Βρήκα καταφύγιο στην πλησιέστερη τουαλέτα. Χώθηκα μέσα
στο μικρό λυόμενο δωμάτιο και έκλεισα την πόρτα του πίσω μου, προσποιούμενη ότι
αυτό αρκούσε για ν’ αποκόψω τον εαυτό μου απ’ όλους κι απ’ όλα. Είδα ότι στην
μια άκρη του μπάνιου υπήρχαν δύο καμπίνες με λεκάνες, στην μια εκ των οποίων η
πόρτα είχε ξηλωθεί. Αναρωτήθηκα εάν την χρησιμοποιούσε ποτέ κανείς για να κάνει
την ανάγκη του μπροστά σε όλους. Απέρριψα την ιδέα και πήγα στην άλλη άκρη του
δωματίου. Εκεί απλωνόταν ένας πάγκος με δύο δίδυμους νιπτήρες και έναν ραγισμένο
καθρέφτη.
Φυσικά ο τελευταίος αιχμαλώτισε με μιας την προσοχή μου
κι έτσι τώρα στέκομαι αποσβολωμένη και παρατηρώ με ορθάνοιχτα μάτια ένα είδωλο
που λογικά είναι το δικό μου.
«Θεούλη μου, πώς είμαι έτσι;» τσιρίζω ταραγμένη. Κινούμαι
επίτηδες, πλησιάζοντας γοργά τον πάγκο, για να δω εάν το είδωλο στον καθρέφτη
θα ακολουθήσει έγκαιρα τις κινήσεις μου. Είναι
πράγματι εγώ; Μα ναι, αφού κινείται όταν κινούμαι!
«Μα δεν μοιάζεις με μένα», κατηγορώ την αναμαλλιασμένη
μου αντανάκλαση κι εκείνη μου ανταποδίδει βουβά την κατηγορία. Πριν ακόμα έρθω
στο Ίδρυμα φανταζόμουν ότι αυτό θα με άλλαζε κάπως, όπως άλλαξε ο πόλεμος τους
στρατιώτες στο Αφγανιστάν. Περίμενα πως ύστερα από μήνες θα αποφυλακιζόμουν πιο
βλοσυρή, πιο σκληροτράχηλη, ίσως και να είχα γίνει φέτες από τον ασκητικό τρόπο
ζωής. Εντούτοις, η επιρροή του Ντέιβις Πλέις επάνω μου είναι ακόμα πιο
δραστική. Δεν έχουν περάσει μήνες, μονάχα λίγες ώρες και ήδη δεν με αναγνωρίζω.
Το πρωί έμοιαζα με χαριτωμένη, μυρωδάτη μπομπονιέρα από βάφτιση, και δες με τώρα, μοιάζω σαν άστεγη που
έχει κολυμπήσει μέσα σε χωματερή. Τα ρούχα μου έχουν καταστραφεί ανεπανόρθωτα,
τα μαλλιά μου κρέμονται σαν σάπια φύκια απ’ το κεφάλι μου, είμαι παντού
πασαλειμμένη με το φαγητό της τρελής και βρωμάω κρεατίλα. Μπιάχ!
Καταπτοημένη αποτραβώ το βλέμμα από τον καθρέφτη και
πιάνω δουλειά. Γυρίζω τον κρουνό της βρύσης και της δίνω λίγο χρόνο. Αφού
ξερνάει κάμποση σκουριά φτύνει τσουχτερό, παγωμένο νερό. Πατάω το δοχείο του
σαπουνιού, προσπαθώντας να ξεβγάλω λίγο από το φαγητό με το φτηνό σαπούνι για
τα χέρια. Τρίβω με μανία τα μαλλιά, το πρόσωπο και τον λαιμό μου, έως ότου ο
αληθινός μου εαυτός αρχίζει να ξεπροβάλει ξανά.
«Και ιδού!» ανακοινώνω στον καθρέφτη μου με τον παρανοϊκό
τόνο της Μπένετ. «Η άσωτη κόρη επιστρέφει!»
Ατενίζω το οβάλ, άδολο, ευάλωτο πρόσωπο που κληρονομούν
όλες οι γυναίκες των Βάλενταϊν. Το πρόσωπο με τα λεπτά, απαλά χαρακτηριστικά,
τα στρογγυλά καστανά μάτια, την τριγωνική μυτούλα με τις φακίδες και την
ανασηκωμένη άκρη και τα λεπτά, μαλακά χείλη. Το πρόσωπο της Αντριάννα, της Μία,
της Αϊλίν.
Είναι ένα πρόσωπο που στον έξω κόσμο θα θεωρούνταν όμορφο
με έναν κοινότυπο τρόπο, δεν έχει τίποτα το εκθαμβωτικό και τίποτα το
επικριτέο. Εδώ μέσα όμως, ελλείψει ουλών, σκουλαρικιών, τατουάζ και κακιασμένων
εκφράσεων είναι ένα πρόσωπο που ξεχωρίζει.
Και με καθιστά απόβλητη ανάμεσα στους απόβλητους.
