«Χρυσούλα, βρε Χρυσούλα, δε μ' ακούς;»
Ο Αντώνης Γιαννακόπουλος "εμπλούτισε" τη
φωνή του με επίπλαστη αγωνία. Η κοπέλα στράφηκε προς την κατεύθυνση από την
οποία ερχόταν η φωνή που στην αρχή δεν αναγνώρισε. Όταν όμως συνειδητοποίησε σε
ποιον ανήκε δεν ενθουσιάστηκε κιόλας. Από την άλλη όμως, έτσι θλιμμένη όπως
ήταν, ένα γνωστό πρόσωπο δε θα της έκανε κακό.
«Δε σε κατάλαβα» του απάντησε υποτονικά. Ο
Γιαννακόπουλος καμώθηκε τον απορημένο.
«Τι γυρεύει εδώ ένα κορίτσι της ηλικίας σου; Είναι
πολύ επικίνδυνο να βρίσκεσαι εδώ μόνη σου!» Η κοπέλα έβαλε τα κλάματα σκεπάζοντας
το πρόσωπό της με τα δυο της χέρια. «Μίλα μου Χρυσούλα, για όνομα του Θεού μίλα
μου! Τι σου συμβαίνει; Μου βάζεις έγνοια!» συνέχισε απτόητα ο Γιαννακόπουλος.
Χωρίς να το καταλάβει οι λέξεις
ξεχύθηκαν από μόνες τους σαν ορμητικός χείμαρρος. Ο άνδρας άκουγε αυτά που στην
πραγματικότητα γνώριζε έτσι κι αλλιώς. Η οικογένεια Πολίτη είχε γίνει ένα με το
χώμα. Μπροστά στη μικρή παρίστανε ωστόσο τον ανίδεο και σοκαρισμένο. Είχε τον
σκοπό του αυτός...
«Κοριτσάκι μου ό,τι και να σου πω
είναι ανώφελο τώρα. Το μόνο που μπορώ όμως να κάνω με σιγουριά είναι να σε
προστατεύσω από δω και στο εξής. Πολύ φοβάμαι πως αν οι Γερμανοί μάθουν για την
ύπαρξη σου θα σε γυρέψουν. Έλα μαζί μου προς το παρόν. Θα πάμε στο αρχοντικό
μου. Εκεί θα σε περιποιηθεί η αδελφή μου η Βασιλική. Τώρα που σε παρατηρώ
καλύτερα... Τι ρούχα είναι αυτά που φοράς; Πού τα βρήκες;»
Η Χρυσούλα πήγε κάτι να ψελλίσει, μα το μετάνιωσε
αμέσως. Δεν ήθελε να του μιλήσει για τον βιασμό της, δε θεωρούσε τον Αντώνη
δικό της άνθρωπο. Ο άνδρας πανούργος όπως ήταν συμπέρανε πως η Χρυσούλα κάτι
πήγαινε να του κρύψει. Όπως ήταν λογικό ο νους του πήγε κατευθείαν στον βιασμό.
Έπρεπε να είναι προσεκτικός, δεν ήθελε να προδοθεί. Ω ναι, θα κατάφερνε να
κάνει αυτό το πλάσμα να τον ερωτευτεί! Λες κι ο έρωτας και το πάθος ήταν
καλομελετημένες κινήσεις μιας σκακιέρας! "Αυθόρμητα" την πήρε στην
αγκαλιά του.
«Σώπα όλα θα γιάνουν, είμαι εδώ για σένα! Κανείς δε θα
τολμήσει να σε πειράξει αν είσαι πλάι μου. Έχω τον τρόπο μου με τους
παλιογερμαναράδες!» Και η Χρυσούλα δεν τραβήχτηκε. Όχι επειδή αισθανόταν
θαλπωρή ανάμεσα στα δυνατά του μπράτσα, μα είχε ανάγκη από μια αγκαλιά. Μια
οποιαδήποτε αγκαλιά.
Ο Peter Meier πήγε να χάσει την ισορροπία του. Όχι δεν
το ζούσε αυτό! Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια! Σίγουρα η φαντασία του τού έκανε
κάποιο πολύ άσχημο παιχνίδισμα. Η Χρυσούλα, η "δική του" Χρυσούλα, η
Καρυάτιδά του, στην αγκαλιά ενός άλλου άνδρα. Στην αρχή σκέφτηκε πως ίσως ήταν
κάποιος συγγενής της, μα το ύφος του Έλληνα από όσο μπορούσε να διακρίνει μόνο
κάτι τέτοιο δεν έδειχνε. Είχε κάτι το σκοτεινό, το κατακτητικό... Δεν μπορούσε
να το προσδιορίσει με σαφήνεια.
