«Επιτέλους
λίγος καθαρός αέρας» λέω στον εαυτό μου καθησυχαστικά, νιώθοντας επιτέλους
ασφαλής. Η μυρωδιά των φρέσκων λουλουδιών στο γνώριμο σαλόνι της οικείας είναι
σχεδόν θεραπευτική, μετά από τόσο καιρό στην βρωμιά και τη μυρωδιά σαπίλας και
αίματος στον Κάτω Κόσμο.
«Μπόνι
καλύτερα να καθίσεις» μου λέει ο Τάι με ήρεμο τόνο.
«Μην
ανησυχείς, είμαι καλά. Καλύτερα απ’ ότι φαίνομαι» του λέω έχοντας παρατηρήσει
πως το βλέμμα του τρέχει αναστατωμένο πάνω στο κορμί μου και σκληραίνει,
πέφτοντας πάνω σε ανοιχτές πληγές, μώλωπες και γδαρσίματα.
«Πες μου
γιατί να είσαι τόσο άχρηστος; Ούτε τη προστατευόμενή σου δεν μπορείς να πείσεις
να ξεκουραστεί» λέει ο Κα περιπαιχτικά και βουλιάζει στον καναπέ του σαλονιού,
δίχως έννοια για το πόσο πολύ μπορεί να λερώσει με αίματα τον καναπέ της θείας
του.
«Άσε τις
προσβολές τώρα και έλα να περιποιηθούμε αυτό το τραύμα» του λέω με ύφος
που δεν δέχεται αντιρρήσεις. Πλησιάζω κοντά του και επεξεργάζομαι καλύτερα το
τραύμα. «Δε φαίνεται σοβαρό. Μόλις το τραβήξω, μπορεί ο Τάι να σε θεραπεύσει».
«Δε
νομίζω ότι γίνεται αυτό» μου αντιγυρίζει ο Κα.
«Μην
ανησυχείς Κα, μόλις του έσωσες τη ζωή. Δε θα σου αρνηθεί να θεραπεύσει μια
μικρή πληγούλα» του λέω, πιστεύοντας ότι ο Τάι θα φανεί μεγαλόψυχος και
θα βάλει στην άκρη τις όποιες διαφορές τους.
«Δεν
είναι αυτό το πρόβλημα Μπόνι» σπεύδει να μου εξηγήσει ο Τάι. «Φυσικά και
θα θεράπευα τον Κα και τον οποιονδήποτε Κα από τον τραυματισμό ενός δαίμονα,
ανεξάρτητα απ’ το αν μου έχει μόλις σώσει τη ζωή ή όχι» λέει και νιώθω
ένα ελαφρύ κοκκίνισμα να θρονιάζεται στα μάγουλά μου. Νομίζω ότι παρεξηγήθηκε
που σκέφτηκα κάτι τέτοιο γι’ αυτόν. «Απλά» συνεχίζει «σαν Καθοδηγητής δεν μπορώ
να θεραπεύσω το τραύμα που προκλήθηκε από κάτι που είναι ειδικά κατασκευασμένο
για να με εξοντώσει».
Ναι,
λογικό μου φαίνεται. Αυτό όμως τι σημαίνει για τον Κα; Τι μπορεί να του κάνει
το δηλητήριο που μπήκε στον οργανισμό του; Μπορεί να μην είναι φτιαγμένο ειδικά
για να τον σκοτώσει αλλά το δηλητήριο είναι δηλητήριο. Τι επίδραση μπορεί να
έχει σε ένα πλάσμα που δεν είναι Καθοδηγητής;
«Μην
ανησυχείς και δεν πρόκειται να πάθει τίποτα» σχολιάζει ο Τάι, σαν να διάβασε τη
σκέψη μου. Τρομακτικό αυτό. Το να μπορεί δηλαδή κάποιος να διαβάσει τη σκέψη
μου. Δεν θα ήξερα πού να κρυφτώ αν αυτή ήταν μια από τις δυνατότητες του Τάι.
«Tο
δηλητήριο δεν επηρεάζει κανένα άλλο μαγικό πλάσμα – μόνο τους Καθοδηγητές».
