M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 3) - "Wιcked Gaɱes" (μέρος 4ο)

«Λοιπόν, τι λες;» με ρωτάει η Γκουεντολάιν Μαρς με την παράξενη ιρλανδική προφορά της, ενώ κατευθυνόμαστε προς την καφετέρια για μεσημεριανό.   
Αναστενάζω. «Είχες δίκιο, Γκουέν», απαντώ άτονα. Δεν νομίζω πως έχω ξεπεράσει ακόμα τον πονοκέφαλο που μου προκάλεσε το τρίωρο μάθημα του κύριου Λοκ και ειλικρινά αναρωτιέμαι γιατί στην ευχή δεν έκανε διάλειμμα νωρίτερα. «Τα μαθήματα εδώ πέρα δεν έχουν ψυχή. Αναρωτιέμαι… πώς στο καλό κάθεστε και λύνεται όλες αυτές τις ασκήσεις που μας βάζει ο Λοκ για μετά; Εμένα θα μου πάρει ώρες-»
«Στάκα λίγο». Η Γκουέν αρπάζει τον αγκώνα μου και με κάνει να σταματήσω στην μέση του διαδρόμου που οδηγεί στην καφετέρια. «Θες να μου πεις ότι θα κάτσεις να κάνεις τα homework;» Το κάνει να ακούγεται σαν να είναι κάτι απίθανο.
«Είναι, βέβαια, μερικές εκατοντάδες», μουρμουρίζω. «Αλλά λέω να προσπαθήσω». Δεν θα ήθελα να χάσω το καλό επίπεδο που απέκτησα στο Άσπεν στην Άλγεβρα και την Γεωμετρία. Μου πήρε πολύ καιρό για να φτάσω ως εκεί.
«Χαλάρωσε, ψαράκι», αντιγυρίζει η Γκουέν χαμογελώντας. «Κανείς δεν λύνει τίποτα στο Ντέιβις Πλέις. Κυμαινόμαστε όλοι κάτω από την βάση».
«Ε, λοιπόν», απαντώ προς υπεράσπισή μου. «Αυτό δεν σημαίνει πως ανήκω κι εγώ στον πάτο. Προτιμώ να κάνω την διαφορά μέσα στην τάξη του Λοκ και του κάθε Λοκ. Μπορώ να κάνω την διαφορά».
«Ω», αναφωνεί η Γκουέν με το μικρό της χαμόγελό αμετακίνητο. «Ακούγεσαι σαν προεκλογικό σποτάκι. Παρόλα αυτά, θα την κάνεις την διαφορά, ούτως ή άλλως, Βάλενταϊν, κορίτσι μου. Δεν έχεις ακουστά το: ο Μονόφθαλμος βασιλεύει στους Τυφλούς;»
«Ξέρεις», της λέω. «καμιά φορά δυσκολεύομαι να καταλάβω πότε μιλάτε σοβαρά εσείς οι Μαρς και πότε με ειρωνεύεστε».
«Ιρλανδικό χιούμορ», διατείνεται η ίδια, και οι λεπτοί της ώμοι ανασηκώνονται εν ειδή απολογίας.
Άξαφνα νιώθω ένα τίναγμα στον δικό μου ώμο και γυρίζω επιτόπου να δω τι με χτύπησε. «Αϊ να χαθείς». Ξεφυσάω. «Και με τρόμαξες!»
Είναι ο Κάι. Έχει μόλις φτάσει την Γκουέν κι εμένα και ενώ μας προσπερνούσε με πήρε λίγο σβάρνα. «Σόρρυ, ρε Άντρι» λέει. «Απλά, ε… βρήκα αυτά στην τάξη». Στο χέρι του κρατάει ένα μικρό μάλλινο κουβάρι από άλικο ύφασμα. Του ρίχνω μια φευγαλέα ματιά και συνειδητοποιώ πως είναι οι δικές μου κάλτσες. Αυτές που χάζευα μυξοκλαίγοντας χτες το βράδυ. Ο Κάι συνεχίζει λέγοντας: «Τα είδα να πέφτουν από την τσάντα σου, όταν, ε… σου έκαναν καψόνι οι Αθληταράδες και, ε… ορίστε».
