Η νύχτα σκέπαζε τη Βηθλεέμ. Όλοι είχαν μαζευτεί στα
σπίτια τους, ακόμη και στα πανδοχεία που γέμιζαν ασφυκτικά τούτες τις μέρες ο
θόρυβος καταλάγιαζε. Ο καίσαρας Οκταβιανός Αύγουστος είχε εκδώσει διαταγή να
απογραφούν όλοι οι πολίτες του ρωμαϊκού κράτους ώστε σύμφωνα με τα αποτελέσματα
να καθορίσει τη φορολογία, έτσι οι Εβραίοι συνέρρεαν στην Ιερουσαλήμ και τα
γύρω χωριά για να εκτελέσουν τη διαταγή του.
Βαρύς ο ζυγός της ρωμαϊκής κυριαρχίας στις πλάτες
τους. Χρόνια τώρα δε σταματούσαν να πληρώνουν δυσβάστακτους φόρους και να
υφίστανται κάθε ώρα και στιγμή την αυθαιρεσία της κεντρικής εξουσίας ή των
τοπικών ηγεμόνων. Απογοητευμένος ο εκλεκτός λαός του Θεού, οι απόγονοι του
Αβραάμ, του Μωυσή και του Δαβίδ. Πού ήταν ο Μεσσίας του οποίου την έλευση
ανήγγειλαν οι προφήτες; Πού ο τρανός ηγέτης που θα συνέτριβε τα δεσμά τους και
θα τους έκανε κυρίαρχους σε όλη τη γη, όπως ακριβώς υποσχέθηκε ο Θεός στους
προγόνους τους;
Σε λίγες ώρες θα σήμαινε μεσάνυχτα, όμως το πιο κακόφημο
μέρος της Βηθλεέμ συνέχιζε να έχει κίνηση. Ήταν ένα πορνείο, σκοτεινό, βρόμικο,
το οποίο διατηρούσε μια γριά μαστροπός κάτω απ’ τη μύτη των Φαρισαίων. Καμιά
δεκαριά νέες γυναίκες αποτελούσαν όλο κι όλο το τσούρμο της, μα δέχονταν κάθε
βράδυ περισσούς άντρες διψασμένους για σάρκα που πλήρωναν αδρά για να
απολαύσουν τις υπηρεσίες τους.
Μεταξύ αυτών και μια κοπελίτσα έφηβη, η Θάμαρ,
που ξαγρυπνούσε τώρα πάνω σε μια κουρελού δίπλα στο παράθυρο, με τα μάτια της
στυλωμένα στον ουρανό και το φως του φεγγαριού να ασημώνει τα μακριά μαύρα της
μαλλιά.
Πατέρας της ήταν ο Ελιακείμ, βοσκόπουλο απ’ το ίδιο ταπεινό χωριό της Ιουδαίας. Σ’ ένα γαμήλιο γλέντι στην κοντινή Ραμά γνώρισε τη Δεββώρα κι ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Όταν ήλθε η ώρα να επιστρέψουν οι δικοί του στη γενέτειρά τους, η κοπέλα συνεννοημένη με τον αγαπημένο της τους ακολούθησε κρυφά ντυμένη αγόρι, αφήνοντας σύξυλο τον πατέρα της που την είχε τάξει σε άλλον. Μόλις έφτασαν κι αποκάλυψε την ταυτότητά της, τίποτα πια δεν έμενε στους γονείς του παλικαριού παρά να τους δώσουν την ευχή τους. Παντρεύτηκαν οι δύο νέοι και πριν καλά- καλά κλείσουν ένα χρόνο γάμου, η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε: η Δεββώρα έφερε στον κόσμο την πρωτότοκη κόρη τους, στην οποία έδωσαν το όνομα της μητέρας του Ελιακείμ. Το κοριτσάκι έγινε το αντικείμενο όλων των μεριμνών τους κι η αμέτρητη αγάπη που της έδειχναν αναπλήρωνε τα υλικά αγαθά που δεν μπορούσαν να της προσφέρουν.