«Μάλιστα.
Οπότε πρέπει απλά να ασχοληθούμε με το τραύμα με τον παραδοσιακό τρόπο»
σχολιάζω.
«Περιμένω»
λέει ο Κα. «Μέχρι να αποφασίσετε ποιος θα τραβήξει το βέλος πάω στην κουζίνα να
πιω καμιά μπύρα».
«Δεν
έχεις να πας πουθενά νεαρέ μου» φωνάζει με αυστηρό τόνο η Άρια ερχόμενη από την
κουζίνα, πάντα με τον μικρό Μαξ στην αγκαλιά.
«Γεια σου
θεία» χαιρετά ο Κα σχεδόν αδιάφορα και δεν κουνιέται τελικά από τη θέση του.
«Γεια σου
μαμά» τη χαιρετά ο Τάι με ένα αυθεντικό χαμόγελο και την πλησιάζει για να της
δώσει ένα απαλό φιλί στο μάγουλο. Τι γλυκός!
«Αγάπη
μου, πήγαινε στο μπάνιο να φέρεις το κουτί πρώτων βοηθειών σε παρακαλώ.
Αναλαμβάνω εγώ το τραύμα του ξαδέρφου σου» δήλωνει στον υιό της, ρίχνοντάς ένα
ανήσυχο βλέμμα στον ξεροκέφαλο ανιψιό της. «Μπόνι μου, χαίρομαι πολύ που είσαι
καλά – ή τέλος πάντων επιτέλους ασφαλής» γυρίζει και λέει σε μένα με ένα
γλυκό χαμόγελο κρυφής ανησυχίας. Μάλλον την ανησυχεί η ταλαιπωρημένη όψη μου. «Τάι,
καλύτερα να πάρεις και την Μπόνι μαζί σου. Χρειάζεται θεραπεία».
«Ε, όχι,
καλά είμαι».
«Άστα
αυτά τα ‘καλά είμαι’ σε κάποιον που θα τα πάρει στα σοβαρά. Πήγαινε σε παρακαλώ
με τον Καθοδηγητή σου και άστον να κάνει τη δουλειά του. Έπειτα, πήγαινε στο
δωμάτιο των διδύμων να ξεκουραστείς. Το χρειάζεσαι».
Χωρίς
δεύτερη κουβέντα αποφασίζω να υπακούσω στο θέλημα της μαμάς Χάλιγουελ. Ακολουθώ
τον Τάι στον δεύτερο όροφο και με οδηγεί στο δωμάτιο των κοριτσιών.
«Κάτσε σε
παρακαλώ» μου λέει και μου δείχνει προς το κρεβάτι της Ρίκα.
Χωρίς να
τον κοιτάξω, περπατώ προς το κρεβάτι και κάθομαι. Με πλησιάζει με αργά και
διστακτικά βήματα. Στέκεται ακριβώς μπροστά μου και μου λέει: «Μου επιτρέπεις;»
Σηκώνω το
βλέμμα μου και κοιτάζω το πρόσωπό του. Περιμένει με αγωνία την απάντησή μου.
Του γνέφω καταφατικά και τότε βάζει το χέρι του στο πρόσωπό μου και με ακουμπά
στο μάγουλο με την πίσω μεριά της παλάμης του. Μια λευκή λάμψη με αναγκάζει να
κλείσω τα βλέφαρα μου για μερικά δευτερόλεπτα και βρίσκω ευκαιρία να
επικεντρωθώ στα συναισθήματα που μου προκαλεί το ζεστό άγγιγμά του.
Ω Θεέ
μου, πόσο μου έχει λείψει αυτή η αίσθηση! Αυτή η ζεστασιά, η οικειότητα, η
ελαφριά ανατριχίλα που μου προκαλεί το άγγιγμά του! Είχα ξεχάσει πόσο πολύ με
ξεσηκώνει η τρυφερότητα με την οποία με πλησιάζει, πόσο με αναστατώνει η
μυρωδιά του. Ασυναίσθητα σηκώνω το χέρι μου και αγκαλιάζω το δικό του, ενώ
είναι ακόμα πάνω στο πρόσωπό μου.
