Ο τελευταίος πελάτης μπήκε στις 23:27. Ήταν ένας ηλικιωμένος με φθαρμένα ρούχα που ήδη τρέκλιζε από το ποτό. Αγόρασε ένα μπουκάλι φτηνό κρασί που θα τον βοηθούσε να καλύψει τα τελευταία μέτρα της απόστασης νηφαλιότητα-τύφλα στο μεθύσι. Στις 23:30 ακριβώς έκλεισα την κάβα και άρχισα να κάνω ταμείο. Καθάρισα όλο το μαγαζί, έλεγξα τον χώρο και στις 23:59 κοίταξα το ψηφιακό ρολόι μου, το μοναδικό δώρο που μου είχε κάνει ποτέ ο γέρος μου πριν η καρδιά του αποφασίσει να σταματήσει να δουλεύει. Ήταν η μοναδική ανάμνηση που είχα από αυτόν, το μοναδικό κομμάτι που με συνέδεε με ένα όχι και τόσο ευτυχισμένο παρελθόν που ήταν γεμάτο με την απουσία του.
Κλείδωσα το μαγαζί, συνεχίζοντας την ιεροτελεστία της καθημερινής μου ρουτίνας και κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητο μου, αγνοώντας την απόκοσμη σιωπή της νύχτας.
Κοντοστάθηκα για μια στιγμή λίγο πριν βάλω το κλειδί στην πόρτα και κοίταξα γύρω μου. 'Ολη η λεωφόρος ήταν βυθισμένη στο βαθύ πορτοκαλί χρώμα των νυχτερινών λαμπών - κι εκεί τέλειωνε κάθε ομοιότητα με οποιαδήποτε προηγούμενη νύχτα. Δεν υπήρχαν πεζοί, ούτε αυτοκίνητα που κινούνταν. Ακόμα και τα περιστέρια που συνήθως γουργούριζαν στις φωλιές τους, πάνω από το μαγαζί, ήταν σιωπηλά. Μια αμυδρή μυρωδιά σάπιου πλανιόταν στον αέρα. Ξανακοίταξα το ρολόι μου και νομίζω ότι τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι κάτι ήταν διαφορετικό: 24:04.
Στα είκοσι χρόνια που είχα αυτό το ρολόι είχε χρειαστεί να το πάω στον μάστορα δύο φορές, το είχα ρίξει στο πάτωμα άλλες τέσσερις (στην οθόνη του υπήρχε ακόμα ένα μικρό ράγισμα) και του είχα αλλάξει μπαταρίες άπειρες φορές.
Αλλά δεν θυμόμουν ποτέ να έχει μετρήσει μετά τα μεσάνυχτα με αυτόν τον τρόπο.
"Τι διάολο", μουρμούρισα και το ξανακοίταξα. Τα δευτερόλεπτα συνέχιζαν το αέναο ταξίδι τους.
24:04:57.
Και 58.
Και 59.
Και μετά 24:05.
Προβληματισμένος, μπήκα στο αμάξι και τακτοποίησα τα πράγματα μου στο κάθισμα του συνοδηγού. Έπειτα έβαλα το κλειδί στην μίζα, το γύρισα και οι φωτεινές ενδείξεις στο ταμπλώ με υποδέχτηκαν. Ασυναίσθητα, έπιασα τον εαυτό μου να έχει καρφωμένο το βλέμμα στο ρολόι του αυτοκινήτου, το οποίο συμφωνούσε με το ρολόι χειρός μου.
24:05.
"Ωραία", σκέφτηκα, "μάλλον ο πλανήτης αποφάσισε να μετράει διαφορετικά την ώρα κι εγώ δεν το έμαθα ποτέ". Έβαλα μπροστά, προσπαθώντας να αποδιώξω την σκέψη που είχε φωλιάσει στο μυαλό μου και αρνιόταν να φύγει - κάτι δεν πήγαινε καλά.
Άναψα το ραδιόφωνο, αλλά υπήρχε μόνο στατικός θόρυβος σε κάθε συχνότητα, οπότε το έκλεισα απηυδησμένος. Οδήγησα για πέντε λεπτά μέσα σε απόλυτη σιωπή, με τα μάτια μου να ταξιδεύουν από τον δρόμο στο ρολόι του αυτοκινήτου, το οποίο επέμενε να μετράει λάθος τον χρόνο. Δεν συνάντησα ούτε ένα αυτοκίνητο στην λεωφόρο, ούτε καν έναν πεζό που να έσερνε τα βήματα του στα άθλια πεζοδρόμια αυτής της βρώμικης πόλης. Έκανα στην άκρη το αυτοκίνητο, αφού πρώτα άναψα αλάρμ - μια κίνηση προφανώς ανούσια, που όμως περιείχε συμπυκνωμένη όλη μου την φιλοσοφία για την ζωή μέχρι τότε: όλα στην ώρα τους, όλα όπως πρέπει, όλα με τάξη.
