Όταν σιγουρεύομαι ότι η Μπένετ δεν θα πεταχτεί από
πουθενά για να με πλακώσει στο ξύλο πάλι, επιτρέπω στον εαυτό μου να αναλύσει
τους άλλους δύο τροφίμους. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που μοιάζουν σαν την
ανδρική και την γυναικεία εκδοχή του ίδιου ατόμου.
Στα χλωμά τους πρόσωπα διακρίνονται τα ίδια ίχνη σπάνιας
ομορφιάς: Μαλλιά στο χρώμα του μπρούτζου, σμαραγδένια μάτια, συννεφάκια από
πυκνές χρυσαφένιες φακίδες στις μύτες τους. Ακόμα και στο θέμα του ντυσίματος
δείχνουν να μοιράζονται κάποιον κοινό κώδικα ενδυμασίας: απλά, σκούρα ρούχα, παλτά
από καστανό δέρμα, μαύρες αρβύλες, φθαρμένα τζιν, φανελάκια παραλλαγής, γκρίζο
νάιλον, βαμβακερό κόκκινο. Οι μόνες διαφορές τους έγκεινται στα εξής: Το
κορίτσι είναι κοντό μοιάζοντας με ξωτικό, υπερβολικά αδύνατο, με λεπτά
χαρακτηριστικά. Το αγόρι είναι πανύψηλο, σίγουρα πάνω από 1,90 και μυώδες, ενώ
με τα μακριά μαλλιά του πιασμένα σε μια πρόχειρη αλογοουρά στη βάση του αυχένα
του μοιάζει σαν Βίκινγκ. Μια κάθετη ουλή σαν ενθύμιο από μάχη με άγριο ζώο
διατρέχει την μια πλευρά του βλοσυρού προσώπου του από το φρύδι του ως το
σαγόνι του. Περίεργο…
Τους παρατηρώ με προσοχή και βλέπω ότι με παρατηρούν κι
εκείνοι. Τι σκέφτονται, άραγε; ρωτάει
ο νευρωτικός, ανασφαλής, καχύποπτος εαυτός μου. Ξέρουν και αυτοί την ιστορία μου; Την έχουν ακούσει στην τηλεόραση ή διαβάσει
στο ίντερνετ; Πιστεύουν ότι το έκανα; Ότι σαν τον βιβλικό Κάιν φόνευσα την ίδια
μου την αδερφή;
Μην
προτρέχεις, βάζω φρένο στο νοερό μου παραλήρημα. Αυτοί οι δύο πιθανότατα δεν έχουν ξανά
ακούσει το επίθετο Βάλενταϊν ποτέ τους. Αλλά, φυσικά επειδή η γκαντεμιά μου
δεν έχει όρια, το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά σπεύδει να με διαψεύσει:
«Γειάααα, δολοφόνε», λέει πρόσχαρα, με χαιρετάει κινώντας μονάχα τις άκρες των
δαχτύλων της.
Κατσουφιάζω. Αυτό
το αστείο πάγωσε προ πολλού…
Ο Βίκινγκ μου χαμογελάει αχνά, τσιμπώντας στα μουλωχτά το
πλευρό του κοριτσιού μπας και το βουλώσει. Προσποιούμαι ότι δεν το προσέχω.
«Μην μουτρώνεις, Βάλενταϊν», με παρακινεί με απρόσμενα
χαλαρό ύφος, εντούτοις δεν του ανταποδίδω το χαμόγελο. Κάνω μια γενναία
προσπάθεια να αγνοήσω τους τραμπουκισμούς τους και γυρίζω προς την υπάλληλο για
να λάβω τις τελευταίες οδηγίες και να φύγω όσο το δυνατόν πιο σύντομα από εκεί.
Αρνούμαι να κοιτάξω τους κοκκινομάλληδες, ώσπου τους ακούω να λένε τα ακόλουθα:
«Εμείς δεν πιστεύουμε αυτές τις μπαρούφες γύρω από το όνομά σου».
Τι;!;
«Αλήθεια;» ρωτάω αιφνιδιασμένη. Περιμένω σε κατάσταση επιφυλακής για λίγο, έως
ότου βλέπω πως το εννοούνε. Και οι δύο. «Επιτέλους», ξεσπάω λυτρωμένη. «Να και
κάποιος που μου δείχνει λίγη καλή πίστη».
