Οι κόρες της Άννας μεγάλωναν παραδεισένια. Η κυρά Φώφη με τη θεία της Άννας, που είχε υιοθετήσει την Κυριακή, είχαν αποφασίσει και έφεραν σε επαφή τα δύο κορίτσια. Έπαιζαν μαζί ώρες ατελείωτες και η μικρή, η Ευγενία, ήταν πολύ προστατευτική με την Κυριακή, που πάντα ήταν πιο απρόσεκτη.
Για την Άννα καθόλου δε συζητούσαν οι θετές μητέρες των κοριτσιών. Σαν ένα μεγάλο κακό που έπρεπε οπωσδήποτε να ξεχαστεί, να θαφτεί, να μην το δει ποτέ ηλιαχτίδα.
Ατελείωτα απογεύματα στην παιδική χαρά, να κάθονται η μία δίπλα στην άλλη να ανταλλάζουν γνώμες και συμβουλές για την ανατροφή των κοριτσιών και ούτε λόγος για το γονίδιο το φθονερό που παραμόνευε σαν μοναχικός λύκος και παλεύει να επιβιώσει.
Ήταν σίγουρες και οι δυο τους πως τα δικά τους τα κορίτσια δε θα έμοιαζαν σε τίποτα στη βιολογική τους μάνα. Μια σιωπηλή συμφωνία σφράγιζε ερμητικά τις μνήμες και τους φόβους μέσα στην ψυχή της καθεμίας και επέτρεπαν στους εαυτούς τους μόνο χρώματα φωτεινά και μέλλον αξιοζήλευτο για τις μικρές να φαντάζονται.
Από τα δυο κορίτσια πιότερο στη μάνα της έμοιαζε η Κυριακή. Είχε μακριά, καστανά, σγουρά μαλλιά και δυο μεγάλα αμύγδαλα για μάτια. Ήταν γλυκό και καλόκαρδο πλασματάκι, με μεγάλη έλλειψη κινδύνου. Το τελευταίο παραήταν βαρύ σημάδι κληρονομιάς, αλλά η σοφή θεία Ερατώ, μάνα της με όλο της το είναι, είχε βρει τα κουμπιά τα μαγικά να φέρνει στον δρόμο της προσοχής και της ευθύνης την μικρή Κική.
Η Ευγενία πάλι ήταν ένα αλλόκοτα νεραϊδένιο ον. Ήταν γεμάτη όνειρα, τα μικρά γαλάζια της μάτια –προίκα του παππού Κωνσταντή– πετούσαν σπίθες. Είχε μία απορία και μία απάντηση για το καθετί. Ήταν συνετή και πολύ ώριμη για την ηλικία της. Είχε πολλές αγαπημένες φίλες, αλλά σε όλα της τα τετράδια είχε κιόλας γράψει με πολύχρωμους μαρκαδόρους πως εκείνη και η Κική θα ήταν καλύτερες φίλες για πάντα.
Η μοίρα των κοριτσιών δεν είχε μιλήσει ακόμη. Κράταγε η ζωή κλειστούς τους άσσους της και, σαν μια κουρασμένη γυναίκα θαρρείς, παρατηρούσε τα μικρά της να γυρνάνε γύρω γύρω από το γραμμένο τους, χωρίς να το βλέπουν, χωρίς καν να υποψιάζονται ότι το μέλλον τους θα ήταν λίγο πιο θολό από ότι το ονειρεύτηκαν.
Τα αγόρια γεννήθηκαν με έξι και τέσσερα χρόνια διαφορά ηλικίας από τις αδερφές τους. Αλλά στο ζύγι της ζωής τα χρόνια δε βαραίνουν, παρά μόνο τα κληροδοτήματα.
Η Άννα γέννησε ακόμη μία φορά ολομόναχη σε νοσοκομείο των Αθηνών. Δύο πανέμορφα, υγιή και χαρούμενα αγόρια. Δε δέχτηκε να τα αποχωριστεί. Τα είχε μέρα νύχτα μαζί της στο δωμάτιο. Κι ας πόναγε η τομή της –έκανε καισαρική γιατί ο πρωτότοκος ερχόταν ανάποδα. Αναζήτησε ξανά τη μάνα της. Άλλωστε για την Άννα τίποτα σοβαρό και αλησμόνητο δε συνέβη μεταξύ τους.
Η κυρά Καίτη έτρεξε με βουρκωμένα μάτια να αγκαλιάσει τα εγγόνια της. Τα πρώτα εγγόνια που επιτέλους θα μπορούσαν να τη φωνάζουνε «γιαγιά». Τους είχε κιόλας φτιάξει ολόκληρη πρόικα. Κένταγε η δόλια μερόνυχτα τις κουβέρτες τους, τα σοσονάκια και τις πάνες τους, με την ελπίδα πριν κλείσει τα μάτια της να την αξιώσει ο Παντοδύναμος να ακούσει το δισύλλαβο «γιαγιά». Της την έκανε τηνχάρη ο Θεός και να την τώρα να κρατά στο ένα χέρι τον Κωνσταντή και στο άλλο τον Παναγιώτη. Θα έπαιρναν το όνομα του παππού και το όνομα της Παναγίας. Τα κράταγε σαν φυλαχτά καμωμένα από χρυσόσκονη .Τόσο φοβόταν να κουνηθεί, θαρρείς και θα σκορπούσαν.