Πατέρας της ήταν ο Ελιακείμ, βοσκόπουλο απ’ το ίδιο ταπεινό χωριό της Ιουδαίας. Σ’ ένα γαμήλιο γλέντι στην κοντινή Ραμά γνώρισε τη Δεββώρα κι ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Όταν ήλθε η ώρα να επιστρέψουν οι δικοί του στη γενέτειρά τους, η κοπέλα συνεννοημένη με τον αγαπημένο της τους ακολούθησε κρυφά ντυμένη αγόρι, αφήνοντας σύξυλο τον πατέρα της που την είχε τάξει σε άλλον. Μόλις έφτασαν κι αποκάλυψε την ταυτότητά της, τίποτα πια δεν έμενε στους γονείς του παλικαριού παρά να τους δώσουν την ευχή τους. Παντρεύτηκαν οι δύο νέοι και πριν καλά- καλά κλείσουν ένα χρόνο γάμου, η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε: η Δεββώρα έφερε στον κόσμο την πρωτότοκη κόρη τους, στην οποία έδωσαν το όνομα της μητέρας του Ελιακείμ. Το κοριτσάκι έγινε το αντικείμενο όλων των μεριμνών τους κι η αμέτρητη αγάπη που της έδειχναν αναπλήρωνε τα υλικά αγαθά που δεν μπορούσαν να της προσφέρουν.
Δεν χόρτασε το χάδι της μανούλας της η μικρή Θάμαρ.
Αρρώστησε βαριά η Δεββώρα και μέσα σ’ ένα μήνα πέθανε, αφήνοντας τον άντρα της απαρηγόρητο.
Οι γονείς του τον συμβούλευαν να ξαναπαντρευτεί, μη μείνει άκληρος. Ο Ελιακείμ
κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει στην αρχή, μετά όμως κι απ’ το δικό τους απρόσμενο
θάνατο η μοναξιά του φάνηκε πολύ βαριά. Η νέα του σύζυγος ωστόσο αποδείχτηκε
στείρα, κάτι που την έκανε να φθονεί το προγόνι της και να μηχανεύεται κάθε
τρόπο να την ξεφορτωθεί. Μια μέρα που ο άντρας της έλειπε στη βοσκή, πήρε το
κοριτσάκι και το πήγε στο πορνείο, όπου το πούλησε στην ιδιοκτήτρια εισπράττοντας
γερή αμοιβή. Έπειτα φορώντας τα πιο πειστικά της κροκοδείλια δάκρυα η δαιμόνια
μητριά, έστρωσε ένα ψεύτικο φέρετρο κι όταν γύρισε ο Ελιακείμ του είπε ότι η
κόρη του πνίγηκε στο πηγάδι. Ποτέ δεν έμαθε ο δύστυχος πατέρας την αλήθεια για
τη Θάμαρ, η οποία τόσα χρόνια ζούσε στο βόρβορο του οίκου ανοχής- ήταν ήδη
δεκαπέντε ή δεκάξι ετών απ’ ό, τι της έλεγαν.
Η κουρτίνα που χώριζε τον μικροσκοπικό κοιτώνα της
από τα άλλα δωμάτια παραμέρισε και φάνηκε μια νεαρή πόρνη λίγο μεγαλύτερή της.
«Δεν έχεις ύπνο Θάμαρ;» τη ρώτησε. Εκείνη έγνεψε αρνητικά.
«Αφού δε θες να πας απόψε με κανέναν άντρα,
τουλάχιστον πέσε και κοιμήσου. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάθεσαι κι αγναντεύεις τ’
άστρα μπροστά στο παράθυρο… Μπάζει και θα κρυώσεις, μην κοιτάς που ’ναι άνοιξη»
συνέχισε.