«Και βέβαια όχι», απαντάει το κορίτσι με μια ασυνήθιστη
προφορά. Όχι αμερικάνικη. Ιρλανδική;
«Εδώ μέσα θα ακούσεις ένα κάρο τρελές φήμες που τους θέλουν όλους τρελούς,
ψυχοπαθής, βιαστές, ναρκομανείς, εμπρηστές, βάνδαλους ή κανίβαλους. Μην δίνεις
βάση στις φήμες».
«Πάρε εμάς για παράδειγμα», συνεχίζει ο Βίκινγκ
μετακινώντας τον δείκτη του από τον εαυτό του, στο κορίτσι και πάλι πίσω. «Το
όνομα των Μαρς είναι άμεσα συνδεδεμένο με το αιματοχυσία στον Ιερό Ναό του
Άγιου Σεραφείμ, στο Κάσλμπαρ της Ιρλανδίας». Άρα, σκέφτομαι, είναι
πράγματι Ιρλανδοί. «Λένε πως μπήκαμε μέσα ζωσμένοι με όπλα και πολεμοφόδια
και ξεκληρίσαμε ολόκληρη την εκκλησία».
Δεν έχω ιδέα σε ποιο περιστατικό αναφέρεται, υποθέτω όμως
πως αυτό είναι που τους εξασφάλισε τα εισιτήρια τους για το Ντέιβις Πλέις.
«Ενώ δεν το κάνατε!» τους υποστηρίζω.
Ανεξιχνίαστα γελάκια τους ξεφεύγουν. Όταν ηρεμεί ξανά, ο
Βίκινγκ απαντάει: «Και βέβαια το κάναμε! Τους καθαρίσαμε τους μπάσταρδους. Δεν
λέω πως ήταν σωστό, αλλά αν μη τι άλλο πήγαιναν γυρεύοντας οι καριόλιδες».
«Αα», ψελλίζω και ξεφουσκώνω σαν τρύπιο μπαλόνι. Τελικά, αναλογίζομαι καταπτοημένη, ίσως
είμαι η μόνη κάτοικος του Ιδρύματος που δεν θα έπρεπε να είναι κάτοικος του
Ιδρύματος. Πφφ…
«Μολαταύτα», παίρνει τον λόγο η μικρή κοκκινομάλλα. «Αυτό
δεν σημαίνει ότι θα έχεις προβλήματα μαζί μας, Βαλ».
Όπα! Αναφωνώ
νοερά. Μόλις μου κόλλησε καινούριο
υποκοριστικό; Παρότι δεν μου αρέσει η οικειότητα που επιτάσσει να
αποκτήσουμε το νέο μου παρατσούκλι, δεν παραπονιέμαι. Είναι σαφώς πιο εύηχο από το «σατανική δίδυμη».
Η κοκκινομάλλα συνεχίζει απτόητη, λέγοντας: «Αθώοι ή
ένοχοι, εδώ μέσα δεν είμαστε όλοι σαν την Μπένετ. Αυτό μπορεί να στο
επιβεβαιώσει και η κυρία Έντνα Ρέζνικοφ, από ‘δω», στρέφεται ζωηρά προς την
παχουλή γυναίκα, την υπάλληλο, θαρρείς και ζητά κάποια διαπιστευτήρια. «Σωστά,
Έντνα;»
Η γυναίκα ρουθουνίζει ειρωνικά, και κάνει πως σημειώνει
κάτι στο σημειωματάριο της. «Ασφαλώς όχι. Βλέπεις, Βάλενταϊν, η Γκουέν και ο
Μπιλ, από ‘δω, είναι τα μπουμπούκια, όχι, τα καμάρια μας. Από μικροί στα κόλπα.
