Τα πτώματα
των άτυχων μελών της οικογένειας Πολίτη πετάχτηκαν μέσα σε έναν πρόχειρο
ομαδικό τάφο, ο οποίος φιλοξενούσε ψόφια σκυλιά και γάτες. Ο "Vivaldi"
θεωρούσε την ομαδική ταφή πολύ πρακτική. Ένας τεράστιος λάκκος με συγκεκριμένο
βάθος, μια καρότσα γεμάτη πτώματα που θα πετάγονταν μέσα σ' αυτόν. Τι πιο απλό
και γρήγορο συνάμα; Αν τώρα υπήρχαν και τίποτα ψοφίμια εκεί κοντά δεν είχε τον
ελάχιστο ενδοιασμό να τα προσθέσει στον λάκκο!
Ο Peter Meier
έσφιγγε τις γροθιές του μπήγοντας ταυτόχρονα τα νύχια του στο εσωτερικό της
αριστερής του παλάμης. Ήταν υποχρεωμένος να παρακολουθεί την αποτρόπαια ταφή
της οικογένειας. Ο "Vivaldi" από την άλλη του έκλεινε το μάτι
συνωμοτικά. Όταν πλέον είχε καλυφθεί καλά καλά ο λάκκος τού φώναξε:
«Ε, Meier, τι λες; Πάμε για κανένα ποτάκι; Τέτοιες
στιγμές, στιγμές εξόντωσης των σκουληκιών που απειλούν να διακόψουν τη
θριαμβευτική πορεία του Φύρερ μας, πρέπει να γιορτάζονται αναλόγως! Τώρα βέβαια
αν υπήρχαν και καμιά δεκαριά κορίτσια για να μας διασκεδάσουν θα το καίγαμε για
τα καλά. Χα χα!» Ο νεαρός Peter προσποιήθηκε τον ενθουσιασμένο. Το αξίωμά του
δεν του επέτρεπε να κάνει κάτι διαφορετικό. «Πάω στο καπηλειό, θα με
ακολουθήσεις καλέ μου Meier;»
«Ναι, ναι δε θα αργήσω. Προχωρήστε κι έρχομαι. Α και
μη λησμονήσετε να μας βρείτε θέση με ...θέα! Χα χα». Ήταν ένας αστεϊσμός τον
οποίο χρησιμοποιούσε ο "Vivaldi" κατά καιρούς. Ο άνδρας κούνησε το
κεφάλι του καταφατικά λέγοντάς του:
«Εντάξει Meier, μείνε ήσυχος! Χα χα!»
Ιδρωμένα χέρια, παλμοί που αυξάνονταν
αλματωδώς, μυριάδες ιδέες μα καμία κατάλληλη. Κάθε λεπτό που περνούσε έσφιγγε
τη θηλιά γύρω από τον λαιμό του. Σκέψου
Peter, σκέψου τον πίεζε αυστηρά η εσωτερική του φωνή, η οποία έμοιαζε
μονίμως ενεργοποιημένη, άσχετα αν αυτός πού και πού την αγνοούσε επιδεικτικά.
Έπρεπε να βρει τρόπο να πάει τη Χρυσούλα σε ασφαλές μέρος, δίχως μάλιστα να
καταλάβει κανείς ότι ήταν μέλος της οικογένειας Πολίτη.
Πριν προλάβει να βάλει τις σκέψεις του σε μια λογική
σειρά ακούστηκαν φωνές. Ναι ήταν γυναικείες φωνές, πολύ οικείες σ' αυτόν. Με το
που γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω, την είδε. Τη γιαγιά της Χρυσούλας, αυτή
που είχε γνωρίσει από κοντά τότε που η μικρή είχε αρρωστήσει. Δυο Ναζί την
κρατούσαν με νύχια και με δόντια. Ούρλιαζε πως ήθελε να ανοίξουν τον λάκκο για
να διαπιστώσει αν όντως είχαν σκοτώσει τους δικούς της, όπως της είχαν μηνύσει
κάποιοι χωριανοί. Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου και κάποια στιγμή έφτασε σε
σημείο να χαστουκίσει τον νεαρότερο από τους δύο. Ο Meier έσπευσε κοντά της. Η
γριά ήταν πράγματι για λύπηση. Με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα τραβούσε τις
τούφες των χιονένιων μαλλιών της.