Βγήκα από το αμάξι και ζαλίστηκα, καθώς ο βραδινός αέρας ήταν γεμάτος με την αποφορά ενός παλιού λιμανιού - μια μυρωδιά υγρή, στοιχειωμένη και απαίσια είχε ποτίσει την λεωφόρο. Οι λάμπες του δρόμου τρεμοπαίζαν και σε κάθε τους σβήσιμο το σκοτάδι έμοιαζε να αποκτά σχεδόν υλική υπόσταση.
Κοίταξα τον νυχτερινό ουρανό, προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου - και η καρδιά μου πάγωσε.
Δεν υπήρχε φεγγάρι στον ουρανό, ούτε καν ένα αστέρι. Τα πάντα ήταν κατάμαυρα, σαν κάποιος να είχε σκεπάσει την πόλη με ένα μαύρο πέπλο. Έτριψα τα μάτια μου θέλοντας να με πείσω ότι πιθανότατα το φως από τις λάμπες με είχε τυφλώσει αρκετά ώστε να μην μπορώ να ξεχωρίσω την χλωμή λάμψη των αστεριών, αλλά ήξερα ότι έκανα λάθος. Ένιωθα τα σωθικά μου να έχουν πάει περίπατο και τον λαιμό μου ξερό καθώς ο πανικός με καταλάμβανε.
Πήρα μερικές βαθιές ανάσες και ξανακοίταξα το ρολόι μου, το οποίο αδιάφορα έδειχνε 24:14, σαν να μην το ένοιαζε που τα πάντα ήταν διαφορετικά - πιο σκοτεινά, πιο απόκοσμα. Πιο λάθος.
"Έι!" φώναξα κι αμέσως το μετάνιωσα καθώς η φωνή μου ακούστηκε σαν κρώξιμο. Δεν υπήρχε αντίλαλος, δεν υπήρχε χρώμα στον ήχο της φωνής μου, μόνο ένας ξερός ήχος σαν κλαδί που σπάει. Τρομαγμένος, ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο μου, που είχε μετατραπεί στο προσωπικό μου καταφύγιο.
Έβαλα μπρος και βγήκα ξανά στην λεωφόρο, ξεχνώντας κάθε προφύλαξη και καλή οδηγική συμπεριφορά, ταξιδεύοντας παράλληλα με τις λάμπες που με έλουζαν κάθε τόσο με το πορτοκαλί, αρρωστιάρικο φως τους. Τα λεπτά ακολουθούσαν το αλλόκοτο ταξίδι τους με εξοργιστική απάθεια.
Η ώρα ήταν 24:35 όταν διαπίστωσα έντρομος ότι θα έπρεπε να είχα ήδη φτάσει στην διασταύρωση όπου θα έστριβα για να φτάσω στο σπίτι μου και μάλιστα πολλά λεπτά πριν. Κι όμως ο δρόμος συνέχιζε ατέλειωτος, χωρίς στροφές και διασταυρώσεις, με ελάχιστα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στις άκρες του και με μία σειρά επαναλαμβανόμενων, μουντών κτιρίων να δεσπόζουν εκατέρωθεν του.
"Δεν έστριψα όταν έπρεπε", συλλογίστηκα, προσπαθώντας να καταλαγιάσω το άγχος μου. "Ήμουν απορροφημένος από τα καταραμένα τα ρολόγια και τώρα έφτασα σε κάποιο σημείο της πόλης που δεν έχω ξανάρθει".
