Κίεβο, Ιούλιος 1020
Η Αναστασία ήθελε να μείνει στο
διαμέρισμά της και να επιθεωρήσει την πρόοδο της Κάτιας στην γραφή και την
ανάγνωση της ρωσικής γλώσσας. Αντ’ αυτού ήταν υποχρεωμένη να υπακούσει στο
κέλευσμα του Μεγάλου Πρίγκιπα. Έπρεπε να πάει στα διαμερίσματά του για να πει
τσάι με τον ίδιο, τη Μεγάλη Πριγκίπισσα, και φυσικά, με τον Πρίγκιπα Μιέσκο.
Γιατί αργούσε τόσο να εμφανιστεί η
Ναντέζντα;
«Κυρά μου, πρέπει να φορέσετε τα καλά
σας, για να δείτε τον μνηστήρα σας», είπε καλοπροαίρετα η Ιουστίνη. «Αυτό εδώ το
θαλασσί θα είναι ό,τι πρέπει».
«Κι αυτό που φορώ, καλό είναι»,
αποκρίθηκε στωικά. Ήταν ένα πολυφορεμένο μονόχρωμο ένδυμα, σε μια ξεθωριασμένη
απόχρωση του πορτοκαλί. Πλήρως ακατάλληλο για μια επίσημη περίσταση. Γι’ αυτό
και η γριά παραμάνα δεν πήρε στα σοβαρά τα λόγια της, μόνο βάλθηκε να την
ετοιμάσει.
«Μια κούκλα είστε αρχόντισσα, ίδια η
συγχωρεμένη η μητέρα σας», είπε με αγάπη μόλις τελείωσε και επιθεώρησε το
αποτέλεσμα. «Ο Πρίγκιπας θα χάσει το μυαλό του».
Η Αναστασία δε συμμεριζόταν την
αισιοδοξία της. Ο Μιέσκο εξακολουθούσε να την αντιμετωπίζει σαν αόρατη. Για
κείνον ήταν σημαντικότερο να ελέγξει τα οφέλη που θα αποκόμιζε με το γάμο, παρά
να δει ποια ήταν η γυναίκα που επρόκειτο να νυμφευτεί. Και η Αναστασία
αντιλαμβανόταν πως αυτό συνέβαινε για τον απλούστατο λόγο ότι όλες οι γυναίκες ήταν ίδιες για τον Πολωνό
Πρίγκιπα.
Περίμενε από τη σύζυγο του υπακοή και να
του γεννήσει πολλούς διαδόχους. Ήταν η πάγια απαίτηση ενός άντρα από τη σύζυγό
του. Γι’ αυτό δεν τον απασχολούσε ποια θα ήταν η εν λόγω σύζυγος, αφού σε
τελική ανάλυση, όλες οι γυναίκες με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονταν στον έγγαμο
βίο. Ο ηγεμόνας της Ρωσίας τον είχε διαβεβαιώσει ότι η αδερφή του ήταν υπάκουη
και υγιής. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Εξάλλου, ελάχιστα πράγματα θα άλλαζαν
στη δική του ζωή μετά τον γάμο. Δε θα αναγκαζόταν να ξενιτευτεί, δε θα
αναγκαζόταν να παραιτηθεί από οποιαδήποτε συνήθειά του, κανείς δε θα τον έκρινε
αν διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις. Άρα γιατί να ενδιαφερθεί ποια ήταν η
Αναστασία ως άνθρωπος;
«Τελείωσα με την αντιγραφή, Άσια!»
φώναξε η μικρή ξαφνικά και σηκώθηκε από το τραπεζάκι για να της δώσει το γραπτό
της.
Η Αναστασία το πήρε στα χέρια της και
χαμογέλασε καθώς το εξέταζε. «Συγχαρητήρια Κάτια. Η ορθογραφία είναι άψογη, ο
γραφικός σου χαρακτήρας όλο και βελτιώνεται. Πρέπει να συνεχίσεις έτσι και στα ελληνικά
και την ιστορία», είπε και χάιδεψε τα καστανόξανθα μαλλιά. Το κορίτσι
χαρούμενο, αγκάλιασε τη μεγάλη αδερφή.
«Κάτια, άσε κορίτσι μου την αδερφή σου. Πρέπει
να φύγει, την περιμένουν», η Ιουστίνη επέβαλε την τάξη.