«Ανοίξτε μου τον λάκκοοοο αναθεματισμένα σκυλιά!
Σατανάδες του κερατάαα!» ούρλιαζε ολοένα και πιο δυνατά. Ο ένας από τους δύο
Ναζί αφήνιασε στην κυριολεξία. Έτεινε το όπλο του προς την μεριά της απειλώντας
την πλέον άμεσα. «Τράβα ρε τη σκανδάλη, τράβα τη ρε, τι περιμένεις; Θεωρείς ότι
φοβάμαι τον Χάρο; Τώρα που μου ρημάξατε τη φαμελιά δε φοβάμαι πια τίποτα,
τίποτα τ' ακούς σπόρε του Εωσφόρου;»
Ο Meier δεν πρόλαβε να αποτρέψει το κακό. Η σφαίρα τη
βρήκε ανάμεσα στα μάτια. Η γιαγιά Καίτη είχε σχεδόν προκαλέσει τον θάνατο να
της ανοίξει διάπλατα τις πύλες του. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο σοκαρισμένος
Meier ήταν να απαιτήσει ένα απλό φέρετρο μέσα στο οποίο θα έβαζαν την άτυχη
γυναίκα. Δε θα ανεχόταν με τίποτα να την πετάξουν κι αυτή σε έναν λάκκο!
Το μυαλό του είχε κολλήσει. Κάτι
έπρεπε να κάνει με τη Χρυσούλα, κινδύνευε άμεσα. Η μεταφορά της γιαγιάς από το
σημείο ομαδικής ταφής προς την αποθήκη, η οποία απείχε κάμποσα μέτρα
λειτούργησε σαν από μηχανής Θεός. Με γοργές σχεδόν νευρικές δρασκελιές
κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Η πίεση του χρόνου τον ανάγκασε να ανοίξει την
πόρτα άκρως απότομα.
«Χρυσούλα» έκανε. «Χρυσούλα, πού είσαι;» Ο πανικός τού
ανέβασε το αίμα στο κεφάλι. Το κορίτσι ήταν άφαντο! Πήρε δυο τρεις βαθιές
ανάσες κι επανενεργοποίησε τη μάλλον κοιμισμένη λογική του. Σίγουρα δεν το είχε
σκάσει από την πόρτα. Πρώτον θα είχε ακουστεί, αφού έκανε τρομερό θόρυβο και
δεύτερον θα την είχε αντιληφθεί. Την απάντηση στον γρίφο έδωσε η κουρτίνα, που
ανέμιζε σαν λάβαρο επαναστατικό, αφού το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο! «Μα βέβαια!»
αναφώνησε αγανακτισμένος. «Το χαμηλό παράθυρο!» Ήταν η μόνη διέξοδος που είχε
αν δεν ήθελε να την καταλάβει κανείς. Πώς δεν το είχε σκεφτεί αμέσως;
Τα ρούχα που φορούσε δεν της επέτρεπαν να κάνει
γρήγορες κινήσεις. Τα πόδια της παγιδεύονταν στις πτυχώσεις που έκανε το
ύφασμα. Ωστόσο δεν την ένοιαζε καθόλου, θα τα κατάφερνε να φύγει μακριά. Μακριά
από αυτή τη θανατίλα! Είχε ακούσει τα πάντα. Τους πυροβολισμούς, τις
"Τέσσερις εποχές ",την εκτέλεση της γιαγιάς...Το μίσος και η οργή για
τους Ναζί που της είχαν στερήσει κατ' αυτό τον απάνθρωπο τρόπο την οικογένειά
της την έκαναν να μην μπορεί να χύσει ούτε ένα δάκρυ. Προς το παρόν θρηνούσε βουβά.