Έψαξα κάποιο σημείο για να μπορέσω να κάνω αναστροφή, αλλά το τσιμεντένιο διαχωριστικό στην μέση της λεωφόρου είχε μπει για να εμποδίζει οδηγούς σαν εμένα να κάνουν πράξη σκέψεις σαν τις δικές μου. Μην μπορώντας να κάνω κάτι διαφορετικό, συνέχισα να ακολουθώ την διαδρομή μου, αυτή τη φορά οδηγώντας πιο αργά και παρατηρώντας τα κτίρια και τα αυτοκίνητα. Με κάθε χιλιόμετρο που έκανα, με κάθε λεπτό που περνούσε, όλα γύρω μου φαίνονταν να φθείρονται, σαν να μην ταξίδευα πλέον στην άσφαλτο, αλλά μέσα στο ίδιο το ποτάμι του χρόνου, όπου μπορούσα να παρατηρήσω το πέρασμα του χρόνου πάνω στον παράξενο κόσμο που με περιέβαλλε. Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα έμοιαζαν πιο σκουριασμένα, τα κτίρια πιο γυρτά, σαν κουρασμένοι γίγαντες που έσκυβαν από πάνω μου με περιέργεια για να δουν τον νεοφερμένο. Πιο κάτω είδα σκελετούς αυτοκινήτων και γκρεμισμένα κτίρια, όλα τυλιγμένα στο καταραμένο πορτοκαλί ημίφως και την εκκωφαντική σιωπή της νύχτας. Οδηγούσα και οδηγούσα και οδηγούσα όλη τη νύχτα, προσπαθώντας να μην αφήσω τον τρόμο της καρδιάς μου να μετατραπεί σε δάκρυα και λυγμούς απελπισίας, παρακολουθώντας πάντα τα ρολόγια μου, τα οποία επιβραδύνονταν όσο περνούσε αυτή η καταραμένη ώρα, αυτή η εικοστή πέμπτη ώρα που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Οδηγούσα μέχρις ότου η ώρα έδειξε 24:59 και τα δευτερόλεπτα έδιναν το ένα τη θέση του στο επόμενο ολοένα και πιο αργά. Οδηγούσα μέχρις ότου το ρολόι χειρός μου έδειξε 24:59:59, έχοντας εναποθέσει την τελευταία μου ελπίδα - να λήξει επιτέλους αυτός ο παράλογος εφιάλτης - στην αλλαγή της ώρας.
Και το ρολόι σταμάτησε.
Έβγαλα μια κραυγή που δεν ακούστηκε και πάτησα γκάζι – οι ρόδες στρίγκλισαν και οι σκιές μακριά από τα φώτα του δρόμου αναδεύτηκαν.
***
Συνεχίζω να οδηγώ ακόμα – χωρίς στάση για φαγητό, χωρίς στάση για ξεκούραση, χωρίς στάση για χαλάρωμα.
Συνεχίζω να οδηγώ, έχοντας ως πυξίδα μου την ελπίδα να προχωρήσει επιτέλους αυτό το τελευταίο δευτερόλεπτο που φαίνεται να έχει κρατήσει (ώρες; μήνες; χρόνια;) όσο όλη η προηγούμενη ζωή μου και όλα να γίνουν πάλι φυσιολογικά.
Συνεχίζω να οδηγώ έως ότου τελειώσει η εικοστή πέμπτη ώρα. Γιώργος Κωστόπουλος
Κλείδωσα το μαγαζί, συνεχίζοντας την ιεροτελεστία της καθημερινής μου ρουτίνας και κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητο μου, αγνοώντας την απόκοσμη σιωπή της νύχτας.
Κοντοστάθηκα για μια στιγμή λίγο πριν βάλω το κλειδί στην πόρτα και κοίταξα γύρω μου. 'Ολη η λεωφόρος ήταν βυθισμένη στο βαθύ πορτοκαλί χρώμα των νυχτερινών λαμπών - κι εκεί τέλειωνε κάθε ομοιότητα με οποιαδήποτε προηγούμενη νύχτα. Δεν υπήρχαν πεζοί, ούτε αυτοκίνητα που κινούνταν. Ακόμα και τα περιστέρια που συνήθως γουργούριζαν στις φωλιές τους, πάνω από το μαγαζί, ήταν σιωπηλά. Μια αμυδρή μυρωδιά σάπιου πλανιόταν στον αέρα. Ξανακοίταξα το ρολόι μου και νομίζω ότι τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι κάτι ήταν διαφορετικό: 24:04.
Στα είκοσι χρόνια που είχα αυτό το ρολόι είχε χρειαστεί να το πάω στον μάστορα δύο φορές, το είχα ρίξει στο πάτωμα άλλες τέσσερις (στην οθόνη του υπήρχε ακόμα ένα μικρό ράγισμα) και του είχα αλλάξει μπαταρίες άπειρες φορές.
Αλλά δεν θυμόμουν ποτέ να έχει μετρήσει μετά τα μεσάνυχτα με αυτόν τον τρόπο.
"Τι διάολο", μουρμούρισα και το ξανακοίταξα. Τα δευτερόλεπτα συνέχιζαν το αέναο ταξίδι τους.