Παίρνω τις κάλτσες και τις χώνω βιαστικά σε μια εξωτερική τσέπη της σάκας μου. Μετά στρέφομαι στον Κάι για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, αλλά προτού πω οτιδήποτε, εκείνος μου νεύει μηχανικά, πετάει ένα: «Παρακαλώ», και βάζει πλώρη για το προαύλιο.
Κοιτάζω την Γκουέν παραξενεμένη.
«Βιαστικός μου φάνηκε», παρατηρώ.
«Ναι», αποκρίνεται εκείνη. «Μάλλον είναι η ώρα του».
«Ώρα για ποιο πράγμα;»
«Ώρα να φτιαχτεί και να γίνει ζάντα μαζί με τους άλλους χασικλίδες», μου απαντάει.
Αποφασίζω να μην ξαναρωτήσω τίποτα απολύτως.


Ο άχρωμος διάδρομος καταλήγει σε μια εσωτερική πόρτα που βγάζει στην ακόμα πιο άχρωμη καφετέρια. Καθώς την διασχίζουμε, η Γκουέν στο πλάι μου κινείται αργά για να μου δώσει χρόνο να αφομοιώσω τον χώρο. Έτσι, προσέχω ότι παντού γύρω μας κλίκες εφήβων περικυκλώνουν τα τραπέζια του μεσημεριανού.
Το πρώτο τραπέζι στο οποίο καρφώνεται το βλέμμα μου είναι –αναπόφευκτα- εκείνο που έχουν καταλάβει οι Λατίνες. Και ο λόγος είναι απλός. Τα κορίτσια αυτά είναι θορυβώδη, προκλητικά και γεμάτα αυτοπεποίθηση, ενώ παράλληλα είναι εκθαμβωτικά με έναν ολίγον τι παρακμιακό τρόπο. Φοράνε φτηνιάρικα ρούχα όλο αστραφτερές πούλιες, χάντρες και φανταχτερά πούπουλα που τις κάνουν να μοιάζουν σαν εξωτικά πουλιά.
«Ελ Τσούλος», τις αποκαλεί η Γκουέν υιοθετώντας μια αποτυχημένη ισπανική προφορά. «Έξι παράνομες μετανάστριες με φονικές, σέξυ, χυμώδεις καμπύλες, μαλλί απροκάλυπτα ξασμένο σαν αηδονοφωλιά, σπαστά αγγλικά με μεξικάνικη προφορά, IQ κάτω του μετρίου, και σπαστά αγγλικά με πάρα πολύ μεξικάνικη προφορά».
Λέω: «Βλέπω πως τις συμπαθείς».
Λέει: «Ούτε με σφαίρες», και ξαφνικά η ιρλανδική προφορά ξαναχτυπά.
Και καθώς περιφέρομαι δεξιά κι αριστερά, συνειδητοποιώ πως η προσωπική μου Νέμεσις βρίσκεται επίσης μέσα στην καφετέρια. «Αμάν», αναφωνώ ασυναίσθητα κι εύχομαι να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.
«Τι είναι, καλό μου;»
«Η… η Μπένετ», μουρμουρίζω αμήχανα. Η Μπένετ βρίσκεται μερικά μέτρα μακριά μας, καθισμένη σε ένα τραπέζι με άλλα παιδιά που ακολουθούν τις στιλιστικές της τάσεις: Όλοι τους –αγόρια ή κορίτσια- έχουν μακριά, άκοπα μαλλιά, φοράνε παλιά πουκάμισα, φαρδιά, μπαλωμένα πουλόβερ και παχιά, βρώμικα γυαλιά μυωπίας. 
«Κοίτα, Βάλενταϊν. Η Μπένετ είναι ιδιάζουσα περίπτωση», με ενημερώνει η Γκουέν.
«Για νέο μας το λες;» αντιγυρίζω. «Και ποιος δεν είναι ιδιάζουσα περίπτωση σ’ αυτό το φρενοκομείο;»
«Όχι. Εννοώ ότι η Μπένετ είναι λίγο…». Η Γκουέν κάνει μια μικρή, παύση δίνοντάς την εντύπωση ότι ψάχνει την κατάλληλη λέξη. Στο τέλος ακουμπά το δάχτυλό της στον κρόταφό της και το κινεί κυκλικά σαν να της έχει λασκάρει κάποια βίδα. «Πολύ πειραγμένη», καταλήγει.
