Η κατάρα των παιδιών της Σοφίας Καββαρίτη

   Μου κράτησε το χέρι σιωπηλός και με τράβηξε να τον ακολουθήσω. Τι ήθελε να μου δείξει άραγε; Περπατούσαμε δίχως να μιλάμε τραβώντας δυτικά. Η πινακίδα με τ' όνομα του χωριού εμφανίστηκε μπροστά μας και λίγα μέτρα πιο κάτω, φάνηκε η όχθη του ποταμού. Ο μικρός ξαφνικά επιτάχυνε το βήμα του τραβώντας με προς το ποτάμι. 
“Ε, στάσου γιατί βιάζεσαι τόσο;” ρώτησα ανοίγοντας κι εγώ το βήμα μου.
   Φτάνοντας, τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από την φρίκη, μην μπορώντας να πιστέψω αυτό που αντίκριζα. Το στομάχι μου αναδεύτηκε και γυρνώντας από την άλλη, έβγαλα ό,τι καφέδες είχα πιει, μιας και με αυτά που είχαν γίνει δεν είχα βάλει  μπουκιά στο στόμα μου. Γύρισα και κοίταξα το παιδί. Ήταν ανέκφραστο με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στα σχεδόν σαπισμένα πτώματα, που θαρρούσες πως σκέπαζαν όλη την όχθη του ποταμού, μοιάζοντας να έχει ξεβραστεί εκεί ένα ολόκληρο χωριό. Μα τι είχε συμβεί; Πως ήταν δυνατόν;
“Τι γίνεται;”, έκανα φωναχτά την σκέψη μου.
   Ο μικρός μού τραβούσε το μανίκι σα να ήθελε κάτι να μου πει. Το βλέμμα του δεν το είχε πάρει ούτε στιγμή από εκεί. Προσπαθούσε να με κάνει να δω, ήταν εμφανές. Μπορούσα να διακρίνω την  αγωνία στα μάτια του, λες και κρίνονταν τα πάντα από αυτό που έπρεπε να καταλάβω. Κοίταζα τριγύρω. Κάτι μου έμοιαζε πραγματικά περίεργο, το μυαλό μου όμως δεν μπορούσε να το συλλάβει εκείνη τη στιγμή.
“Μήπως να μου μιλούσες; Θα ήταν πιο εύκολο”, του είπα με την τελευταία μου ελπίδα να προσπαθεί να παραμείνει ζωντανή. 
   Με κοίταξε στα μάτια τόσο έντονα που νόμιζα πως θα διαπεράσει το βλέμμα μου. Ήμουν σίγουρος πως γνώριζε τι γινόταν. Αυτό που δεν γνώριζα ήταν αν δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να μιλήσει. Επίσης μπορούσα να καταλάβω πως φοβόταν. Επειδή ήξερε άραγε ή για όλα όσα πιθανόν είχε δει; Συνέχισε να με τραβά. 
“Θέλεις να φύγουμε έτσι;”, του είπα καταλαβαίνοντας πόσο άσχημο θέαμα ήταν η εικόνα για ένα παιδί.
   Μ' εξέπληξε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Έδειχνε με το δάχτυλο το στήθος του και μετά την όχθη που είχε μετατραπεί σ' ένα ανατριχιαστικό όσο και απέραντο νεκροταφείο. Κοίταζα μία αυτόν και μία εκεί, προσπαθώντας να δω. Τι όμως; Οι κινήσεις του τώρα είχαν γίνει πιο έντονες, σχεδόν με ταρακουνούσε ολόκληρο. 
“Δεν καταλαβαίνω... θέλεις να πάμε εκεί;”
   Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Με οδήγησε με γρήγορα βήματα περνώντας ανάμεσα από τα πτώματα και συνέχισε να κάνει τις ίδιες κινήσεις.
   Μα πως άντεχε την οσμή του θανάτου; Γι' άλλη μία φορά, το στομάχι μου έδειξε την δυσαρέσκειά του για τις εικόνες που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια μου σα να παρακολουθούσα 3D ταινία τρόμου. 
“Πάμε να φύγουμε. Δεν κάνει να είμαστε εδώ”, του είπα, αλλά ο μικρός δεν είχε σκοπό να υπακούσει, αν δεν καταλάβαινα αυτό που ήθελε. 