«Μπόνι;»
Η φωνή
του με συνεφέρει στην ωμή πραγματικότητα. Έχει μια αδέξια χροιά, φανερώνει μια
αμηχανία. Τραβώ το χέρι μου γρήγορα και τον κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια για να
του δείξω ότι δεν ντρέπομαι γι’ αυτό που έκανα.
«Λοιπόν,
θα με αφήσεις να ξεκουραστώ τώρα;» του λέω, χτίζοντας την άμυνά μου. Μετά
από όλα όσα πέρασα, το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να απολογούμαι και για
τα συναισθήματά μου. Και είμαι τόσο μα τόσο κουρασμένη.
«Μπόνι,
εγώ...» ξεκινά μια πρόταση, αλλά κομπιάζει. Δυο δευτερόλεπτα αργότερα αλλάζει
γνώμη και αποφασίζει να συνεχίσει να μιλά. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο
ανησύχησα... Τρελαινόμουν και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί να πάθεις κάτι,
κάποιο κακό...»
Σηκώνομαι
και πάλι στα πόδια μου και στέκομαι ακριβώς μπροστά του. Μπορεί την τελευταία
φορά που μιλήσαμε να ήθελα να του σπάσω το κεφάλι γι’ αυτό που έκανε με τον Κα,
αλλά αυτή του η ειλικρίνεια αυτή τη στιγμή είναι αδύνατο να με αφήσει
ασυγκίνητη. Το βλέπω στα μάτια του πόσο πολύ φοβήθηκε, πόσο πολύ πόνεσε γι’
αυτό που μου συνέβη και πόσο πονά ακόμα. Στα υπέροχα, γλυκά, ζεστά καστανά του
μάτια. Ακουμπώ τρυφερά το μάγουλό του με το χέρι μου.
«Μην
ανησυχείς πια. Είναι όλα καλά. Είμαι καλά» του λέω όσο πιο γλυκά μπορώ για να
τον καθησυχάσω και την ίδια στιγμή νιώθω τα δάκρυα να πλημμυρίζουν και πάλι τα
μάτια μου. «Εγώ είμαι καλά»
του λέω, αλλά σκέφτομαι πως η Γιολάντα Ρίβερς δεν είναι. Η μάγισσα του Νερού
χάθηκε και ο θάνατος της θα με βαραίνει για πάντα. Ο χαμός της με πονά μέχρι τα
βάθη της ψυχής μου. Στις σκέψεις αυτές τα ζεστά δάκρυά μου βρίσκουν τελικά
διέξοδο στα μάγουλά μου και ένα σφίξιμο έρχεται και φωλιάζει στο στήθος μου. Το
σώμα μου αντιδρά με ελαφρούς σπασμούς στο βαρύ συναισθηματικό φορτίο που με
κυριεύει, οι οποίοι συνόδευονται φυσικά από κλάματα με λυγμούς.
«Έλα, έλα
καρδιά μου, μη κλαις» μου λέει παρηγορητικά ο Τάι και με σφίγγει στην
αγκαλιά του, αλλά τίποτα δεν μπορεί να με παρηγορήσει στην πραγματικότητα. Ούτε
αυτή η αγκαλιά που πάντα λαχταράω να βρεθώ μέσα της.
« Μπόνι;
Μπόνι μου είσαι καλά;»
Η γλυκιά
φωνή της Νόρα φτάνει στα αυτιά μου με το που εισβάλλει στο δωμάτιο.
«Νόρααα!
Τι κάνεις εδώ;» λέω με χαρά διακόπτωντας για λίγο το θρήνο μου. Σε κλάσματα
δευτερολέπτου έχω φύγει από την αγκαλιά του Τάι και τρέχω να χωθώ στη ζεστή
αγκαλιά της μεγάλης μου αδερφής. Πόση ανακούφιση μου προσφέρει αυτή η αγκαλιά! «Αχ,
να ‘ξερες μόνο πόσο φοβόμουνα για σένα» δηλώνω και τη σφίγγω πάνω μου σχεδόν με
όλη μου τη δύναμη για να συνεχίσω το κλάμα μου πάνω στον ώμο της.