Έφτιαξαν ποινικό μητρώο στα έντεκα», Στέλνει ένα επιτιμητικό βλέμμα στο
κορίτσι, και ύστερα το εναποθέτει επάνω στο αγόρι. «Και στα δεκατρία,
αντίστοιχα. Μπαινοβγαίνουν στις δικάστηκες αίθουσες με τον ίδιο ενθουσιασμό που
εσύ θα επισκεπτόσουν την Ντίσνευλαντ-»
«Η Ντίσνευλαντ είναι υπερεκτιμημένη», δικαιολογείται ο
Βίκινγκ και το χαμόγελό που έχει όσο ακούει την Έντνα να απαριθμεί τα
κατορθώματα/παραπτώματά του γίνεται πιο φαρδύ.
Παραδόξως, δείχνει να καμαρώνει για την αποκλίνουσα
συμπεριφορά εκείνου και της μικρής του αδερφής. Ουάου.
«Για να μην αναφέρω», συνεχίζει την αναδρομή της η Έντνα,
η υπάλληλος. «Το πόσο τους αρέσει να περνάνε χρόνο εδώ. Μένουν στο Ντέιβις
Πλέις τόσο πολλά χρόνια που η διεύθυνση σκέπτεται να μετονομάσει την
βορειοανατολική πτέρυγα προς τιμή τους».
Ο ψηλός τύπος προσποιείται ότι αυτή η δήλωση του κόβει
την ανάσα. Όταν θυμάται ξανά πως αναπνέουμε λέει: «Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους
των φασιστικών γουρουνιών που κουμαντάρουν το μέρος. Είμαι άναυδος, αλήθεια.
Αλλά όσο κι αν μας τιμάει η πρόταση, δεν χρειάζεται να μπούνε στον κόπο».
Πλησιάζει την Έντνα με αργούς, μεγάλους δρασκελισμούς και τοποθετεί το μπράτσο
του γύρω από τους στρογγυλούς της ώμους, χαλαρά, σαν να είναι φιλαράκια.
«Μετάφερέ το αυτό στην κυρία Ντέιβις», της ζητά εν
κατακλείδι.
Το παχουλό πρόσωπο της γυναίκας συσπάτε από κάτι που
μοιάζει με θυμό και ενόχληση μαζί. Αποτραβιέται. «Να της το μεταφέρεις εσύ,
Μαρς. Εσύ και η έξυπνη, η αδερφή σου, παραβιάσατε την αναστολή. Γυρίσατε εδώ
για πολλοστή φορά και ξέρετε καλύτερα από τον καθένα που είναι το γραφείο της
Κονστάνς!»
Νιώθω την κοντή κοπέλα δίπλα μου, την Γκουέν Μαρς να με
σκουντάει, αλλά δεν αντιδρώ γιατί στο μεταξύ, έχω μείνει λίγο κόκαλο από την
στιγμή που αναφέρθηκε η λέξη «αναστολή». Αντιλαμβάνομαι ωστόσο ότι παίρνει την
πρωτοβουλία να μου εξηγήσει ένα δυο πράγματα. «Για να καταλάβεις περί τίνος
πρόκειται… Η οικογένεια των Ντέιβις ανέκαθεν ήταν μια από τις πιο ισχυρές,
συντηρητικές και πλούσιες οικογένειες του Μέιν και είχε στην κατοχή της το
Ίδρυμα από τότε που πρωτο-χτίστηκε από τον Τζωρτζ Ρ. Ντέιβις το 1879. Η
Κονστάνς Ντέιβις είναι η νυν διευθύντρια του Ιδρύματος. Τρομακτική γυναίκα.
Κέρβερος. Ο Μπιλ και εκείνη είναι όλο στην κόντρα. Καμιά φορά της την μπαίνω κι
εγώ για χάρη του. Σε εσένα δεν θα το συνιστούσα πάντως. Ούτε με σφαίρες. Μην
προκαλέσεις την τύχη σου μαζί της. Θα σε φάει ζωντανή».
Να ‘σαι
καλά, βρε Γκουέν, σαρκάζω νοερά, γιατί
το πρώτο πράγμα που σκόπευα να κάνω μόλις τελείωνα την ξενάγηση ήταν να πάω να
τσακωθώ με την διευθύντρια! Με σώζεις!
Αισθάνομαι πως η ατμόσφαιρα γύρω μας είναι βαριά,
φορτισμένη θαρρείς με αρνητική ενέργεια. Δεν δυσκολεύομαι να βρω την πηγή της.
