Η μάχη του έρωτα (κεφάλαιο 36)

«Έρχομαι αγάπη μου! Κρατήσου!» μονολογούσε στον εαυτό του, ενώ προσπαθούσε να περάσει ανάμεσα από την κίνηση. Όταν είδε πως δεν γινόταν διαφορετικά, άναψε την σειρήνα στην μηχανή της αστυνομίας και πάτησε όσο περισσότερο μπορούσε το γκάζι.

        Κάθε λεπτό που περνούσε ήταν χάσιμο χρόνου και επικίνδυνο. Δεν ήθελε καν να σκέφτεται ότι μπορεί να την είχαν πειράξει, να της είχαν κάνει κάποιο κακό. Όσο περισσότερο τριγυρνούσε ο φόβος μέσα στο μυαλό του, τόσο περισσότερο ανέβαζε ταχύτητα. Μερικά δάκρυα κύλησαν πάνω στα μάγουλα του.
        Έσβησε την μηχανή και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κατέβηκε και προχώρησε προς τον φύλακα που βρισκόταν εκείνη την ώρα στην πόρτα.
        «Θέλω να δω τον κύριο Δούκα»
        «Έχετε κλείσει κάποιο ρα…»
        «Αφορά την κόρη του, είναι επείγον πείτε του. Φίλιππος Μέγας», του συστήθηκε και είδε αμέσως τον φύλακα να χλωμιάζει και να ειδοποιεί σε δευτερόλεπτα την άφιξη του.
        «Σας περιμένει, περάστε!» του έδειξε το δρομάκι προς την μεγάλη εξώπορτα.
        «Σε ευχαριστώ, γνωρίζω τον δρόμο», του έριξε ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης για την γρήγορη εξυπηρέτηση και με σταθερό βήμα ανέβηκε προς το σπίτι του Δούκα.
        Την πρώτη φορά που είχε έρθει σε αυτό το σπίτι ήταν ο Φίλιππος Μέγας, αλλά σήμερα θα του έλεγε όλη την αλήθεια. Το κυριότερο ήταν να σωθεί η Νεφέλη. Είχε πάψει να ενδιαφέρεται για το περίφημο σχέδιο της αστυνομίας, για την παγίδα που του είχαν στήσει για να καταφέρουν να τον πιάσουν, για οτιδήποτε αφορούσε κάτι διαφορετικό από την Νεφέλη.
        Βρήκε την μεγάλη πόρτα ανοιχτή και προς μεγάλη του έκπληξη, κανείς δεν τον περίμενε στην υποδοχή. Μπήκε μέσα με δισταγμό. Κοίταξε γύρω του αλλά δεν φαινόταν κανείς. Προχώρησε προς το μεγάλο σαλόνι που την προηγούμενη φορά τον είχε κάνει να εκστασιαστεί από την μεγαλοπρέπεια του. Σε μια πολυθρόνα μπροστά από το παράθυρο καθόταν ένας κύριος.
        Πλησίασε λίγο καλύτερα για να ξεχωρίσει την φιγούρα. Ήταν ο Δούκας ή μάλλον ότι είχε μείνει από εκείνον. Ήταν φανερά κουρασμένος, σχεδόν γερασμένος.
        «Ήρθες», τον άκουσε να του λέει, χωρίς όμως να του ρίξει ούτε ένα βλέμμα. «Σε περίμενα», γύρισε την ματιά του απότομα προς τον Ντίνο. «Πίσω σου έχει ένα ντουλαπάκι. Άνοιξε το και βγάλε το κουτί που έχει μέσα», του έδειξε με το χέρι του προς ένα μικρό ντουλάπι στην αριστερή άκρη του σαλονιού. «Φέρτο και κάθισε εδώ».
        «Κύριε Δούκα ήρθα γιατί είναι πολύ σημαντικό να σας πω…»