   Άπλωσε το χέρι του και μου έδειξε πως έπρεπε να κοιτάξω όλη την όχθη. Μα το έκανα ήδη, αλλά όπου κι αν κοίταζα, μόνο πτώματα υπήρχαν. Τι να ήθελε άραγε να δω; Ήταν μήπως κάπου εκεί οι γονείς του;
“Μίλησέ μου σε παρακαλώ. Τι προσπαθείς να μου πεις; Αυτά είναι πτώματα, τι ψάχνεις; Μήπως τους δικούς σου; Μίλα, βοήθησέ με!”
   Με είχε κυριεύσει η απελπισία. Δεν καταλάβαινα τι ήθελε. Τι ήταν αυτό που δεν έβλεπα; Πως  έμενε ανέκφραστος μπροστά σε όλη αυτή την φρίκη; Πως γλίτωσε από όλο αυτό; Και κάτι άλλο που μου ξέφευγε, αλλά τι; Δεν μπορούσα να σκεφτώ, η  ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και η ζέστη που άρχιζε να κάνει, αν και ήταν νωρίς ακόμα, χειροτέρευε την κατάσταση. Η δυσωδία ήταν τέτοια, που νόμιζα πως θα μου κοπεί η ανάσα. Μα καλά, δεν τον ενοχλούσε;
“Πρέπει να φύγουμε, καταλαβαίνεις; Δεν κάνει να είμαστε εδώ. Πως αντέχεις, Χριστέ μου;”, τον ρώτησα απελπισμένος.
 Δεν έδειξε να μου δίνει σημασία, αντιθέτως με τράβηξε με δύναμη και έπεσα στα γόνατα χάνοντας την ισορροπία μου. Στις κινήσεις του τώρα προστέθηκε άλλη μία. Συνέχισε να δείχνει το στήθος του, όμως στη συνέχεια κουνούσε αρνητικά το κεφάλι του δείχνοντάς μου τα πτώματα.
“Εσύ δεν είσαι εκεί”, του είπα. “Είσαι εδώ μαζί μου, ζωντανός”.
   Η διαπίστωση ήρθε ξαφνικά. Είχα καταλάβει. Αυτό που μου ξέφευγε ήταν εκεί μπροστά μου. Κοίταξα πάλι γύρω να βεβαιωθώ.
“Παιδιά... δεν υπάρχουν παιδιά!!!”, αναφώνησα.
   Ο μικρός κούνησε το κεφάλι του δείχνοντάς μου ότι είχα καταλάβει σωστά. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό.
“Πρέπει να μου μιλήσεις”, τον ικέτευσα. “Σε παρακαλώ, πρέπει να μου πεις τι γίνεται. Γιαί δεν υπάρχουν παιδιά; Γλίτωσαν;”
   Η κίνηση του κεφαλιού του τώρα ήταν αρνητική. Τα μάτια του σκοτείνιασαν και κοίταξε κάπου μακριά. 
“Τότε που είναι;”
   Δάκρυα άρχισαν να χαϊδεύουν τα μάγουλά του.
“Γιατί κλαις; Φοβάσαι; Εδώ είμαι, θα σε προστατεύσω”, του είπα καθησυχαστικά σκουπίζοντας το υγρό του πρόσωπο. “Θέλεις να πάμε να δούμε τι έγιναν τα παιδιά;”
   Αντί για απάντηση, είδα τον τρόμο στο πρόσωπό του. Και τότε, το είδα ολοκάθαρα. Η σκέψη που έκανα παρέλυσε όλα τα κύτταρά μου. Ο φόβος φώλιασε μέσα μου. Αρνήθηκα να το πιστέψω.
“Τα παιδιά... τα παιδιά το έκαναν... αυτό;”, ψέλλισα σχεδόν γιατί φοβόμουν ακόμα και την σκέψη, πόσο μάλλον να το ξεστομίσω. 
