Το 1920 μπήκε με καλούς οιωνούς. Οι ελπίδες των Ελλήνων θέριευαν μέρα με τη μέρα, και μια αδημονία πλανιόταν θαρρείς στον αέρα. Οι κουβέντες γύρω απ’ το μεγαλοϊδεατικό όραμα που έμοιαζε να παίρνει σάρκα και οστά πύκνωναν και μεταξύ των βενιζελικών ιδίως Σμυρνιών επικρατούσε ένας ασυγκράτητος ενθουσιασμός.
Περίμεναν ν’ ακουστεί το «προς Ανατολάς», το σύνθημα που θα δόξαζε το στρατό και θα ’ταν, όπως πίστευαν, η αρχή του τέλους για την τουρκική κυριαρχία. Το ίδιο πίστευε κι ο Σίμος. Την Πρωτοχρονιά μάλιστα, σπάζοντας το ρόδι μπρος στην πόρτα τους, μαζί με τις συνήθεις ευχές για υγεία και προκοπή, είπε «όσα τα σπόρια του ροδιού, τόσες οι νίκες του στρατού». Η Μαρίτσα κι η Κατίνα είχαν κοιταχτεί ανήξερες, η κυρά Φωτεινή μουρμούρισε κάτι για ''παχουλές ιδέες'' και τα μικρά εγγόνια της, παραδομένα στην ανεμελιά τους, δεν κατάλαβαν καν τα λόγια του θείου τους.
«Μέχρι που θα πάει ο στρατός θείε Σίμο;» είχε ρωτήσει μόνο ο Σπύρος.
«Μέχρι όπου θέλει ο Θεός παιδί μου» αποκρίθηκε εκείνος και χάιδεψε το κεφάλι του. «Πιο μεγάλος να ’σουνα, Σπυράκη, και θα σου ’λεγα να πας μαζί τους...»
«Τι λες βρε Σίμο; Θ’ άφηνα ’γω το παιδί μου, να τρέχει ξοπίσω με το στρατό; Δεν έχει η Ελλάδα δικά της να τη βοηθήσουν;» αντέδρασε η Μαρίτσα.
«Κι εμείς Έλληνες είμαστε Μαρίτσα... Κι οφείλουμε να στηρίξομε τους στρατιώτες μας» επιχειρηματολόγησε ο αδελφός της.
«Τι να σε πω αδερφέ... Ξεύρεις καλύτερα μου φαίνεται» συγκατέβη. «Ευτυχώς ο γιόκας μου είναι μικρός και δεν τον νοιάζουν τέτοια πράματα» πρόσθεσε κοιτώντας τρυφερά το Σπύρο.
«Είδαμε και το ’14...» μουρμούρισε η κυρά- Φωτεινή.
«Άλλο αυτό μάνα! Μη τα συγχέεις» τη διόρθωσε ο Σίμος. «Εκεί ήταν πόλεμος, στον οποίο η Ελλάδα δεν ήθελε αρχικά να εμπλακεί. Τώρα όμως είναι οι ίδιοι που άνοιξαν μέτωπο, για να ελευθερώσουν τα χώματά μας. Τώρα τρέμουν εμάς οι Τούρκοι, όχι εμείς αυτούς...»
Ο Σίμος συνέχιζε να μιλάει, κι η φωνή του κυμάτιζε από πατριωτική έξαψη. Η Κατίνα απ' την άλλη στεκόταν σιωπηλή, αδιάφορη σχεδόν στα ιδεολογικά μανιφέστα του πατέρα της. Είχε άλλες έγνοιες να την τυραννούν. Κι όσο πήγαινε γινόντουσαν μεγαλύτερες...
Ο καιρός προχωρούσε κι ο Μανώλης μπλεκόταν ολοένα πιο βαθιά στο αίσθημά του για κείνη. Τώρα πια δεν περιοριζόταν στο να τη βλέπει τυχαία. Δειλά στην αρχή, κι ύστερα πιο τεταμένα, επεδίωκε να βρεθεί στο δρόμο της την ώρα που γύριζε απ' το Παρθεναγωγείο, όταν ο χειμωνιάτικος ήλιος έκανε γερά την εμφάνισή του, διώχνοντας τα νέφη που συγκεντρώνονταν πολλάκις απειλητικά. Ακόμα και τότε, μες στη σχολική ποδιά, τού φαινόταν πανέμορφη και κινδύνευε να καρφωθεί, ενώ τα μάτια του στρέφονταν ανυπόμονα στο σημείο όπου ξεπρόβαλλε- τόση ήταν η λαχτάρα του. Την πρώτη φορά η Κατίνα νόμισε πως βρέθηκε εκεί τυχαία, εφόσον όμως συνέβη δεύτερη και τρίτη, άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται πως επίτηδες ερχόταν την ίδια ώρα στον ίδιο τόπο. Ταράχτηκε τότε και σκέφτηκε να τον επιπλήξει, μα σαν αντίκριζε το βλέμμα του οι αντιρρήσεις κάμπτονταν. Άλλωστε, παραδέχτηκε μέσα της πως της άρεσε, κι ας ήταν κίνδυνος να υποπτευθούν κάτι οι συμμαθήτριες ή κάποιος καθηγητής της. Φτάνει που έπαιρνε το ρίσκο. Κι ανταποδίδοντας την τόλμη του, άφηνε τα μάτια της ν’ ατενίζουν θαρρετά τα δικά του και το κορμί της να ριγά στη θέα του, αφού ήταν ο μόνος τρόπος να κατευνάζει λίγο τη φωτιά που έτρωγε τα σωθικά της...
Εκείνο το καιρό στην πρώτη της κοσμική εκδήλωση, η Κατίνα γνώρισε το άτομο που παρά λίγο να σημαδέψει τη ζωή της. Ήταν μεσημέρι Παρασκευής την ώρα του γεύματος, όταν ο πατέρας της, αφήνοντας το πιρούνι στο πιάτο του, έδειξε ότι είχε κάτι σημαντικό να τους πει:
«Το Σάββατο ο φίλος μου ο Κοσμάς ο Μπαξεβάνογλου έχει βεγγέρα... Κι έλεγα να πάγω» ανακοίνωσε.
«Ναι Σίμο μου να πας»-συμφώνησε η Μαρίτσα-«αφού τον ξέρεις τον άνθρωπο...»
«Μόνο που πρέπει να με συνοδέψει μια γυναίκα» διευκρίνισε. Η κυρά- Φωτεινή με την κόρη και τη μεγάλη εγγονή της άφησαν για λίγο το δικό τους κι έστρεψαν την προσοχή τους στον ίδιο.
«Μένα μη με υπολογίζεις γιε μου... Είμαι πολύ γριά» ξεκαθάρισε η μάνα του.
«Ούτε εγώ Σίμο... Πως θα μπορούσα άλλωστε, χήρα γυναίκα;» αρνήθηκε με τη σειρά της η Μαρίτσα. Επικράτησαν δυο λεπτά σιωπής.
«Κατίνα;» αποτάθηκε στη θυγατέρα του ενώ όλοι είχαν επιστρέψει στο φαΐ τους, μα εκείνη δεν πρόσεξε.
«Κατίνα μου σ' εσένα μιλιεί ο πατέρας σου» τη σκούντησε η θεία της.
«Τι είναι πατέρα;» ρώτησε το Σίμο.
«Λέω, μήπως θες εσύ να με συνοδέψεις στο χορό... Δεν έμεινε και καμιάν άλλη άλλωστε...»
«Εγώ;» έκανε έκπληκτη.
«Εσύ ναι! Γιατί τι έχεις;»
«Μικρή είμαι, πατέρα...»
«Έλα Κατινιώ μου» προσπάθησε η Μαρίτσα να άρει το δισταγμό της ανιψιάς της. «Ωραία θα ’ναι... Θα γνωρίσεις κόσμο, υψηλή κοινωνία...»
«Μα δε με νοιάζει αυτό» αντιστάθηκε αδύναμα.
«Τουλάχιστον να μην είναι μόνος ο κύρης σου» παρενέβη κι η γιαγιά.
«Ασ’ την, μάνα, δεν πειράζει... Θα πάγω μόνος μου» αποφάνθηκε δήθεν ψιλοαπογοητευμένος ο Σίμος, στην ουσία όμως χρησιμοποιούσε το τελευταίο του όπλο.
«Όχι μπαμπά δεν είναι ανάγκη» πρόφτασε. «Θα ’ρθω μαζί σου, εντάξει;»
«Κοπελούδα μου! Το ’ξευρα ότι δε θα μ' άφηνες» εκφώνησε ικανοποιημένος, πιάνοντας τον καρπό της κι εκείνη χαμογέλασε αχνά.
