Ιστορίες από τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 2: Το τέλος του ονείρου (Κεφάλαιο 3) - "Σχέδια"

Η Αουρέλια, Πρώτη Δούκισσα του Στέμματος ήταν συγκεντρωμένη στο βιβλίο της, όταν ο αρχιθαλαμηπόλος ανήγγειλε τη μητέρα της.

«Κόρη μου, έχω ευχάριστα νέα. Ο βασιλιάς των Ηλίων σε δέχτηκε ως σύζυγο του διαδόχου». Ένα χαμόγελο ικανοποίησης φάνηκε στο πρόσωπο της δούκισσας. Από τη στιγμή που τράβηξε την προσοχή της ο διάδοχος των Ηλίων είχε ξεκινήσει να μεθοδεύει αυτόν τον γάμο. Ήταν ιδανική περίπτωση. Αρκετά πλούσια αυτοκρατορία, διάσημη και τώρα ακόμα πιο λαμπερή, ένας βασιλιάς χωρίς μια ισχυρή γυναίκα να τον καθοδηγεί, ένας διάδοχος αφοσιωμένος στην τέχνη και οι περισσότεροι «ισχυροί» του βασιλείου μαλθακοί καλοπερασάκηδες. Τους υπόλοιπους θα κατάφερνε να τους πάρει με το μέρος της. Το παιχνίδι της εξουσίας το έπαιζε καλά. Ναι, αυτή θα κυβερνούσε σε λίγο καιρό την αυτοκρατορία του βασιλείου των Ηλίων. Α, και ο διάδοχος Άγγελος ήταν και πολύ όμορφος, επομένως δε θα είχε καμία αποστροφή για τα συζυγικά της καθήκοντα. Το αντίθετο μάλιστα! «...και θα σε συμβούλευα να αποδεχτείς αμέσως την πρόσκληση και να μεταβείς να γνωρίσεις τον μέλλοντα σύζυγο σου» ολοκλήρωσε η αυτοκράτειρα.
«Μάλιστα μητέρα» απάντησε η Αουρέλια βγαίνοντας από τις σκέψεις της. Η αυτοκράτειρα είχε δίκιο. Δεν υπήρχε λόγος να αφήνεις περιθώρια στο θήραμα. Θα έφευγε το συντομότερο δυνατόν.

            Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Αουρέλια με τη μικρή ακολουθία της έφτασε στο Βασίλειο των Ηλίων. Μετά από μια μικρή, αλλά αναγκαία εθιμοτυπική επίσκεψη στην πρωτεύουσα για να υποβάλλει τα σέβη της στο βασιλιά, για τον οποίον πλέον ήταν σίγουρη ότι δε θα αποτελούσε εμπόδιο στα σχέδιά της, ξεκίνησε για το Sereburg, ένα από τα θέρετρα της βασιλικής οικογένειας, όπου είχε εγκαταστήσει την αυλή του ο διάδοχος.

            Εκείνοι απολάμβαναν τις τελευταίες στιγμές δημόσιας τρυφερότητας. Είχαν συμφωνήσει ότι θα κρατιόνταν μακριά ο ένας από τον άλλο μέχρι να αποδώσει το σχέδιό τους και να απομακρυνθεί η Ορδενσιανή. Πίστευαν ότι η ευγενική αδιαφορία θα ήταν αρκετή για να χάσει η δούκισσα το ενδιαφέρον και την υπομονή της και να ακυρώσει τον γάμο. Ήταν τόσο αγνός ο έρωτάς τους και αυτοί τόσο παραδομένοι σε αυτόν που δεν μπορούσαν να υπολογίσουν ότι κάποιος θα μπορούσε από συμφέρον και μόνο να κινείται. Το νέο είχε ξαφνιάσει και όλη την αυλή τους. Κανείς δεν είπε τίποτα, άλλωστε κανείς ποτέ δε σχολίασε ευθέως τις πράξεις τους, αλλά έβλεπες στα βλέμματα όλων την αγωνία και την απορία για το τι θα γινόταν.

