Το αρχιπέλαγος του πόνου (Κεφάλαιο 13)

Το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά το Πάσχα , ο Αντώνης έκανε δώρο στη γυναίκα και τα προγόνια του μια βόλτα στη Σμύρνη. Ξεκίνησαν όλοι μαζί το πρωί, μαζί με το Σίμο, την Κατίνα και τη κυρά Φωτεινή, να πάρουν το ατμοκίνητο τρενάκι που συνέδεε το Μπουτζά με την πόλη. Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα, πρώτη φορά θ’ αντίκριζαν ετούτο το μέρος, για το οποίο είχαν ακούσει τόσα πολλά απ’ τη μάνα τους. Και πράγματι, εκείνο τ’ αποζημίωσε. Ο γλυκός μαγιάτικος καιρός έκανε τη βόλτα στο Και πολύ ευχάριστη και τα μικρά συνεχώς ρωτούσαν για τα πολυτελή κτίρια που έβλεπαν γύρω τους. «Να, το Σπόρτιγκ Κλαμπ, το ξενοδοχείο Κραίμερ, το τάδε Προξενείο...» εξηγούσε ακούραστος ο Σίμος. Τελείωσαν την εξόρμησή τους επισκεπτόμενοι ένα ελληνικό ζαχαροπλαστείο, όπου παρήγγειλαν γλασσάδα. Τα ξαδέλφια της είχαν αποκτήσει πια αρκετή οικειότητα με τον πατριό τους , που τους φερόταν σαν αληθινός πατέρας. Η ικανοποίηση ήταν εμφανής στην έκφραση της Μαρίτσας, αλλά και του Σίμου και της γιαγιάς της που ’χε λατρέψει το νέο γαμπρό της, κι η ίδια η Κατίνα, παίρνοντας θάρρος, ήταν η πρώτη φορά που τόλμησε ν’ αποκαλέσει θείο τον Αντώνη, κάτι που τον εξέπληξε ευχάριστα και δυνάμωσε την εκτίμησή του για τη νεαρή κοπέλα.


Μια τα χαρμόσυνα οικογενειακά συμβάντα, μια ο οργασμός της άνοιξης που συντελούνταν πλέον αδάμαστος, έδιωξαν απ’ το μυαλό της το βάρος του μυστικού και το φόβο μην το αποκαλύψει, το απώθησαν στο υποσυνείδητο. Και μια νέα φλόγα ήρθε να εγκατασταθεί μέσα της: η ανάγκη να δει και να νιώσει ξανά τον αγαπημένο της, που πότιζε όλους τους πόρους του κορμιού της. Είχε διαβεί τόσος καιρός, θα νόμιζε πως τον ξέχασε. Μα αυτό ήταν έτσι κι αλλιώς αδύνατον. Ένα σύννεφο μόνο σκέπασε τον ουρανό τους , και τώρα η λιακάδα του ερώτα θα έλαμπε ξανά.

Ένιωθε σίγουρη κι ανυπόμονη εκείνο το απόγευμα, καθώς βάδιζε προς το δάσος. Μόλις χθες ο Μανώλης είχε φανεί κρυφά πίσω στο μπαξέ, και τα ’χανε μιλήσει. Θα την περίμενε, όμορφος και τρυφερός όπως πάντα. Δεν υπήρχε περίπτωση να την πρόδιδε. Κι η γλυκιά βεβαιότητα έκανε το αίμα της να κοχλάζει. 

Αντρικά νώτα διέκρινε κι ένα καστανό κεφάλι που στηριζόταν πάνω τους. «Μανώλη!» φώναξε, με την καρδιά στο στόμα. Γύρισε εκείνος. Το πρόσωπό του άστραψε και τα χείλη της τραβήχτηκαν μισανοίγοντας σ’ ένα χαμόγελο. Έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του, που την πρόσμενε ορθάνοικτη.

«Αγάπη μου!»

«Τζιέρι μου, καρδιά μου! Πόσο σ’ αποθύμησα!» απάντησε σφίγγοντάς την.

«Εγώ να ιδείς Μανώλη μου! Συμπάθα με που άργησα τόσο...»

«Μη σε μέλει Κατίνα μου...  Τώρα είμαστε μαζί, οι δυο μας» την καθησύχασε δίνοντάς της ένα ζεστό φιλί στο στόμα.