Η Κάτια είχε μάθει να είναι υπάκουη και
να μη ρωτά πολλά, κι έτσι αμέσως συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της παραμάνας. Η
Αναστασία έριξε στην Ιουστίνη ένα βλέμμα γεμάτο αγανάκτηση αλλά δεν είπε
τίποτα.
Εφόσον οι ακόλουθές της είχαν
παραμελήσει για πολλοστή φορά τα καθήκοντά τους, η Αναστασία αναγκάστηκε να
κατευθυνθεί προς τα πριγκιπικά διαμερίσματα ασυνόδευτη.
Μαρμάρωσε σαν άκουσε το χαρμόσυνο
χτύπημα των καμπάνων. Τι μπορεί να συνέβαινε; Αμέσως, το μυαλό της πήγε σ’ αυτό
που προσευχόταν καθημερινά, να συμβεί. Ήταν άραγε δυνατόν;
Ενέτεινε το βηματισμό της για να
μπορέσει να ρωτήσει τον Σβιατοπόλκ ποια ήταν η αιτία, όμως τότε εμφανίστηκαν η
Λαρίσα και η Σβετλάνα να έρχονται βιαστικά προς το μέρος της.
«Αρχόντισσα Αναστασία, δεν μπορείτε να
φανταστείτε!» είπαν με μια φωνή σαν βρέθηκαν δίπλα της. Η Αναστασία δεν τόλμησε
να αρθρώσει λέξη.
Και πράγματι, οι κοπέλες επιβεβαίωσαν τη
μύχια ελπίδα της: οι Πετσενέγοι είχαν εγκαταλείψει τα ρωσικά εδάφη.
Η Ναντέζντα ήταν ακόμα ζωντανή.
* * *
Γρήγορα τους πανηγυρισμούς για τη νίκη,
διαδέχτηκε η έριδα, και αιτία υπήρξε αυτό που ονομάστηκε «υπέρμετρη φιλοδοξία
της παρακατιανής πριγκίπισσας».
Ακόμα και ο Σβιατοπόλκ που τόσο πίστευε
σ’ εκείνη, τα ‘χασε σαν πληροφορήθηκε την απόφασή της να συνεχίσουν να
προχωρούν και να εξολοθρεύσουν ολοσχερώς τους Πετσενέγους. Όχι πως δεν του
άρεσε η ιδέα, να γίνει ο Μεγάλος Πρίγκιπας που έδωσε τέλος στις αέναες διαμάχες
με την καταραμένη φάρα τους, μα πίστεψε ότι ήταν παρακινδυνευμένο˙ βρίσκονταν
σε δεινή οικονομική κατάσταση και ο λαός βρισκόταν στα πρόθυρα του
επαναστατικού αναβρασμού. Η αποκοτιά της θα μπορούσε να καταστρέψει όλη τη
χώρα.
Ακόμα και αν δεν επρόκειτο να το
παραδεχτεί ποτέ του, ο φθόνος ήταν αυτός που τον έκανε να βλέπει με δυσμένεια
τον ενδεχόμενο της προέλασης. Είχε εξοργιστεί που ήταν η Ναντέζντα αυτή η οποία
κέρδισε τη θριαμβευτική νίκη κι όχι ο ίδιος. Και τώρα η εξαδέλφη του απαιτούσε
να συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση και να μην σημάνει επιστροφή; Χωρίς να
ζητήσει την άδειά του, πάρα μόνο ενημερώνοντάς τον; Όχι, η περηφάνια και ο
εγωισμός του δεν μπορούσαν να το επιτρέψουν.
Το επιτιμητικό βλέμμα της συζύγου του
ήταν το χειρότερο. Μπορούσε να την ακούσει να κατηγορεί τη Ναντέζντα, αλλά και τον
ίδιο που της παραχώρησε τόσο μεγάλη εξουσία, να του υπενθυμίζει πως εκείνη τον
είχε προειδοποιήσει εξ αρχής ότι η Ναντέζντα ήταν επικίνδυνη, ότι θα ήταν ο
όλεθρός του, παρόλο που δεν έκανε φωναχτά καμιά από αυτές τις παρατηρήσεις.
Ευτυχώς, γιατί τώρα αναγνώριζε πως είχε κάποιο δίκιο. Ήταν υπερβολική αλλά οι
κατηγορίες της είχαν κάποια βάση. Η Ναντέζντα ήταν επικίνδυνα φιλόδοξη.
