Τη μοσχοπούλαγε η κυρά-Φώφη την Άννα της.
«Έχω ένα ζαβό μπουκιά και συχώριo. Δώσε της κάτι παραπάνω και θα με ευγνωμονείς» έλεγε χασκογελώντας, φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου της στους καλούς της φίλους. Και η Άννα... η Άννα κάθε βράδυ ζαλισμένη από τα ποτά, μεθυσμένη από τα κοπλιμέντα και την «αναγνώριση» της αξίας της κουβάλαγε και από ένα καινούριο «φίλο» στο σπίτι της να του δείξει την πολυτέλεια στην οποία ζούσε.
Με τη μάνα της και τον δόλιο τον πατέρα της δεν είχε πια καμία επαφή. Τελευταία φορά την είχε δει ο άμοιρος στον δρόμο, της φώναξε να σταματήσει να της μιλήσει, να τη δει, και εκείνη φόρτσαρε πάνω στα δεκάποντα και με μεγάλες δρασκελιές του ξέφυγε. Δεν ήθελε να τη δει ο κόσμος ο καλός, η κοινωνία η ευυπόληπτη, να μιλάει με έναν φτωχό. Όχι. Η Άννα είχε ήδη διαλέξει τους γονείς της.
Και σαν όλα στη ζωή της τους έπλασε όπως ήθελε. Ήταν λοιπόν η μοναχοκόρη ενός εισοδηματία από τα Γιάννενα και η μοναδική κληρονόμος της μεγάλης του περιουσίας. Στην Αθήνα, έλεγε, ήρθε γιατί κουράστηκε να κάθεται και να εισπράττει τα ενοίκια και αποφάσισε ότι ήθελε κάτι πιο συναρπαστικό στη ζωή της. Τη διασκέδαζε, έλεγε, η νύχτα... αυτή η λιγούρα των αντρών και αυτός ο πόθος μες στα γλαρωμένα απ’ το μεθύσι μάτια τους να τρυγήσουν τους χυμούς της. Γέλαγε με την κατάντια τους και τους εκμεταλλευόταν, για να μην πλήττει.
Έτσι έλεγε. Και το πίστευε. Και ήταν σίγουρη πια ότι είχε μεγάλη και τρανή περιουσία, μια μάνα χρόνια πεθαμένη και έναν πατέρα που τη λάτρευε και τις έστελνε κάθε τόσο τσεκ από την έδρα της εταιρείας του στο Λονδίνο.
Το μυαλό, καρδιά μου… Αχ! Το άτιμο το μυαλό... Αν λίγο δε σε βοηθάει, είσαι χαμένος από χέρι. Λίγο να ανατείλεις και μετά θα δύσεις μια για πάντα στα σκοτάδια του.
Είχε κιόλας κάνει μεγάλο όνομα στη βρωμερή πλευρά της νύχτας. Σταλιά δεν την ένοιαζε. Είχε αποκτήσει γρήγορα και εύκολα –πίστευε– όλα όσα ποθούσε. Μα τι την πέρασες τη ζωή; Φιλόπτωχο ταμείο; Ό,τι σου δίνει, έρχεται αυτό το πλήρωμα, το δίκαιο, το στιβαρό, του χρόνου και σ’ τα παίρνει πίσω.
Η Άννα στα είκοσι ένα της πια καθόλου δεν έμοιαζε με τις συνομήλικές της. Το πρόσωπο της κάπου χαμένο κάτω από τόνους «βαφτικά», το κορμί της λαμπάδα απέξω, λιωμένο κερί μέσα του. Χιλιόμετρα μέτραγαν οι αρσενικοί πάνω του και τώρα πια στα καφενεία της περιοχής ένα ήταν το αγαπημένο θέμα των θαμώνων: τα καινούργια κόλπα που έκαναν με την Άννα τη Ζαβή. Γέροι, νέοι, παιδάκια αμούστακα, βαθμοφόροι, καφετζήδες, περιπτεράδες, οικοδόμοι, ξέμπαρκοι ναυτικοί, όλοι είχαν και κάτι να προσθέσουν κάθε τόσο στο όνομά της.
Και η λίστα ήταν μακριά, παχουλή και βρώμικη. Γραμμένη με ιδρώτα, ποτισμένη με φθηνό ουίσκι, την οποία υπέγραφαν όλοι ανεξαιρέτως με ένα δεκαχίλιαρο στο τέλος κάθε σημείωσης.