«Το πρόσεξα», απαντώ με στόμφο. «Αλλά ποιοι είναι αυτοί που το αγνοούν ακόμα;» Με ένα κοφτό νεύμα δείχνω τους μαλλιάδες που μοιράζονται το τραπέζι τους με την τρελο-Μπένετ.
«Οι Μετανοημένοι», μου απαντά η Γκουέν και σηκώνει το χέρι της για να σχηματίσει ένα φανταστικό φωτοστέφανο πάνω απ’ το πυρόξανθο κεφάλι της. «Ένα τσούρμο παλαβιάρηδες χριστιανοί που την βρίσκουν καίγοντας άπιστους, μαύρους, κομμουνιστές, μάγισσες και ομοφυλόφιλους. Μπορείς να καταλάβεις πως ταίριαξαν με την Μπένετ».
«Ξεματιάζουν κι αυτοί τον κοσμάκη με λίμες για τα νύχια;» ζητάω να μάθω, εν μέρει σοβαρά, εν μέρει αστεία.
«Μόνο κάθε δεύτερη Πέμπτη του μήνα», με καθησυχάζει.
Στο οπτικό μου πεδίο εισβάλλουν ξανά τα άσπρα/κόκκινα μπουφάν των Αθληταράδων που έχουν καθίσει σε ένα κοντινό τραπέζι. Αναπόφευκτα, η αντιπάθεια που νιώθω για αυτούς τους χοντροκέφαλους αναδύεται, κουλουριάζεται γύρω απ’ το στομάχι μου και το σφίγγει σαν πύθωνας. Η αρρωστημένη αίσθηση διατηρείται μέχρι την στιγμή που συνειδητοποιώ ότι ένα από αυτά τα δίχρωμα μπουφάν ανήκει στον σωτήρα μου, τον Γκρίφιν. Την ίδια στιγμή εκείνος σηκώνει το κεφάλι του απ’ το πιάτο του και μου στέλνει ένα χαμόγελο που μοιάζει να λέει «Έι» ή «Γεια σου».              
Δεν μπορώ ν’ αντισταθώ και του το ανταποδίδω.
«Είναι τόσο καλό παιδί!» ψιθυρίζω στην Γκουέν που στέκεται πλάι μου.
Σε απόκριση εκείνη σηκώνει το μπράτσο της και λέει ξινισμένα: «Γαργάλα με λίγο μπας και γελάσω με αυτό που είπες, Βαλ».
«Τι εννοείς, Γκουέν;» απορώ και επαναφέρω το μετέωρο μπράτσο της στην θέση του. «Ούτε αυτόν τον συμπαθείς;»
«Ούτε εσύ τον συμπαθείς τον Σέιγουορθ. Είναι σκάρτος και αν είσαι τόσο έξυπνο κορίτσι όσο φαίνεσαι, θα μείνεις μακριά του».
«Έλα τώρα, Μαρς», λέω δυσανασχετώντας και επιστρέφουμε στα επίθετα. «Δεν ξέρεις τι λες. Στο μάθημα του Λοκ οι Αθληταράδες μου την έπεσαν άσχημα και ο Γκρίφιν με υπερασπίστηκε».
«Μα τι ιπποτική παρόρμηση!» σχολιάζει η Γκουέν πικρόχολα. «Είμαι σίγουρη ότι δεν το έκανε θέλοντας να προδώσει την εμπιστοσύνη σου μετέπειτα».
«Σου λένε μήπως τίποτα οι λέξεις παρανοϊκή-όσο-δεν-πάει;» ρωτάω κάνοντας μια ένεση ειρωνείας στην φωνή μου. «Επειδή -ειλικρινά;- έτσι ακούγεσαι τώρα, Μαρς. Πιστεύω, όμως, ότι εάν ήσουν στο μάθημα σήμερα θα το έβλεπες κι εσύ: ο Γκρίφιν είναι ένας από τους Αθληταράδες αλλά δεν είναι σαν τους Αθληταράδες. Και το απέδειξε. Όταν ο Κάι αποδείχθηκε ανίκανος να βάλει τέλος στην καζούρα εις βάρος μου και εσύ με τον Μπιλ κάνατε σκασιαρχείο, ο Γκρίφιν ήταν ο μόνος που βγήκε μπροστά για χάρη μου».