✖
Έξω, στο προαύλιο ο ουρανός έχει ένα γκριζωπό καφετί
χρώμα τόσο καταθλιπτικό και άψυχο που νιώθεις πως θα ρουφήξει την ψυχή σου. Έχω
καθίσει σε ένα ετοιμόρροπο παγκάκι και στο πλάι μου κάθεται το σακίδιο μου.
Αυτό είναι η μοναδική συντροφιά που θέλω, καθώς και η μοναδική συντροφιά που
μου προσφέρεται.
«Λοιπόν, σακίδιο…», λέω και χαϊδεύω αργοκίνητα τις ραφές
και τις τσέπες του. «Ήρθε η ώρα να το πάρουμε απόφαση. Ξέρω, ξέρω ότι σου
πέφτει βαρύ. Κι εμένα το ίδιο, αλλά είτε μας αρέσει είτε όχι… αυτό ήταν! Ολόκληρος
ο κόσμος μας έχει αντικατασταθεί από αυτό το θλιβερό θέαμα». Με το ένα μου χέρι
παίζω με το φερμουάρ του, ενώ σηκώνω το άλλο χέρι σαν να θέλω να του δείξω το
παλιό, έρημο πλυσταριό, την πρόχειρα αναγερμένη καφετέρια, όπου γελοιοποιήθηκα
προ ολίγου ή τον ηλικιωμένο επιστάτη που -ω,
ο επιστάτης με αγριοκοιτάζει σαν να μου λέει ότι είναι πολύ νωρίς για να
σαλτάρω και να πιάνω ψιλή κουβέντα με την άψυχη τσάντα μου-. Αμέσως
κατεβάζω το χέρι μου, ισιώνω την καμπουριασμένη μου πλάτη και του χαμογελάω με
αυτό το
συνεχίστε-την-δουλειά-σας-κύριε-Ίστμαν-δεν-υπάρχει-καμία-σαλταρισμένη-εδώ
χαμόγελο.
Φυσικά, ο Νόα Ίστμαν, ο γέρο-επιστάτης που μοιάζει λες
και είναι ο στρυφνός κοντοξάδερφος του Κλιντ Ίστγουντ δεν μου το ανταποδίδει.
Τουλάχιστον, όμως, τραβάει την αλυσίδα του ψωραλέου ροτβάιλερ του και μαζί
συνεχίζουν την περιπολία τους στο προαύλιο χωρίς να με πολύ-προσέχουν πια.
Αγγίζω ξανά το σακίδιο και του λέω καθησυχαστικά:
«Εντάξει, φιλαράκο. Νομίζω πως το ξεγελάσαμε το χούφταλο, για την ώρα». Τα
δάχτυλά μου έρχονται σε επαφή με κάτι με μαλακότερη υφή από το σακίδιο και
κατεβάζω τα μάτια μου για να δω τι πιάνω. Είναι το κόκκινο ζευγάρι κάλτσες που
κουβάλησα από το σπίτι, εκείνο που μου επέστρεψε ο Κάι στον δρόμο για την
καφετέρια. Χμμμ… Κοιτάζω τις
κοκκινισμένες, ερεθισμένες παλάμες μου που έχουν κοκαλώσει σχεδόν από το κρύο
νερό του μπάνιο και μου έρχεται μια ιδέα. Χωρίζω τις κάλτσες και τις περνάω στα
χέρια μου σαν να ‘ναι γάντια.
«Μπρρρ… πολύ καλύτερα», ενημερώνω το σακίδιο και φέρνω τα
«γαντοφορεμένα» μου χέρια κοντά στο στόμα μου για να τα ζεστάνω με τον αχνό της
ανάσας μου. Τα ανοιγοκλείνω μια δυο φορές για να διώξω την αγκύλωση και…
παραξενεύομαι. Κάτι υπάρχει μέσα στο δεξί
γάντι-κάλτσα. Τι;
Τραβάω γρήγορα το χέρι μου έξω και τινάζω την κάλτσα στο
έδαφος μπροστά μου, μέχρι να γλιστρήσει ότι είναι μέσα και να φανερωθεί. Κάνε να μην είναι έντομο, κάνε να μην είναι
έντομο, κάνε να μην είναι έντομο! παρακαλάει γονατιστό το βασανισμένο μου
υποσυνείδητο. Αρκετά δεν έχω περάσει για
μια μέρα;
Ένα κομμάτι τσαλακωμένο, χιλιοδιπλωμένο χαρτί πέφτει στο
χώμα.
«Εντάξει, τουλάχιστον δεν είναι κατσαρίδα» μονολογώ και
το σηκώνω.
Κάποιος έχει γράψει ένα μήνυμα στην μέσα μεριά του
χαρτιού και από τον πρόχειρο, ανάστατο γραφικό χαρακτήρα και την ορθογραφία του
δημοτικού, μαντεύω πως είναι ο Κάι. Λέει:
Αν θες να
βρης τι έπαθαι η αδερφή σου
Συνάντισε
με στις τάξεις
Απόψε,
στις δώδεκα.