Η Άννα στα είκοσι ένα της ήταν κιόλας μια γερασμένη πουτάνα. Δεν είχε τίποτα άλλο να προσφέρει στον εαυτό της παρά μόνο έναν φαλλό ακόμη. Δεν ερωτευόταν, δε δεσμευόταν. Ο έρωτας της ζωής της ήταν μικρός, ορθογώνιος και κολλαριστός. Το χρήμα.
Η κυρά-Φώφη έτριβε τα χέρια της.
«Χρυσορυχείο το ζαβό» έλεγε και ξανάλεγε στους δικούς της.
«Θα φτιάξουμε ένα έξτρα δωμάτιο, Θωμά» είπε η Φώφη στον παρατρεχάμενό της φυσώντας έξω τον καπνό.
«Δε μας παίρνει, κυρά μου. Έχουμε ήδη πέντε! Πού θα το κάνω ο μαύρος;»
«Θα ρίξεις την κουζίνα. Περιττή μας είναι. Για την άδεια μη σε νοιάζει, θα πληρώσω με Αννούλα» είπε και γέλασε μόνη της. «Θα ρίξεις την κουζίνα, θα ξηλώσεις τα πλακάκια, θα ντύσεις με αυγοθήκες όλους τους τοίχους γύρω γύρω και το ταβάνι και από πάνω θα ρίξουμε μπετό».
«Τι θα το κάνουμε, κυρά μου; Λέσχη;»
«Μέσα είσαι, Θωμή. Λέσχη θα το κάνω. Λέσχη για αίσχη. Πρέπει να φέρουμε νέα πράγματα στην αγορά. Και αυτά τα νέα πράγματα μόνο μία μπορεί να τα κάνει χωρίς δεύτερη κουβέντα».
Ο Θωμάς ο καψερός δεκαπέντε χρόνια στη δούλεψη της Φώφης, ήξερε καλά τη μανία της, ήξερε ότι η ανθρώπινη εκμετάλλευση δεν είχε όρια για εκείνη. Αυτή τη φορά όμως πραγματικά δεν καταλάβαινε. Έτσι ρώτησε.
«Κυρά μου, τι κανονίζεις, βρε πανούργα;»
«Αυτό το δωμάτιο, Θωμή, θα είναι μόνο για το Ζαβό».
«Μπα! Δεν της αρέσουνε της χαζεμένης τα άλλα; Θέλει καινούριο ο κώλος της;»
«Άσ’ το καλό σου, με έκανες και γέλασα. Αυτό το δωμάτιο θα είναι μόνο για την Άννα, Θωμή. Για την Άννα και ομάδες ανδρών».
«Νομίζω δε σε καταλαβαίνω, κυρά μου. Εννοείς ότι θα την βάλεις να μπλέκεται με πάνω από έναν τη φορά;»
«Με πάνω από έναν; Όχι, βέβαια! Αυτό δεν έχει γούστο... Με πάνω από πέντε τη φορά, Θωμή. Λοιπόν, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Ξεκίνα να γκρεμίζεις και πάρε μου τον Ναύαρχο στο τηλέφωνο. Πρέπει να ξεκινήσω διαφήμιση».
«Στην... Στην Άννα .. δε... δε θα το πεις, κυρά μου;»
«Α! Μη σε νοιάζει για το Ζαβό... Τρία χιλιάρικα το κεφάλι επιπλέον θα παίρνει. Ούτε κιχ δε θα πει».
«Μα... Μα θα την πεθάνεις, κυρά μου».
«Άκου δω, Θωμή, ξέρω να ξεχωρίζω τους ανθρώπους. Ξέρω να τους ζυγίζω και να τους πληρώνω με το αντίτιμο που επιθυμούν. Αυτή εδώ, που Ζαβό την ανεβάζουμε, βλαμμένο την κατεβάζουμε, ούτε ψυχή έχει, ούτε καρδιά, ούτε μήτρα. Μόνο πορτοφόλια και μασουράκια πεντοχίλιαρα. Ο μόνος τρόπος να την πεθάνω είναι να μην την πληρώνω... κατάλαβες; Άιντε, σύρε να ξεκινήσεις το γκρέμισμα, αύριο έχουμε εγκαίνια».