«Μπόνι
μου, αδερφούλα μου, κορίτσι μου γλυκό! Ευτυχώς είσαι καλά... Ευτυχώς είσαι καλά
και είσαι τώρα στην αγκαλιά μου! Ποτέ δε θα σε ξαναφήσω από δίπλα μου, ακούς;
Ποτέ!»
Ενώ
απολάμβανα τα χάδια της Νόρα και ρουφούσα μανιωδώς τη μύτη μου, είδα με την
άκρη του ματιού μου τον Τάι να αποχωρεί από το δωμάτιο σιγά σιγά. Από
διακριτικότητα ο καλός μου, μας άφησε μόνες μας τις δυο αδερφές να χαρούμε την
επανένωσή μας. Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα με εμένα να κλαίω στην αγκαλιά της,
γιατί άρχισε να με πιάνει πονοκέφαλος και να τσούζει η μύτη μου από το
φύσα-φύσα.
«Νόρα, τι
κάνεις εσύ εδώ;» ξαναρωτάω βγαίνοντας απρόθυμα από την αδερφική φωλιά μου
και φυσώντας τελευταία φορά τη μύτη μου για να καθαρίσει. Δάκρυα δεν έχω άλλα
πια να χύσω, στέρεψα. Άλλωστε ούτε κι εγώ δεν θυμάμαι πια από πότε έχω να πιω
νερό.
«Είμαι
εδώ τρεις μέρες τώρα. Από τότε που εξαφανίστηκες».
Πέρασαν
κιόλας τρεις ολόκληρες μέρες;
«Το βράδυ
μετά το πάρτυ στου Τζο δεν γύρισες σπίτι» άρχισε να μου εξηγεί. Κάθεται με την
πλάτη της ίσια δίπλα μου και μόνο τότε προσέχω πως φορά το φόρεμα που μου είχε
ζητήσει το τελευταίο πρωινό που την είδα. Το λευκό μου φόρεμα που δένει στο
λαιμό. «Αγχώθηκα λίγο, γιατί εσύ δεν τα συνηθίζεις αυτά, να αργείς δηλαδή
χωρίς να με ενημερώσεις, αφού ξέρεις πόσο παρανοϊκή μπορώ να γίνω. Έτσι κάλεσα
τη Μίμη στο κινητό της και μου τα είπε όλα. ΟΛΑ. Ό,τι έγινε στο μαγαζί του Τζο
αλλά και όλα όσα μου είχες αποκρύψει για τους μπελάδες σου όλον αυτό τον καιρό.
Γιατί Μπόνι; Γιατί με άφησες έξω από όλο αυτό; Γιατί δεν με εμπιστεύτηκες;»
Η φωνή
της δείχνει θυμό και απογοήτευση μαζί. Ίσως και λίγη έκπληξη που εγώ της τα
έκρυψα όλα για τόσο καιρό. Δείχνει ταλαιπωρημένη, με μάτια κόκκινα από την
αυπνία, ίσως και το κλάμα, και με το μισοσβησμένο μακιγιάζ τριών ημερών ακόμα
στο πρόσωπό της να την κάνει να φαίνεται κομμάτια.
«Δεν
ήθελα να σε ανησυχήσω και επιπλέον...» διστάζω λίγο, αλλά θα της το πω.
Πρέπει να είμαι απόλυτα ειλικρινής σε αυτή τη φάση, γιατί θα οδηγηθούμε σε
καταστάσεις που δεν θέλω να ξαναζήσω. Όπως το να τριγυρίζω κυνηγημένη σε όλη τη
χώρα και να παίζω κρυφτούλι με τους δαίμονες. «Επιπλέον, ξέρω πως
αντιμετωπίζεις τέτοιες καταστάσεις».
«Προς τι
το κατακριτέο ύφος; Πώς τις αντιμετωπίζω δηλαδή;» με ρωτά εμφανώς
ενοχλημένη με το ύφος μου.
«Το
βάζεις στα πόδια, Νόρα».