Η Αννα έδειχνε ήρεμη. Αποκαμωμένη από τη ζωή της και τα παιχνίδια του μικρού της του μυαλού. Έδειχνε, δεν ήταν. Μέσα της φούντωνε η λαίλαπα, θρεφόταν η παράνοια. Έπρεπε, έλεγε στον εαυτό της, οι άλλες δύο να ήταν εδώ με τα κορίτσια της, να γνώριζαν τους αδερφούς τους. Αλλά πού να μάθουν τρόπους, με όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις. Και τό ‘χε πάρει απόφαση η Άννα η ζαβή ότι τα κορίτσια της ούτε τρόπους είχαν ούτε αρχές.
Ξεχνούσε η Άννα, από όλα της τα ταλέντα αυτό ήταν το μεγαλύτερο. Να πνίγει στην λησμονιά ό,τι την πόναγε και ό,τι θα έκανε έναν κανονικό άνθρωπο να σκύψει το κεφάλι ως τα πόδια και να ζητήσει ειλικρινή συγχώρεση.
Η κυρά Καίτη το έβλεπε, να ξανέρχεται πιο μανιασμένο και αποφασισμένο να σαρώσει κάθε τι λογικό στο πέρασμα του, αυτό, το διαβολικό πνεύμα που ζούσε μέσα στην ψυχή της άλλοτε καλόκαρδης κόρης της. Γιατί ήταν σίγουρη η κυρά Καίτη, πως το ροδανθό της είχε πέσει θύμα κάποιου ύπουλου και βάναυσου δαιμόνιου. Από αυτά που σαν παράσιτα ζουν μέσα στα σώματα και στις ψυχούλες των τίμιων ανθρώπων.
Κοίμιζε να εγγόνια της και μέσα από τα νανουρίσματα σκόρπαγε ευχές και προσευχές για την ψυχή της κόρης της. Παρακάλαγε για φώτιση, ικέτευε τα καλά πνεύματα όλων των κόσμων να την περικυκλώσουν, να την τυλίξουν προστατευτικά και σαν παιδί, μωρό βυζανιάρικο, να της μάθουν από την αρχή το καλό και το κακό.
Μα αλλοίμονο, καμία προσευχή δε θα έπιανε στον σατανά τον ίδιο. Η Άννα μόλις τρείς μήνες μετά τη γέννηση των αγοριών έκανε αίτηση κηδεμονίας των κοριτσιών και άνοιξε ξανά το «μαγαζί».
Μαρία Π. Ψαθά
Για την Άννα καθόλου δε συζητούσαν οι θετές μητέρες των κοριτσιών. Σαν ένα μεγάλο κακό που έπρεπε οπωσδήποτε να ξεχαστεί, να θαφτεί, να μην το δει ποτέ ηλιαχτίδα.
Ατελείωτα απογεύματα στην παιδική χαρά, να κάθονται η μία δίπλα στην άλλη να ανταλλάζουν γνώμες και συμβουλές για την ανατροφή των κοριτσιών και ούτε λόγος για το γονίδιο το φθονερό που παραμόνευε σαν μοναχικός λύκος και παλεύει να επιβιώσει.
Ήταν σίγουρες και οι δυο τους πως τα δικά τους τα κορίτσια δε θα έμοιαζαν σε τίποτα στη βιολογική τους μάνα. Μια σιωπηλή συμφωνία σφράγιζε ερμητικά τις μνήμες και τους φόβους μέσα στην ψυχή της καθεμίας και επέτρεπαν στους εαυτούς τους μόνο χρώματα φωτεινά και μέλλον αξιοζήλευτο για τις μικρές να φαντάζονται.
Από τα δυο κορίτσια πιότερο στη μάνα της έμοιαζε η Κυριακή. Είχε μακριά, καστανά, σγουρά μαλλιά και δυο μεγάλα αμύγδαλα για μάτια. Ήταν γλυκό και καλόκαρδο πλασματάκι, με μεγάλη έλλειψη κινδύνου. Το τελευταίο παραήταν βαρύ σημάδι κληρονομιάς, αλλά η σοφή θεία Ερατώ, μάνα της με όλο της το είναι, είχε βρει τα κουμπιά τα μαγικά να φέρνει στον δρόμο της προσοχής και της ευθύνης την μικρή Κική.
Η Ευγενία πάλι ήταν ένα αλλόκοτα νεραϊδένιο ον. Ήταν γεμάτη όνειρα, τα μικρά γαλάζια της μάτια –προίκα του παππού Κωνσταντή– πετούσαν σπίθες. Είχε μία απορία και μία απάντηση για το καθετί. Ήταν συνετή και πολύ ώριμη για την ηλικία της. Είχε πολλές αγαπημένες φίλες, αλλά σε όλα της τα τετράδια είχε κιόλας γράψει με πολύχρωμους μαρκαδόρους πως εκείνη και η Κική θα ήταν καλύτερες φίλες για πάντα.