Κάθισαν πάνω στο μαλακό χαλί της χλόης, αγκαλιασμένοι, και για λίγη ώρα δε μιλούσε κανείς. Τη σιωπή έσπαγε μόνο το κελάηδισμα των πουλιών και το απαλό θρόισμα των φύλλων, που συντρόφευε το ρεμβασμό των βλεμμάτων τους.

«Δε σου ’πα» μίλησε πρώτη η Κατίνα. «Παντρεύτηκε η θεία μου!»

«Ποια θεία; Αυτή που μ’ είχες πει πως έμενε μαζί σας; Η χηρεμένη;»

«Ναι ναι, η θεία Μαρίτσα! Και ξεύρεις ποιόν επήρε;»

«Ποιόν;»

«Τον Αντώνη το Χατζηγιάννογλου, το γιατρό!»

«Σώπα!»

«Ναι που σου λέω! Ήταν κι αυτός χήρος, κι έμαθα μάλιστα πως την αγαπούσε κάποτε... Έχω καινούριο θείο, Μανώλη!» χτύπησε τα χέρια με παιδικό ενθουσιασμό.

«Μπράβο Κατινάκι μου, χαίρουμαι γι’ αυτό! Μακάρι να είναι ευτυχισμένη η θειά σου...»

«Είναι, αγάπη μου. Δεν ημπορείς να φανταστείς πως λάμπουν τα μάτια της...»

Χαμογέλασε μελαγχολικά ο Μανώλης κι η έκφρασή του μεταδόθηκε αυτόματα σ’ εκείνη. Έσκυψαν το βλέμμα τους στο χώμα.

«Εμείς Μανώλη; Θα παντρευτούμε ποτέ;» ξεστόμισε η Κατίνα.

Τον κλόνισε η ερώτησή της. Πήρε τη χούφτα της στις δικές του, χαϊδεύοντάς την απαλά. Κάποιες φορές σκεπτόταν κι εκείνος το ίδιο για  το κορίτσι που είχε απέναντί του, χωρίς να τολμά να το εκφράσει. Τώρα η δήλωσή του απ’ το δικό της στόμα τον είχε φέρει σε μεγάλη αμηχανία.

«Κατινιώ μου» είπε, φυλακίζοντας το λαιμό της στα χέρια του. «Ακόμη κι αν δε καταφέρω ποτές να σε κάμω γυναίκα μου, σ’ αγαπώ μ’ ούλη τη δύναμη της καρδιάς μου... Κι ετούτο δε θα σβήσει!»

Μέσα απ’ την υγρή κουρτίνα που πήγαινε να σχηματιστεί στα μάτια του, μια σπίθα τρεμόπαιζε κι οι κόγχες των δικών της αθέλητα ελευθέρωσαν ένα αλμυρό ρυάκι. «Έλα δω» της είπε, σκουπίζοντας το ίχνος του με τους αντίχειρές του κι ένωσε τα χείλη τους. Κρεμάστηκε απ’ τον αυχένα του, το φιλί έγινε πιο φλογερό. Έγειρε τον κορμό της στηριγμένο στο χέρι του μέχρι που ακούμπησε στα χόρτα, ενώ τα χείλη του αποπειράθηκαν ν’ αγγίξουν το λαιμό της. Κι εκεί σταμάτησε. Στύλωσε τη ματιά του επάνω της καθώς τα στήθη του κι οι μαστοί της ανεβοκατέβαιναν με τον καλπασμό της καρδιάς κι ανασηκώθηκε, παρασύροντάς την.

«Τι έπαθες Μανώλη;» τον ρώτησε.

«Είσαι μικρή, καρδιά μου, κι εγώ βιάζουμαι...» προσπάθησε να της εξηγήσει.

«Μικρή για τι;»

«Γι’ αυτό... που κάμουν οι άντρες με τσι γυναίκες» κόμπιασε. «Δεν πρέπει να γένει τώρα, με τέτοιο τρόπο...»

«Κατάλαβα, μη συνεχίζεις» ψέλλισε, κι η αναστάτωσή της είχε θεριέψει, βάφοντας κόκκινα τα μάγουλά της.

«Κατινιώ μου» επενέβη ο Μανώλης ανυψώνοντας το πιγούνι της. «Δε θα κάμω τίποτε που να σε πειράξει. Δε θέλω να σ’ αγγίξω, αν δε το θες κι εσύ...»

«Μ’ ακούς;» έκανε. Η Κατίνα έγνεψε κι ύστερα κούρνιασε στην αγκάλη του.