«Ναι…», ξεφυσάει και το μικρό, σφιγμένο κορμί της χαλαρώνει. «Ο Μπιλ κι εγώ είμαστε διαβόητοι κοπανατζήδες. Τον μισό χρόνο δεν πατάμε στις τάξεις. Ακόμα κι αν πατούσαμε όμως, μην νομίζεις ότι θα κάναμε «ντα» αυτούς τους πανίβλακες για ‘σένα. Είναι δικό σου πρόβλημα και άρα εσύ καλείσαι να το λύσεις. Κανείς άλλος. Το ότι ο Σέιγουορθ αυτό-εκλέχθηκε προσωπικός σου μπράβος δεν πρέπει να σε χαροποιεί. Σε έκανε να φανείς αδύναμη, Βαλ, ευάλωτη. Όλοι ξέρουν πως εάν ο Σέιγουορθ φύγει από την μέση, εσύ θα είσαι απροστάτευτη. Κι ο ίδιος ο Σέιγουορθ το ξέρει», ολοκληρώνει το ντελίριο των απειλών της. «Μην νομίζεις ότι δεν θα το εκμεταλλευτεί».
Εντούτοις, αυτό που έχει τραβήξει την προσοχή μου δεν είναι το πώς θα χειριστεί ο Γκρίφιν Σέιγουορθ τα μελλοντικά σκαμπανεβάσματα της ζωής μου, αλλά οι Μαρς… «Δηλαδή, για να καταλάβω… Άπαξ και μου κάτσει καμιά στραβή… δεν μπορώ να βασίζομαι σε κανέναν από εσάς, έτσι; Καμιά βοήθεια, καμία συμπόνια, καμία συμπαράσταση!»
«Εάν συνεχίσεις αυτά τα μελοδραματικά», με προειδοποιεί η Γκουέν πεζά. «Θα χρειαστώ χαρτομάντιλο. Και δεν σου είπα αυτό, σαΐνι. Το μόνο που είπα είναι ότι βρίσκεσαι παγιδευμένη σε ένα είδος φυλακής και σε αυτήν την φυλακή ο καλύτερος έχει σκοτώσει την μάνα του. Εάν θέλεις να την βγάλεις καθαρή πρέπει να τους δείξεις ότι είσαι σκληρό καρύδι και όχι να κρύβεσαι πίσω από τις πλάτες των άλλων».
«Α, ναι;» αρπάζομαι κι εγώ. «Ευτυχώς που οι νέοι μου φίλοι είναι αξιόπιστα άτομα, επάνω στα οποία μπορώ να βασίζομαι».
Η μικρή μας περιπλάνηση στην μουντή καφετέρια του Ντέιβις Πλέις φτάνει στο τέλος της, όταν η Γκουέν Μαρς εντοπίζει το τραπέζι εκείνο στο οποίο κάθεται μοναχός του ο Μπιλ, ο αδερφός της. Οπότε γυρίζει προς εμένα και εν κατακλείδι λέει: «Μην μου κατεβάζεις μούτρα, στραβάδι. Δεν έφτιαξα εγώ τους κανόνες». Μου χώνει ένα χαϊδευτικό μπατσάκι στον ώμο, με σπρώχνει προς την ουρά όπου οι άλλοι μαθητές περιμένουν για το μεσημεριανό τους και μου λέει να τους συναντήσω στο τραπέζι ύστερα.
Ακολουθώντας την συμβουλή της, στέκομαι στο τέλος της ουράς και παίρνω έναν πλαστικό δίσκο. Περιμένω σιωπηλή την σειρά μου και κινούμαι κάθε φορά που κινείται ο μπροστινός μου. Στα μισά της απόστασης από τον πάγκο με τις σπεσιαλιτέ της ημέρας συνειδητοποιώ ότι το στομάχι μου είναι κατενθουσιασμένο. Εχτές, μετά την ξενάγησή, η διάθεση μου ήταν τόσο υπό του μηδενός που παρέλειψα εξίσου το μεσημεριανό και το δείπνο που σέρβιραν στο Ντέιβις Πλέις, ενώ σήμερα το πρωί παρακοιμήθηκα χάνοντας και το πρωινό.
Σύνολο: Δεν έχω φάει τίποτα εδώ και είκοσι δύο ώρες.