Eν τω μεταξύ, ο Peter Meier είχε
απομακρυνθεί από το σπίτι της Χρυσούλας. Με το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο
σίγουρα θα την έβρισκε αμέσως. Πόσο μακριά μπορεί να είχε φτάσει; Είχε περάσει
ήδη μισή ώρα και ο Γερμανός δεν μπορούσε να την εντοπίσει.
«Μα πού πήγε; Άνοιξε η γη και την κατάπιε;» Του ήταν
αδιανόητο να μην τη βρει. Έτσι και μάθαινε ο "Vivaldi" την ύπαρξή της
θα την σκότωνε επί τόπου. Η εντολή ήταν εξάλλου ρητή. Όλα τα μέλη της
οικογένειας έπρεπε να εκτελεστούν.
Το δρομάκι που πήρε της ήταν πολύ
οικείο. Το είχε ανακαλύψει πριν κάποια χρόνια, όταν ήταν βαθύτατα
στεναχωρημένη, επειδή είχε ψοφήσει ο μικρός της σκύλος ο "Μαύρος". Ο
"Μαύρος" ήταν ένα σκυλάκι που στην κυριολεξία είχε αναστήσει με τη
βοήθεια και της μεγαλύτερης αδελφής της. Κάποιος ασυνείδητος είχε βάλει το
μόλις δυο μηνών ζωάκι μέσα σε ένα τσουβάλι και το είχε πετάξει στην άκρη ενός
μονοπατιού. Η Χρυσούλα έτυχε να περνάει από κει λίγα λεπτά αργότερα. Το πήρε
μαζί της και του έδωσε όση αγάπη είχε και δεν είχε. Το δρομάκι που ακολουθούσε
ήταν κάτι σαν προσωπικός της χώρος, όπου μπορούσε να αφήσει τη λύπη της
ελεύθερη. Ποτέ δεν την είχε δει κανείς να κλαίει, το πολύ πολύ να βούρκωνε.
Η αμυγδαλιά χωρίς τα δαντελένια άνθη
της έστεκε γερασμένη στο γνωστό σημείο. Είχε φυτρώσει μόνη της παράταιρα και
μόνο λίγοι γνώριζαν την ύπαρξή της. Καθισμένη στη ρίζα της αφέθηκε... Αφέθηκε
στην απέραντη θλίψη της απώλειας. Ο αγέρας "ένιωσε" το μοιρολόι και τον
λυγμό της και δεν κρατήθηκε. Δεν ήθελε να είναι ο μοναδικός μάρτυρας αυτού του
θρήνου. Αόρατα κι αθόρυβα όπως μονάχα εκείνος ήξερε να κάνει θα
"έκλεβε" ένα μέρος της στεναχώριας της και θα το μετέφερε στον Peter,
τον άνδρα που θα γινόταν όλο της το είναι.
Ο Meier καθόταν πάνω σε μια κοτρόνα
κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε με νεύρα.
«Χρυσούλα» φώναζε σπαρακτικά κι άρχισε να κλαίει σαν
μικρό παιδί. Το κλάμα του ενώθηκε με αυτό της λατρεμένης του Καρυάτιδας. Κι
έτσι έχοντας ως πυξίδα όσα του μετέφερε ο άνεμος προχωρούσε προς το σημείο όπου
βρισκόταν η νεράιδα του, η πληγωμένη του νεράιδα.
Η Χρυσούλα είχε πλέον στερέψει από
άλλα δάκρυα. Έπρεπε να το πάρει απόφαση, ήταν πλέον μόνη στον κόσμο αυτό. Το
μόνο δικό της άτομο που υπήρχε και ίσως μπορούσε να την βοηθήσει ήταν η θεία της
η Άννα, η αδελφή της μάνας της που έμενε στο διπλανό χωριό.
Ο Meier ακολούθησε το κακοτράχαλο δρομάκι από το οποίο
πίστευε ότι είχε ακούσει την κοπέλα. Δεν ήταν όμως ο μόνος που είχε πάρει τον
ίδιο ακριβώς δρόμο. Πολύ πιο μπροστά από τον Meier βρισκόταν ο βιαστής της
Χρυσούλας, ο οποίος σκόπευε να την "παρηγορήσει"…
Χριστίνα Καρρά