Το επόμενο πρωί, αφού πήρε το πρωινό της, μπήκε να κάνει μπάνιο. Η Εμινέ είχε ήδη γεμίσει την μπανιέρα με ζεστό νερό, που την προκαλούσε να βυθιστεί μέσα του. Γδυτή λοιπόν αφέθηκε ν' απολαύσει την αίσθηση. Έλουσε μόνη τα πλούσια καστανά μαλλιά της κι άπλωσε σ’ όλη την επιδερμίδα της το σαπούνι, να μοσχοβολάει καθαριότητα. Μόλις τέλειωσε, βγήκε με προσοχή και τύλιξε το σώμα της με τη λευκή μαλακή πετσέτα, στεγνώνοντας κάθε πιθαμή του. Πριν βγει να πάει στην κάμαρη, στάθηκε μπροστά στον ολόσωμο, μακρόστενο καθρέφτη που βρισκόταν στο λουτρό. Στήριξε την πετσέτα στους ώμους της και πήρε να ερευνά το γυμνό είδωλό της. Οι αλλαγές της εφηβείας είχαν προχωρήσει πάρα πολύ, μεταπλάθοντας το σώμα της σε γυναικείο. Τα δυο της στήθια, σφριγηλά σαν ώριμα μήλα, ξεχώριζαν αυτονομημένα απ’ το θώρακά της και χοροπήδησε ελαφρά στις μύτες των ποδιών για να τα νιώσει να αναπηδούν. Πιο κάτω, η καλοσχηματισμένη μέση της έδενε με τα στενά, σμιλευμένα γοφιά της, που κατέληγαν σε δύο μακριά καλλίγραμμα πόδια. Κι ανάμεσά τους η ήβη, κρυμμένη, της θύμιζε το χρέος του φύλου της κι η θέα της τη φούντωνε πιο πολύ κι απ’ το πνιγμένο στους υδρατμούς δωμάτιο...
«Άντε γκιουζελίμ! Αργείς;» την επανέφερε η φωνή της Εμινέ. «Εεεε... Τ- τέλειωσα» τραύλισε και μαζεύοντας την πετσέτα που ’χε εν τω μεταξύ γλιστρήσει στο πάτωμα βγήκε απ' το λουτρό, χαρίζοντας στην Τουρκάλα ένα αμήχανο μειδίαμα.
Στις οχτώ ακριβώς ήταν έτοιμη. Φορούσε ένα επίσημο τουρκουάζ φουστάνι με μακριά μανίκια και σχέδιο με δαντέλα ραμμένο στο μπούστο, της μάνας της, το οποίο η νενέ της έφερε στα μέτρα της. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα ψηλά σε στρογγυλό κότσο κι απ’ τα πτερύγια των αυτιών της κρέμονταν δυο αστραφτερά ασημένια σκουλαρίκια. Τόνισε τα χείλη και τα μάγουλα με λίγο κοκκινάδι κι ύστερα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, ενώ το μυαλό της κυρίευαν ανάμεικτα συναισθήματα. Πρώτη φορά ντυνόταν έτσι, μα δεν μπορούσε να πει πως τ’ όλο σύνολο την ξένιζε.
«Πωπω! Ποιά είναι αυτή καλέ;» απόρησε τάχα μου η Μαρίτσα μόλις βγήκε απ’ το δωμάτιό της. Την έπιασε απ’ τα μπράτσα της και την παρατηρούσε έκθαμβη, προτρέποντάς την να στρίψει γύρω απ’ τον άξονά της για να την περιεργαστεί καλύτερα.
«Να σε δω... Κατινάκι μου! Εσύ τζιέρι μου...γίνηκες γυναίκα! Πωπω!» αναφώνησε.
«Θεία!..»
«Άσ’ τσι μετριοφροσύνες! Είσαι έμορφη» την έκοψε. «Πρέπει να σε διεί ο πατέρας σου... Σίμο!» φώναξε, παίρνοντάς την απ' το χέρι.
«Κόρη είσαι έτοιμη;» εμφανίστηκε την ίδια στιγμή εκείνος στη βάση της σκάλας σιάζοντας τη γραβάτα του. Και καθώς ανέβλεψε προς το μέρος τους, μια έκφραση ανυπόκριτου θαυμασμού πλήρωσε το πρόσωπό του.
«Κατινάκι! Έλα μάτια μου, έλα σιμά» κάλεσε την κοπέλα, που υπάκουσε κρατώντας χαμηλά το βλέμμα.
«Τι έμορφη που γίνηκες! Σωστή κυρία» την καμάρωσε, σφραγίζοντας μ' ένα πατρικό φιλί το μέτωπό της.
«Φχαριστώ πατέρα» επανέλαβε.
«Πρόσεξε μη γελαστεί κανένας Σίμο, και τη νομίσει γιαβουκλού[1] σου!» έσκωψε η Μαρίτσα.
«Ανοησίες!» αποδοκίμασε εκείνος. «Πάμε κόρη;»
«Πάμε» συμφώνησε.
«Στο καλό! Να προσέχετε!» τους ξεπροβόδισε η θεία της.
Το σπίτι των Μπαξεβάνογλου απείχε περίπου ένα τέταρτο με τα πόδια κι η Κατίνα ένιωθε τα δικά της ν’ αγκομαχούν μες στα χαμηλά γοβάκια. Παρ' όλα αυτά, μόλις πέρασαν την εξώθυρα, το θέαμα με το οποίο ήρθε αντιμέτωπη την έκανε να ξεχάσει οτιδήποτε άλλο. Ήταν ένα πλουσιόσπιτο, μια έπαυλη, δέκα φορές πιο πολυτελές κι απ' το δικό τους αρχοντικό. Στη μέση του φροντισμένου κήπου με τα κάθε λογής δέντρα και καλλωπιστικά φυτά, δέσποζε ένα μαρμάρινο σιντριβάνι, που έστελνε ψηλά πίδακες νερού και μαζί με τ' αναμμένα ήδη φανάρια δημιουργούσαν ένα ειδυλλιακό σκηνικό. Δεν ήταν βέβαια στις δόξες της η χλωρίδα του, καθ’ ότι Μάρτιος, αλλ’ η Κατίνα προέβλεψε ότι η άνοιξη που έμπαινε σίγουρα θ’ ανανέωνε το θάλλος της, κάνοντας το χώρο ακόμα πιο γοητευτικό.
Πατέρας και κόρη, πιασμένοι σ’ ένα χαλαρό αγκαζέ, εισήλθαν στο μέρος που θα δινόταν η δεξίωση, ένα υπερμέγεθες σαλόνι με ακριβά έπιπλα: καναπέδες με βελούδινη επένδυση, ξυλόγλυπτα τραπέζια που τα στόλιζαν γυάλινα βάζα και κηροπήγια, πίνακες και κάδρα σκορπισμένα παντού στους ψηλούς τοίχους· στη μία άκρη το πιάνο με την ουρά κρατούσε συντροφιά στο επιδαπέδιο εκκρεμές- θα ήταν φιλόμουσοι οι άνθρωποι, σκέφτηκε η κοπέλα...
«Ωωω καλησπέρα!» τους προσέγγισε ένας παχουλός άντρας με ψαρά μαλλιά γύρω απ’ τη φαλάκρα του, για τον οποίο η Κατίνα υπέθεσε ότι ήταν ο οικοδεσπότης.
«Καλησπέρα Κοσμά» είπε ο Σίμος κι αντάλλαξαν μια χειραψία.
«Φίλτατε Σίμο τι τιμή να σ’ έχωμεν απόψε μαζί μας, εις το γενέθλιον της γυναικός μου!» τον κολάκεψε.
«Η τιμή είναι όλη δική μου» αποκρίθηκε. Ύστερα στράφηκε στο κορίτσι:
«Κατίνα μου να σου συστήσω: από δω ο κύριος Κοσμάς Μπαξεβάνογλου, παλιός καλός φίλος κι επιχειρηματίας στη Σμύρνη. Κοσμά, η θυγατέρα μου η Αικατερίνη...Η μονάκριβή μου!»
«Χαίρω πολύ κύριε Μπαξεβάνογλου» υποκλίθηκε επιστρατεύοντας όλους τους καλούς της τρόπους κι έτεινε το χέρι.
«Γοητευμένος δεσποινίς μου» έκανε εκείνος το κομπλιμέντο του, δίδοντάς της το πρέπον χειροφίλημα. «Παρομοίως! Κι απ' ό, τι βλέπω, λίαν ομοιάζετε εις την αείμνηστον μητέρα σας...»
Μεσολάβησαν μερικά σιωπηλά δευτερόλεπτα. «Ευχαριστώ πολύ για τη φιλοφρόνηση κύριε» επενέβη η Κατίνα. «Μα ο πατέρας μου θα προτιμούσε να μη μιλάμε γι’ αυτά» πρόσθεσε, έχοντας δει τη μελαγχολία που κατέλαβε αίφνης το Σίμο στα λόγια του.
«Εντάξει παιδί μου... Δε θα επεκταθώ περαιτέρω, ίνα μη λυπήσω τον αγαπητό σου πατέρα» συνέχισε ο Κοσμάς στο ίδιο ύφος. Εκείνη τη στιγμή τούς πλησίασε μια γυναίκα, αρκετά μικρότερη απ' τον Κοσμά, μ’ ένα μπεζ σατέν φόρεμα κι ένα κολιέ μαργαριτάρια στο λαιμό, αρχοντική, αγέρωχη, που ’κανε ευθύς την Κατίνα να αισθανθεί ταπεινή μπροστά της.