Αποτέλεσμα: Πεθαίνω της πείνας.
Έπειτα από κάμποσες στιγμές που το στομάχι μου βρυχιέται λες και ο Κινγκ Κονγκ έχει χωθεί μέσα του, φτάνω στο μπαρ με τα φαγητά και όλες οι προσδοκίες μου για τάισμα συνθλίβονται. Όταν το αρχικό σοκ φθίνει, σκύβω εμπρός, ζαρώνω το μέτωπο και με μισόκλειστα μάτια προσπαθώ να καταλάβω τι περιέχει το μενού. Στα δεξιά του πάγκου υπάρχει μια πρασινισμένη, ομοιογενής αηδία όμοια με εμετό αγελάδας. Στα αριστερά κομματάκια νεκρού κρέατος επιπλέουν μέσα σε ένα λασπώδες καφέ ζουμί με κρούστα. Γάτα γιαχνί; μαντεύω. 
«Ε… με συγχωρείτε», στρέφομαι μπερδεμένη στην υπάλληλο πίσω απ’ τον πάγκο, μια νταρντανο-γυναίκα με μαγειρική ποδιά, πλαστικό σκουφάκι στο κεφάλι και μια μεγάλη κουτάλα στο χέρι. «Θα μπορούσατε ίσως να μου πεί-»
«Σούπα με μπρόκολο και κουνουπίδι», γαβγίζει εκείνη ανυπόμονα προς τον εμετό της αγελάδας. «Και γκούλας», λέει για την γάτα γιαχνί.
«Ω», ψελλίζω με ίσες ποσότητες έκπληξης και απελπισίας. Γκούλας. Για φαντάσου…
Παραμένω σκεπτική για λίγες στιγμές και αναποφάσιστη, αδιαφώτιστη ως προς το ποιο πιάτο είναι λιγότερο απαίσιο, μέχρι που κάποιος τύπος από το πίσω μέρος της ουράς ωρύεται: «Άντε μωρή πετούγια! Διάλεξε κάτι πια, δεν είναι και πυρηνική φυσική».
Δεν γυρίζω να δω σε ποιον ανήκει η φωνή, μα ακολουθώ την διαταγή της. Αμέσως σκύβω το κεφάλι μου ντροπιασμένη, κατακόκκινη, μουρμουρίζω πως: «θα πάρω μια μερίδα γκούλας, παρακαλώ», στην υπάλληλο και προχωράω παρακάτω. 
Σταματώ ξανά όταν μια άλλη υπάλληλος με ρωτά εάν θέλω νερό. Της απαντώ με ένα σιωπηλό νεύμα και τα μάτια μου την ακολουθούν καθώς γεμίζει ένα ποτήρι από θαμπό γυαλί.
«Χύσε το βρομόνερο σου, Μαντλέν, και βάλε αγιασμό στην Βάλενταϊν», πετάγεται μια βραχνή κοριτσίστικη φωνή. Γυρίζω και συναντώ –μαντεύετε ποια;- την Μπένετ. Φοράει τα γνωστά πατομπούκαλα με τον στραβό μεταλλικό σκελετό και πίσω από τους μυωπικούς φακούς τα καστανά μάτια της με κοιτάζουν με το βλέμμα της Δευτέρας Παρουσίας. «Είτε θα την κάψει», εξηγεί η Μπένετ στην απορημένη υπάλληλο, «είτε θα καθαρίσει την βρωμερή ψυχή της. Επιφανειακά έστω».
Αντικαθιστώ εγκαίρως το: «Τι ζόρι τραβάς μαζί μου, ρε κοπελιά;» που θέλω να της πετάξω με ένα γλυκερό: «Καλοσύνη σου που το προτείνεις», θέλοντας να της δείξω πως είμαι υπεράνω και πως οι προσβολές της δεν πιάνουν σε μένα.
«Τον θέλετε εμφιαλωμένο ή βρύσης;» ρωτάει η υπάλληλος αφήνοντας το γεμάτο ποτήρι στον πάγκο μπροστά μου.
«Ορίστε;» κάνω σαν χαζή.
«Τον αγιασμό, λέω», αποκρίνεται η γυναίκα δείχνοντας το ποτήρι του νερού. Έχει αποφάσισε να συμμαχήσει μαζί μου στην αποστολή Πουλάμε-τρελίτσα-στην-τρελό-Μπένετ.