«Άμποτες να μπορέσουμε, αγάπη μου, να ζούμε αντάμα…» μουρμούρισε, μπλέκοντας το χέρι του στα μαλλιά της, που χύνονταν πλούσια μέχρι τη μέση της.

Στις 31 Μαΐου έφτασε στη Σμύρνη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Κι οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν κατά την άφιξή του στο λιμάνι γύρισαν θαρρείς το χρόνο πίσω, στα 1919, όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε θριαμβευτικά στο ίδιο μέρος: σημαιοστολισμοί, ιαχές, άνθη να ραίνουν τον νέο ηγέτη και τη συνοδεία του... Σ’ εκείνον βασίστηκαν τώρα οι Έλληνες στ’ αντικρύ του Αιγαίου για την εκπλήρωση των πόθων τους. Μέχρι και βίλα στο Κορδελιό έσπευσαν να του χτίσουν, ένα μικροσκοπικό παλάτι, που έκλεψε τις εντυπώσεις στη γραφική κωμόπολη των σμυρναίικων περιχώρων.

Η φιλοβασιλική κυβέρνηση έδειξε πρόθυμη να συνεχίσει το θρίαμβο, αθετώντας στην ουσία την προεκλογική της δέσμευση, μα τώρα πια κανείς απ’ όσους πίστευαν στην επιτυχία της εκστρατείας δεν θεωρούσε ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ήδη από τον Δεκέμβριο, αφότου παύθηκε ο βενιζελικός αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος, ο Παπούλας που τον αντικατέστησε στο αξίωμα είχε προβεί σε ορισμένες επιχειρήσεις, οι οποίες απέβησαν αρχικά άκαρπες. Ο στρατηγός επέμεινε και λίγο καιρό πριν την έλευση του Κωνσταντίνου σημειώθηκαν ήδη οι πρώτες νίκες. Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν του 1921 ήταν έτοιμο να τεθεί σ’ εφαρμογή το μεγαλεπήβολο σχέδιο, η προέλαση του στρατού στην ενδοχώρα της Τουρκίας. Στόχος τους πια η Άγκυρα, τίποτα δε θα εμπόδιζε το «Σαϊτάν ασκέρ[1]» να υλοποιήσει την προφητεία για τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Το «εις Άγκυραν» είχε αντικαταστήσει πλήρως στα χείλη των Ελλήνων το απελπισμένο «οίκαδε[2]» των τελών του προηγούμενου έτους.

Ήταν ένα ζεστό μεσημέρι κάπου στα μέσα του Ιουνίου, με το τερέτισμα των τζιτζικιών να δίνει τον τόνο, όταν έφτασαν τα νέα της στρατολόγησης του Μανώλη. Επιστρέφοντας ο Στρατής με το γιο του στο φτωχικό τους απ’ το χωράφι, η κυρά- Άννα πετάχτηκε φουριόζα απ’ την κουζίνα, κρατώντας ένα φάκελο.

«Μανώλη μου, ήρχε ένα γράμμα το πρωί για σένα» είπε στο παλικάρι.

«Τι γράμμα, μάνα;» απόρησε εκείνος.

«Δεν ηξεύρω γιαβρί μου» κούνησε τους ώμους η μητέρα του «Το ’φερε ο ταχυδρόμος και μου ’πε να σ’ το δώκω. Είναι λέει πολύ σημαντικό»

«Καλά, φερ’ το δω» την προέτρεψε. Πήρε στα χέρια του το φάκελο και τον περιεργάστηκε, προτού να δει το περιεχόμενό του.

«Άνοιξέ το, γιε μου, να διούμε τι λέγει» τον παρακίνησε ο Στρατής. Με αργές κινήσεις, ο Μανώλης έβγαλε το χαρτί και το διάβασε. Μια, δυο, τρεις φορές, να το νιώσει. Ύστερα σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τους γονείς του, που περίμεναν καρτερικά την απάντηση.

«Στρατεύουμαι» ανακοίνωσε. «Παίρνουν την κλάση μου, για την εκστρατεία»

Η Άννα έμεινε άλαλη, καλύπτοντας με το χέρι το στόμα της, και σχημάτισε αργά, μηχανικά, το σημείο του σταυρού πάνω της. Ο άντρας της πλησίασε το γιο τους και τα στιβαρά του χέρια άδραξαν τους ώμους του.

«Μανωλιό, ήρθε η ώρα!» δήλωσε, σχεδόν συγκινημένος. «Πρέπει να χαίρεσαι!»