«Ω μα να κι η σεβαστή μου σύζυγος!» ανακοίνωσε ο Κοσμάς και βάζοντας το χέρι του στη μέση της την έφερε πιο κοντά τους. «Μέρα δεν πέρασε από πάνω σου» της είπε δήθεν εκμυστηρευτικά, όμως αρκετά δυνατά για να τον ακούνε οι άλλοι δύο.
«Υπερβολές » τίναξε τον καρπό η γυναίκα κι ύστερα βγάζοντας το γάντι της έδωσε το χέρι στο Σίμο.
«Χρόνια πολλά Ιφιγένεια» μιμήθηκε εκείνος την κίνηση του φίλου του προς την κόρη του. «Να σε χαιρόμαστε! Πάντα καλά να είστε!»
«Επίσης Σίμο» αντευχήθηκε. Το βλέμμα της έπεσε με περιέργεια στην Κατίνα.
«Η δεσποινίς;» ρώτησε.
«Είμαι η κόρη του. Αικατερίνη Σεκέρογλου, χάρηκα» είπε, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει το υποκοριστικό της.
«Ιφιγένεια Μπαξεβάνογλου. Επίσης παιδί μου» έσφιξε την παλάμη της. «Πόσων ετών είσαι;»
«Δεκάξι κυρία, τα κλείνω σε λίγες μέρες»
«Α, μικρή! Πας σχολείο;»
«Ναι, είμαι στο Παρθεναγωγείο...»
«Μπράβο γλυκιά μου, καλή πρόοδο! Έχω κι εγώ μια κόρη μεγαλύτερή σου» κατέληξε η Ιφιγένεια κι η Κατίνα την ευχαρίστησε.
«Περάστε εις την σάλαν» πρότεινε ο Κοσμάς μετά τις συστάσεις. Πάνω στα πλουμιστά χαλιά πολλοί ευγενείς κύριοι και κυρίες συζητούσαν εύθυμα, κι ο Σίμος δεν παρέλειπε να χαιρετάει όποιον είχε γνωστό. Ένα μακρόστενο τραπέζι, ντυμένο με λευκό τραπεζομάντιλο, φιλοξενούσε τον μπουφέ, απαρτισμένο από χίλια δυο καλούδια που έκαναν το στομάχι της Κατίνας να γουργουρίζει υπόκωφα και μόνο στη θέα τους.
«Επιτρέψτε μου να σας γνωρίσω και τα λοιπά μέλη της οικογενείας, όσα παρευρίσκονται» προθυμοποιήθηκε ο Κοσμάς. «Η θυγατέρα μου η Νιόβη-» έδειξε μια νεαρή κοπέλα που υποκλίθηκε ελαφρά μπροστά τους, προφανώς εκείνη στην οποία είχε αναφερθεί η Ιφιγένεια
«-κι ο υιός μου ο Ανδρέας!» συμπλήρωσε, ακουμπώντας στην πλάτη έναν νεαρό. Εκείνος γύρισε, κι όπως γύρισε, το βλέμμα του κάρφωσε ευθύς την Κατίνα που έσκυψε το δικό της, έχοντας προλάβει ωστόσο να τον εντυπώσει άριστα. Ψηλός, καταμελάχρινος, με γένια πυκνά που κάλυπταν τις παρειές του, σχηματίζοντας μουστάκι μεταξύ μύτης και στόματος και μια τόση δα τριγωνική γενειάδα στο πιγούνι του. Έπρεπε να ’τανε κοντά στα είκοσι πέντε, σίγουρα πάντως μεγαλύτερος απ’ το Μανώλη. Η όλη θωριά του εξέπεμπε μια ωραιοπάθεια- σίγουρα θα ’χε πολλές κατακτήσεις στον κύκλο του...
«Ποιά είναι η μικρή;» ρώτησε τον πατέρα του, αφού χαιρέτησε το Σίμο, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
«Ανδρέα μη γίνεσαι αγενής... Είναι η κόρη του Σίμου, η Αικατερίνη» τον επιτίμησε διακριτικά η μητέρα του συστήνοντάς την.
«Χαίρομαι» δήλωσε ξερά ο Αντρέας.
«Κι εγώ» μουρμούρισε βεβιασμένα η Κατίνα. Δεν της άρεσε ο τρόπος του. Είχε κάτι το απαξιωτικό και ειρωνικό, μ’ αποτέλεσμα η καλή της διάθεση προς στιγμήν να εξανεμιστεί. Το κλίμα ήταν φορτισμένο κι οι γονείς το αντιλήφθηκαν.
«Συγγνώμη» μίλησε η Ιφιγένεια και πήρε παράμερα το γιο της.
«Αντρέα μου τι κάμεις; Γιατί είσαι ψυχρός μαζί της;» τον ρώτησε έντονα.
«Άσε με μπρε μάνα!» αντέδρασε. «Με μωρά θ’ ασχολούμαι;»
«Πρώτον δεν είναι μωρό... Δεκάξι χρονών κοπέλα είναι» τον αντέκρουσε ψύχραιμα.
«Για μένα μωρό είναι» επέμεινε εκείνος.
«Και δεύτερον... Είναι κόρη του Σίμου, του φίλου μας» εξακολούθησε απτόητη. «Αρχοντοπούλα, μορφωμένη, όλα τα καλά...»
«Αν μου την προξενεύεις...» τσίνησε ο Αντρέας.
«Δεν είπα αυτό γιε μου» έσπευσε να προλάβει την παρεξήγηση. «Απλά μην είσαι έτσι!»
«Καλά» υποχώρησε κι εισέπραξε την επιβράβευση της Ιφιγένειας.
«Συγγνώμη για πριν» απολογήθηκε κινούμενος εκ νέου προς το μέρος τους. «Φέρθηκα όντως αγενώς...»
«Μην άγχεσαι γιε μου, συν τω χρόνω κατακτάται η ευγένεια» τον καθησύχασε ο Κοσμάς αστειευόμενος.
«Όχι πατέρα. Δεν έπρεπε να φερθώ έτσι, ιδίως μπροστά στο κορίτσι» απώθησε τα ελαφρυντικά του κοιτώντας την.
«Δεν πειράζει» έκανε δύσπιστα η Κατίνα. «Σας συγχωρώ»
«Χαίρομαι» ξανάπε ο Αντρέας, αν και τώρα έδειχνε πιο ειλικρινής. «Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό» -η Ιφιγένεια μόρφασε.
«Εντάξει» συμφώνησε.
«Λοιπόν... Απ’ όσο με πληροφόρησε η μητέρα μου, υποθέτω ότι πρέπει να πηγαίνεις στο γυμνάσιο...»
«Ναι» ένευσε. «Εσύ;»
«Εργάζομαι στις επιχειρήσεις του πατέρα μου» υπέλαβε.
«Α... Δεν πολεμάς με το στρατό;»
«Αν με καλέσουν, θα πάω οπωσδήποτε. Όμως προς ώρας, σειρά έχει το επάγγελμα»
«Φυσικά και προέχει! Μα δε θ’ αφήσω τον υιό μου να γίνει λιποτάκτης! Άλλωστε είμεθα ένθερμοι πατριώται» πετάχτηκε ο Κοσμάς.
«Ακριβώς» συγκατένευσε ο Σίμος.
«Λαμπρά!» χτύπησε ενθουσιώδης τα χέρια του. «Νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να εκκινήσει ο χορός, τι λέτε κι εσείς;»
«Εσύ ό, τι πεις» παραμέρισε η Ιφιγένεια.
«Λέω λοιπόν πως ήλθε!» αποφάνθηκε κι έκανε νόημα στους μουσικούς να συγκεντρωθούν. Τα ’χαν σχεδιάσει όλα στην εντέλεια, να ταιριάζουν με τον πλούτο και την κοινωνική τους επιφάνεια. Η μέριμνα αυτή περιελάμβανε και τη ζωντανή ολιγομελή ορχήστρα που παίρνοντας θέση πλάι στο πιάνο ξεκίνησε να παίζει ευρωπαϊκές χορευτικές μελωδίες, τις τόσο προσφιλείς στ’ αστικά σμυρναίικα σαλόνια.
«Χορεύουμε;» πρότεινε ο Κοσμάς στη γυναίκα του και πήραν να στροβιλίζονται μαζί στην πίστα, ενώ το βιολί έπαιζε ένα ανάλαφρο βαλς.
«Θα χορέψεις μαζί μου Κατινιώ μου;» πρότεινε κι ο Σίμος στην κόρη του.
«Εννοείται!» δέχτηκε και του ’δωσε το δεξί της χέρι, βάζοντας το αριστερό στον ώμο του. Εκείνος έκλεισε στοργικά το πρώτο στο δικό του αριστερό κι αγκαλιάζοντας με τ’ αντίθετο τη μέση της την κατηύθυνε στα βήματα, θωρώντας την με λατρεία.
«Ποιά είναι αυτή που χορεύει με τον αφέντη Συμεών; Η γυναίκα του;» απόρησε μια κοπέλα που δεν διέκρινε καλά την Κατίνα.
«Ποιά γυναίκα του; Δε τη βλέπεις; Κοράσι είναι!» απάντησε η διπλανή μεσήλικη που έτυχε να ’ναι η μάνα της.