«Ακριβώς.
Το βάζω στα πόδια» παραδέχεται και σηκώνεται από τη θέση της απότομα. «Αλλά
γιατί το κάνεις να ακούγεται τόσο άσχημο;» με ρωτά και ξεκινά να περπατά
πάνω κάτω στο δωμάτιο φανερά εκνευρισμένη. «Ναι, το βάζω στα πόδια για να
σε κρύψω, να σε προστατέψω. Να μην αφήσω να σε φτάσει κανένα κακό. Αυτό ακριβώς
έκανα όλα αυτά τα χρόνια και κοίτα, τα καταφέραμε μια χαρά! Ο τρόπος μου
πετυχαίνει» μου λέει με μια ανάσα σχεδόν.
«Η λύση
δεν είναι να το βάζουμε πάντα στα πόδια» προσπαθώ να της εξηγήσω, να την
κάνω να δει τα πράγματα και από μια άλλη οπτική. «Δε λέω, όλα αυτά τα χρόνια
επιβιώσαμε και γλιτώσαμε από ένα σωρό μάχες και ‘μαγικά’ προβλήματα, αλλά απλά
αυτό. Δε ζούσαμε, απλά επιβιώναμε.
Χωρίς φίλους, χωρίς ένα μέρος να το αποκαλούμε σπίτι μας, χωρίς βοήθεια από
κανέναν... αλλά κοίτα τι καταφέραμε τα τελευταία δυο χρόνια: έχουμε έναν τόπο
να τον νιώθουμε δικό μας, έχουμε το σπίτι μας, τους φίλους μας. Έχεις επιτέλους
μια καλή δουλειά που αποδίδει και τώρα έχουμε και συμμάχους απέναντι στο Κακό.
Όλα αυτά πλέον τα έχουμε κατακτήσει, είναι δικά μας! Και τα αξίζουμε! Μου λες
πραγματικά ότι θες να τα παρατήσεις όλα και να τρέξεις μακριά;»
Η Νόρα
σταματά το πάνω κάτω στο δωμάτιο και σκύβει το κεφάλι. Δείχνει προβληματισμένη.
Σηκώνομαι κι εγώ από τη θέση μου και την πλησιάζω. Ακουμπώ απαλά την πλάτη της
και προσπαθώ να καταλάβω αν έπιασαν τόπο τα λόγια μου. Τότε η Νόρα γυρίζει
βουρκωμένη προς το μέρος μου και μου λέει:
«Νομίζεις
πως μου είναι εύκολα όλα αυτά;»
«Όχι
Νόρα, όχι προς Θεού».
«Κι εγώ
τα θέλω όλα αυτά Μπόνι. Και ακόμα περισσότερα. Έχω κι εγώ καρδιά, έχω ανάγκες.
Έχω δουλέψει σκληρά και θέλω επιτέλους να ανταμειφθώ γι’ αυτό. Αυτό που ΔΕΝ
θέλω όμως είναι να καταλήξουμε σαν τους γονείς μας».
Η
απάντησή της με πονά και με ταράζει. Ούτε κι εγώ το θέλω αυτό προφανώς.
«Οι
γονείς μας δεν πέθαναν επειδή έμειναν να παλέψουν» είναι η άποψή μου.
«Α, ναι;
Επειδή εγώ δεν θυμάμαι να προσπάθησαν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους».
«Νόρα,
σταμάτα. Δεν ξέρεις τι λες».
«Η
απόφασή μου είναι αυτή. Θα φύγουμε. Αύριο κιόλας».
Η φωνή
της σκληρή. Το πρόσωπό της ξεχυλίζει από σιγουριά και αποφασιστικότητα. Το
δάκρυ που με θράσσος τολμά να ξεφύγει από τα βουρκωμένα της μάτια, το διώχνει
αμέσως με την ανάστροφη του χεριού της πριν προλάβει καλά καλά να βρέξει το
μάγουλό της. Έπειτα, μου γυρίζει την πλάτη και βγαίνει από το δωμάτιο φουριόζα,
χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω της.
Και τώρα;
Τώρα τι κάνουμε;