Στην απέναντι μεριά η Έντνα και ο Μπιλ συνεχίζουν
ακάθεκτοι τον διαγωνισμό αγριοκοιτάγματος τους. Προφανώς, η Κονστάνς Ντέιβις
δεν είναι η μόνη με την οποία διαξιφίζεται και λογοφέρνει ο Μπιλ Μαρς.
Η Γκουέν που ως αδερφή του γνωρίζει την φασαριόζικη φύση
του από πρώτο χέρι ξεροβήχει επιδεικτικά, ώστε να αποσπάσει τον έναν από τον
άλλο προτού ανάψουν τα αίματα.
Το επίμονο «γκούχου
γκούχου» της αρκεί για να αφυπνίσει την Έντνα που τρεμοπαίζει τα βαριά της
βλέφαρα σαν να ξυπνά από τον ύπνο και αναρωτιέται φωναχτά. «Τέλος πάντων, πού
είχα μείνει πριν μας διακόψει η τσούπρα, η Βάλενταϊν;»
Προς μεγάλη μου έκπληξη και οι δύο Μαρς (ναι, ναι και ο
Μπιλ) συμμορφώνονται με μιας. Ισιώνουν τις πλάτες τους, φοράνε μάσκες αμέριστης
πλήξης, καθώς απαντάνε βαριεστημένα: «Χάπια, μάτια, κρεβάτια, δωμάτια,
χαρτόκουτα και μπλα μπλα μπλα» Απαγγέλουν αυτές τις λέξεις με έναν τρόπο που σε
κάνει να πιστεύεις ότι τις έχουν ακούσει δεκάδες φορές στο παρελθόν και τις έχουν
αποστηθίσει.
Μπορεί και να ‘ναι έτσι…
Χάπια; Απορώ με
χρονοκαθυστέρηση. Μάτια;
«Να σας ενημερώσω απλά, ότι σε αυτό το σημείο δεν θα
έβλαπτε μια επεξήγηση για την νεοσύλλεκτη», παρεμβαίνω. «Τι είν’ όλ’ αυτά που
είπατε; Χα-χάπια;»
Η Έντνα αναστέναξε. «Ναι. Χάπια. Χ-ά-π-ι-α». Μου το
συλλαβίζει αργά, σαν να με θεωρεί διανοητική καθυστερημένη. «Αν είσαι απ’ τους
μαθητές που παίρνουν χάπια ή άλλα παλιοπράγματα», συνεχίζει. «Θα πηγαίνεις στο
πίσω προαύλιο, όπου δεν φαίνεσαι για να μαστουρώσεις, να την ακούσεις, να
ισιώσεις ή όπως το λέτε τέλος πάντων».
«Το ‘πιασα», είπα νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι μου.
«Χάπια».
«Μάτια είναι οι κάμερες». Η Έντνα σηκώνει το στυλό που
έχει μαζί για να κρατά σημειώσεις στο μπλοκ της και σημαδεύει μια μικρή συσκευή
που κρέμεται από το ταβάνι: ένας φακός με ένα κόκκινο φως που αναβοσβήνει
δυσοίωνα. «Υπάρχουν παντού και καταγράφουν τα πάντα. Είναι εμφανείς, για να σας
θυμίζουν: σας παρακολουθούμε συνέχεια και παντού. Για αυτό μην κάνετε καμία
ανοησία- όσο μπορείτε τουλάχιστον. Πάμε παρακάτω», μουρμουρίζει άκεφα.
«Κρεβάτια και δωμάτια». Αυτή τη φορά το στυλό στρέφεται προς το δυτικό
παράθυρο. Απ’ έξω βλέπω ένα μακρόστενο τσιμεντένιο κτίριο σαν σπιρτόκουτο που
ορθώνεται στην άλλη άκρη του προαύλιου. Ένα μονοκόμματο γκρίζο κουτί με μια
ξεχαρβαλωμένη δίφυλλη πόρτα από σίδερο που δεν δίνει κανένα σημάδι ότι μπορεί
να υπάρχει ζωή μέσα του. Υπάρχουν δύο τέτοια.