Διέταξε τον υπηρέτη του να μηνύσει στον
Πρίγκιπα Μιέσκο ότι δε θα τον συναντούσε για τσάι και κάθισε στο μεγάλο δρύινο
γραφείο του. Πήρε το φτερό χήνας το βούτηξε στο μελάνι και ξεκίνησε να
συντάσσει την επιστολή που είχε στο μυαλό του.
Αξιότιμη
εξαδέλφη,
Κατανοώ
απόλυτα την ανάγκη σας να αποδείξετε την αξία σας, και ότι οδηγούμενη από τα
βαθιά πατριωτικά σας αισθήματα προεβήκατε σ’ αυτήν την τόσο ριψοκίνδυνη
απόφαση.
Ωστόσο
ως Μεγάλος Πρίγκιπας του Κιέβου και δικός σας εξάδελφος –ή θετός αδελφός αν
προτιμάτε– πρέπει να σας επιστήσω την προσοχή στο επικείμενο σφάλμα σας.
Η
χώρα μας δεν είναι σε θέση να αντέξει τη χρηματοδότηση της εκστρατείας για πολύ
περισσότερο. Εξάλλου αμφιβάλλω πως είστε σε θέση να φέρε σε πέρας το
μεγαλεπήβολο σχέδιο χωρίς ενισχύσεις από την πρωτεύουσα, τις οποίες δεν είμαστε
σε θέση να σας στείλουμε.
Είμαι
βέβαιος ότι οι προμήθειες εξαντλούνται και ότι οι άντρες σας έχουν μειωθεί.
Πολεμήσατε σκληρά, ήρθε η ώρα να επιστρέψετε στην ενδοχώρα. Θα ξεπαστρέψουμε τη
φάρα τους κάποια άλλη στιγμή, όταν οι συνθήκες θα είναι ευνοϊκότερες.
Σβιατοπόλκ
Γιαροπόλκοβιτς,
Μεγάλος
Πρίγκιπας του Κιέβου.
Παρόλο που το επίσημο πατρώνυμό του ήταν
Βλαντιμίροβιτς, δηλαδή γιος του Βλαντιμίρ εκείνος προτιμούσε να χρησιμοποιεί το
πατρώνυμο που θα είχε αν ο πραγματικός του πατέρας δεν είχε βρει άγριο θάνατο
στα χέρια του θείου του. Άλλη μια απόδειξη, ότι ποτέ δε δέχτηκε το Βλαντιμίρ ως
πατέρα.
Δίπλωσε το γράμμα, το τοποθέτησε σ’ ένα
ταχυδρομικό φάκελο. Έσταξε λίγο λιωμένο κερί, το άφησε να στεγνώσει και το
σφράγισε με την επίσημη σφραγίδα του. Έπειτα κάλεσε τον υπηρέτη του και του
ζήτησε να στείλει την επιστολή στο μέτωπο το συντομότερο δυνατόν.
Πεπεισμένος ότι είχε κάνει το σωστό,
βγήκε από την απομόνωση του γραφείου του και αποφάσισε να κάνει δημόσιες
δηλώσεις στο λαό, και να θριαμβολογήσει για λαμπρή νίκη. Κι ας μην ήταν δική του.
Πατζινάκια, Ιούλιος 1020
Το στράτευμα
προχωρούσε ολοταχώς εισχωρώντας ολοένα και βαθύτερα στην εχθρική επικράτεια.
Οι άντρες ήταν
εξουθενωμένοι, καταπονημένοι από τις συνεχείς μάχες και το λιγοστό συσσίτιο.
Μα, το ηθικό τους ήταν ψηλά. Είχαν βάλει στην καρδιά τους την αμαζόνα με τα
χρυσά μαλλιά και την καρδιά από σίδερο˙ εφόσον εκείνη έλεγε ότι έπρεπε να
συνεχίσουν, συνέχιζαν. Είχαν πάψει να τη θεωρούν μια απλή γυναίκα, πλέον ήταν
μόνο αυτή που τους οδηγούσε. Και τους οδηγούσε στη νίκη.