«Α», λέω, ανταμείβοντάς την μ’ ένα διστακτικό χαμόγελο. «Όχι. Και της βρύσης μια χαρά μου κάνει. Ευχαριστώ».
Τοποθετώ το ποτήρι στον δίσκο μου, δίπλα στο μπολ με το γκούλας -που ακόμα δεν έχω πεισθεί ότι δεν είναι γάτα γιαχνί- και κάνω στροφή για να φύγω με το ύφος του θριάμβου αποτυπωμένο στο πρόσωπο μου.
Ναι! Πανηγυρίζω νοερά. Βάλενταϊν-Μπένετ, 1-0. Όπως όμως αποδεικνύεται, βιάζομαι υπερβολικά να στεφανώσω τον εαυτό μου με τις δάφνες της νίκης. Στα καλά καθούμενα, νιώθω ένα δυνατό τράνταγμα, η ισορροπία μου κλονίζεται και ξαφνικά σωριάζομαι στο πάτωμα. Μαζί με εμένα πέφτει και ο δίσκος με το μεσημεριανό μου, που προσγειώνεται πάνω μου με όλο το περιεχόμενό του.
Η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό μου μόλις βρίσκομαι ξαπλωμένη ανάσκελα στο πάτωμα της συνωστισμένης καφετέριας είναι: Άουτς, γαμώτο! Η δεύτερη είναι πως: έχω γίνει ρεζίλι, ρεζίλι, ρεζίλι. Και η Τρίτη πως: η Μπένετ μου έβαλε τρικλοποδιά.   
Μέσα στα επόμενα λεπτά φασαρία και βαβούρα δημιουργούνται στην καφετέρια και εγώ σκουπίζω βιαστικά όση περισσότερη ποσότητα γκούλας μπορώ απ’ τα μάτια μου για να δω τι συμβαίνει.
Και για άλλη μια φορά συμβαίνει αυτό που φοβάμαι.
Το πλήθος των τροφίμων έχει σχηματίσει έναν κλοιό τριγύρω για να δει την επική τούμπα της Βάλενταϊν. Κάποιοι χασκογελάνε, άλλοι με δακτυλοδεικτούν, άλλοι απλώς βλαστημάνε… ότι κι αν κάνουν πάντως, όλοι τους κοιτάζουν. Κοιτάζουν με την συνηθισμένη ανθρώπινη νοσηρότητα που οι περαστικοί στον δρόμο κοιτάνε τα τροχαία δυστυχήματα.     
Και τώρα; Τι κάνω; αναρωτιέμαι κι εύχομαι για εκατοστή φορά να υπήρχε κάποιο εγχειρίδιο με οδηγίες για το: ΠΩΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΕΤΗ ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΣΑΙ ΡΕΝΤΙΚΟΛΟ. Καθώς όμως αυτό δεν υπάρχει αποφασίζω να φερθώ όσο πιο φυσιολογικά μπορώ φορώντας ένα μπολ με γκούλας σαν κράνος στο κεφάλι.
«Εντάξει, μάγκες», ψελλίζω. Πασχίζω να ακουστώ ατάραχη και φίνα, αλλά μάλλον ακούγομαι σαν κάποια βλάχα απ’ την Τζόρτζια. «Είμαι καλά. Θα… εε… θα σηκωθώ τώρα. Σπάστε».
Στριφογυρίζω επάνω στο λερωμένο, γλοιώδες πάτωμα, στηρίζομαι στους αγκώνες μου και κάνω να σηκωθώ, όταν ξαφνικά ένας πόνος διαπερνά το γόνατό μου. «Ω. Α-α-άουτς!» ξεφωνίζω και γυρίζω απότομα για να δω τι με έχει καθηλώσει κάτω.
Συναντώ ένα παλιό πάνινο παπούτσι με ξεσκισμένη, λιωμένη σόλα που πατάει επίμονα το πόδι μου, πιο πάνω βρίσκω ένα φαρδύ καφέ παντελόνι που μόλις και μετά βίας στηρίζεται σε μια στενή, κοριτσίστικη λεκάνη, το βλέμμα μου σκαρφαλώνει σε ένα τσαλακωμένο αντρικό καρό πουκάμισο που κρέμεται από δύο γυρτούς κοκκαλιάρικους ώμους. Και πάνω σε αυτούς τους ώμους στηρίζεται ένα ωχρό, σκελεθρωμένο πρόσωπο που με κοιτάζει με ατόφιο μίσος.