Έσφιξε τις γροθιές η Θάμαρ. Καλύτερα να κρύωνε παρά
να την έκαιγαν τα ιδρωμένα κορμιά των πελατών τους… Απ’ όταν άρχισε να ματώνει
κάθε μήνα, η κυρά τους την έβγαλε στο κλαρί. Τον πρώτο καιρό οι άντρες δεν την
πλησίαζαν, προτιμούσαν τις πιο μεγάλες. Δεν άργησε όμως να έρθει κι η σειρά
της. Σε κάθε επαφή ο ίδιος πόνος κι εξευτελισμός, απανωτούς βιασμούς υφίστατο
το τρυφερό της σώμα. Πολλές φορές προσποιούνταν την άρρωστη για να γλιτώσει απ’
τις μιαρές αγκάλες τους. Άραγε ο Μεσσίας, άμα ερχόταν, θα την γλίτωνε κι
εκείνη;
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ, Ρεβέκκα» απάντησε εν τέλει.
«Δεν ξέρω, για κάποιο λόγο νιώθω πως κάτι μεγάλο θα συμβεί απόψε… Τους είδες
αυτούς τους ξένους που ήρθαν κι έψαχναν κατάλυμα, τον οδοιπόρο με το γαϊδουράκι
του και την κοπέλα την ετοιμόγεννη επάνω του; Δεν βρισκόταν τόπος πουθενά,
Ρεβέκκα, τι κακό κι αυτό! Έμοιαζε τόσο ταλαιπωρημένη η γυναίκα! Που να πήγαν
άραγε; Το νιώθω, κάτι σαν να κουβαλάνε οι δυο τους, κάτι πολύ σημαντικό. Λες το
παιδί που θα γεννήσει να είναι ο Λυτρωτής μας;»
«Αχ φτωχή μου Θάμαρ» διέκοψε με οίκτο η Ρεβέκκα.
«Πετάς στα σύννεφα μου φαίνεται! Ποιος λυτρωτής; Η λύτρωση για μας είναι να μας
ρίξουν κάνα πουγκί γεμάτο οι άντρες έχοντας σβήσει τον πόθο τους στα χέρια
μας!» Και γέλασε πικρά.
«Κι
όμως το νιώθω, κάτι σπουδαίο θα συμβεί απόψε» επέμεινε μέσα της
η Θάμαρ. Παρ’ όλα αυτά έγειρε στο κλινάρι της σφαλνώντας τα βλέφαρα και
λαγοκοιμόταν, ακούγοντας τριγύρω μακρινά τα ξεδιάντροπα γέλια των αντρών και τα
προσποιητά χάχανα των γυναικών μαζί με τους ήχους κάποιας άνομης συνεύρεσης που
έκαναν το πρόσωπό της να συσπάται με αηδία. «Θεέ μου, δώσε μια καλύτερη τύχη
στη δούλη σου» προσευχήθηκε. «Πόσο
ακόμα θα ζω μες στο βούρκο; Για όλους είμαι η πόρνη, η τιποτένια…»
Ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια της.«Σε παρακαλώ,
Κύριε» πρόσθεσε «αν όντως αυτή η γυναίκα που ήρθε σήμερα
εδώ μας φέρνει το σωτήρα μας, αξίωσέ με να τον δω!»
Ίσως να ήταν λεπτά ο χρόνος που πέρασε, ίσως και
ώρες, ώσπου μια απόκοσμη λάμψη εισέβαλε στο μικρό δωμάτιο τυφλώνοντάς την. Άνοιξε
τα μάτια, σύρθηκε μέχρι το περβάζι του παραθύρου να δει από πού προερχόταν κι
έμεινε άναυδη. Ένα αστέρι υπέρλαμπρο, που όμοιό του δεν είχε φανεί ποτέ άλλοτε,
καταύγαζε την πλάση θρονιασμένο περήφανα στο μαύρο πέπλο του ουρανού, κι η
νύχτα έγινε ξάφνου μέρα…
«Το άστρο αυτό! Θεέ μου! Ένας βασιλιάς γεννιέται
απόψε!» ψέλλισε εκστασιασμένη.
Ήταν σαν να την κατέλαβε προφητικό πνεύμα στη θέα
του τη Θάμαρ. Μόλις συνήλθε απ’ την επήρεια του φωτός του, σηκώθηκε προσεκτικά
και νυχοπατώντας ξεγλίστρησε στους έρημους δρόμους της Βηθλεέμ. Δεν οδηγούσε
πια η λογική τα βήματά της, παρά η αγνή της καρδιά που έστεκε συγκλονισμένη
μπροστά στο μεγαλειώδες θέαμα κι ωθούσε τα λόγια να βγαίνουν αυτόματα απ’ τα
χείλη της.