Αρχικά
αποφάσισε να φύγει. Αφού η μικρή ήταν με τον... αγαπημένο της, τι δουλειά είχε
αυτός; Από την άλλη όμως η δύναμη του αληθινού έρωτα και η βεβαιότητα πως η
Χρυσούλα κινδύνευε, τον έκαναν να λειτουργήσει αλλιώς. Επιτάχυνε τον βηματισμό
του, αγνοώντας επιδεικτικά ορισμένα κλαδιά που έξυναν σχεδόν το μάγουλό του.
«Χρυσούλα, Χρυσούλα, εγώ ο Peter είμαι!» φώναξε όσο
πιο δυνατά μπορούσε. Το κορίτσι αφήνιασε. Πώς τολμούσε να έρθει ως εδώ αυτό το
ανθρωπόμορφο τέρας! Ο Αντώνης της έκανε νόημα να μη μιλήσει, είχε νιώσει την
ταραχή της.
«Περίμενε και θα το διώξω στο λεπτό το καθίκι! Δε μου
είπες ότι αυτός ήταν ο πρωτεργάτης;» Η κοπέλα κούνησε με πικρία το κεφάλι της
καταφατικά. Πόσο έξω είχε πέσει με τον Peter Meier τελικά! Κάθισε αποκαμωμένη
τόσο σωματικά όσο και ψυχικά κάτω από την αμυγδαλιά. «Ούτε να το σκέφτεστε κύριε
Meier να την πλησιάσετε! Ξέρετε πως σαν λαό γενικότερα σας εκτιμώ, μα όλο αυτό
που συνέβη στην οικογένειά της ήταν απαράδεκτο κι απάνθρωπο! Η μέλλουσα
αρραβωνιαστικιά μου έχει ψυχολογικά διαλυθεί!»
Ο Γερμανός ζούσε έναν εφιάλτη. Ξερόβηξε λέγοντας αμήχανα:
«Δε γνώριζα πως θα αρραβωνιαστεί. Άλλο είναι όμως το
θέμα μου...»
Ο Αντώνης τον διέκοψε με μια κίνηση του χεριού του.
«Κύριε Meier, είμαι σίγουρος πως καταλάβατε τα πάντα
από όσα σας είπα. Τα Ελληνικά σας είναι εξαιρετικά. Έχω μάθει πως ο νονός σας ήταν
Έλληνας, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αυτός μου έμαθε τη γλώσσα ως φιλόλογος που ήταν».
«Ωραία λοιπόν! Άρα καταλάβατε πως η μικρή είναι σε
άθλια κατάσταση! Ίσως και να μην ευθύνεστε απολύτως για το κακό που τη βρήκε.
Όργανο του Αδόλφου είστε, το καθήκον σας κάνετε. Εξάλλου είναι γνωστό πως... διαφέρετε
από τους άλλους ένστολους. Σας διαβεβαιώνω πως δεν υπάρχει κανένας λόγος
ανησυχίας σχετικά με τη Χρυσούλα, αν ήρθατε γι' αυτόν τον λόγο. Σε λίγες μέρες
μάλιστα θα πάμε να μείνουμε στην πόλη όπου σκέφτομαι να ανοίξω περισσότερο τα
επαγγελματικά μου φτερά, αν και δύσκολο λόγω του πολέμου. Αντίο!»
Οι ώμοι του Γερμανού έπεσαν σαν τα
σκοινιά μιας μαριονέτας. Σχεδόν σερνάμενος απομακρύνθηκε.
«Τι έγινε;» έκανε η κοπέλα.
«Του τα είπα ένα χεράκι! Μην ανησυχείς δε θα σε
ξαναπλησιάσει. Δεν ήθελα να σου το πω εξαρχής… Αλλά έχω ακούσει πως ο Meier το
τελευταίο διάστημα βιάζει κορίτσια του χωριού μας! Καλά που την έχεις
γλιτώσει!»
«Θέλω να πεθάνω!» ψέλλισε η Χρυσούλα. Ο βιαστής της
ούτε που την άκουσε, αφού προπορευόταν. Θα την πήγαινε στο αρχοντικό του. Εκεί
που θα την έπειθε να γίνει γυναίκα του.