        «Πρώτα το κουτάκι Κωνσταντίνε», τόνισε με νόημα το όνομα του. Τον έπιασε απροετοίμαστο. Ο Δούκας γνώριζε πολύ καλά ποιον είχε απέναντί του, φαινόταν στο βλέμμα του, το οποίο αν κι κουρασμένο πρόδιδε ακόμα λίγη ένταση εξουσίας.
        Έβγαλε το κουτί από το ντουλάπι και το έδωσε στον Αλέξανδρο, ο οποίος το αγκάλιασε σχεδόν με τις δύο παλάμες του σαν ιερό κειμήλιο.
        «Εδώ! Εδώ μέσα, είναι η απάντηση που ψάχνεις. Είμαι κακός άνθρωπος και ευθύνομαι για πολλά δεινά σε αυτόν τον κόσμο, κυρίως γι’ αυτά της κόρης μου. Ποτέ μου δεν σκέφτηκα ότι είμαι άγιος ή ότι ποτέ θα γίνω. Για την ακρίβεια μεγάλωσα ως τέρας και ως ένα τέτοιο θα πεθάνω. Ευθύνομαι που δεν μίλησα όταν έπρεπε, που σώπασα και συνέχισα την ζωή μου, αλλά για το μοναδικό πράγμα που δεν ευθύνομαι εγώ είναι για τον θάνατο του πατέρα σου. Άνοιξέ το!» του έδωσε πίσω το κουτί. «Εδώ μέσα κρύβεται ο θησαυρός μιας ανεκτίμητης φιλίας που έσβησε τόσο άδοξα, όσο ήδη γνωρίζεις. Με τον πατέρα σου μας σύνδεε μια φιλία πολλών χρόνων και ήταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε να δει πίσω από τα κρύα χαρακτηριστικά μου. Όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας σου εγώ ήμουν στην Ιαπωνία για δουλειές. Δεν συγχώρησα ποτέ τον εαυτό μου που δεν κατάφερα να τον προστατέψω. Αλλά για Όνομα του Θεού, δεν τον σκότωσα εγώ», η φωνή του έγινε πιο βραχνή και τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα. «Ψάχνω από τότε να βρω ποιος το έκανε και σου ορκίζομαι πως θα είναι η πρώτη φορά που θα πατήσω την σκανδάλη και θα τον σκοτώσω εγώ. Βρες μου ποιος και την κόρη μου. Βρες μου το παιδί μου και φέρε το μου σώο πίσω. Μετά έχεις κάθε δικαίωμα να εκτελέσεις τα αστυνομικά σου καθήκοντα, αλλά μην μου στερήσεις το δικαίωμα που έχω να δω για ακόμα μία φορά την κόρη μου»
        «Εγώ… Εγώ δεν ήρθα για να σας καταδικάσω. Θέλω να με βοηθήσετε και μόνο εσείς μπορείτε! Η Νεφέλη κινδυνεύει», αν και οι αποκαλύψεις του Δούκα βούιζαν μέσα στα αυτιά του, δεν έπρεπε να αφήσει το συναίσθημα να τον ακινητοποιήσει. Έπρεπε πρώτα να βρεθεί η Νεφέλη και κυρίως να βρεθεί ζωντανή. Μέσα στα επόμενα είκοσι λεπτά, ο Ντίνος του είχε εξιστορήσει τα πάντα και ο Αλέξανδρος ήταν ήδη έτοιμος. «Συμφωνείτε;»
        «Είμαι ήδη έτοιμος! Πάμε!»
        «Καταλαβαίνεται όμως τον κίνδυνο;» ο Ντίνος προσπαθούσε να είναι ειλικρινής και κυρίως να μην μπει κανείς σε κίνδυνος εν άγνοιά του.

        «Φοβάται ο νεκρός τον θάνατο;» του έκλεισε το μάτι και βγήκαν από την έπαυλη.

Βασιλική Κυργιαφίνη