24:04:57.
Και 58.
Και 59.
Και μετά 24:05.
Προβληματισμένος, μπήκα στο αμάξι και τακτοποίησα τα πράγματα μου στο κάθισμα του συνοδηγού. Έπειτα έβαλα το κλειδί στην μίζα, το γύρισα και οι φωτεινές ενδείξεις στο ταμπλώ με υποδέχτηκαν. Ασυναίσθητα, έπιασα τον εαυτό μου να έχει καρφωμένο το βλέμμα στο ρολόι του αυτοκινήτου, το οποίο συμφωνούσε με το ρολόι χειρός μου.
24:05.
"Ωραία", σκέφτηκα, "μάλλον ο πλανήτης αποφάσισε να μετράει διαφορετικά την ώρα κι εγώ δεν το έμαθα ποτέ". Έβαλα μπροστά, προσπαθώντας να αποδιώξω την σκέψη που είχε φωλιάσει στο μυαλό μου και αρνιόταν να φύγει - κάτι δεν πήγαινε καλά.
Άναψα το ραδιόφωνο, αλλά υπήρχε μόνο στατικός θόρυβος σε κάθε συχνότητα, οπότε το έκλεισα απηυδησμένος. Οδήγησα για πέντε λεπτά μέσα σε απόλυτη σιωπή, με τα μάτια μου να ταξιδεύουν από τον δρόμο στο ρολόι του αυτοκινήτου, το οποίο επέμενε να μετράει λάθος τον χρόνο. Δεν συνάντησα ούτε ένα αυτοκίνητο στην λεωφόρο, ούτε καν έναν πεζό που να έσερνε τα βήματα του στα άθλια πεζοδρόμια αυτής της βρώμικης πόλης. Έκανα στην άκρη το αυτοκίνητο, αφού πρώτα άναψα αλάρμ - μια κίνηση προφανώς ανούσια, που όμως περιείχε συμπυκνωμένη όλη μου την φιλοσοφία για την ζωή μέχρι τότε: όλα στην ώρα τους, όλα όπως πρέπει, όλα με τάξη.
Βγήκα από το αμάξι και ζαλίστηκα, καθώς ο βραδινός αέρας ήταν γεμάτος με την αποφορά ενός παλιού λιμανιού - μια μυρωδιά υγρή, στοιχειωμένη και απαίσια είχε ποτίσει την λεωφόρο. Οι λάμπες του δρόμου τρεμοπαίζαν και σε κάθε τους σβήσιμο το σκοτάδι έμοιαζε να αποκτά σχεδόν υλική υπόσταση.
Κοίταξα τον νυχτερινό ουρανό, προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου - και η καρδιά μου πάγωσε.
Δεν υπήρχε φεγγάρι στον ουρανό, ούτε καν ένα αστέρι. Τα πάντα ήταν κατάμαυρα, σαν κάποιος να είχε σκεπάσει την πόλη με ένα μαύρο πέπλο. Έτριψα τα μάτια μου θέλοντας να με πείσω ότι πιθανότατα το φως από τις λάμπες με είχε τυφλώσει αρκετά ώστε να μην μπορώ να ξεχωρίσω την χλωμή λάμψη των αστεριών, αλλά ήξερα ότι έκανα λάθος. Ένιωθα τα σωθικά μου να έχουν πάει περίπατο και τον λαιμό μου ξερό καθώς ο πανικός με καταλάμβανε.
Πήρα μερικές βαθιές ανάσες και ξανακοίταξα το ρολόι μου, το οποίο αδιάφορα έδειχνε 24:14, σαν να μην το ένοιαζε που τα πάντα ήταν διαφορετικά - πιο σκοτεινά, πιο απόκοσμα. Πιο λάθος.
"Έι!" φώναξα κι αμέσως το μετάνιωσα καθώς η φωνή μου ακούστηκε σαν κρώξιμο. Δεν υπήρχε αντίλαλος, δεν υπήρχε χρώμα στον ήχο της φωνής μου, μόνο ένας ξερός ήχος σαν κλαδί που σπάει. Τρομαγμένος, ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο μου, που είχε μετατραπεί στο προσωπικό μου καταφύγιο.
Έβαλα μπρος και βγήκα ξανά στην λεωφόρο, ξεχνώντας κάθε προφύλαξη και καλή οδηγική συμπεριφορά, ταξιδεύοντας παράλληλα με τις λάμπες που με έλουζαν κάθε τόσο με το πορτοκαλί, αρρωστιάρικο φως τους. Τα λεπτά ακολουθούσαν το αλλόκοτο ταξίδι τους με εξοργιστική απάθεια.