«Τι λες, Στρατή; Στον πόλεμο το στέλνουνε το παιδί, όχι σε πανηγύρι!» αντέδρασε η γυναίκα του κι όλο το πρόσωπό της συσπάτο απ’ την αγωνία.

«Μπρε Αννιώ! Κατέχεις για τι πράμα μιλάμε; Ο γιος μας θα μπει στην Κόκκινη Μηλιά, μ’ ούλα τα παλικάρια!»

Η Άννα σώπασε, προσπαθώντας να κρύψει απ’ το σύζυγό της το δάκρυ που αγκιστρώθηκε στα μάτια της. «Μην κλαις, μανούλα» την παρηγόρησε ο Μανώλης φιλώντας τη στο μέτωπο. «Δίκιο έχει ο πατέρας. Θα πάω να πολεμήσω, είναι καθήκον μου. Να διώξω τους Τούρκους απ’ τη γη μας…»

Αγκάλιασε σφιχτά το γιο της, αφήνοντας ελεύθερα τα δάκρυά της. «Σε λίγες μέρες παρουσιάζομαι» πρόσθεσε, ενώ εκείνη ακόμα του χάιδευε τα μάγουλα και τα γένια του τσιμπούσαν το δέρμα της. «Ετοίμασέ μου τα χρειαζούμενα. Και σε παρακαλώ, φρόντισε τον πατέρα. Δεν ξέρω πότε θα γυρίσω, θα ’χει να βγάνει πολλή δουλειά μονάχος του…»

«Χαλάλι σου αγόρι μου» αντέσκοψε ο Στρατής. «Σε καλεί η πατρίδα. Μην σκοτίζεσαι για μένα, θα τα καταφέρω. Είμαι γερό τομάρι»

«Η Παναγιά μαζί σου, τζιέρι μου!» προσευχήθηκε με σιγανή φωνή η Άννα, σταυρώνοντάς τον στον αέρα.


«Γιατί Μανώλη;»

Η φωνή της Κατίνας καμπάνισε παραπονεμένα στη σιγαλιά του θερινού βραδιού. Κοίταξε τον καλό της, περιμένοντας να της μιλήσει. Της είχε μηνύσει να βρεθούν για να την αποχαιρετήσει, μα το μυαλό της δε μπορούσε να κατανοήσει ακόμα το λόγο αυτού του χωρισμού, που θα διαρκούσε ποιός ξέρει πόσο.

«Πρέπει» αποκρίθηκε. «Είναι χρέος μου, Κατίνα. Σκέψου το λίγο: Δε θες να δούμε μια μέρα τη γη μας ελεύθερη, κι ελληνική;  Να μην πατεί τούρκικο ποδάρι σ’ όλη τη Μικρασία!»

«Κι αν σε χάσω, τι θα κάμω;» πρόφερε τρεμουλιαστά. «Δε θ’ αντέξω, αγάπη μου, σ’ το λέω!»

«Δε θα με χάσεις, σ’ το υπόσχομαι. Θα γυρίσω. Όλοι μας θα γυρίσουμε, νικητές. Και θα ’ρθω να σε γεμίσω με φιλιά...»

«Νικητής για χαμένος, δε με μέλει. Εσένα θέλω, ζωντανό...»

Την έφερε κοντά του, δένοντας τα χέρια του γύρω απ’ τη μέση της. «Σ’ αγαπώ πολύ, ψυχή μου. Μη μου στενοχωριέσαι» είπε, γευόμενος τα χείλη της. «Μια μέρα θα ’σαι περήφανη για μένα...»

Σαν νεκροφίλημα έμοιαζε τούτο το φιλί. Έσυρε το δείκτη της σιμά στην καρωτίδα του, θωρώντας τον βαθιά στα μάτια, που γυάλιζαν αποφασισμένα.

«Ο Θεός να σε φυλάει, Μανώλη» ψιθύρισε.

Την επομένη, ο Μανώλης, δυο μήνες πριν κλείσει τα είκοσι ένα του, επιβιβαζόταν στο τρένο που θα τον πήγαινε στο μέτωπο, αφήνοντας πίσω τους γονείς του, το χωριό και την Κατίνα. Προχώραγε μ’ όλη την ορμή της νεανικής του ψυχής και τα όνειρα τόσων γενεών, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα τι επρόκειτο να υποστεί κι αυτός κι όλοι οι άλλοι στρατιώτες, που βάδιζαν μ’ αναπτερωμένο ηθικό εκεί που θα συναντούσαν τον χειρότερο ίσως εφιάλτη της ζωής τους…

Όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι κύλησε σχετικά ήρεμα για την Κατίνα. Μαζί με τη Βαγγελιώ τριγυρνούσαν στο σπίτι η μια της άλλης ή στο χωριό, πήγαν μια φορά στο θερινό κινηματογράφο, και μια άλλη η Ζωή κατάφερε να πείσει τη μάνα της να πάρει την αδελφή της και τη φίλη της για μπάνιο στο Γκιόζ Τεπέ, το διάσημο παραθαλάσσιο θέρετρο της Σμύρνης, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της Ειρήνης ότι τα θαλάσσια λουτρά δεν ήταν πράγμα που ταίριαζε στην τάξη τους. «Κοτζάμ γυναίκες, ρεζίλι θα γένουμε» μουρμούριζε, μα η κόρη της την αγνόησε. Δεν τις πτόησε καν το ότι δεν ήξεραν καλό μπάνιο. Το αναπλήρωσαν πλατσουρώντας στα ρηχά, όσο αρκούσε για να δροσιστούν μες στη ζέστη. Η Κατίνα γύρισε σπίτι ενθουσιασμένη. Και τι δε θα ’δινε για να ’ξερε να κολυμπάει, ν’ απολαμβάνει άφοβα την απλωσιά της θάλασσας!

Πότε - πότε η Βαγγελιώ της διάβαζε κάποιο γράμμα που τύχαινε να στείλει ο αδελφός της ο Δήμος απ’ το μέτωπο. Ο Μανώλης όμως δεν της είχε στείλει τίποτα. Ήταν φορές που ανησυχούσε υπέρμετρα για την τύχη του, κι ο φόβος τής πάγωνε την καρδιά. Φανταζόταν τον αγαπημένο της να προχωρά επί ώρες μες στο λιοπύρι, να στέκεται απέναντι στον τουρκικό στρατό κρατώντας το όπλο στα χέρια του και να σκοτώνει, και βούρκωνε. Κι ενίοτε, η φρικτή σκέψη του ενδεχόμενου σκοτωμού του γινόταν εφιαλτική εικόνα, που κατέκλυζε το νοερό οπτικό της πεδίο και την έκανε να θέλει να λυθεί σε θρήνους...

Πείσμωνε. Όχι, ο Μανώλης δε θα πέθαινε. Θα ζούσε και θα επέστρεφε, όπως της υποσχέθηκε. Στεφανωμένος με τα κλαδιά της νίκης, θα έμπαινε χαμογελώντας πλατιά στο Μπουτζά ανάμεσα στους υπόλοιπους στρατιώτες. Εκείνη θα στεκόταν με το πλήθος, η πιο ευτυχισμένη κοπέλα του χωριού, του κόσμου όλου, ραίνοντάς τον κρυφά ένα άνθος. Κι ύστερα θα ’ρχότανε κοντά της, ν’ αγγίξει με τα χείλη του τα δικά της, να γεμίσει το στόμα της με τη γλυκιά τους γεύση, και θα ’ταν ανείπωτη η χαρά τους...

Έφευγε με βήματα αργά η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Σε λίγο θα επέστρεφε για τελευταία χρονιά στο σχολείο. Εκείνο το απόγευμα, ανέλαβε να ψήσει η ίδια καφέ στον πατέρα της για να τον χαροποιήσει, αφού όλη τη μέρα της φαινόταν κάπως σκυθρωπός. Το καστανό υγρό μοσχοβόλησε στο μπρίκι και αδειάζοντάς το στο φλιτζάνι έσπευσε να φέρει το δίσκο στο μπαλκόνι. Διέσχιζε τη σάλα, όταν το τεύχος της Αμάλθειας, αφημένο πάνω στο τραπέζι, κέντρισε την προσοχή της. Ακούμπησε το φορτίο της δίπλα και το σήκωσε. Ο τίτλος, πηχυαίος, χοροπήδησε μπροστά στα μάτια της:

«Σφαγή εις το ύψωμα Καλέ Γκρότο»
                                                                                                                                                             
Σφαγή... Σφαγή... Σφαγή...

«Θεέ μου!» άρθρωσε. «Ο Μανώλης!!!»    
 






[1] Επί λέξει «διαβολικό στράτευμα», παρατσούκλι που δόθηκε απ’ τους Τούρκους στον ελληνικό στρατό λόγω του φόβου που προκάλεσαν.  
[2] Επίρρημα που σημαίνει «προς το σπίτι/ την πατρίδα»  

Λίνα Δώρου