Η Έντνα ξεφυλλίζει γοργά τα χαρτιά της, συμβουλεύεται τον
φάκελό μου. «Δωμάτιο 41», με ενημερώνει. «Κάθε Τρίτη και Παρασκευή περνάνε οι
φύλακες για έλεγχο. Στις 08:00. Φρόντιζε το δωμάτιο να είναι συγυρισμένο, το
κρεβάτι στρωμένο και να μην σε πιάσουν με τίποτα παράξενα σκατά».
«Πα-παράξενα σκα…τά, είπατε;» αναρωτιέμαι αν άκουσα καλά
κι έπειτα, όταν η Γκουέν το επιβεβαιώνει, «Ναι», αναρωτιέμαι τι εννοούν.
Δεν προχωρά κανείς σε περεταίρω εξηγήσεις. Στιγμιαία
πελαγώνω.
«Και, εε, το τελευταίο, εμμ…» μιλώ διστακτικά στην Έντνα,
την υπάλληλο που δείχνει να την έχει κυριεύσει μια αφόρητη βαριεστιμάρα και να
ετοιμάζεται να τελειώσει την ξενάγηση.
«Η Χαρτόκουτα», απαντά ξερά. «Είναι πίσω σου, στραβάδι».
Κάνω μια στροφή, ακολουθώντας την μύτη του στυλό που τώρα
δείχνει προς τα πίσω.
Αρκούμαι σ’ ένα επιφώνημα. «Ω», λέω.
Την προσοχή μου αιχμαλωτίζει απευθείας ένα παλιό
υπερμέγεθες χάρτινο κουτί. Επάνω του αναγράφονται οι λέξεις: ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ. Φαντάζομαι πως οι τρόφιμοι που εισέρχονται στο Ίδρυμα υποχρεούνται
να πετάξουν εκεί μέσα κάθε τι επικίνδυνο έχουν πάνω τους, αλλά… εγώ… τι να
πετάξω; Δεν έχω τίποτα επικίνδυνο ή απειλητικό μαζί μου. Τους το λέω, κάνοντας
ένα βήμα μακριά από τον χάρτινο κύβο.
«Μην με αναγκάσεις να προβώ σε σωματικό έλεγχο,
Βάλενταϊν». Η χροιά της Έντνα είναι προειδοποιητική. «Δεν θα είναι ιδιαίτερα
ευχάριστο».
«Μα…», ξεκινάω να λέω, και κοιτάζω ανήμπορη τριγύρω. Για
βοήθεια; Για έμπνευση; Για Θεία Παρέμβαση; Δεν ξέρω, απλά κοιτάζω σαν χαμένη.
«Μα… αλήθεια τώρα. Δεν έχω μαζί μου όπλα ή ουσίες…».
«Έλα ‘δω…». Ο Μπιλ Μαρς αφήνει το πλευρό της υπαλλήλου
και κινείτε χαλαρά προς το μέρος μου. Περνά το μπράτσο του γύρω μου και με
κατευθύνει ξανά μπροστά στην Χαρτόκουτα. «Ρίξε μια ματιά».
Ξεχειλίζει μέχρι πάνω με μαραφέτια, τα περισσότερα εκ των
οποίων ούτε καν τα αναγνωρίζω, αλλά ανάμεσα στον χαοτικό μπόγο ξεχωρίζω κάποια
αιχμηρά αντικείμενα: μερικά ψαλίδια, σουγιάδες τσέπης, νυχοκόπτες, λύμες και
πένες καλλιγραφίας. Υπάρχουν αναπτήρες και μερικές δεκάδες μισοάδεια πακέτα
τσιγάρων, σακουλάκια με χάπια, ένα κομμάτι σχοινί και λίγες ηλεκτρικές συσκευές
κ.α.
«Για πες μου, Βάλενταϊν. Θεωρείς ότι η τύπισσα που ήρθε
εδώ μέσα σινάμενη κουνάμενη με αυτή την λύμα ανά χείρας, σκέφτηκε ποτέ ότι θα μπορούσε
να την χρησιμοποιήσει για κάτι πέρα από μανικιούρ;»
«Ό… όχι», ομολογώ.