«Είναι βασιλιάς!» παραληρούσε. «Το παιδί…»
Έπιασε τα μάγουλα αλλοπαρμένη. «Είναι Θεός! Το
βρέφος είναι Θεός! Πώς να σταθώ μπροστά του εγώ η αμαρτωλή; Τι να του προσφέρω;
Δεν έχω τίποτα αντάξιό του!»
Έτρεχε σαν υπνωτισμένη εκεί που την κατηύθυνε το
πελώριο καινοφανές αστέρι. Δίχως να το καταλάβει βγήκε απ’ την πόλη κι έφτασε
στους αγρούς, όπου οι ποιμένες της Βηθλεέμ ξενυχτούσαν φυλάγοντας τα κοπάδια
τους. Ήταν η εποχή την οποία γεννιόντουσαν τα αρνάκια κι ήθελαν φροντίδα. Όμως
κανείς βοσκός δε φαινόταν στον κάμπο, οι φωτιές αναμμένες έκαιγαν μόνες τους.
«Που πήγαν όλοι;» αναρωτήθηκε περιφέροντας το βλέμμα
της. Τότε το είδε. Το ουράνιο σώμα με την εξώκοσμη λάμψη έχυνε το φως του πάνω
σ’ ένα σπήλαιο, μια φτωχική φάτνη στην άκρη του ορίζοντα…
«Φάτνη; Μα εκεί μπαίνουν τα ζώα!» σκέφτηκε. Ήταν
δυνατό να γεννηθεί εκεί ένας θεός; Όχι, όχι, μάλλον την είχε εξαπατήσει ο
φωτεινός ταγός της…
«Θεέ μου, δώσ’ μου ένα σημάδι. Δείξε μου πως δε
λάθεψα» παρακάλεσε. Μια παράξενη μελωδία ήχησε ευθύς στ’ αυτιά της. Λύρες με
κιθάρες μαζί κατέβαιναν θαρρείς απ’ τον ουρανό μέσα σ’ ένα ποταμό φωτός, άυλες
μορφές ξεπρόβαλλαν ψάλλοντας με εξανθρώπινη φωνή. «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»
«Άγγελοι! Είναι άγγελοι!» Γονάτισε μπρούμυτα στο
χώμα ενώνοντας τις παλάμες της, δεν μπορούσε να αντικρίζει το θαύμα ετούτο που
συντελούνταν μπρος στα μάτια της. Τη σκέπασε ένα απαλό αεράκι και σαν να
μιλούσε κάποιος μες στο μυαλό της διέκρινε αυτά τα λόγια:
«Μη
φοβάσαι, Θάμαρ. Απόψε γεννήθηκε ο Θεός σου. Τρέξε στη φάτνη να τον προσκυνήσεις»
Σήκωσε δειλά το βλέμμα στον ουρανό. Οι άγγελοι είχαν
εξαφανιστεί, μόνο μια δροσερή ηρεμία φανέρωνε την παρουσία τους, λες κι είχαν
καθαγιάσει μεμιάς το τοπίο. Ενθαρρυμένη στάθηκε στα πόδια της και προχώρησε
γρήγορα στο στάβλο, εκεί που έφεγγε το αστέρι.
Σάστισε βλέποντας μέσα τους δύο ξένους που γύρευαν
κατάλυμα. Στην αγκαλιά της νεαρής γυναίκας, φασκιωμένο, ένα μωρό έλαμπε σαν τον
ήλιο. Γύρω του οι ποιμένες με τ’ αρνιά τους κι ο άντρας συνοδός της
ακουμπισμένος στο ραβδί του το κοίταζαν με δέος. Έμεινε αμίλητη, μαρμαρωμένη,
μέχρι που ένας ηλικιωμένος βοσκός την πρόσεξε.