«Η κόρη του είναι!» ακούστηκε μια τρίτη, ηλικιωμένη.
«Η κόρη του;;; Και γιατί πήρε αυτή μαζί; Δεν έχει σύζυγο;» ξενίστηκε η πρώτη, που δεν ήξερε τι είχε συμβεί στο Σίμο.
«Αχ τον άμοιρο! Δεν έχει!» σχετλίασε η γριά. «Πέθανε απ’ τον πυρετό που πιάνει τσι λεχώνες...»
«Αλήθεια κυρά Φλωρή;» πρόφερε συγκλονισμένη η νέα.
«Αλήθεια κόρη μ’! Πιο αλήθεια δε γένεται... Αχ!» στέναξε. «Είκοσι χρονώ κοπέλα, σαν τα κρύα τα νερά... Την κλάψαμε ούλοι τότε... Κι η μάνα του η κόνα Φωφώ! Τέτοιο σπαραγμό δε ματαείδα...»
«Πότε έγινε αυτό κυρά;»
«Πάν’ δεκάξι χρόνοι θαρρώ... Δεν έχει άλλον στον κόσμο. Ούλη την αγάπη του σ’ ετούτο το παιδί την έδωκε. Αν δεν είχε ετούτη και τη μάνα του, πάει... θα ’χε αποθάνει» είπε.
«Ο Θεός να την αναπαύει!» προσευχήθηκε η νεότερη. «Μα συ που τα ξεύρεις αυτά κυρά;»
«Φίλη μου ’ναι η κόνα Φωφώ... Μαζί μεγαλώσαμε» αποκρίθηκε η Φλωρή κι η συνομιλήτριά της έγνεψε ότι κατάλαβε.
«Με μεγαλώνει αυτό το φόρεμα» σχολίασε η Κατίνα. «Λίγο πονηρό μυαλό να ’χει κανείς, θα νομίσει πως είμαστε αντρόγυνο...» γέλασε. Μα ο Σίμος δε φάνηκε να το εκλαμβάνει το ίδιο. Επιβράδυνε το βήμα του και στέριωσε το βλέμμα πάνω της, σχεδόν βουρκωμένος.
«Τι έπαθες πατερούλη μου;» θορυβήθηκε.
«Έτσι χόρευα τη μητέρα σου εκείνο το βράδυ, σαν ήμασταν νιόπαντροι...» εξήγησε βραχνός. «Κι εκεί, καθώς χορεύαμε, πλησίασε στ’ αυτί και μ' είπε το πιο ωραίο μυστικό...»
«Τι;» ψιθύρισε.
«Ότι περίμενε παιδί... Εσένα» ψέλλισε κι οι κόγχες των ματιών του νότισαν.
Δε μπορούσε πια να επικεντρωθεί στο χορό η Κατίνα. Η αποκάλυψη αυτή του πατέρα της είχε ως συνέπεια να γεμίσουν δάκρυα και τα δικά της μάτια.
«Πατέρα...» πρόφερε.
«Κορούλα μου...» μονολόγησε, σέρνοντας το δείχτη του στο δέρμα της. «Παιδί μου...»
«Μπαμπάκα μου!» έκλεισε στις χούφτες της το λαιμό του. Χωρίς να τη νοιάζει ποιός θα τη δει χώθηκε στην αγκαλιά του, κι ο Σίμος την έσφιξε γερά πάνω του.
«Όλα εντάξει» προσπάθησε να τον μερώσει. «Μην κλαις, σε παρακαλώ! Έχεις εμένα!»
«Ναι... Ναι κορίτσι μου... Έχω εσένα» παραδέχτηκε. «Είσαι η ομορφιά μου, το στολίδι μου, ο λόγος ύπαρξής μου... Σ’ αγαπώ όσο τίποτα άλλο σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο, να το ξεύρεις...»
«Πάμε σπίτι πατέρα» τον παρότρυνε- είχε συγκινηθεί τόσο, που το ανέμελο περιβάλλον τους φάνταζε ξένο, έως ανάρμοστο, στην ανθρώπινη στιγμή που ζούσαν.
«Έχεις δίκιο παιδί μου... Πάμε» επηύξησε, διότι κι η δική του φόρτιση δεν του επέτρεπε να ενσωματωθεί πλέον στο κλίμα. Κι αφήνοντας την πίστα κατευθύνθηκαν προς την έξοδο.
«Φεύγετε κιόλας;» απόρησε ο Κοσμάς.
«Ναι πρέπει... Είναι ολίγον άρρωστη η μητέρα μου και θέλει προσοχή» δικαιολογήθηκε ο Σίμος. «Σας ευχαριστούμε πολύ για τη φιλοξενία, ήταν όλα υπέροχα...»
«Και ημείς ευχαριστούμε που μας τιμήσατε με την παρουσία σας» ανταπέδωσε ο οικοδεσπότης. «Δεσποινίς Σεκέρογλου, χάρηκα πολύ που σας γνώρισα!» είπε στην Κατίνα.
«Παρομοίως κύριε Μπαξεβάνογλου» απάντησε.
«Στο καλό λοιπόν, κι ελπίζω να επαναϊδωθώμεν!» τους χαιρέτησε.
«Το ίδιο κι εγώ Κοσμά» είπε ο Σίμος. «Τις ευχές μας στη σύζυγό σου!»
«Θα τις μεταβιβάσω! Αντίο και καλή σας νύχτα!»
«Καληνύχτα σας!»
Σ’ όλο το δρόμο της επιστροφής, η Κατίνα είχε κολλήσει στο πλευρό του πατέρα της που κοίταζε πέρα ανέκφραστος. Ξεκόλλησε μόνο την ώρα που μπήκαν στην αυλή τους κι εκείνος χτύπησε τη θύρα του σπιτιού τους.
«Καλώς τους! Πως κι έτσι νωρίς;» τους προϋπάντησε η θεία της μα κανείς τους δεν απάντησε.
«Τι έχει ο κύρης σου;» ρώτησε την Κατίνα, προσέχοντας την κατήφεια του αδελφού της.
«Μεγάλη ιστορία» έγνεψε. «Θα σου πω...»
«Καλά» παραιτήθηκε η Μαρίτσα. «Ωραία περάσατε;»
«Ναι αρκετά καλά» βεβαίωσε.
«Να σε βάνω κατιτίς να φας;»
«Όχι ευχαριστώ, θεία, δεν πεινάω. Ίσως αργότερα...»
«Εντάξει, κόρη μου, ό τι θες» συμφώνησε.
Την ώρα που πήγαιναν για ύπνο, βρήκε την ευκαιρία να πλησιάσει ξανά το Σίμο, ο οποίος είχε στο μεταξύ απομονωθεί στην κρεβατοκάμαρά του.
«Πατέρα;» μισάνοιξε την πόρτα.
«Εσύ είσαι Κατινάκι; Έλα πέρνα μέσα» της επέτρεψε. Είχε φορέσει ήδη τις πιζάμες του κι ετοιμαζόταν να ξαπλώσει.
«Πατέρα... Αυτό που μ’ είπες... Σε θύμισα τη μάνα μου;»
«Δεν το ’νιωσες ακόμη;» χαμογέλασε πικρά.
«Όχι το ’νιωσα» είπε. « Μπαμπά μου... Χάρηκες πολύ...τότε...»
«Όσο πικράθηκα σαν την έχασα...» στέναξε κι η κοπέλα κούρνιασε στο πλάι του.
«Να σ’ αφήσω να κοιμηθείς τώρα» προετέθη ύστερα.
« Κάτσε λίγο ακόμα... Τη θέλω τη συντροφιά σου» την παρακάλεσε. Κάθισε ανάσκελα στο διπλό κρεβάτι που κάποτε ζέσταινε η πνοή της γυναίκας του κι έκανε χώρο στη μικρή δίπλα του.
«Όσοι χρόνοι κι αν αδιάβουν, δε θα ξεχάσω ποτέ ποιά ομόρφαινε τις μέρες και τις νύχτες μου» εξομολογήθηκε στην κόρη του θωπεύοντας τις μπούκλες της.
«Το νιώθω στο σφυγμό σου πατέρα» τον κοίταξε. «Να...ακούς; Τούτη τη στιγμή χτυπά πιο γλήγορα» είπε, αγγίζοντας με την παλάμη το στέρνο του.
«Κατινάκι μου! Μικρό μου γυναικάκι!» έπαιξε με τ’ όνομά της ο Σίμος[2].
Έμειναν ώρα πολλή οι δυο τους. Έπειτα η Κατίνα, συνειδητοποιώντας ότι εκείνος αποκοιμήθηκε, ξεγλίστρησε αθόρυβα να πάει κι αυτή στο κρεβάτι της. Μα πριν φύγει, στάθηκε λίγο και τον ατένισε. Έμοιαζε τόσο εύθραυστος αυτός ο ώριμος άντρας, σαν μικρό παιδί... Και σκύβοντας στην όψη του, άφησε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλό του, κάτι που δε θα τόλμαγε εύκολα στο φως της μέρας.