Γνωρίζω πως οι τρόφιμοι του Ντέιβις Πλέις με παρακολουθούν ακόμη εξονυχιστικά, γνωρίζω πως οι Μαρς που με κοιτάζουν από το απομακρυσμένο τραπέζι τους δεν θα με βοηθήσουν να τα βγάλω πέρα κι γνωρίζω ότι δεν πρέπει να αφήσω την Μπένετ να μυριστεί τον φόβο μου. Οπότε πιέζω τον εαυτό μου να την κοιτάξει και αναγκάζω τις γωνίες τους στόματός μου να ανασηκωθούν ειρωνικά.
«Μπένετ, αδυναμία μου», την προσφωνώ χαζοχαρούμενα. «Με πατάς».
«Σιγά το νέο», αντιγυρίζει αφ’ υψηλού και βυθίζει την φτέρνα του παπουτσιού της πιο βαθιά στο γόνατό μου. Θέλω να ουρλιάξω και να την σπρώξω μακριά προτού μου διαλύσει τον μηνίσκο, αλλά συγκρατούμαι με τα χίλια ζόρια. Θα μου κάνει σίγουρα μελανιά, αλλά αν λυγίσω τώρα… όλοι θα το δουν.
«Υποθέτω ότι η φτέρνα σου που κοντεύει να μου σπάσει το γόνατο… είναι ατύχημα» σφυρίζω μέσα από τα δόντια μου. «Υποθέτω ότι θα την τραβήξεις από πάνω μου. Τώρα».
«Αν υποθέτεις αυτές τις βλακείες», λέει με ακλόνητη αντιπάθεια. «Τότε έχεις παραισθήσεις. Εμείς όμως, οι εκλεκτοί του Θεού, οι Μετανοημένοι δεν ζούμε με οφθαλμαπάτες. Ο Κύριος έριξε το φως του επάνω μας και πλέον βλέπουμε τα Σημάδια!»
«Ε;» είναι η μόνη μου απόκριση.
«Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν οὐρανόν[1]» Για άλλη μια φορά η Μπένετ επιδίδεται σε θρησκευτικό παραλήρημα. Νομίζω ότι αρχίζω να το συνηθίζω.
«Καὶ ἔσται χάλαζα ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου», ψέλνει εκστατική. Ταυτόχρονα κάνει κάτι ακόμα πιο ακατάληπτο. Χώνει το χέρι της μέσα στο πιάτο με την σούπα από μπρόκολο που πήρε από τον πάγκο της καφετέριας για μεσημεριανό και την ανακατεύει. Προσπαθώ να αποφασίσω πού θα την κατέτασσα σε μια κλίμακα φρενοβλάβειας από το 1 έως το 10, όταν ξαφνικά τραβάει το χέρι της από το πιάτο και το τινάζει προς το μέρος μου, ραίνοντας με με πολτοποιημένο μπρόκολο.
«Έι! Κόφ’ το!», αγριεύω. Σπαρταράω και χτυπιέμαι προσπαθώντας να δραπετεύσω, αντίθετα όμως παραμένω εγκλωβισμένη κάτω απ’ την πατούσα της. Κι εκείνη δεν έχει καμία πρόθεση να σταματήσει.
«Έπί τε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ κτήνη καὶ ἐπὶ πᾶσαν βοτάνην τὴν ἐπὶ τῆς γῆς» συνεχίζει την αλλόκοτη προσευχή μένους και παρότι της φωνάζω πολλάκις ότι το γκούλας και το μπρόκολο που με έχουν λούσει είναι απλά φαγητά του Ιδρύματος, εκείνη διατείνεται ότι είναι η εκ Θεού τιμωρία μου. «Έξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα εἰς τὸν οὐρανόν». Σηκώνει το χέρι της και στέλνει κι άλλο φαγητό πάνω μου κάνοντας το πλήθος να αναλυθεί σε γέλια και βωμολοχίες. Μονάχα οι Μαρς μένουν αμέτοχοι στο τραπέζι τους, μα για μένα η απάθεια τους ισούται με συμμετοχή. 
