουν» μειδίασε. «Εγώ είμαι ατρόμητη...»
Ένα μικρό κύμα γέλιου ξέφυγε του Μανώλη. «Γιατί γελάς;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να μην παρασυρθεί κι εκείνη.
«Τίποτα. Απλά... σε θαυμάζω. Είσαι ξεχωριστή» εξήγησε κι ένιωσε να χάνει εντελώς την αυτοκυριαρχία της.
«Λοιπόν;» λοξοδρόμησε, μ’ όση ψυχραιμία συγκέντρωσε.
«Τι λοιπόν;»
«Βρήκα το μήνυμά σου... Εσύ δεν το ’βαλες στη σάκα μου;»
«Εγώ το ’βαλα. Ντρέπομαι που το ’καμα έτσι, μπορεί να μ’ έπιαναν κιόλας και να νόμιζαν πως ήμουν κλέφτης... Συγγνώμη»
«Όχι μη ζητάς συγγνώμη!» είπε. «Θέλω να πω, εντάξει... Αλλά γιατί...;»
«Γιατί τι;»
«Γιατί με κάλεσες εδώ, τέτοια ώρα;..»
«Ήθελα να βρεθούμε μόνοι, οι δυο μας...»
«Μόνοι στο δάσος; Για ποιο λόγο;»
«Θέλω να σε πω κάτι. Τυραννεί καιρό το μυαλό μου» Στο κλείσιμο αντίχειρα και δείκτη εγκλώβισε τα δάχτυλά της.
«Τι πράμα;»
Πάσχιζε να βρει τις λέξεις, που έρχονταν κι έφευγαν στο νου του. «Δε μου ’ναι τόσο εύκολο...»
«Δεν πειράζει, πες το όπως μπορείς» του πρότεινε, κι ας τρέμαν κι αυτής τα φυλλοκάρδια της.
«Μακάρι να ’φταναν τα λόγια... Μα αυτό που νιώθω δεν χωράει μέσα τους...»
«Τι θες να πεις;»
«Κατίνα...» πήρε στις χούφτες του την παλάμη της. «Το ξεύρω πως εσύ κι εγώ, τέτοιοι που ’μαστε, δεν πρέπει καν να μιλιούμε, πόσο μάλλον να σου λέγω αυτά που θέλω τώρα. Μα...»
Τα νεύρα της είχαν τσιτώσει, οι αναβολές του έσφιγγαν τον κόμπο στο στομάχι της, κάνοντάς την να νιώθει αδύναμη. «Μανώλη...» ψέλλισε.
«Σ' αγαπώ Κατίνα!» ξεστόμισε. «Προσπάθησα να το διώξω μα δε γένεται! Ο έρωτάς μου είναι βουνό, θάλασσα ολόκληρη...»
Ταράχτηκε με τα λόγια του, τ’ αναμενόμενα κι απρόσμενα. Έσκυψε το κεφάλι να μην αντικρίζει την όψη του, που ’χε φανερώσει όσα εκείνη έκρυβε.
«Συμπάθα με αν βιάστηκα» απολογήθηκε. Το κορίτσι δεν απάντησε, μόνο συνέχιζε να κοιτά χαμηλά.
«Αν είπα κάτι άπρεπο-»
«Δεν είπες...»
«Τότε γιατί δε με θωρείς;»
«Γιατί κι εγώ...»
«Τι είναι; Μη δειλιάζεις» την εμψύχωσε, ανυψώνοντας ελαφρά το πιγούνι της.
«Σ’ αγαπώ Μανώλη!» πρόφερε κι ένα δάκρυ πότισε τις βλεφαρίδες της.
Βυθίστηκε στο μαύρο των ματιών της, που αντιφέγγιζαν τον έναστρο ουρανό, η ομολογία της τον είχε συνεπάρει. «Ψυχή μου...» άρθρωσε κι ωσάν μαγνητισμένα τα χείλη του πλησίασαν τα δικά της. Ήταν υγρά, βελούδινα, όπως η σάρκα του κερασιού. Δέχτηκε τ’ άγγιγμα με σφαλιστά τα βλέφαρα, πρώτη βροχής σταγόνα σε διψασμένη γη. Μόλις τα ξανάνοιξε, τα χέρια του ζέσταιναν το λαιμό της και το βλέμμα του την τόξευε φλογισμένο. Λύγισε τους αγκώνες κι ακούμπησε τα δικά της στο στέρνο του, ζητώντας του άλαλη να συνεχίσει. Κι ανέβρυσε χείμαρρος ορμητικός το φιλί τους, απ' την πηγή του έρωτα που μόλις ανακάλυψαν...
Σταμάτησαν μόνο όταν ένιωσαν να τους κόβεται η ανάσα. « Είσαι έμορφη» ψιθύρισε. «Σε θέλω γι' αυτό που είσαι, για το κορίτσι που μου πήρε τα μυαλά...»