«Σ’ αγαπώ πολύ» ψιθύρισε. Και εξήλθε απ’ το δωμάτιο, κλείνοντας σιγά την πόρτα πίσω της.
[1] Αγαπητικιά, ερωμένη.
[2] Γιατί στα τούρκικα kadin= γυναίκα.
Λίνα Δώρου
Περίμεναν ν’ ακουστεί το «προς Ανατολάς», το σύνθημα που θα δόξαζε το στρατό και θα ’ταν, όπως πίστευαν, η αρχή του τέλους για την τουρκική κυριαρχία. Το ίδιο πίστευε κι ο Σίμος. Την Πρωτοχρονιά μάλιστα, σπάζοντας το ρόδι μπρος στην πόρτα τους, μαζί με τις συνήθεις ευχές για υγεία και προκοπή, είπε «όσα τα σπόρια του ροδιού, τόσες οι νίκες του στρατού». Η Μαρίτσα κι η Κατίνα είχαν κοιταχτεί ανήξερες, η κυρά Φωτεινή μουρμούρισε κάτι για ''παχουλές ιδέες'' και τα μικρά εγγόνια της, παραδομένα στην ανεμελιά τους, δεν κατάλαβαν καν τα λόγια του θείου τους.
«Μέχρι που θα πάει ο στρατός θείε Σίμο;» είχε ρωτήσει μόνο ο Σπύρος.
«Μέχρι όπου θέλει ο Θεός παιδί μου» αποκρίθηκε εκείνος και χάιδεψε το κεφάλι του. «Πιο μεγάλος να ’σουνα, Σπυράκη, και θα σου ’λεγα να πας μαζί τους...»
«Τι λες βρε Σίμο; Θ’ άφηνα ’γω το παιδί μου, να τρέχει ξοπίσω με το στρατό; Δεν έχει η Ελλάδα δικά της να τη βοηθήσουν;» αντέδρασε η Μαρίτσα.
«Κι εμείς Έλληνες είμαστε Μαρίτσα... Κι οφείλουμε να στηρίξομε τους στρατιώτες μας» επιχειρηματολόγησε ο αδελφός της.
«Τι να σε πω αδερφέ... Ξεύρεις καλύτερα μου φαίνεται» συγκατέβη. «Ευτυχώς ο γιόκας μου είναι μικρός και δεν τον νοιάζουν τέτοια πράματα» πρόσθεσε κοιτώντας τρυφερά το Σπύρο.
«Είδαμε και το ’14...» μουρμούρισε η κυρά- Φωτεινή.
«Άλλο αυτό μάνα! Μη τα συγχέεις» τη διόρθωσε ο Σίμος. «Εκεί ήταν πόλεμος, στον οποίο η Ελλάδα δεν ήθελε αρχικά να εμπλακεί. Τώρα όμως είναι οι ίδιοι που άνοιξαν μέτωπο, για να ελευθερώσουν τα χώματά μας. Τώρα τρέμουν εμάς οι Τούρκοι, όχι εμείς αυτούς...»
Ο Σίμος συνέχιζε να μιλάει, κι η φωνή του κυμάτιζε από πατριωτική έξαψη. Η Κατίνα απ' την άλλη στεκόταν σιωπηλή, αδιάφορη σχεδόν στα ιδεολογικά μανιφέστα του πατέρα της. Είχε άλλες έγνοιες να την τυραννούν. Κι όσο πήγαινε γινόντουσαν μεγαλύτερες...
Ο καιρός προχωρούσε κι ο Μανώλης μπλεκόταν ολοένα πιο βαθιά στο αίσθημά του για κείνη. Τώρα πια δεν περιοριζόταν στο να τη βλέπει τυχαία. Δειλά στην αρχή, κι ύστερα πιο τεταμένα, επεδίωκε να βρεθεί στο δρόμο της την ώρα που γύριζε απ' το Παρθεναγωγείο, όταν ο χειμωνιάτικος ήλιος έκανε γερά την εμφάνισή του, διώχνοντας τα νέφη που συγκεντρώνονταν πολλάκις απειλητικά. Ακόμα και τότε, μες στη σχολική ποδιά, τού φαινόταν πανέμορφη και κινδύνευε να καρφωθεί, ενώ τα μάτια του στρέφονταν ανυπόμονα στο σημείο όπου ξεπρόβαλλε- τόση ήταν η λαχτάρα του. Την πρώτη φορά η Κατίνα νόμισε πως βρέθηκε εκεί τυχαία, εφόσον όμως συνέβη δεύτερη και τρίτη, άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται πως επίτηδες ερχόταν την ίδια ώρα στον ίδιο τόπο. Ταράχτηκε τότε και σκέφτηκε να τον επιπλήξει, μα σαν αντίκριζε το βλέμμα του οι αντιρρήσεις κάμπτονταν. Άλλωστε, παραδέχτηκε μέσα της πως της άρεσε, κι ας ήταν κίνδυνος να υποπτευθούν κάτι οι συμμαθήτριες ή κάποιος καθηγητής της. Φτάνει που έπαιρνε το ρίσκο. Κι ανταποδίδοντας την τόλμη του, άφηνε τα μάτια της ν’ ατενίζουν θαρρετά τα δικά του και το κορμί της να ριγά στη θέα του, αφού ήταν ο μόνος τρόπος να κατευνάζει λίγο τη φωτιά που έτρωγε τα σωθικά της...
Εκείνο το καιρό στην πρώτη της κοσμική εκδήλωση, η Κατίνα γνώρισε το άτομο που παρά λίγο να σημαδέψει τη ζωή της. Ήταν μεσημέρι Παρασκευής την ώρα του γεύματος, όταν ο πατέρας της, αφήνοντας το πιρούνι στο πιάτο του, έδειξε ότι είχε κάτι σημαντικό να τους πει:
«Το Σάββατο ο φίλος μου ο Κοσμάς ο Μπαξεβάνογλου έχει βεγγέρα... Κι έλεγα να πάγω» ανακοίνωσε.
«Ναι Σίμο μου να πας»-συμφώνησε η Μαρίτσα-«αφού τον ξέρεις τον άνθρωπο...»
«Μόνο που πρέπει να με συνοδέψει μια γυναίκα» διευκρίνισε. Η κυρά- Φωτεινή με την κόρη και τη μεγάλη εγγονή της άφησαν για λίγο το δικό τους κι έστρεψαν την προσοχή τους στον ίδιο.
«Μένα μη με υπολογίζεις γιε μου... Είμαι πολύ γριά» ξεκαθάρισε η μάνα του.
«Ούτε εγώ Σίμο... Πως θα μπορούσα άλλωστε, χήρα γυναίκα;» αρνήθηκε με τη σειρά της η Μαρίτσα. Επικράτησαν δυο λεπτά σιωπής.
«Κατίνα;» αποτάθηκε στη θυγατέρα του ενώ όλοι είχαν επιστρέψει στο φαΐ τους, μα εκείνη δεν πρόσεξε.
«Κατίνα μου σ' εσένα μιλιεί ο πατέρας σου» τη σκούντησε η θεία της.
«Τι είναι πατέρα;» ρώτησε το Σίμο.
«Λέω, μήπως θες εσύ να με συνοδέψεις στο χορό... Δεν έμεινε και καμιάν άλλη άλλωστε...»
«Εγώ;» έκανε έκπληκτη.
«Εσύ ναι! Γιατί τι έχεις;»
«Μικρή είμαι, πατέρα...»
«Έλα Κατινιώ μου» προσπάθησε η Μαρίτσα να άρει το δισταγμό της ανιψιάς της. «Ωραία θα ’ναι... Θα γνωρίσεις κόσμο, υψηλή κοινωνία...»
«Μα δε με νοιάζει αυτό» αντιστάθηκε αδύναμα.
«Τουλάχιστον να μην είναι μόνος ο κύρης σου» παρενέβη κι η γιαγιά.
«Ασ’ την, μάνα, δεν πειράζει... Θα πάγω μόνος μου» αποφάνθηκε δήθεν ψιλοαπογοητευμένος ο Σίμος, στην ουσία όμως χρησιμοποιούσε το τελευταίο του όπλο.
«Όχι μπαμπά δεν είναι ανάγκη» πρόφτασε. «Θα ’ρθω μαζί σου, εντάξει;»
«Κοπελούδα μου! Το ’ξευρα ότι δε θα μ' άφηνες» εκφώνησε ικανοποιημένος, πιάνοντας τον καρπό της κι εκείνη χαμογέλασε αχνά.