Μαρία Π. Ψαθά
«Έχω ένα ζαβό μπουκιά και συχώριo. Δώσε της κάτι παραπάνω και θα με ευγνωμονείς» έλεγε χασκογελώντας, φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου της στους καλούς της φίλους. Και η Άννα... η Άννα κάθε βράδυ ζαλισμένη από τα ποτά, μεθυσμένη από τα κοπλιμέντα και την «αναγνώριση» της αξίας της κουβάλαγε και από ένα καινούριο «φίλο» στο σπίτι της να του δείξει την πολυτέλεια στην οποία ζούσε.
Με τη μάνα της και τον δόλιο τον πατέρα της δεν είχε πια καμία επαφή. Τελευταία φορά την είχε δει ο άμοιρος στον δρόμο, της φώναξε να σταματήσει να της μιλήσει, να τη δει, και εκείνη φόρτσαρε πάνω στα δεκάποντα και με μεγάλες δρασκελιές του ξέφυγε. Δεν ήθελε να τη δει ο κόσμος ο καλός, η κοινωνία η ευυπόληπτη, να μιλάει με έναν φτωχό. Όχι. Η Άννα είχε ήδη διαλέξει τους γονείς της.
Και σαν όλα στη ζωή της τους έπλασε όπως ήθελε. Ήταν λοιπόν η μοναχοκόρη ενός εισοδηματία από τα Γιάννενα και η μοναδική κληρονόμος της μεγάλης του περιουσίας. Στην Αθήνα, έλεγε, ήρθε γιατί κουράστηκε να κάθεται και να εισπράττει τα ενοίκια και αποφάσισε ότι ήθελε κάτι πιο συναρπαστικό στη ζωή της. Τη διασκέδαζε, έλεγε, η νύχτα... αυτή η λιγούρα των αντρών και αυτός ο πόθος μες στα γλαρωμένα απ’ το μεθύσι μάτια τους να τρυγήσουν τους χυμούς της. Γέλαγε με την κατάντια τους και τους εκμεταλλευόταν, για να μην πλήττει.
Έτσι έλεγε. Και το πίστευε. Και ήταν σίγουρη πια ότι είχε μεγάλη και τρανή περιουσία, μια μάνα χρόνια πεθαμένη και έναν πατέρα που τη λάτρευε και τις έστελνε κάθε τόσο τσεκ από την έδρα της εταιρείας του στο Λονδίνο.
Το μυαλό, καρδιά μου… Αχ! Το άτιμο το μυαλό... Αν λίγο δε σε βοηθάει, είσαι χαμένος από χέρι. Λίγο να ανατείλεις και μετά θα δύσεις μια για πάντα στα σκοτάδια του.
Είχε κιόλας κάνει μεγάλο όνομα στη βρωμερή πλευρά της νύχτας. Σταλιά δεν την ένοιαζε. Είχε αποκτήσει γρήγορα και εύκολα –πίστευε– όλα όσα ποθούσε. Μα τι την πέρασες τη ζωή; Φιλόπτωχο ταμείο; Ό,τι σου δίνει, έρχεται αυτό το πλήρωμα, το δίκαιο, το στιβαρό, του χρόνου και σ’ τα παίρνει πίσω.
Η Άννα στα είκοσι ένα της πια καθόλου δεν έμοιαζε με τις συνομήλικές της. Το πρόσωπο της κάπου χαμένο κάτω από τόνους «βαφτικά», το κορμί της λαμπάδα απέξω, λιωμένο κερί μέσα του. Χιλιόμετρα μέτραγαν οι αρσενικοί πάνω του και τώρα πια στα καφενεία της περιοχής ένα ήταν το αγαπημένο θέμα των θαμώνων: τα καινούργια κόλπα που έκαναν με την Άννα τη Ζαβή. Γέροι, νέοι, παιδάκια αμούστακα, βαθμοφόροι, καφετζήδες, περιπτεράδες, οικοδόμοι, ξέμπαρκοι ναυτικοί, όλοι είχαν και κάτι να προσθέσουν κάθε τόσο στο όνομά της.
Και η λίστα ήταν μακριά, παχουλή και βρώμικη. Γραμμένη με ιδρώτα, ποτισμένη με φθηνό ουίσκι, την οποία υπέγραφαν όλοι ανεξαιρέτως με ένα δεκαχίλιαρο στο τέλος κάθε σημείωσης.