Οι αξιωματικοί
δεν είχαν την ίδια άποψη. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ακολουθούσαν μια
γυναίκα, ιδίως τώρα που ο στρατηγός είχε
αναρρώσει. Χίλιες φορές προτιμούσαν να υπακούν τις δικές του διαταγές, κι όχι
τις δικές της. Ωστόσο συχνά οι διαταγές ταυτίζονταν απόλυτα. Δεν υπήρχε
διάκριση ανάμεσα στον Στεφάν και τη Ναντέζντα.
Τουλάχιστον αυτό
έδειχναν στο στράτευμα.
Ο Στεφάν μπήκε
βαρύθυμος στην σκηνή της Ναντέζντα. Ήταν πάντοτε ο πρώτος που εμφανιζόταν για
το συμβούλιο. Την είδε να κρατά μια επιστολή και παρατήρησε ότι τα μάτια της
είχαν πάρει τη γνωστή τους λάμψη, αυτήν που έπαιρναν όταν θύμωνε.
«Τι έγινε πάλι;»
ρώτησε βαριεστημένα. «Θα πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μας ή όχι ακόμα;»
Σαν αντιλήφθηκε
την παρουσία του η Ναντέζντα αμέσως δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το άφησε
κάτω από το μαξιλάρι της. «Δεν είναι τίποτα!» αποκρίθηκε πολύ φυσικά. Αν ήταν
κάποιος άλλος σίγουρα θα την πίστευε, μα ο Στεφάν την ήξερε καλά.
Με γρήγορες
κινήσεις ο Στεφάν άρπαξε το γράμμα και το διάβασε, προτού προλάβει η Ναντέζντα
να τον σταματήσει. Διάβασε προσεκτικά κάθε λέξη που είχε γράψει ο Μεγάλος
Πρίγκιπας.
«Μάλιστα. Τι
κατάλαβες τώρα; Εγώ σου το ‘πα ότι αυτό θα συνέβαινε».
Πράγματι. Μπορεί
ο Στεφάν να είχε υποστηρίξει αρχικά τη Ναντέζντα, μα γρήγορα άρχισε να της
επισημαίνει πόσο ριψοκίνδυνη ήταν η απόφαση της, όταν ήταν μόνοι. Κι αν δεν
είχε στραφεί ακόμα ολοκληρωτικά εναντίον της ήταν επειδή ήξερε πόσο αγαπητή
ήταν στους στρατιώτες και δεν ήθελε να σπείρει τη διχόνοια. Ήλπιζε λοιπόν ότι
κάποια στιγμή θα καταλάβαινε μόνη της ότι είχε λάθος και θα συμφωνούσε να
επιστρέψουν στο Κίεβο.
Αυτό ήταν από τα
πράγματα που αδυνατούσε να κατανοήσει.
Ήξερε τη Ναντέζντα καλύτερα από
τον καθένα. Μπορούσε εύκολα να μαντέψει τις σκέψεις της, μια ματιά ήταν αρκετή
για να καταλάβει αν ήταν χαρούμενη ή λυπημένη, αν πράγματι άντεχε ή αυτό που
έδειχνε στον κόσμο δεν ήταν παρά ένα προσωπείο. Όμως, έρχονταν στιγμές που δεν
μπορούσε να την καταλάβει καθόλου, οι σκέψεις, οι αντιδράσεις και οι αποφάσεις
της ήταν ένα άλυτο αίνιγμα, σαν και τώρα. Γιατί δε δεχόταν ν’ ακούσει τη
λογική; Γιατί ήταν τόσο αδιάλλακτη; Τέτοιες στιγμές εξοργιζόταν μαζί της και
δεν μπορούσε ούτε να τη βλέπει.
«Δεν έχει καμία
σημασία το τι λέει αυτός!» δήλωσε η Ναντέζντα συγκρατημένα. Μα, ήταν έξαλλη με
τη πριγκιπική διαταγή.
«Αναφέρει
ξεκάθαρα ότι η εκστρατεία πρέπει να λάβει τέλος. Και παραθέτει όλα τα λογικά
επιχειρήματα που κι εγώ σου έχω παραθέσει κατά καιρούς. Εμένα μπορεί να με
αγνοείς, αλλά τον Καταραμένο δεν μπορείς!»
«Λυπάμαι μα
ακριβώς αυτό σκοπεύω να κάνω!» τον κεραυνοβόλησε.
Ο Στεφάν την
κοίταξε για μια στιγμή άλαλος. Το εννοούσε.