Το επόμενο πρωί, αφού πήρε το πρωινό της, μπήκε να κάνει μπάνιο. Η Εμινέ είχε ήδη γεμίσει την μπανιέρα με ζεστό νερό, που την προκαλούσε να βυθιστεί μέσα του. Γδυτή λοιπόν αφέθηκε ν' απολαύσει την αίσθηση. Έλουσε μόνη τα πλούσια καστανά μαλλιά της κι άπλωσε σ’ όλη την επιδερμίδα της το σαπούνι, να μοσχοβολάει καθαριότητα. Μόλις τέλειωσε, βγήκε με προσοχή και τύλιξε το σώμα της με τη λευκή μαλακή πετσέτα, στεγνώνοντας κάθε πιθαμή του. Πριν βγει να πάει στην κάμαρη, στάθηκε μπροστά στον ολόσωμο, μακρόστενο καθρέφτη που βρισκόταν στο λουτρό. Στήριξε την πετσέτα στους ώμους της και πήρε να ερευνά το γυμνό είδωλό της. Οι αλλαγές της εφηβείας είχαν προχωρήσει πάρα πολύ, μεταπλάθοντας το σώμα της σε γυναικείο. Τα δυο της στήθια, σφριγηλά σαν ώριμα μήλα, ξεχώριζαν αυτονομημένα απ’ το θώρακά της και χοροπήδησε ελαφρά στις μύτες των ποδιών για να τα νιώσει να αναπηδούν. Πιο κάτω, η καλοσχηματισμένη μέση της έδενε με τα στενά, σμιλευμένα γοφιά της, που κατέληγαν σε δύο μακριά καλλίγραμμα πόδια. Κι ανάμεσά τους η ήβη, κρυμμένη, της θύμιζε το χρέος του φύλου της κι η θέα της τη φούντωνε πιο πολύ κι απ’ το πνιγμένο στους υδρατμούς δωμάτιο...
«Άντε γκιουζελίμ! Αργείς;» την επανέφερε η φωνή της Εμινέ. «Εεεε... Τ- τέλειωσα» τραύλισε και μαζεύοντας την πετσέτα που ’χε εν τω μεταξύ γλιστρήσει στο πάτωμα βγήκε απ' το λουτρό, χαρίζοντας στην Τουρκάλα ένα αμήχανο μειδίαμα.
Στις οχτώ ακριβώς ήταν έτοιμη. Φορούσε ένα επίσημο τουρκουάζ φουστάνι με μακριά μανίκια και σχέδιο με δαντέλα ραμμένο στο μπούστο, της μάνας της, το οποίο η νενέ της έφερε στα μέτρα της. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα ψηλά σε στρογγυλό κότσο κι απ’ τα πτερύγια των αυτιών της κρέμονταν δυο αστραφτερά ασημένια σκουλαρίκια. Τόνισε τα χείλη και τα μάγουλα με λίγο κοκκινάδι κι ύστερα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, ενώ το μυαλό της κυρίευαν ανάμεικτα συναισθήματα. Πρώτη φορά ντυνόταν έτσι, μα δεν μπορούσε να πει πως τ’ όλο σύνολο την ξένιζε.
«Πωπω! Ποιά είναι αυτή καλέ;» απόρησε τάχα μου η Μαρίτσα μόλις βγήκε απ’ το δωμάτιό της. Την έπιασε απ’ τα μπράτσα της και την παρατηρούσε έκθαμβη, προτρέποντάς την να στρίψει γύρω απ’ τον άξονά της για να την περιεργαστεί καλύτερα.
«Να σε δω... Κατινάκι μου! Εσύ τζιέρι μου...γίνηκες γυναίκα! Πωπω!» αναφώνησε.
«Θεία!..»
«Άσ’ τσι μετριοφροσύνες! Είσαι έμορφη» την έκοψε. «Πρέπει να σε διεί ο πατέρας σου... Σίμο!» φώναξε, παίρνοντάς την απ' το χέρι.
«Κόρη είσαι έτοιμη;» εμφανίστηκε την ίδια στιγμή εκείνος στη βάση της σκάλας σιάζοντας τη γραβάτα του. Και καθώς ανέβλεψε προς το μέρος τους, μια έκφραση ανυπόκριτου θαυμασμού πλήρωσε το πρόσωπό του.
«Κατινάκι! Έλα μάτια μου, έλα σιμά» κάλεσε την κοπέλα, που υπάκουσε κρατώντας χαμηλά το βλέμμα.
«Τι έμορφη που γίνηκες! Σωστή κυρία» την καμάρωσε, σφραγίζοντας μ' ένα πατρικό φιλί το μέτωπό της.
«Φχαριστώ πατέρα» επανέλαβε.
«Πρόσεξε μη γελαστεί κανένας Σίμο, και τη νομίσει γιαβουκλού[1] σου!» έσκωψε η Μαρίτσα.
«Ανοησίες!» αποδοκίμασε εκείνος. «Πάμε κόρη;»
«Πάμε» συμφώνησε.
«Στο καλό! Να προσέχετε!» τους ξεπροβόδισε η θεία της.
Το σπίτι των Μπαξεβάνογλου απείχε περίπου ένα τέταρτο με τα πόδια κι η Κατίνα ένιωθε τα δικά της ν’ αγκομαχούν μες στα χαμηλά γοβάκια. Παρ' όλα αυτά, μόλις πέρασαν την εξώθυρα, το θέαμα με το οποίο ήρθε αντιμέτωπη την έκανε να ξεχάσει οτιδήποτε άλλο. Ήταν ένα πλουσιόσπιτο, μια έπαυλη, δέκα φορές πιο πολυτελές κι απ' το δικό τους αρχοντικό. Στη μέση του φροντισμένου κήπου με τα κάθε λογής δέντρα και καλλωπιστικά φυτά, δέσποζε ένα μαρμάρινο σιντριβάνι, που έστελνε ψηλά πίδακες νερού και μαζί με τ' αναμμένα ήδη φανάρια δημιουργούσαν ένα ειδυλλιακό σκηνικό. Δεν ήταν βέβαια στις δόξες της η χλωρίδα του, καθ’ ότι Μάρτιος, αλλ’ η Κατίνα προέβλεψε ότι η άνοιξη που έμπαινε σίγουρα θ’ ανανέωνε το θάλλος της, κάνοντας το χώρο ακόμα πιο γοητευτικό.
Πατέρας και κόρη, πιασμένοι σ’ ένα χαλαρό αγκαζέ, εισήλθαν στο μέρος που θα δινόταν η δεξίωση, ένα υπερμέγεθες σαλόνι με ακριβά έπιπλα: καναπέδες με βελούδινη επένδυση, ξυλόγλυπτα τραπέζια που τα στόλιζαν γυάλινα βάζα και κηροπήγια, πίνακες και κάδρα σκορπισμένα παντού στους ψηλούς τοίχους· στη μία άκρη το πιάνο με την ουρά κρατούσε συντροφιά στο επιδαπέδιο εκκρεμές- θα ήταν φιλόμουσοι οι άνθρωποι, σκέφτηκε η κοπέλα...
«Ωωω καλησπέρα!» τους προσέγγισε ένας παχουλός άντρας με ψαρά μαλλιά γύρω απ’ τη φαλάκρα του, για τον οποίο η Κατίνα υπέθεσε ότι ήταν ο οικοδεσπότης.
«Καλησπέρα Κοσμά» είπε ο Σίμος κι αντάλλαξαν μια χειραψία.
«Φίλτατε Σίμο τι τιμή να σ’ έχωμεν απόψε μαζί μας, εις το γενέθλιον της γυναικός μου!» τον κολάκεψε.
«Η τιμή είναι όλη δική μου» αποκρίθηκε. Ύστερα στράφηκε στο κορίτσι:
«Κατίνα μου να σου συστήσω: από δω ο κύριος Κοσμάς Μπαξεβάνογλου, παλιός καλός φίλος κι επιχειρηματίας στη Σμύρνη. Κοσμά, η θυγατέρα μου η Αικατερίνη...Η μονάκριβή μου!»
«Χαίρω πολύ κύριε Μπαξεβάνογλου» υποκλίθηκε επιστρατεύοντας όλους τους καλούς της τρόπους κι έτεινε το χέρι.
«Γοητευμένος δεσποινίς μου» έκανε εκείνος το κομπλιμέντο του, δίδοντάς της το πρέπον χειροφίλημα. «Παρομοίως! Κι απ' ό, τι βλέπω, λίαν ομοιάζετε εις την αείμνηστον μητέρα σας...»
Μεσολάβησαν μερικά σιωπηλά δευτερόλεπτα. «Ευχαριστώ πολύ για τη φιλοφρόνηση κύριε» επενέβη η Κατίνα. «Μα ο πατέρας μου θα προτιμούσε να μη μιλάμε γι’ αυτά» πρόσθεσε, έχοντας δει τη μελαγχολία που κατέλαβε αίφνης το Σίμο στα λόγια του.
«Εντάξει παιδί μου... Δε θα επεκταθώ περαιτέρω, ίνα μη λυπήσω τον αγαπητό σου πατέρα» συνέχισε ο Κοσμάς στο ίδιο ύφος. Εκείνη τη στιγμή τούς πλησίασε μια γυναίκα, αρκετά μικρότερη απ' τον Κοσμά, μ’ ένα μπεζ σατέν φόρεμα κι ένα κολιέ μαργαριτάρια στο λαιμό, αρχοντική, αγέρωχη, που ’κανε ευθύς την Κατίνα να αισθανθεί ταπεινή μπροστά της.
«Ω μα να κι η σεβαστή μου σύζυγος!» ανακοίνωσε ο Κοσμάς και βάζοντας το χέρι του στη μέση της την έφερε πιο κοντά τους. «Μέρα δεν πέρασε από πάνω σου» της είπε δήθεν εκμυστηρευτικά, όμως αρκετά δυνατά για να τον ακούνε οι άλλοι δύο.