   Ο μκρός με κοίταζε στα μάτια κι εγώ ευχόμουν με όλη μου την ψυχή να έχω καταλάβει λάθος και να είναι αρνητική η απάντησή του.  Δυστυχώς δεν με διέψευσε, αντιθέτως τον είδα να ξεσπάει σε ένα γοερό κλάμα. Τον πήρα αγκαλιά. Τι θα μπορούσα να του πω όταν η ανατριχίλα με διαπέρασε ολόκληρο; Πως μπορείς να αντιμετωπίσεις κάτι τέτοιο, αν βέβαια είναι αληθινό; Και κυρίως, πόσες πιθανότητες υπήρχαν να είναι αληθινό; Κοίταξα γύρω μου. Αυτό που έβλεπα, σίγουρα δεν ήταν της φαντασίας μου. Ίσως αν μου το έλεγαν να μην το πίστευα, εκείνη την στιγμή όμως το ζούσα και δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία για το ότι πράγματι συνέβαινε. Ίσως έπρεπε να πιστέψω τον μικρό. Κάτι μου έλεγε πως ήξερε την αλήθεια. Άλλωστε ήταν τρομαγμένος, αυτό το έβλεπα καθαρά. Με χρειαζόταν και τον χρειαζόμουν. Τον κρατούσα σφιχτά, ενώ σκεφτόμουν ότι είχε μόνο εμένα και είχα μόνο αυτόν. Τι θα κάναμε;
   Τον τράβηξα λίγο πιο πέρα και με ακολούθησε πρόθυμος. Τώρα που είχα καταλάβει, δεν χρειαζόταν να είμαστε πια εκεί. 
“Θα μου μιλήσεις;”, τον ρώτησα όταν απομακρυνθήκαμε. “Είμαι φίλος σου, δεν πρέπει να με φοβάσαι. Θα μου πεις πως σε λένε;”.
“Εμμανουήλ, όμως η μαμά με φωνάζει Μάνο”, μου είπε μια φωνούλα μέσα από το κεφάλι του, γιατί το στόμα του δεν το άνοιξε. 
“Έτσι μιλάς; Πως το κάνεις;”, ρώτησα απορημένος. 
“Δεν ξέρω. Η μαμά λέει πως έμοιασα στον μπαμπά μου που ήταν άγγελος”, συνέχισε η φωνούλα.
“Που είναι η μαμά σου;”
   Είδα το ύφος του και μετάνιωσα την ίδια στιγμή για την ερώτησή μου.
“Ο μπαμπάς μού είπε πως έπρεπε να φύγω μόνος μου. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Τους ακολούθησε. Εγώ όμως έπρεπε να συνεχίσω να περπατάω”.
“Πως σου το είπε; Είπες πως ήταν άγγελος. Τι εννοούσες;”
“Δεν τον γνώρισα, όμως τον έβλεπα στa όνειρά μου. Μου έλεγε πως πρέπει να αγαπάω πάντα τη μαμά. Η μαμά μού είχε πει πως ήταν κανονικός άγγελος και έπρεπε να φύγει, όμως πριν το κάνει μου έδωσε το φως του. Έτσι είμαι ξεχωριστός. Όμως δεν μπόρεσα να την βοηθήσω”, μου μετέφερε πάλι τις σκέψεις του, ενώ ξεσπούσε σε κλάμματα.
   Δεν ήξερα πως ν' αντιδράσω, τι θα μπορούσα να του πω. Δεν είχα παιδιά και δεν ήμουν συνηθισμένος σε αυτές τις καταστάσεις. Είχα ακούσει βέβαια ότι μέχρι κάποια ηλικία, συνηθίζουν να έχουν φανταστικούς φίλους και να ζουν κατά κάποιο τρόπο μαζί τους, αλλά δεν το είχα βιώσει εγώ αυτό. Δεν είχα την πολυτέλεια του χρόνου για να σκεφτώ κατά πόσο η ιστορία με τον μπαμπά του μπορεί να ήταν αληθινή. Ίσως να τον είχε χάσει και η μητέρα του να του είπε αυτό που λένε σε όλα τα παιδιά σε αυτή την περίπτωση. Ότι είναι ένας άγγελος στον ουρανό. Μιλούσε όμως τηλεπαθητικά. Σίγουρα ήταν ξεχωριστός και το ένστικτό μου, μού έλεγε πως ήταν ακίνδυνος. Έτσι, απλά τον πήρα πάλι στην αγκαλιά μου και προσπάθησα να τον παρηγορήσω, όσο ήταν δυνατό αυτό.