Η μοίρα των κοριτσιών δεν είχε μιλήσει ακόμη. Κράταγε η ζωή κλειστούς τους άσσους της και, σαν μια κουρασμένη γυναίκα θαρρείς, παρατηρούσε τα μικρά της να γυρνάνε γύρω γύρω από το γραμμένο τους, χωρίς να το βλέπουν, χωρίς καν να υποψιάζονται ότι το μέλλον τους θα ήταν λίγο πιο θολό από ότι το ονειρεύτηκαν.
Τα αγόρια γεννήθηκαν με έξι και τέσσερα χρόνια διαφορά ηλικίας από τις αδερφές τους. Αλλά στο ζύγι της ζωής τα χρόνια δε βαραίνουν, παρά μόνο τα κληροδοτήματα.
Η Άννα γέννησε ακόμη μία φορά ολομόναχη σε νοσοκομείο των Αθηνών. Δύο πανέμορφα, υγιή και χαρούμενα αγόρια. Δε δέχτηκε να τα αποχωριστεί. Τα είχε μέρα νύχτα μαζί της στο δωμάτιο. Κι ας πόναγε η τομή της –έκανε καισαρική γιατί ο πρωτότοκος ερχόταν ανάποδα. Αναζήτησε ξανά τη μάνα της. Άλλωστε για την Άννα τίποτα σοβαρό και αλησμόνητο δε συνέβη μεταξύ τους.
Η κυρά Καίτη έτρεξε με βουρκωμένα μάτια να αγκαλιάσει τα εγγόνια της. Τα πρώτα εγγόνια που επιτέλους θα μπορούσαν να τη φωνάζουνε «γιαγιά». Τους είχε κιόλας φτιάξει ολόκληρη πρόικα. Κένταγε η δόλια μερόνυχτα τις κουβέρτες τους, τα σοσονάκια και τις πάνες τους, με την ελπίδα πριν κλείσει τα μάτια της να την αξιώσει ο Παντοδύναμος να ακούσει το δισύλλαβο «γιαγιά». Της την έκανε τηνχάρη ο Θεός και να την τώρα να κρατά στο ένα χέρι τον Κωνσταντή και στο άλλο τον Παναγιώτη. Θα έπαιρναν το όνομα του παππού και το όνομα της Παναγίας. Τα κράταγε σαν φυλαχτά καμωμένα από χρυσόσκονη .Τόσο φοβόταν να κουνηθεί, θαρρείς και θα σκορπούσαν.
Η Αννα έδειχνε ήρεμη. Αποκαμωμένη από τη ζωή της και τα παιχνίδια του μικρού της του μυαλού. Έδειχνε, δεν ήταν. Μέσα της φούντωνε η λαίλαπα, θρεφόταν η παράνοια. Έπρεπε, έλεγε στον εαυτό της, οι άλλες δύο να ήταν εδώ με τα κορίτσια της, να γνώριζαν τους αδερφούς τους. Αλλά πού να μάθουν τρόπους, με όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις. Και τό ‘χε πάρει απόφαση η Άννα η ζαβή ότι τα κορίτσια της ούτε τρόπους είχαν ούτε αρχές.
Ξεχνούσε η Άννα, από όλα της τα ταλέντα αυτό ήταν το μεγαλύτερο. Να πνίγει στην λησμονιά ό,τι την πόναγε και ό,τι θα έκανε έναν κανονικό άνθρωπο να σκύψει το κεφάλι ως τα πόδια και να ζητήσει ειλικρινή συγχώρεση.
Η κυρά Καίτη το έβλεπε, να ξανέρχεται πιο μανιασμένο και αποφασισμένο να σαρώσει κάθε τι λογικό στο πέρασμα του, αυτό, το διαβολικό πνεύμα που ζούσε μέσα στην ψυχή της άλλοτε καλόκαρδης κόρης της. Γιατί ήταν σίγουρη η κυρά Καίτη, πως το ροδανθό της είχε πέσει θύμα κάποιου ύπουλου και βάναυσου δαιμόνιου. Από αυτά που σαν παράσιτα ζουν μέσα στα σώματα και στις ψυχούλες των τίμιων ανθρώπων.
Κοίμιζε να εγγόνια της και μέσα από τα νανουρίσματα σκόρπαγε ευχές και προσευχές για την ψυχή της κόρης της. Παρακάλαγε για φώτιση, ικέτευε τα καλά πνεύματα όλων των κόσμων να την περικυκλώσουν, να την τυλίξουν προστατευτικά και σαν παιδί, μωρό βυζανιάρικο, να της μάθουν από την αρχή το καλό και το κακό.
Μα αλλοίμονο, καμία προσευχή δε θα έπιανε στον σατανά τον ίδιο. Η Άννα μόλις τρείς μήνες μετά τη γέννηση των αγοριών έκανε αίτηση κηδεμονίας των κοριτσιών και άνοιξε ξανά το «μαγαζί».
Μαρία Π. Ψαθά