«Υπερβολές » τίναξε τον καρπό η γυναίκα κι ύστερα βγάζοντας το γάντι της έδωσε το χέρι στο Σίμο.
«Χρόνια πολλά Ιφιγένεια» μιμήθηκε εκείνος την κίνηση του φίλου του προς την κόρη του. «Να σε χαιρόμαστε! Πάντα καλά να είστε!»
«Επίσης Σίμο» αντευχήθηκε. Το βλέμμα της έπεσε με περιέργεια στην Κατίνα.
«Η δεσποινίς;» ρώτησε.
«Είμαι η κόρη του. Αικατερίνη Σεκέρογλου, χάρηκα» είπε, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει το υποκοριστικό της.
«Ιφιγένεια Μπαξεβάνογλου. Επίσης παιδί μου» έσφιξε την παλάμη της. «Πόσων ετών είσαι;»
«Δεκάξι κυρία, τα κλείνω σε λίγες μέρες»
«Α, μικρή! Πας σχολείο;»
«Ναι, είμαι στο Παρθεναγωγείο...»
«Μπράβο γλυκιά μου, καλή πρόοδο! Έχω κι εγώ μια κόρη μεγαλύτερή σου» κατέληξε η Ιφιγένεια κι η Κατίνα την ευχαρίστησε.
«Περάστε εις την σάλαν» πρότεινε ο Κοσμάς μετά τις συστάσεις. Πάνω στα πλουμιστά χαλιά πολλοί ευγενείς κύριοι και κυρίες συζητούσαν εύθυμα, κι ο Σίμος δεν παρέλειπε να χαιρετάει όποιον είχε γνωστό. Ένα μακρόστενο τραπέζι, ντυμένο με λευκό τραπεζομάντιλο, φιλοξενούσε τον μπουφέ, απαρτισμένο από χίλια δυο καλούδια που έκαναν το στομάχι της Κατίνας να γουργουρίζει υπόκωφα και μόνο στη θέα τους.
«Επιτρέψτε μου να σας γνωρίσω και τα λοιπά μέλη της οικογενείας, όσα παρευρίσκονται» προθυμοποιήθηκε ο Κοσμάς. «Η θυγατέρα μου η Νιόβη-» έδειξε μια νεαρή κοπέλα που υποκλίθηκε ελαφρά μπροστά τους, προφανώς εκείνη στην οποία είχε αναφερθεί η Ιφιγένεια
«-κι ο υιός μου ο Ανδρέας!» συμπλήρωσε, ακουμπώντας στην πλάτη έναν νεαρό. Εκείνος γύρισε, κι όπως γύρισε, το βλέμμα του κάρφωσε ευθύς την Κατίνα που έσκυψε το δικό της, έχοντας προλάβει ωστόσο να τον εντυπώσει άριστα. Ψηλός, καταμελάχρινος, με γένια πυκνά που κάλυπταν τις παρειές του, σχηματίζοντας μουστάκι μεταξύ μύτης και στόματος και μια τόση δα τριγωνική γενειάδα στο πιγούνι του. Έπρεπε να ’τανε κοντά στα είκοσι πέντε, σίγουρα πάντως μεγαλύτερος απ’ το Μανώλη. Η όλη θωριά του εξέπεμπε μια ωραιοπάθεια- σίγουρα θα ’χε πολλές κατακτήσεις στον κύκλο του...
«Ποιά είναι η μικρή;» ρώτησε τον πατέρα του, αφού χαιρέτησε το Σίμο, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
«Ανδρέα μη γίνεσαι αγενής... Είναι η κόρη του Σίμου, η Αικατερίνη» τον επιτίμησε διακριτικά η μητέρα του συστήνοντάς την.
«Χαίρομαι» δήλωσε ξερά ο Αντρέας.
«Κι εγώ» μουρμούρισε βεβιασμένα η Κατίνα. Δεν της άρεσε ο τρόπος του. Είχε κάτι το απαξιωτικό και ειρωνικό, μ’ αποτέλεσμα η καλή της διάθεση προς στιγμήν να εξανεμιστεί. Το κλίμα ήταν φορτισμένο κι οι γονείς το αντιλήφθηκαν.
«Συγγνώμη» μίλησε η Ιφιγένεια και πήρε παράμερα το γιο της.
«Αντρέα μου τι κάμεις; Γιατί είσαι ψυχρός μαζί της;» τον ρώτησε έντονα.
«Άσε με μπρε μάνα!» αντέδρασε. «Με μωρά θ’ ασχολούμαι;»
«Πρώτον δεν είναι μωρό... Δεκάξι χρονών κοπέλα είναι» τον αντέκρουσε ψύχραιμα.
«Για μένα μωρό είναι» επέμεινε εκείνος.
«Και δεύτερον... Είναι κόρη του Σίμου, του φίλου μας» εξακολούθησε απτόητη. «Αρχοντοπούλα, μορφωμένη, όλα τα καλά...»
«Αν μου την προξενεύεις...» τσίνησε ο Αντρέας.
«Δεν είπα αυτό γιε μου» έσπευσε να προλάβει την παρεξήγηση. «Απλά μην είσαι έτσι!»
«Καλά» υποχώρησε κι εισέπραξε την επιβράβευση της Ιφιγένειας.
«Συγγνώμη για πριν» απολογήθηκε κινούμενος εκ νέου προς το μέρος τους. «Φέρθηκα όντως αγενώς...»
«Μην άγχεσαι γιε μου, συν τω χρόνω κατακτάται η ευγένεια» τον καθησύχασε ο Κοσμάς αστειευόμενος.
«Όχι πατέρα. Δεν έπρεπε να φερθώ έτσι, ιδίως μπροστά στο κορίτσι» απώθησε τα ελαφρυντικά του κοιτώντας την.
«Δεν πειράζει» έκανε δύσπιστα η Κατίνα. «Σας συγχωρώ»
«Χαίρομαι» ξανάπε ο Αντρέας, αν και τώρα έδειχνε πιο ειλικρινής. «Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό» -η Ιφιγένεια μόρφασε.
«Εντάξει» συμφώνησε.
«Λοιπόν... Απ’ όσο με πληροφόρησε η μητέρα μου, υποθέτω ότι πρέπει να πηγαίνεις στο γυμνάσιο...»
«Ναι» ένευσε. «Εσύ;»
«Εργάζομαι στις επιχειρήσεις του πατέρα μου» υπέλαβε.
«Α... Δεν πολεμάς με το στρατό;»
«Αν με καλέσουν, θα πάω οπωσδήποτε. Όμως προς ώρας, σειρά έχει το επάγγελμα»
«Φυσικά και προέχει! Μα δε θ’ αφήσω τον υιό μου να γίνει λιποτάκτης! Άλλωστε είμεθα ένθερμοι πατριώται» πετάχτηκε ο Κοσμάς.
«Ακριβώς» συγκατένευσε ο Σίμος.
«Λαμπρά!» χτύπησε ενθουσιώδης τα χέρια του. «Νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να εκκινήσει ο χορός, τι λέτε κι εσείς;»
«Εσύ ό, τι πεις» παραμέρισε η Ιφιγένεια.
«Λέω λοιπόν πως ήλθε!» αποφάνθηκε κι έκανε νόημα στους μουσικούς να συγκεντρωθούν. Τα ’χαν σχεδιάσει όλα στην εντέλεια, να ταιριάζουν με τον πλούτο και την κοινωνική τους επιφάνεια. Η μέριμνα αυτή περιελάμβανε και τη ζωντανή ολιγομελή ορχήστρα που παίρνοντας θέση πλάι στο πιάνο ξεκίνησε να παίζει ευρωπαϊκές χορευτικές μελωδίες, τις τόσο προσφιλείς στ’ αστικά σμυρναίικα σαλόνια.
«Χορεύουμε;» πρότεινε ο Κοσμάς στη γυναίκα του και πήραν να στροβιλίζονται μαζί στην πίστα, ενώ το βιολί έπαιζε ένα ανάλαφρο βαλς.
«Θα χορέψεις μαζί μου Κατινιώ μου;» πρότεινε κι ο Σίμος στην κόρη του.
«Εννοείται!» δέχτηκε και του ’δωσε το δεξί της χέρι, βάζοντας το αριστερό στον ώμο του. Εκείνος έκλεισε στοργικά το πρώτο στο δικό του αριστερό κι αγκαλιάζοντας με τ’ αντίθετο τη μέση της την κατηύθυνε στα βήματα, θωρώντας την με λατρεία.
«Ποιά είναι αυτή που χορεύει με τον αφέντη Συμεών; Η γυναίκα του;» απόρησε μια κοπέλα που δεν διέκρινε καλά την Κατίνα.
«Ποιά γυναίκα του; Δε τη βλέπεις; Κοράσι είναι!» απάντησε η διπλανή μεσήλικη που έτυχε να ’ναι η μάνα της.
«Η κόρη του είναι!» ακούστηκε μια τρίτη, ηλικιωμένη.