“Άκουσέ με... όλο αυτό είναι πολύ δύσκολο για ένα παιδί. Δεν φταις εσύ. Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά θα το αντιμετωπίσουμε μαζί. Δεν θα σε αφήσω. Αν μου συμβεί κάτι όμως, θέλω απλά να τρέξεις όσο πιο μακριά μπορείς. Για να έχεις γλιτώσει από όλο αυτό, είσαι πράγματι ξεχωριστός. Κοίταξέ με όμως. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι”.
   Τον απομάκρυνα μαλακά από την αγκαλιά μου και τον κοίταξα στα μάτια.
“Πρώτα απ' όλα θέλω να μου μιλήσεις. Μιλάς έτσι δεν είναι;”
   Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
“Ωραία, θα μου μιλήσεις λοιπόν;”
   Με κοίταξε θλιμμένα και ένα “όχι” σχηματίστηκε με την κίνηση του κεφαλιού του.
“Μα γιατί; Φοβάσαι;”
“Δεν κάνει να μιλάμε. Ακούνε. Θα έρθουν και σε εμάς”.
“Και τι θα κάνουμε;”
   Η επόμενη κίνησή του με βρήκε απροετοίμαστο. Τα μικρά του χέρια άγγιξαν το πρόσωπό μου και ο Μάνος με κοιτούσε μέσα στα μάτια με ένα βλέμμα τόσο βαθύ, που νόμιζα πως αγγίζει την καρδιά μου. Έκλεισε τα μάτια του και σαν από ένστικτο έκανα το ίδιο, αφήνοντάς τον να με οδηγήσει σε έναν κόσμο λουσμένο σε ένα φως που δεν έβλεπα, αλλά ένιωθα τη ζεστασιά του.
“Άνοιξε τα μάτια σου”, άκουσα την σκέψη του και υπάκουσα. “Πως σε λένε;”, με ρώτησε.
“Δωρόθεο”, απάντησα με τον ίδιο τρόπο μένοντας ταυτόχρονα έκπληκτος με αυτό που συνέβαινε. “Πως το έκανες αυτό;”, τον ρώτησα αδυνατώντας ακόμα να το πιστέψω.
   Κούνησε τους ώμους του σε μία ένδειξη άγνοιας. 
“Απλά μπορώ”, απάντησε κοιτάζοντάς με σοβαρά.
   Αν και εξακολουθούσα να τα έχω χαμένα, απλά τον εμπιστεύτηκα. Άλλωστε είχε βγει αλώβητος από όλο αυτό τον παραλογισμό. Ήταν ένα μικρό παιδί, πως να μην πιστέψεις στην μαγεία ειδικά αυτές τις ώρες, που έμοιαζε να είναι η μόνη μας ελπίδα; 
“Μάνο γνωρίζεις; Ξέρεις τι συμβαίνει;”
   Το βλέμμα του ταξίδεψε στην όχθη του ποταμού. Τα δάκρυα επισκέφθηκαν πάλι το πρόσωπό του. Μου έπιασε το χέρι. Με τράβηξε για να συνεχίσουμε τον δρόμο μας.
“Που πάμε Μάνο;”
“Ο μπαμπάς είπε να πάμε δυτικά. Όταν τελειώσει αυτό, μόνο τότε πρέπει να πάω ανατολικά”.
“Θα μας βοηθήσει;”, τον ρώτησα προσπαθώντας να βάλω σε μία τάξη τις σκέψεις μου.
“Μπορεί μόνο να με καθοδηγήσει. Δεν έχει δυνάμεις είπε γιατί έπρεπε να πληρώσει ένα τίμημα. Δεν ξέρω τι είναι αυτό. Όμως θα με συμβουλεύει και είπε πως μου έχει εμπιστοσύνη”.