Η Αουρέλια έφτασε στο ανάκτορο όπου προς έκπληξή της την υποδέχτηκαν μόνο υπηρέτες και γραμματείς. Ωραία υποδοχή στη μέλλουσα σύζυγο, σκέφτηκε πικρά. Αλλά δε θα άφηνε αυτήν την προσβολή να χαλάσει τα σχέδιά της.
«Πότε θα με δεχτεί ο διάδοχος;» ρώτησε την κυρία επί των τιμών που της παραχώρησαν για να την κατευθύνει στις συνήθειες της αυλής.
«Δε… θα σας δεχτεί, κυρία…» είπε αμήχανα η άλλη κοπέλα.
«Υψηλοτάτη! Μα τι συμπεριφορά είναι αυτή; Και τι σημαίνει δε θα με δεχτεί;»
«Συγγνώμη κυρ… Υψηλοτάτη, αλλά είναι εντολές του διαδόχου. Δε χρησιμοποιούμε τίτλους στην αυλή. Επίσης» πρόσθεσε βιαστικά «δε δέχεται κανέναν, δηλαδή ελεύθερα μπορείτε να τον δείτε σε όποιο σημείο του ανακτόρου τον βρείτε».
Η Αουρέλια σάστισε. Μάλλον την περίμενε περισσότερη δουλειά απ' όση είχε υπολογίσει. Αλλά έτσι κι αλλιώς είχε υπομονή και οι κόποι θα απέδιδαν. Και τότε…
Η κυρία επί των τιμών διέκοψε τις σκέψεις της.
«Αν επιθυμείτε, γνωρίζω πως αυτή την ώρα συνήθως ο Michelangelo, συγγνώμη, ο πρίγκιπας εννοούσα, φωτογραφίζει στους δυτικούς κήπους».
«Μάλιστα, οδηγείστε με λοιπόν σε αυτόν!»
Η Αουρέλια έμεινε έκπληκτη από το χάος που αντίκρισε παντού στο ανάκτορο. Δημιουργικό, αναγκάστηκε να παραδεχθεί, αλλά όχι για μένα, βέβαια αν τον κρατάει απασχολημένο όσο εγώ κυβερνώ και δεν ανακατεύεται στα σχέδιά μου... Βέβαια, έμπειρη στο παιχνίδι της εξουσίας, δε θα τον άφηνε ποτέ μακριά της όπου δε θα μπορούσε να τον ελέγξει. Τον βρήκαν εύκολα, περιστοιχισμένο από τους φίλους του να φωτογραφίζει υπέροχες συνθέσεις ανθών. Δε φάνηκε να τις αντιλαμβάνεται. Ας παίξω το παιχνίδι του, σκέφτηκε, και βλέπουμε…
«Michelangelo» είπε όσο γλυκά και αέρινα μπορούσε. Η ακολουθία της έμεινε έκπληκτη, ποτέ δεν είχαν ακούσει τη δούκισσα να μιλάει έτσι γλυκά.
Γύρισε και την κοίταξε. Προς στιγμήν της κόπηκε η ανάσα. Ήταν τόσο όμορφος όσο οι φωτογραφίες του και το φως τον έλουζε τόσο υπέροχα και οι κινήσεις του ήταν τόσο αέρινες… «Σύνελθε» είπε στον εαυτό της. «Μην αφήσεις τη γοητεία του να σε παρασύρει. Αυτή είναι ο σκληρότερος αντίπαλός σου».
«Καλώς ήλθες» της είπε απλά και χαμογέλασε. Χρειάστηκε όλη η αυτοπειθαρχία της Αουρέλια για να μην ξεχάσει τα σχέδιά της και παραδοθεί εκεί επιτόπου στη γοητεία του.
«Περίμενα ότι θα με υποδεχόσουν…»
«Δεν το συνηθίζω, άλλωστε είσαι εδώ τώρα, έτσι δεν είναι;»
«Φαντάζομαι στη δεξίωση αργότερα θα…»
«Ποια δεξίωση, δε γνωρίζω να υπάρχει κάτι τέτοιο στο πρόγραμμα της αυλής!» είπε ο Άγγελος με έκπληξη.
«Α, τότε στο δείπνο θα έχουμε την ευκαιρία ίσως να…»
«Απόψε» τη διέκοψε «θα δειπνήσω με φίλους εκτός ανακτόρου».
«Κι εγώ;»
«Μπορείτε να κανονίσετε ελεύθερα το πρόγραμμά σας. Όλο το προσωπικό του ανακτόρου είναι στη διάθεσή σας, αφού είστε καλεσμένη μας».
«Μα έτσι υποδέχεσαι τη μέλλουσα σύζυγό σου;» είπε δήθεν με παράπονο.
«Συγγνώμη, Αουρέλια, ίσως δεν έχεις συνηθίσει ακόμα την αυλή μου, αλλά με τον καιρό όλα θα είναι φυσιολογικά για σένα. Είσαι όμορφη, όπως βλέπω και ικανή απ' όσα έχω μάθει και θα είναι τιμή μου να είσαι η σύζυγος του διαδόχου. Από εκεί και πέρα όμως υπάρχουν για μένα πιο σοβαρά πράγματα, υπάρχει η τέχνη που με καλεί και φιλοσοφικά ερωτήματα που περιμένουν και κάπου εκεί ίσως περιμένει κι ο έρωτας. Θα προσπαθήσω και εσύ ως σύζυγός μου να γίνεις μέτοχος αυτών, αλλά αντιλαμβάνεσαι ότι δεν μπορώ να σου προσφέρω πράγματα που δε νιώθω».
Ο Άγγελος σταμάτησε και μελετούσε την Αουρέλια που είχε μείνει άναυδη. Φοβόταν ότι το παρατράβηξε, με τίποτα δεν έπρεπε να την προσβάλλει, απλώς ήθελε να την κάνει να βαρεθεί, να αγανακτήσει με τους τρόπους του και να τον παρατήσει αυτή. Η Αουρέλια χρειάστηκε όλη την ψυχραιμία της για να μην ουρλιάξει και φύγει καταγγέλλοντας την προσβολή στο βασιλιά. Αλλά μετά, τι; Πέρα από μια επίσημη συγγνώμη, τι θα πετύχαινε; Οι καλλιτέχνες ήταν δύστροποι αυτό το ήξεραν όλοι, δεν μπορούσε μόνο εξαιτίας αυτού να διεκδικήσει τίποτα. Αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του και να προσπαθήσει χωρίς βιασύνη, να πάει με τα νερά του και σιγά σιγά να τον γοητεύσει. Άλλωστε γυναίκα ήταν, θα το χρησιμοποιούσε.