«Σωστά, όχι. Φαίνεται όμως ότι η Μπένετ έκανε την ίδια
ερώτηση στον εαυτό της και η απάντηση που έδωσε ήταν: Ναι. Μια ωραία πρωία
αρπάχτηκαν για μια θρησκευτική διαφωνία και έκτοτε η τύπισσα που λέγαμε
κυκλοφορεί με ένα μάτι». Καθώς τα λέει αυτά, ο Μπιλ δείχνει ατάραχος, βάζω
στοίχημα όμως ότι δεν ισχύει το ίδιο και για μένα. Το στομάχι μου σφίγγεται και
το μυαλό μου προβάλει εικόνες της τρελο-Μπένετ να καρφώνει την λύμα στην οφθαλμική
κοιλότητα κάποιας κοπέλας.
Θα
μπορούσα να ήμουν εγώ…
«Ποιο είναι το συμπέρασμα, λοιπόν;» ρωτά ο Μπιλ,
περιμένοντας να δει τι αποκόμισα από την ιστορία του.
«Η Μπένετ είναι για τα μπάζα;» προτείνω με μιας. Δεν
νομίζω ότι είναι ερώτηση αυτό που εκτοξεύεται από τα χείλη μου, είναι δήλωση.
Γεγονός.
Οι άκρες του στόματός του τρεμοπαίζουν σαν να παλεύει να
κρύψει ένα χαμόγελο. «Ναι, αλλά όχι», λέει. «Το συμπέρασμα είναι ότι πολλές
φορές τα πράγματα που στον έξω κόσμο περνάνε απαρατήρητα, εδώ μέσα μπορούν να
γίνουν φονικά όπλα». Πλέον ο Μπιλ Μαρς βηματίζει σε έναν στενό κύκλο γύρω μου,
επιθεωρώντας με. Καταλαβαίνω πως κανονικά, αυτός ο ρόλος ανήκει στην Έντνα, όχι
σε ΄κείνον. Αλλά η γυναίκα μάλλον δεν παίρνει τα καθήκοντα της ως φύλακα και
τόσο στα σοβαρά. Δεν μου ζήτησε καν να
φανερώσω το περιεχόμενο της τσάντας μου! Κι αν είχα κρύψει κανένα Καλάζνικοφ
εκεί μέσα; Όχι, ότι μοιάζω για τύπος που έχει Καλάζνικοφ, αλλά λέμε τώρα…
Μου φαίνεται ανησυχητικό το ότι ο Μπιλ, ένας άλλος
τρόφιμος, ένας ανήλικος παράνομος είναι ο μόνος που μπαίνει στον κόπο να με
ψάξει.
Τον ακούω να σταματά από πίσω μου. «Ωπ», λέει εύθυμα. «Να
το».
Τι;
Αναρωτιέμαι πανικόβλητη. Τι βρήκε πάνω
μου;
Ξαφνικά νιώθω κάτι να με αγγίζει από πίσω και να γλιστρά
μες την κωλότσεπη μου. Το χέρι του!;
Τινάζομαι μπροστά και στρέφομαι να τον κοιτάξω σε έξαλλη
κατάσταση. «Κοντά τα χέρια σου, ρε!» συρίζω μέσα από σφιγμένα δόντια.
«Ήρεμα τίγρη», μου λέει με ύφος κατευναστικό. Έχει
σηκώσει τα χέρια του δεξιά και αριστερά από το κεφάλι του. Μοιάζει σαν να
παραδίνεται, αν και μάλλον προσπαθεί να μου δείξει ότι κρατάει κάτι.
«Το κινητό σου ήθελα μόνο. Δεν σου τα έριξα ή τίποτα
τέτοιο».
Μου επιστρέφει το νέο μου iPhone και εγώ
κοιτάζω ντροπιασμένη το είδωλό μου να αναγράφεται επάνω στην λεία, γυαλιστερή
οθόνη.
«Α», ξεφυσάω προσπαθώντας να διώξω την ένταση μου
εκπνέοντας. «Και χώνεις τα ξερά σου στις κωλότσεπες όλων όσων θες να αποσπάσεις
τα κινητά;»
Το χαμόγελό του γίνεται πιο φαρδύ, και προσέχω πως ο
αριστερός του κυνόδοντας είναι σπασμένος στην άκρη, πιο μυτερός. «Μόνο στις
ελκυστικότερες», παραδέχεται. Το αυτάρεσκο μειδίαμα του γίνεται πιο ενοχλητικό,
και σκέφτομαι πως αν συνεχίσει, θα του σπάσω και τον άλλο κυνόδοντα.