   Ένας μικρός με ξεχωριστές ίσως δυνάμεις; Δεν έμοιαζε αληθινό. Μήπως όμως έμοιαζε ο εφιάλτης που ζούσαμε αληθινός; Ήμουν απλά περαστικός από το μέρος. Κάποια χιλιόμετρα πριν, είχα μείνει από βενζίνη, ανεξήγητο πως. Αφού περίμενα  αρκετή ώρα μήπως και περάσει κάποιος, ξεκίνησα να περπατάω ελπίζοντας να βρω  ένα βενζινάδικο. Δεν άργησε να σουρουπώσει κι εγώ ήμουν ακόμα στον δρόμο ψάχνοντας. Λίγο πριν σκοτεινιάσει για τα καλά, είδα τα πρώτα σπίτια ενός χωριού. Άφησα μία ανάσα να βγει ευχαριστημένη και συνέχισα πιο γρήγορα. Ήμουν ακόμα μακριά όταν αντίκρισα ένα περίεργο θέαμα. Σχεδόν όλο το χωριό, έτσι  μου φάνηκε τουλάχιστον, είχε βγει στον δρόμο σε ένα είδος πομπής ακολουθώντας μία συγκεκριμένη πορεία. Θέλησα να τους πλησιάσω, όταν ξαφνικά τους έχασα από τα μάτια μου. Άνοιξα το βήμα μου και αρκετά μακριά μου, είδα τους τελευταίους της πομπής να κατευθύνονται σε ένα ρέμα. 
“Τι στα κομμάτια συμβαίνει;”, σκέφτηκα, “τι είναι όλα αυτά;”
   Η περιέργειά μου ήταν μεγάλη, αν και να πω την αλήθεια, ένα ίχνος φόβου διακρινόταν σε κάθε μου βήμα. Τώρα νύχτωνε για τα καλά και έπρεπε να βιαστώ αν δεν ήθελα να τους χάσω. Επιτάχυνα κι άλλο τα βήματά μου, όταν... απλά κοκκάλωσα εκεί που ήμουν. Ανατριχιαστικές και σπαρακτικές φωνές έφτασαν στ' αυτιά μου και το σώμα μου ολόκληρο πάγωσε από την φρίκη που εισχωρούσε παντού μέσα μου ακούγοντάς τις. Ο τρόμος μου ήταν τόσος, που πισωπάτησα και έπεσα κάτω. Σα να με κυνηγούσε κάποιος, άρχισα να τρέχω σαν τρελός μέσα στη νύχτα πότε όρθιος και πότε πεσμένος στα τέσσερα, αφού μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπα που πήγαινα. Δεν γύρισα ούτε μία στιγμή να κοιτάξω πίσω μου. Φοβόμουν ότι κάποιος από αυτούς που σπάραζαν θα με ακολουθούσε. Οι φωνές έμοιαζαν να σκίζουν την αφέγγαρη νύχτα και δεν είχα ιδέα προς τα που κατευθυνόμουν. 
   Ξάφνου μία... λάμψη; Αστραπή; Δεν ήξερα και δεν σκεφτόμουν καν, είδα όμως κάτι. Κάτι... παιδί ήταν αυτό; Το φως έσβησε και το έχασα από τα μάτια μου. Περπάτησα προς τα εκεί με προσοχή και δισταγμό. Ό,τι κι αν έβλεπα δε θα μου φαινόταν παράξενο. Πάλι η λάμψη. Ήμουν πολύ κοντά τώρα. Ναι, ήταν ένα παιδί. Ένα μικρό αγόρι. Στάθηκα για μία στιγμή και το κοίταξα. Δεν με έβλεπε, είχε γυρισμένη την πλάτη. Σκεφτόμουν αν έπρεπε να πλησιάσω. Πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο, γύρισε και με κοίταξε. Μάλλον με είχε ακούσει. Η λάμψη είχε αρχίσει και χανόταν. Το πλησίασα και του μίλησα.
“Τι κάνεις εδώ; Μόνος σου είσαι;”
   Έγνεψε καταφατικά. Μου φαινόταν τόσο περίεργο να είναι μόνο του μέσα στην ερημιά. Μήπως στην πομπή ήταν και οι γονείς του και αυτός απλά ξέφυγε; 
“Οι γονείς σου;”, τον ρώτησα, δίχως να πάρω απάντηση. Απλά έστρεψε το βλέμμα του προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόμουν. 
   Έδειχνε τρομαγμένος, αν και ήσυχος. Δεν μπορούσα να τον αφήσω εκεί μόνο του. Όχι μετά από αυτά που είχα δει και κυρίως είχα ακούσει.
“Έλα μαζί μου”, του είπα, “δεν πρέπει να μείνουμε εδώ”.