Η ώρα ήταν 24:35 όταν διαπίστωσα έντρομος ότι θα έπρεπε να είχα ήδη φτάσει στην διασταύρωση όπου θα έστριβα για να φτάσω στο σπίτι μου και μάλιστα πολλά λεπτά πριν. Κι όμως ο δρόμος συνέχιζε ατέλειωτος, χωρίς στροφές και διασταυρώσεις, με ελάχιστα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στις άκρες του και με μία σειρά επαναλαμβανόμενων, μουντών κτιρίων να δεσπόζουν εκατέρωθεν του.
"Δεν έστριψα όταν έπρεπε", συλλογίστηκα, προσπαθώντας να καταλαγιάσω το άγχος μου. "Ήμουν απορροφημένος από τα καταραμένα τα ρολόγια και τώρα έφτασα σε κάποιο σημείο της πόλης που δεν έχω ξανάρθει".
Έψαξα κάποιο σημείο για να μπορέσω να κάνω αναστροφή, αλλά το τσιμεντένιο διαχωριστικό στην μέση της λεωφόρου είχε μπει για να εμποδίζει οδηγούς σαν εμένα να κάνουν πράξη σκέψεις σαν τις δικές μου. Μην μπορώντας να κάνω κάτι διαφορετικό, συνέχισα να ακολουθώ την διαδρομή μου, αυτή τη φορά οδηγώντας πιο αργά και παρατηρώντας τα κτίρια και τα αυτοκίνητα. Με κάθε χιλιόμετρο που έκανα, με κάθε λεπτό που περνούσε, όλα γύρω μου φαίνονταν να φθείρονται, σαν να μην ταξίδευα πλέον στην άσφαλτο, αλλά μέσα στο ίδιο το ποτάμι του χρόνου, όπου μπορούσα να παρατηρήσω το πέρασμα του χρόνου πάνω στον παράξενο κόσμο που με περιέβαλλε. Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα έμοιαζαν πιο σκουριασμένα, τα κτίρια πιο γυρτά, σαν κουρασμένοι γίγαντες που έσκυβαν από πάνω μου με περιέργεια για να δουν τον νεοφερμένο. Πιο κάτω είδα σκελετούς αυτοκινήτων και γκρεμισμένα κτίρια, όλα τυλιγμένα στο καταραμένο πορτοκαλί ημίφως και την εκκωφαντική σιωπή της νύχτας. Οδηγούσα και οδηγούσα και οδηγούσα όλη τη νύχτα, προσπαθώντας να μην αφήσω τον τρόμο της καρδιάς μου να μετατραπεί σε δάκρυα και λυγμούς απελπισίας, παρακολουθώντας πάντα τα ρολόγια μου, τα οποία επιβραδύνονταν όσο περνούσε αυτή η καταραμένη ώρα, αυτή η εικοστή πέμπτη ώρα που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Οδηγούσα μέχρις ότου η ώρα έδειξε 24:59 και τα δευτερόλεπτα έδιναν το ένα τη θέση του στο επόμενο ολοένα και πιο αργά. Οδηγούσα μέχρις ότου το ρολόι χειρός μου έδειξε 24:59:59, έχοντας εναποθέσει την τελευταία μου ελπίδα - να λήξει επιτέλους αυτός ο παράλογος εφιάλτης - στην αλλαγή της ώρας.
Και το ρολόι σταμάτησε.
Έβγαλα μια κραυγή που δεν ακούστηκε και πάτησα γκάζι – οι ρόδες στρίγκλισαν και οι σκιές μακριά από τα φώτα του δρόμου αναδεύτηκαν.
***
Συνεχίζω να οδηγώ ακόμα – χωρίς στάση για φαγητό, χωρίς στάση για ξεκούραση, χωρίς στάση για χαλάρωμα.
Συνεχίζω να οδηγώ, έχοντας ως πυξίδα μου την ελπίδα να προχωρήσει επιτέλους αυτό το τελευταίο δευτερόλεπτο που φαίνεται να έχει κρατήσει (ώρες; μήνες; χρόνια;) όσο όλη η προηγούμενη ζωή μου και όλα να γίνουν πάλι φυσιολογικά.
Συνεχίζω να οδηγώ έως ότου τελειώσει η εικοστή πέμπτη ώρα. Γιώργος Κωστόπουλος