«Κι εγώ γι' αυτό σε θέλω» μολόγησε. « Έκλεψες την ψυχή μου Μανώλη... Δε μπορώ πια να τη χαρίσω σ’ άλλον, πλούσιο για φτωχό»
«Με λες αλήθεια;» λαχτάρησε.
«Να σκοτωθώ αν λέω ψέματα» δεσμεύτηκε φέρνοντας στο στόμα τους δείκτες της. Την έσφιξε απάνω του ευτυχισμένος, περιβάλλοντας με το ’να χέρι τη μέση και με τ’ άλλο την πλάτη της, ενώ εκείνη τύλιξε με θέρμη τον αυχένα του.
«Κατίνα μου!» η κλητική προσφώνηση προήλθε αυτόματα απ’ τα χείλη του.
«Μανώλη μου» ψιθύρισε.
«Ορκίσου με πως δε θ’ αφήσουμε τίποτε να μπει ανάμεσά μας» την παρακάλεσε έπειτα βαστώντας τη μέση της. «Ούτε την αχαμνιά[1] μου, ούτε την ευγένεια σου...»
«Τ' ορκίζομαι» υποσχέθηκε. «Δε μετράνε αυτά μπρος στον έρωτα...»
Κοιτάχτηκαν σιωπηλά ενώ εκείνος ψηλαφούσε αργά τα ζυγωματικά της. «Πρέπει να φύγω τώρα...» ψιθύρισε η Κατίνα.
«Να φύγεις; Τόσο γλήγορα;» παραπονέθηκε ο Μανώλης.
«Πρέπει... Αν χαράξει και δεν είμαι σπίτι, την έβαψα...»
«Μείνε λίγο ακόμα, δε σε χόρτασα... Μακριά είναι η αυγή» προσπάθησε να τη μεταπείσει.
«Μανώλη μου δε γένεται... Άλλωστε έχω σχολειό αύριο» αρνήθηκε.
«Καλά...» υποχώρησε θωρώντας την γλυκά. Χαμογέλασε δειλά κι έπλεξε το χέρι της στο δικό του.
«Πότε θα σε ξαναδιώ;» τη ρώτησε.
«Δεν ξέρω, πρέπει να το ’χουμε κρυφό... Δε θ’ άρεσε και πολύ στον πατέρα μου να μάθει ότι-»
«Τι;»
«Ότι τέλος πάντων... αγαπώ κάποιον που... δεν είναι της τάξης μου» εξήγησε με δυσκολία η κοπέλα.
Αναστέναξε ελαφρά ο Μανώλης. «Μη σε μέλει, θα βρούμε τον τρόπο. Σ’ αγαπώ κι αυτό με φτάνει» την παρηγόρησε.
«Αχ Μανώλη!» αναφώνησε. «Στην καρδιά μου... είσαι βασιλιάς!» Και κόλλησε αυθόρμητα στο σώμα του.
«Καρδιά μου! Κι εσύ η βασίλισσά μου!» την προσφώνησε κι όλο την έσφιγγε απάνω του.
«Να ’ταν η νύχτα πιο μακριά... Δε θέλω να σ’ αφήσω» είπε με λαχτάρα.
«Ούτε εγώ μικρή μου, τώρα που ’μαθα την αγάπη σου...» συμμερίστηκε εκείνος τον πόθο της.
«Να με θυμάσαι στ’ όνειρό σου» του ζήτησε.
«Δεν πρόκειται να σε λησμονήσω» της υποσχέθηκε και σημάδεψε το μέτωπό της με τα χείλη του.
Με το στερνό φιλί ζεστό, τυπωμένο στο δέρμα της, τρύπωσε πάλι στην κάμαρή της. Ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι, ο ύπνος θ' αργούσε να ’ρθει. Έφερε κοντά στο πρόσωπο τα χέρια της και τα περιεργάστηκε στο ισχνό φως της λαδόλαμπας που ’χε μείνει ανοιχτή στο κομοδίνο της. Η Εμινέ την είχε μάθει να διακρίνει πάνω τους τις γραμμές της ζωής, της τύχης, της αγάπης. Η τελευταία σχημάτιζε ζιγκ ζαγκ και της θύμισε ανώμαλο, δύσβατο μονοπάτι. Ναι, δύσκολος ήταν ο δρόμος που ’χαν πάρει, θα τον βάδιζαν όμως μαζί. Φτάνει να κρατούσε το χέρι του, να υψώνει το βλέμμα και ν' αντικρίζει τα μάτια του, να την κοιτούν γεμάτα υποσχέσεις και το στόμα του να σχηματίζει ένα τέλειο χαμόγελο μέσα απ' τα μαυρωπά του γένια, πριν ενωθεί με το δικό της. Μ’ ετούτες τις σκέψεις το σώμα κι η ψυχή της γαλήνεψαν κι ο ερωτευμένος νους της πήρε να πλάθει όνειρα...
[1] Η αδυναμία, η ανημποριά (εδώ, μεταφορικά, η ταπεινή του καταγωγή)
Λίνα Δώρου