«Τι κάνεις εδώ;» την αποπήρε. «Φύγε αμέσως,
βρομοθήλυκο!» Θορύβησαν οι υπόλοιποι κραδαίνοντας τις γκλίτσες του, έτοιμοι να
τη χτυπήσουν.
«Σταματήστε! Αφήστε την να έρθει δίπλα μας» τους
πρόσταξε η μητέρα του βρέφους.
«Μα πως, δέσποινά μου; Είναι δυνατόν να αντικρίζει
τον Γιο του Θεού μια πόρνη;» αντιγύρισε ο γέρος.
«Για όλους γεννήθηκε Αυτός» απάντησε ήρεμα εκείνη. Η
Θάμαρ έκλινε ντροπιασμένη τον αυχένα κι ήταν έτοιμη να φύγει, μα η νέα της
χαμογέλασε γλυκά με περισσή αγάπη.
«Έλα κορίτσι μου, μη φοβάσαι. Είμαι η Μαριάμ κι
αυτός ο άνδρας μου ο Ιωσήφ» είπε δείχνοντας τον σύντροφό της. Πλησίασε η κοπέλα
και γονάτισε μπροστά της φιλώντας τα κράσπεδα των ιματίων της.
«Μη φοβάσαι» επανέλαβε η Μαριάμ χαϊδεύοντας στοργικά
για μια στιγμή τα μαλλιά της. «Πως σε λένε;»
«Θάμαρ» αποκρίθηκε δίχως καθόλου να αντικρίζει το
πρόσωπό της. «Μα είμαι τόσο αμαρτωλή, Κυρά μου, που δεν πρέπει να στέκω πλάι σ’
εσένα και το Γιο σου…»
Ανασήκωσε το πιγούνι της η Μαριάμ, την κοίταξε στα
μάτια. Εξέπεμπαν τόση πραότητα, τόση αγνότητα και καλοσύνη! Ήταν άνθρωπος, μα
την ώρα εκείνη στο θαμπωμένο λογισμό της Θάμαρ φάνταζε εικόνα του Θεού…
«Μικρή μου Θάμαρ, είσαι πιο άξια απ’ όλους να
βρίσκεσαι πλάι του» μίλησε απλά. «Για μας τους αμαρτωλούς ήρθε στη γη να
σαρκωθεί. Δοξασμένο τ’ όνομά Του!»
Η Θάμαρ έστρεψε το βλέμμα της στο νεογέννητο βρέφος,
που κοιμόταν ήσυχο τώρα στο αχυρένιο στρώμα του, ενώ το βόδι και το γαϊδουράκι
το ζέσταιναν με τα χνότα τους. Ένας Θεός να γεννηθεί στο πιο ασήμαντο μέρος του
κόσμου! Τι μεγαλείο βίωνε η θνητή ύπαρξή της!
Με χέρια που έτρεμαν άγγιξε τα πέλματά του μέσα από
τις φασκιές. Ζήτησε απ’ τη Μαριάμ να τα ξεσκεπάσει λίγο. Κι αφού έχυσε στα
πόδια του νεογέννητου Σωτήρα της την μόνη πολύτιμη προσφορά της, δάκρυα
ατέλειωτα συντριβής και μετάνοιας, τα σκούπισε ευλαβικά με τα μαλλιά της
φιλώντας τα με λαχτάρα, όπως θα έκανε στο αδελφάκι που δεν απέκτησε ποτέ.
«Συγχώρεσέ με, Θεέ μου» μουρμούρισε δακρυσμένη.
«Συγχώρεσέ με την ταπεινή κι ανάξια δούλη σου, Εσύ που καταδέχτηκες να γεννηθείς
φτωχότερος κι απ’ τον πιο φτωχό άνθρωπο!»
Δεν ήταν πια η Θάμαρ, η μικρή καταφρονεμένη πόρνη. Αξιώθηκε
να δει τον Θεάνθρωπο ως βρέφος, στην πιο φτωχική γωνιά της Βηθλεέμ. Ήταν η
Θάμαρ, η αδελφή του Χριστού…