«Δε μου λες,
έχεις τρελαθεί εντελώς;» τη ρώτησε συγκρατώντας με κόπο τα νεύρα του. «Ξέρεις
πολύ καλά ότι η οπισθοχώρηση είναι η λογικότερη και καλύτερη απόφαση. Και πες
ότι αυτό δεν το καταλαβαίνεις, το ότι είναι προδοσία να παρακούσεις τη ρητή
εντολή του, δεν το καταλαβαίνεις;»
Τον κοίταξε με
μάτια που πετούσαν σπίθες από την οργή. «Δε σου επιτρέπω να μου μιλάς με αυτόν
τον τρόπο».
«Τι ότι έχεις
βαλθεί να μας καταστρέψεις όλους δε σε πείραξε, ο τόνος μου σε πείραξε!»
Η Ναντέζντα
πολέμησε το ένστικτό της, να του φέρει μια βαριά πέτρα στο κεφάλι.
Αντιθέτως, προσπάθησε να χαλιναγωγήσει
τα νεύρα της και να του εξηγήσει γιατί επέμενε τόσο στην εισβολή στα εχθρικά
εδάφη. Αυτό, γιατί μπορούσε να καταλάβει γιατί φερόταν έτσι. Ο Στεφάν
ανησυχούσε για την έκβαση του πολέμου κι είχε κάθε λόγο να το κάνει, ειδικά
τώρα που ο Σβιατοπόλκ είχε δηλώσει με σαφήνεια τη δική του άποψη.
«Κάνε μια
προσπάθεια να καταλάβεις», είπε με τελείως διαφορετικό ύφος. Τώρα έδειχνε ήρεμη
και λογική.
Ο Στεφάν δε
μίλησε, θέλησε να της αφήσει χώρο να του εξηγήσει παρασυρμένος από το ψύχραιμο
τόνο της φωνής της.
«Δε χρειάζεται
να προχωρήσουμε πολύ βαθιά ακόμα. Ο πρίγκιπας των Πετσενέγων θα θορυβηθεί
αμέσως από την επέλασή μας και θα βαλθεί να θέσει ένα τέλος. Σκοπός μας δεν
είναι να τους διαγράψουμε από το χάρτη, απλά να τους τρομάξουμε και να
σταματήσουμε τις επιθέσεις τους. Τελικός μου στόχος είναι μια συνθήκη όχι να
κατακάψουμε την πρωτεύουσά τους!»
Την κοίταξε
απορημένος. Έβλεπε πολλά κενά στην σκέψη της και αμέσως θέλησε να τα
επισημάνει.
«Πώς είσαι τόσο
σίγουρη ότι θα τρομάξει και θα επιδιώξει διαπραγμάτευση;»
«Γιατί ο
πρίγκιπας Τανούζ δεν μπορεί να ξέρει ότι το Κίεβο είναι αντίθετο στην εισβολή.
Θα νομίσει ότι αργά ή γρήγορα θα εμφανιστούν ενισχύσεις. Αντίληψη η οποία θα
φροντίσουμε να διαδοθεί και να φτάσει στ’ αυτιά του ως τετελεσμένο γεγονός».
Δεν είχε πειστεί
ακόμα. Όμως, πλέον την άκουγε με ενδιαφέρον.
«Προτού λοιπόν,
εισχωρήσουμε πολύ βαθιά θα προσπαθήσει να μας προσεγγίσει. Τότε θα
διαπραγματευτούμε και όλα θα είναι καλύτερα για όλους», συνέχισε απτόητη.
Είδε ότι ήταν
αποφασισμένη. Και φαινόταν να ξέρει καλά για τι πράγμα μιλούσε. Ίσως και να ‘χε
δίκιο τελικά.
«Και με τον
Καταραμένο, τι θα κάνεις;»
«Γιατί πρέπει να
κάνω κάτι;»
«Διότι, σου
έστειλε εγγράφως την εντολή να επιστρέψουμε!» Δεν καταλάβαινε γιατί χρειαζόταν
εξήγηση. Αν παράκουγε τη διαταγή, θα διέπραττε προδοσία.
«Ποια επιστολή;
Εγώ δεν έλαβα τίποτα…», αποκρίθηκε ψύχραιμα και του χαμογέλασε με νόημα.