«Η κόρη του;;; Και γιατί πήρε αυτή μαζί; Δεν έχει σύζυγο;» ξενίστηκε η πρώτη, που δεν ήξερε τι είχε συμβεί στο Σίμο.
«Αχ τον άμοιρο! Δεν έχει!» σχετλίασε η γριά. «Πέθανε απ’ τον πυρετό που πιάνει τσι λεχώνες...»
«Αλήθεια κυρά Φλωρή;» πρόφερε συγκλονισμένη η νέα.
«Αλήθεια κόρη μ’! Πιο αλήθεια δε γένεται... Αχ!» στέναξε. «Είκοσι χρονώ κοπέλα, σαν τα κρύα τα νερά... Την κλάψαμε ούλοι τότε... Κι η μάνα του η κόνα Φωφώ! Τέτοιο σπαραγμό δε ματαείδα...»
«Πότε έγινε αυτό κυρά;»
«Πάν’ δεκάξι χρόνοι θαρρώ... Δεν έχει άλλον στον κόσμο. Ούλη την αγάπη του σ’ ετούτο το παιδί την έδωκε. Αν δεν είχε ετούτη και τη μάνα του, πάει... θα ’χε αποθάνει» είπε.
«Ο Θεός να την αναπαύει!» προσευχήθηκε η νεότερη. «Μα συ που τα ξεύρεις αυτά κυρά;»
«Φίλη μου ’ναι η κόνα Φωφώ... Μαζί μεγαλώσαμε» αποκρίθηκε η Φλωρή κι η συνομιλήτριά της έγνεψε ότι κατάλαβε.
«Με μεγαλώνει αυτό το φόρεμα» σχολίασε η Κατίνα. «Λίγο πονηρό μυαλό να ’χει κανείς, θα νομίσει πως είμαστε αντρόγυνο...» γέλασε. Μα ο Σίμος δε φάνηκε να το εκλαμβάνει το ίδιο. Επιβράδυνε το βήμα του και στέριωσε το βλέμμα πάνω της, σχεδόν βουρκωμένος.
«Τι έπαθες πατερούλη μου;» θορυβήθηκε.
«Έτσι χόρευα τη μητέρα σου εκείνο το βράδυ, σαν ήμασταν νιόπαντροι...» εξήγησε βραχνός. «Κι εκεί, καθώς χορεύαμε, πλησίασε στ’ αυτί και μ' είπε το πιο ωραίο μυστικό...»
«Τι;» ψιθύρισε.
«Ότι περίμενε παιδί... Εσένα» ψέλλισε κι οι κόγχες των ματιών του νότισαν.
Δε μπορούσε πια να επικεντρωθεί στο χορό η Κατίνα. Η αποκάλυψη αυτή του πατέρα της είχε ως συνέπεια να γεμίσουν δάκρυα και τα δικά της μάτια.
«Πατέρα...» πρόφερε.
«Κορούλα μου...» μονολόγησε, σέρνοντας το δείχτη του στο δέρμα της. «Παιδί μου...»
«Μπαμπάκα μου!» έκλεισε στις χούφτες της το λαιμό του. Χωρίς να τη νοιάζει ποιός θα τη δει χώθηκε στην αγκαλιά του, κι ο Σίμος την έσφιξε γερά πάνω του.
«Όλα εντάξει» προσπάθησε να τον μερώσει. «Μην κλαις, σε παρακαλώ! Έχεις εμένα!»
«Ναι... Ναι κορίτσι μου... Έχω εσένα» παραδέχτηκε. «Είσαι η ομορφιά μου, το στολίδι μου, ο λόγος ύπαρξής μου... Σ’ αγαπώ όσο τίποτα άλλο σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο, να το ξεύρεις...»
«Πάμε σπίτι πατέρα» τον παρότρυνε- είχε συγκινηθεί τόσο, που το ανέμελο περιβάλλον τους φάνταζε ξένο, έως ανάρμοστο, στην ανθρώπινη στιγμή που ζούσαν.
«Έχεις δίκιο παιδί μου... Πάμε» επηύξησε, διότι κι η δική του φόρτιση δεν του επέτρεπε να ενσωματωθεί πλέον στο κλίμα. Κι αφήνοντας την πίστα κατευθύνθηκαν προς την έξοδο.
«Φεύγετε κιόλας;» απόρησε ο Κοσμάς.
«Ναι πρέπει... Είναι ολίγον άρρωστη η μητέρα μου και θέλει προσοχή» δικαιολογήθηκε ο Σίμος. «Σας ευχαριστούμε πολύ για τη φιλοξενία, ήταν όλα υπέροχα...»
«Και ημείς ευχαριστούμε που μας τιμήσατε με την παρουσία σας» ανταπέδωσε ο οικοδεσπότης. «Δεσποινίς Σεκέρογλου, χάρηκα πολύ που σας γνώρισα!» είπε στην Κατίνα.
«Παρομοίως κύριε Μπαξεβάνογλου» απάντησε.
«Στο καλό λοιπόν, κι ελπίζω να επαναϊδωθώμεν!» τους χαιρέτησε.
«Το ίδιο κι εγώ Κοσμά» είπε ο Σίμος. «Τις ευχές μας στη σύζυγό σου!»
«Θα τις μεταβιβάσω! Αντίο και καλή σας νύχτα!»
«Καληνύχτα σας!»
Σ’ όλο το δρόμο της επιστροφής, η Κατίνα είχε κολλήσει στο πλευρό του πατέρα της που κοίταζε πέρα ανέκφραστος. Ξεκόλλησε μόνο την ώρα που μπήκαν στην αυλή τους κι εκείνος χτύπησε τη θύρα του σπιτιού τους.
«Καλώς τους! Πως κι έτσι νωρίς;» τους προϋπάντησε η θεία της μα κανείς τους δεν απάντησε.
«Τι έχει ο κύρης σου;» ρώτησε την Κατίνα, προσέχοντας την κατήφεια του αδελφού της.
«Μεγάλη ιστορία» έγνεψε. «Θα σου πω...»
«Καλά» παραιτήθηκε η Μαρίτσα. «Ωραία περάσατε;»
«Ναι αρκετά καλά» βεβαίωσε.
«Να σε βάνω κατιτίς να φας;»
«Όχι ευχαριστώ, θεία, δεν πεινάω. Ίσως αργότερα...»
«Εντάξει, κόρη μου, ό τι θες» συμφώνησε.
Την ώρα που πήγαιναν για ύπνο, βρήκε την ευκαιρία να πλησιάσει ξανά το Σίμο, ο οποίος είχε στο μεταξύ απομονωθεί στην κρεβατοκάμαρά του.
«Πατέρα;» μισάνοιξε την πόρτα.
«Εσύ είσαι Κατινάκι; Έλα πέρνα μέσα» της επέτρεψε. Είχε φορέσει ήδη τις πιζάμες του κι ετοιμαζόταν να ξαπλώσει.
«Πατέρα... Αυτό που μ’ είπες... Σε θύμισα τη μάνα μου;»
«Δεν το ’νιωσες ακόμη;» χαμογέλασε πικρά.
«Όχι το ’νιωσα» είπε. « Μπαμπά μου... Χάρηκες πολύ...τότε...»
«Όσο πικράθηκα σαν την έχασα...» στέναξε κι η κοπέλα κούρνιασε στο πλάι του.
«Να σ’ αφήσω να κοιμηθείς τώρα» προετέθη ύστερα.
« Κάτσε λίγο ακόμα... Τη θέλω τη συντροφιά σου» την παρακάλεσε. Κάθισε ανάσκελα στο διπλό κρεβάτι που κάποτε ζέσταινε η πνοή της γυναίκας του κι έκανε χώρο στη μικρή δίπλα του.
«Όσοι χρόνοι κι αν αδιάβουν, δε θα ξεχάσω ποτέ ποιά ομόρφαινε τις μέρες και τις νύχτες μου» εξομολογήθηκε στην κόρη του θωπεύοντας τις μπούκλες της.
«Το νιώθω στο σφυγμό σου πατέρα» τον κοίταξε. «Να...ακούς; Τούτη τη στιγμή χτυπά πιο γλήγορα» είπε, αγγίζοντας με την παλάμη το στέρνο του.
«Κατινάκι μου! Μικρό μου γυναικάκι!» έπαιξε με τ’ όνομά της ο Σίμος[2].
Έμειναν ώρα πολλή οι δυο τους. Έπειτα η Κατίνα, συνειδητοποιώντας ότι εκείνος αποκοιμήθηκε, ξεγλίστρησε αθόρυβα να πάει κι αυτή στο κρεβάτι της. Μα πριν φύγει, στάθηκε λίγο και τον ατένισε. Έμοιαζε τόσο εύθραυστος αυτός ο ώριμος άντρας, σαν μικρό παιδί... Και σκύβοντας στην όψη του, άφησε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλό του, κάτι που δε θα τόλμαγε εύκολα στο φως της μέρας.
«Σ’ αγαπώ πολύ» ψιθύρισε. Και εξήλθε απ’ το δωμάτιο, κλείνοντας σιγά την πόρτα πίσω της.
[1] Αγαπητικιά, ερωμένη.
[2] Γιατί στα τούρκικα kadin= γυναίκα.
Λίνα Δώρου