Συνειδητοποιώ ότι η Έντνα κόλλησε λίγο από τον ειρωνικό
βήχα της Γκουέν, αφού τώρα μας ξεροβήχει δυνατά. «Αν τελειώσατε την λεκτική
συνουσία…», γρυλίζει άχαρα. «Πείτε το μας, μπας και τελειώσουμε ποτέ.
Βάλενταϊν, κορίτσι μου, πέταξε το το ρημάδι. Και ‘συ Μαρς σταμάτα να κωλοβαράς
και τράβα στο προαύλιο. Άκουσα πως χρειάζονται βοήθεια με τον καθαρισμό του
γηπέδου».
«Μα παραβίασα την αναστολή», της θυμίζει εκείνος, με ύφος
αθώας περιστεράς που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το γιγαντόσωμο, αγριωπό,
σκληροτράχηλο παρουσιαστικό του. «Είμαι ξανά καινούριος εδώ. Αυτό σημαίνει ότι
θα πειθαρχηθώ σαν καινούριος. Πάλι από την αρχή. Πρέπει να ξεναγηθώ στον χώρο,
να εγκλιματιστώ και να συμβιβαστώ με την ιδέα του εγκλεισμού, όχι να σύρομαι σε
ένα κάρο θελήματα».
Η Έντνα τον κοιτάζει στραβωμένη. «Έχεις συμβιβαστεί με
την ιδέα του εγκλεισμού 100 φορές, Μαρς!»
«Ναι, αλλά ακόμα κι έτσι είμαι νεοσύλλεκτος», διαφωνεί
μαζί της.
«Νεοσύλλεκτος», η γυναίκα επαναλαμβάνει την λέξη,
προσπαθώντας να την συνδέσει με τον Μπιλ, αλλά τον γνωρίζει τόσο καλά που δεν
πείθεται. «Εντάξει, νεοσύλλεκτε», επαναδιατυπώνει τα λεγόμενά της.
«Καλωσόρισες. Τώρα τσακίσου στο προαύλιο πριν με πιάσουν τα διαόλια μου!» Πλέον
ωρύεται!
Και… σε αυτό το σημείο αντιλαμβάνομαι πως η Έντνα έχει
κοντό φυτίλι, δεν είναι για πολλά πολλά καθώς το μόνο που αρκεί είναι να της
πετάξεις μια σπίθα και εκρήγνυται. Ο Μπιλ προφανώς έχει αντιληφθεί το ίδιο εδώ
και χρόνια, γιατί αποφασίζει να πάει με τα νερά της. Όλος παραδόξως…
«Πολύ καλύτερα», επιδοκιμάζει ο Μπιλ. «Μαθαίνεις». Την
αρπάζει άγαρμπα, της σκάει ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και έπειτα ο Μπιλ βάζει
πλώρη για την κοντινότερη έξοδο. Φεύγει.
Συμπεριφέρονται
όλοι αλλοπρόσαλλα ή είναι η ιδέα μου;
«Κάποιος εξακολουθεί να μας καθυστερεί…», λέει
τραγουδιστά η υπάλληλος. «Αναρωτιέμαι ποιος».
Μου ρίχνει μια επιτιμητική ματιά και γίνεται οφθαλμοφανές
πως για μένα χτυπάει η καμπάνα.
«Καλά, καλά», μουρμουρίζω αποκαρδιωμένα. «Τώρα».
Στέκομαι ξανά μπροστά στην στραπατσαρισμένη κούτα, που
χάσκει ανοιχτή σαν στόμα έτοιμο να καταπιεί το iPhone. Το
σφίγγω στο ιδρωμένο χέρι μου. Αυτή η μικρή, απαστράπτουσα συσκευή είναι ο
τελευταίος κρίκος που με ενώνει με τον έξω κόσμο. Ο τελευταίος δίαυλος
επικοινωνίας μου κι εγώ ετοιμάζομαι να το πετάξω στα σκουπίδια!
