Τα καλύτερα Χριστούγεννα, της Μαρίας Σταυρίδου

Η παρέα είχε αποφασίσει ένα μικρό ταξίδι στο εξωτερικό για τα Χριστούγεννα, ήμουν η μόνη που δε θ΄ακολουθούσε. Είχαν περάσει μόλις εννιά μήνες από το θάνατο της μητέρας μου και μου ήταν αδύνατο να φύγω από ‘κοντά’ της. Παρόλα τα παρακάλια το είχα αποφασίσει να έμενε στο πατρικό μου, συντροφιά με τις αναμνήσεις και την αγάπη της.

Παραμονές Χριστουγέννων από νωρίς έκανα την καθιερωμένη πρωινή επίσκεψη στα κοιμητήρια και μετά κατέβηκα μια βόλτα στην αγορά, να χαζέψω για λίγο τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα της πόλης. Η αλήθεια ήταν πως ήμουν κακοδιάθετη, την προηγούμενη το μεσημέρι είχα αποχαιρετήσει τους αγαπημένους μου φίλους, μαζί με τον αδελφό μου, που είχαν ξεκινήσει για την όμορφη Πράγα. Όχι, δεν το είχα μετανιώσει που έμεινα πίσω, ήταν όμως τα πρώτα Χριστούγεννα που έμενα ολομόναχη και φοβόμουν πως θα βυθιζόμουν μέσα σε μια δίνη άσχημων συναισθημάτων. Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα η αγαπημένη μου γιορτή, το μεσημεριανό τραπέζι με κυρίαρχο την υπέροχη γαλοπούλα της μητέρας μου, μ΄εκείνη την εκπληκτική γέμιση, που μαλώναμε ποιος θα την πρωτοχαρεί, το παράφωνο τραγούδι του αδελφού μου, που πίστευε πως θα γίνει μεγάλος τραγουδιστής της Eurovision και οι πλάκες των φίλων, που δεν έλειπαν ποτέ από το γιορτινό τραπέζι. Τα χαζοδώρα, που παίρναμε κατά δεκάδες για να γεμίσουμε το σαλόνι, κάτω από το δέντρο και η ώρα η ιερή που καθόμασταν όλοι μαζί στο πάτωμα για τ΄ανοίξουμε. Γέλια, τραγούδια και κλάματα… κλάματα όμως χαράς και όχι λύπης… όχι απώλειας…

Έμεινα να περπατάω στα σοκάκια της πόλης μέχρι που το φως παραδόθηκε γλυκά στο σκοτάδι. Τα ψώνια μου ελάχιστα, δυο μπουκάλια κρασί, λίγοι ξηροί καρποί και ένα κουτί κουραμπιέδες με αμύγδαλο… που ήταν οι αγαπημένοι της… και ας μην τους έτρωγα εγώ… και ας μην τους άγγιζα, εκείνη την ώρα λαχταρούσα να τους στολίσω πάνω στο τραπέζι,

που τα χέρια και το μεράκι της το στόλιζαν κάθε χρόνο και καλύτερα…

Μπήκα στο σπίτι σαν τον κλέφτη, που φοβάται μήπως και ξυπνήσει τους νοικοκύρηδες. Ξεντύθηκα, στόλισα τους κουραμπιέδες στο άδειο τραπέζι, που μοιρολογούσε και αυτό με την κατάντια του, έτσι όπως έμεινε άδειο και αστόλιστο, αφού η κυρά του είχε ‘φύγει’ και κάθισα συντροφιά μ΄ένα από τα μπουκάλια κρασί να περάσω την ώρα μου μπροστά στο χαζοκούτι. Άδειαζα το δεύτερο ποτήρι όταν ξαφνικά άκουσα κλειδιά στην πόρτα… ήμουν σίγουρη πως το είχα ονειρευτεί… τελικά το κρασί που πήρα ήταν πολύ δυνατό …

Έμεινα ακίνητη, αδιαφορώντας για τα φαντάσματα του μυαλού μου, όταν άξαφνα δυο ζεστά χέρια τυλίχτηκαν γύρω από το κορμί μου.

‘Χρόνια Πολλά αδελφούλα!’

Δεν ήξερα τι να πω, μέσα σε λίγες στιγμές το τραπέζι γέμισε λιχουδιές, γλυκά και δεκάδες μπουκάλια κρασί, ενώ το σπίτι ξαναζεστάθηκε από τις φωνές φίλων και συγγενών. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, είχαν κουβαλήσει ακόμη και ένα μικρό Χριστουγεννιάτικο δέντρο, που σε δευτερόλεπτα γέμισε λαμπιόνια και δώρα. Έμεινα να τους παρατηρώ σιωπηλή… για να μην πω καλύτερα σοκαρισμένη… δεν ένιωθα καν τα δάκρυα που είχαν από ώρα ξεκινήσει το ταξίδι τους πάνω στο χλωμό μου πρόσωπο, Δεν ήξερα πως ν΄αντιδράσω, έμεινα κουλουριασμένη μέσα στην αγκαλιά του αδελφού μου, που δε σταματούσε να μου σκουπίζει το πρόσωπο.

Κάποια στιγμή όλοι κράτησαν από ένα ποτήρι κρασί και άρχισαν να μου εύχονται. Όταν σταμάτησαν ήταν η σειρά μου …

‘Δεν ξέρω πως να σας ευχαριστήσω… δεν ξέρω πως να σας εκφράσω τη χαρά και την… ευγνωμοσύνη μου… Όχι, η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να μείνω μόνη μια τέτοια μέρα μέσα σ΄αυτό το σπίτι και ένα ευχαριστώ είναι πολύ μικρό, για να δείξει τι πραγματικά νιώθω αυτή τη στιγμή. Εύχομαι να είστε όλοι καλά και να συνεχίσουμε να γιορτάζουμε παρέα για πολλά… πολλά… πολλά χρόνια ακόμη τα Χριστούγεννα. Χρόνια Πολλά!’