            Οι επόμενες μέρες δοκίμασαν τις αντοχές της Αουρέλιας καθώς πάλευε να προσεγγίσει τον συνέχεια απασχολημένο Άγγελο. Προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλά γρήγορα ένιωσε παρείσακτη. Προσπάθησε να ασχοληθεί με τέχνη, αλλά ούτε η ίδια πίστευε ότι θα πετύχαινε κάτι. Και το χειρότερο ήταν πως δεν της έδινε αφορμή, ήταν εξαιρετικά ευγενικός, την άκουγε προσεκτικά και μετά απλά την αγνοούσε. Δεν της έδινε την παραμικρή αφορμή που θα μπορούσε να αξιοποιήσει για να τον φέρει σε δύσκολη θέση και να τον οδηγήσει στην άμυνα. Ακόμα κι ο γάμος που τον θεωρούσε σίγουρο δεν έβλεπε πώς θα ήταν εφικτό να προχωρήσει, τουλάχιστον όχι με το ρυθμό που ήθελε. Και αν ακόμα γινόταν ο γάμος πώς θα έπαιρνε την εξουσία αν αυτός δεν έδινε καμιά σημασία σε αυτή, αλλά και στη διακυβέρνηση γενικότερα. Δεν ήταν τόσο αφελής να φαντάζεται ότι θα μπορούσε να επιβληθεί στη διακυβέρνηση των συμβούλων χωρίς την αρχική έστω στήριξη και ενασχόληση του μελλοντικού βασιλιά. Ένιωθε ότι πολεμούσε με κάτι, αλλά δεν ήξερε τι. Είχε αρχίσει να απελπίζεται.

Μια μέρα κουρασμένη από το άσκοπο κυνηγητό καθόταν στο παράθυρο και παρατηρούσε αφηρημένη τον πρίγκιπα να ζωγραφίζει στην αυλή κάτω της. Ξαφνικά τον είδε να κοιτάζει κάπου και να φωτίζεται ολόκληρος καθώς χαμογελούσε. Ακολούθησε με περιέργεια το βλέμμα του που έπεφτε πάνω στην αδελφή του, μια ευγενική και αδιάφορη κοπέλα, σχεδόν ανύπαρκτη. Και καθώς την παρατηρούσε αφηρημένα, κατάλαβε! Αυτή! Αυτή ήταν πίσω απ' όλα, αυτή ήταν ο σύμμαχός του και το στήριγμα του και ταυτόχρονα το αδύνατο σημείο του. Αυτή ήταν ο εχθρός που μάταια αναζητούσε τόσο καιρό. Τους κοίταξε λίγο ακόμα παρατηρώντας πώς το φως τους ένωνε, πώς έπαιρναν λάμψη ο ένας από τον άλλο. Επιτέλους! Η επόμενη μέρα θα ήταν μια διαφορετική μέρα! Τώρα δε θα της ξέφευγε με τίποτα.


Μιχάλης Κοτσαρίνης