Καθώς το παίρνω απόφαση, κάτι με παραξενεύει τόσο που
σταματώ.
«Έχω μια απορία», ανακοινώνω. Εξακολουθώ να αναλύω το ανακατεμένο
περιεχόμενο της κούτας. Ίσως και να προσπαθώ να κερδίσω χρόνο ασυναίσθητα, δεν
ξέρω. «Φαντάζομαι γιατί τα σπίρτα, οι κύλινδροι με μπογιά για γκράφιτι και αυτό
το τόξο με την φαρέτρα του κατασχέθηκαν. Αλλά τι κακό έκανε η κόκα κόλα λάιτ
για να βρεθεί στον σωρό;»
Γι’ άλλη μια φορά η υπάλληλος δεν αναλαμβάνει τα ινία,
οπότε η Γκουέν Μαρς είναι εκείνη που πλησιάζει την κούτα για να ρίξει φως στο
μυστήριο. Και δεν αργεί να το πετύχει.
«Η κόκα κόλα δεν ήρθε μόνη της ως εδώ», με ενημερώνει.
Σκύβει πάνω από τον λόφο των κατασχεμένων αντικειμένων, ψαρεύει το πλαστικό
μπουκάλι με το καφέ αναψυκτικό κι ένα δεύτερο μπουκάλι γεμάτο με κάτι εξίσου
σκούρο και παχύρευστο και μου το δείχνει. «Πάει χέρι χέρι με την βενζίνη».
«Ω», για ακόμα μια φορά δεν ξέρω πως ακριβώς να απαντήσω
ή να αισθανθώ. Βενζίνη… «Δεν
καταλαβαίνω. Πού πάνε;» ρωτάω.
Για λίγο η
μικροκαμωμένη κοκκινομάλλα με κοιτάζει σαν να μου λέει τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια; Όταν συνειδητοποιεί πως
πράγματι είμαι όσο αδαής δείχνω, λέει. «Άρα δεν έχεις δει το Fight Club. Είσαι
μια κινούμενη απογοήτευση, Βάλενταϊν. Όποιος έχει δει το Fight Club ξέρει ότι
υπάρχουν τρείς τρόποι να φτιάξεις ναπάλμ: πρώτος, μπορείς να διαλύσεις
θρυμματισμένα κόπρανα γάτας σε βενζίνη μέχρι το μίγμα να πήξει».
Το σκέφτομαι για λίγο με ζαρωμένη μύτη. «Αηδία», λέω.
Λέει: «Δεύτερος, μπορείς ν’ αναμίξεις ίση ποσότητα
βενζίνης και συμπυκνωμένου παγωμένου χυμού πορτοκαλιού. Νομίζω, ότι μπορείς να
μαντέψεις τον τρίτο…»
Έχω μείνει άναυδη. «Βενζίνη και κόκα κόλα λάιτ», απαντώ
μηχανικά.
Πώς τα
γνωρίζει όλα αυτά ένα κορίτσι σαν και του λόγου της;
Αναρωτιέμαι με αυξανόμενη καχυποψία.
Μπορεί να είναι δικό της δημιούργημα η αυτοσχέδια ναπάλμ; Μπορώ να φρικάρω
περισσότερο;
Η Γκουέν με κοιτάζει στοργικά. «Το ήξερα ότι είχες
εμπρηστική φλέβα», καμαρώνει. «Και τώρα ας πετάξουμε το κινητό σου, προτού
γίνει προέκταση του χεριού σου και χρειαστείς χειρουργική επέμβαση».
Πλέον είμαι τόσο απορροφημένη από ζοφερές σκέψεις για το
ποιόν των άλλων τροφίμων, που εγκαταλείπω το iPhone αμαχητί.
Κλείνω τα μάτια μου και ανοίγω αργά τα δάχτυλά μου, αφήνοντας το. Πέφτει και
προσγειώνεται με ένα θλιβερό «γκουπ» στο σωρό.
Και αυτό
ήταν... μονολογώ νοερά.
Αντίο, iPhone 6.
Αντίο, Facebook.
Αντίο,
ζωή.
Σβετλιν