«Είσαι
απίστευτη!», αναφώνησε ο Στεφάν. Κατάλαβε ότι αν ο Σβιατοπόλκ ζητούσε το λόγο
που παράκουσε τη διαταγή του εκείνη απλά θα αρνούταν ότι είχε καταφθάσει το
γράμμα του. «Και ο αγγελιαφόρος; Αυτός μπορεί να πει την αλήθεια».
«Θα τον πληρώσω
με αρκετά χρυσά νομίσματα, ώστε να εξαφανιστεί από προσώπου γης».
«Κι αν σταλεί κι
άλλο γράμμα;»
«Ας ελπίσουμε
ότι μέχρι τότε θα είναι ήδη αργά!» δήλωσε με σοβαρότητα. Τον πλησίασε και τον
κοίταξε βαθιά στα γκριζογάλανα μάτια του. «Το ξέρω ότι είναι παρακινδυνευμένο.
Αλλά δεν μπορείς να με εμπιστευτείς;» τον παρακίνησε, κρατώντας το χέρι του
μέσα στο δικό της.
Ο Στεφάν,
αιφνιδιάστηκε από την επαφή, αλλά δεν το σχολίασε. «Τι να σου πω, ελπίζω να
‘χεις δίκιο», υποχώρησε διστακτικά.
Μόλις ήρθαν και
οι υπόλοιποι στρατιωτικοί πάρθηκαν οι
απαραίτητες αποφάσεις, ενώ ο Στεφάν υποστήριξε θερμά τη Ναντέζντα. Και δε
μίλησε για την κρυμμένη επιστολή, αν και με ευκολία θα μπορούσε να τινάξει το
σχέδιο της στον αέρα. Παρόλο που διαφωνούσε καθέτως με τις επιλογές της, μέσα
του ήθελε να πιστεύει ότι ήξερε τι έκανε. Ήταν μεροληπτικός.
Αν με άκουγε κανείς θα έλεγε ότι δεν έχω την
παραμικρή αμφιβολία για τις επιλογές μου. Αυτό είναι μεγάλο ψέμα. Προσπαθώ να
είμαι όσο το δυνατόν πιο αποφασιστική και σίγουρη μα δεν μπορώ να πω ότι δεν
ανησυχώ κι εγώ.
Το γεγονός ότι ο Στεφάν πείθεται από τα επιχειρήματά
μου, μου δίνει θάρρος να συνεχίσω ακάθεκτη προς την ίδια κατεύθυνση και να μην
υποταχτώ στο θέλημα του Καταραμένου.
Άραγε η μητέρα μου να τρόμαξε, όταν διέπραξε
προδοσία για χάρη της διαδοχής του αγαπημένου της γιου; Ή παρέμεινε ψυχρή και
χαλκέντερη, δεν ένιωσε τίποτα πέρα από το ότι έκανε το σωστό; Κι εγώ διαπράττω
προδοσία τώρα.
Ίσως και να το παρατραβάω το σκοινί… Μήπως είναι
εγωισμός και το άσχημο είδος της φιλοδοξίας που οδηγεί τα βήματά μου; Μήπως για
το καλό της Ρωσίας πρέπει να κάνω πίσω;
Όχι. Δεν πρέπει να αρχίσω αμφιβάλλω για τον εαυτό
μου. Πρέπει να συνεχίσω στο δρόμο που χάραξα και να ευχηθώ ότι όλα θα πάνε προς
το καλύτερο. Και στο κάτω κάτω γιατί να
αποτύχουμε; Η δύναμη του στρατού μας είναι ακόμα μεγάλη, εύκολα θα μπορούσαν οι
Πετσενέγοι να τρομάξουν με την προέλασή μας.
Όταν ένας ηγέτης παύει να είναι σίγουρος για τις
επιλογές του, χάνει το παιχνίδι. Και αυτό προσπαθώ να γίνω εγώ, μία ηγέτης. Και
θα γίνω.
Προς μεγάλη
έκπληξη όλων, αποδείχτηκε περίτρανα ότι η Ναντέζντα είχε δίκιο. Όταν ο ρωσικός
στρατός ξεκίνησε την πολιορκία μιας μεγάλης πόλης της Πατζινάκια σε συνδυασμό
την ψευδή διάδοση ότι ενισχύσεις σύντομα θα κατέφθαναν από το Κίεβο ο πρίγκιπας
Τανούζ έστειλε πρέσβεις για τη Ρωσίδα πριγκίπισσα. Τον πέτυχε τον σκοπό της,
τελικά.