Η Άννα στα είκοσι ένα της ήταν κιόλας μια γερασμένη πουτάνα. Δεν είχε τίποτα άλλο να προσφέρει στον εαυτό της παρά μόνο έναν φαλλό ακόμη. Δεν ερωτευόταν, δε δεσμευόταν. Ο έρωτας της ζωής της ήταν μικρός, ορθογώνιος και κολλαριστός. Το χρήμα.
Η κυρά-Φώφη έτριβε τα χέρια της.
«Χρυσορυχείο το ζαβό» έλεγε και ξανάλεγε στους δικούς της.
«Θα φτιάξουμε ένα έξτρα δωμάτιο, Θωμά» είπε η Φώφη στον παρατρεχάμενό της φυσώντας έξω τον καπνό.
«Δε μας παίρνει, κυρά μου. Έχουμε ήδη πέντε! Πού θα το κάνω ο μαύρος;»
«Θα ρίξεις την κουζίνα. Περιττή μας είναι. Για την άδεια μη σε νοιάζει, θα πληρώσω με Αννούλα» είπε και γέλασε μόνη της. «Θα ρίξεις την κουζίνα, θα ξηλώσεις τα πλακάκια, θα ντύσεις με αυγοθήκες όλους τους τοίχους γύρω γύρω και το ταβάνι και από πάνω θα ρίξουμε μπετό».
«Τι θα το κάνουμε, κυρά μου; Λέσχη;»
«Μέσα είσαι, Θωμή. Λέσχη θα το κάνω. Λέσχη για αίσχη. Πρέπει να φέρουμε νέα πράγματα στην αγορά. Και αυτά τα νέα πράγματα μόνο μία μπορεί να τα κάνει χωρίς δεύτερη κουβέντα».
Ο Θωμάς ο καψερός δεκαπέντε χρόνια στη δούλεψη της Φώφης, ήξερε καλά τη μανία της, ήξερε ότι η ανθρώπινη εκμετάλλευση δεν είχε όρια για εκείνη. Αυτή τη φορά όμως πραγματικά δεν καταλάβαινε. Έτσι ρώτησε.
«Κυρά μου, τι κανονίζεις, βρε πανούργα;»
«Αυτό το δωμάτιο, Θωμή, θα είναι μόνο για το Ζαβό».
«Μπα! Δεν της αρέσουνε της χαζεμένης τα άλλα; Θέλει καινούριο ο κώλος της;»
«Άσ’ το καλό σου, με έκανες και γέλασα. Αυτό το δωμάτιο θα είναι μόνο για την Άννα, Θωμή. Για την Άννα και ομάδες ανδρών».
«Νομίζω δε σε καταλαβαίνω, κυρά μου. Εννοείς ότι θα την βάλεις να μπλέκεται με πάνω από έναν τη φορά;»
«Με πάνω από έναν; Όχι, βέβαια! Αυτό δεν έχει γούστο... Με πάνω από πέντε τη φορά, Θωμή. Λοιπόν, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Ξεκίνα να γκρεμίζεις και πάρε μου τον Ναύαρχο στο τηλέφωνο. Πρέπει να ξεκινήσω διαφήμιση».
«Στην... Στην Άννα .. δε... δε θα το πεις, κυρά μου;»
«Α! Μη σε νοιάζει για το Ζαβό... Τρία χιλιάρικα το κεφάλι επιπλέον θα παίρνει. Ούτε κιχ δε θα πει».
«Μα... Μα θα την πεθάνεις, κυρά μου».
«Άκου δω, Θωμή, ξέρω να ξεχωρίζω τους ανθρώπους. Ξέρω να τους ζυγίζω και να τους πληρώνω με το αντίτιμο που επιθυμούν. Αυτή εδώ, που Ζαβό την ανεβάζουμε, βλαμμένο την κατεβάζουμε, ούτε ψυχή έχει, ούτε καρδιά, ούτε μήτρα. Μόνο πορτοφόλια και μασουράκια πεντοχίλιαρα. Ο μόνος τρόπος να την πεθάνω είναι να μην την πληρώνω... κατάλαβες; Άιντε, σύρε να ξεκινήσεις το γκρέμισμα, αύριο έχουμε εγκαίνια».
Μαρία Π. Ψαθά