«Καὶ Κύριος ἔδωκε φωνὰς καὶ χάλαζαν». Η Μπένετ στριφογυρίζει το γεμάτο μπολ από πάνω μου, η πρασινωπή σούπα χύνεται στο κεφάλι μου και αυτή την φορά… σπάω. Καυτά δάκρυα ανοίγουν αυλάκια στα μάγουλά μου και πέφτουν στο πάτωμα μαζί με το σκόρπιο φαγητό. Την ικετεύω να σταματήσει κλαίγοντας γοερά, νιώθοντας πιο μόνη, ταπεινωμένη και εξευτελισμένη από ποτέ πριν και εκείνη... με υπακούει. Είμαι τόσο θολωμένη, τόσο πικραμένη που μου παίρνει κάμποσες στιγμές μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι το πόδι μου είναι πια ελεύθερο. Κι ότι μπορώ να φύγω. Γιατί με αφήνει; Διερωτώμαι. Ποια είναι η παγίδα;
Την κοιτάζω παραξενεμένη κι εκείνη μου στέλνει ένα θανατηφόρο, φαρμακερό χαμόγελο, τέτοιο που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί ποτέ σε κανένα πρόσωπο. Σκύβει από πάνω μου και μ’ έναν ανατριχιαστικό ψίθυρο μου λέει: «Καὶ διέτρεχε τὸ πῦρ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου».
Και καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω γιατί με αφήνει να φύγω. Στο αρρωστημένο μυαλό της η Μπένετ έχει μόλις επιτελέσει Θείο Έργο. Με έχει κάνει να υποφέρω και να λυγίσω μπροστά σε όλο το Ίδρυμα, θεωρώντας πως κάπως έτσι συνέθλιψε και ο Θεός τους Αιγυπτίους στις Δέκα Πληγές.
Η δουλειά της μαζί μου έχει τελειώσει.
Για σήμερα, τουλάχιστον. 
Επιτακτικές φωνές και διαταγές υπαγορεύουν στο τσούρμο που μας περιβάλει να διαλυθεί και συνειδητοποιώ πως οι φύλακες ενημερώθηκαν επιτέλους για την φασαρία στην καφετέρια και αποφάσισαν να κάνουν την δουλειά τους. Πώς το ‘παθαν…;
Πιθανότατα πρέπει να μείνω εκεί για να καταθέσω στους φρουρούς όσα συνέβησαν και να σιγουρευτώ ότι η Μπένετ, ο μέγας νταής του Ντέιβις Πλέις, θα λάβει την τιμωρία που της αξίζει. Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο να τιμωρήσουν κι εμένα εξίσου για την συμμετοχή μου στην αναταραχή… Δεν είμαι σε θέση να ακούσω άλλα κηρύγματα ή απειλές, δεν τολμώ να μείνω στιγμή παραπάνω σε αυτό το δωμάτιο όπου βρίσκεται η Μπένετ και οι όμοιοι της. Γι’ αυτό γυρίζω προς την πλησιέστερη έξοδο και τρέπομαι σε φυγή.
Τρέχω σαν τρελή και παλαβή. 
Απλώς τρέχω, δίχως λογική ή συναίσθηση.
Το βάζω στα πόδια και τα αφήνω να με οδηγήσουν όσο πιο μακριά γίνεται. Ωστόσο, οι ψηλοί, σιδερένιοι φράχτες ορθώνονται σε όλη την περίμετρο του Ντέιβις Πλέις για έναν λόγο: Κρατούν τα τέρατα περιορισμένα, φυλακισμένα εδώ.
Κι εγώ είμαι φυλακισμένη μαζί τους.





3 Την άλλη μέρα είπε ο Κύριος στον Μωυσή «άπλωσε το χέρι σου στον ουρανό»
και θα πέσει χαλάζι σε όλη την Αίγυπτο εναντίον των ανθρώπων, και των
ζώων και επάνω σε όλη την χλόη της γης». Άπλωσε ο Μωυσής το χέρι του
στον ουρανό, και ο Κύριος έδωσε βροντές και έβρεξε χαλάζι, ενώ το πυρ
των άστρων διέτρεχε την γη. Και έβρεξε ο Κύριος φοβερό χαλάζι σε όλη
την χώρα της Αιγύπτου.

Σβετλιν