   Υπάκουσε και μου έδωσε το χέρι του. Περπατούσαμε μέχρι που φτάσαμε στο αυτοκίνητό μου. Ώσπου να πάμε, είχα γυρίσει αρκετές φορές και κοίταζα πίσω μου να δω μήπως εμφανιζόταν κανείς. Δεν ερχόταν κάποιος, η διαδρομή μέσα στο σκοτάδι όμως με τρόμαζε και αν με ρωτούσες, θα ορκιζόμουν ότι δεν είχα σταματήσει ούτε λεπτό ν' ακούω κραυγές. Φυσικά και να μην άκουγα, δεν θα μπορούσα να τις βγάλω από το κεφάλι μου. Είχαν εγκατασταθεί εκεί, συνοδοί σε μια άγρια νύχτα. Στο αυτοκίνητο μπορεί να είχα φτάσει, δεν μπορούσα όμως να κάνω κάτι. Βενζίνη δεν υπήρχε κι έτσι δεν μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε. Τουλάχιστον είχα μέσα λίγο νερό, ένα χυμό και ένα τσουρέκι. Έδωσα στον μικρό να φάει και σκεφτόμουν αυτό που είχα δει. Τον κοίταξα και λυπήθηκα βλέποντας την  θλίψη στο βλέμμα του. Ήξερε άραγε; Πως είχε βρεθεί εκεί μόνος του; Του είχα κάνει κάποιες ερωτήσεις, αλλά δεν είχα πάρει απάντηση. Καθόλου περίεργο. Αν ήταν σοκ για μένα, δεν ήθελα ούτε να φαντάζομαι πως πρέπει να ήταν για τον μικρό. 
“Ξεκουράσου λιγάκι και μετά πρέπει να φύγουμε, εντάξει;”, τον ρώτησα δίχως να είμαι σίγουρος για την καθυστέρηση που θα κάναμε. Βέβαια από την άλλη, δεν ήμουν καθόλου σίγουρος για το ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή μας. Δεν ήξερα ούτε καν, τι κατεύθυνση έπρεπε να πάρουμε.
   Δεν ένοιωθα ασφαλής μέσα στο αυτοκίνητο, ειδικά όταν είχα και ένα παιδί μαζί μου και βγήκα έξω. Δεν έβλεπα και δεν άκουγα τίποτα. Η νύχτα ήταν ήσυχη σα να μην είχε συμβεί όλο αυτό. Είχε συμβεί όμως. Και δεν ήξερα τι ήταν. Ήθελα να φύγω από εκεί, αν και  φοβόμουν μήπως ξανασυναντούσα κάτι παρόμοιο. Ή και χειρότερο. Μπήκα πάλι μέσα και είδα τον μικρό να κοιμάται. Ίσως τελικά και να ήμασταν ασφαλείς μέχρι το πρωί. Τουλάχιστον να ξεκουραζόμασταν και με το πρώτο φως της αυγής να ξεκινούσαμε. Εγκατέλειψα γρήγορα την σκέψη αυτή. Κάτι μου έλεγε πως έπρεπε να φύγουμε το συντομότερο. Κοίταξα πάλι το παιδί. Κοιμόταν, αλλά στο πρόσωπό του έμοιαζε να έχει αποτυπωθεί όλη αυτή η φρίκη. Τον σκέπασα με το μπουφάν μου, έβαλα μέσα σε ένα τσαντάκι που είχα μαζί μου νερό, τον χυμό και όσο τσουρέκι είχε μείνει και βγήκα έξω από το αυτοκίνητο. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού, τον πήρα μαλακά στην αγκαλιά μου και χαθήκαμε μέσα στη νύχτα.
   Περπατούσα με το παιδί στα χέρια μέχρι που άρχισε να χαράζει. Κάποια στιγμή ξύπνησε και τον άφησα να περπατήσει. Βρήκαμε μία μεγάλη πέτρα στην άκρη του δρόμου και καθήσαμε λίγο να πάρω μια ανάσα. Του έδωσα χυμό και λίγο τσουρέκι να φάει. Ευτυχώς που τα είχα μαζί. Έτρωγε αργά με βλέμμα απλανές. Δοκίμασα να τον κάνω να μιλήσει, αλλά μάταιος κόπος. Σκεφτόμουν τις επόμενες κινήσεις μας. Που θα πηγαίναμε; Θυμόμουν ότι αρκετά πιο πίσω είχα συναντήσει ένα χωριό. Ίσως θα μπορούσα να βρω εκεί βενζίνη και προμήθειες. Ίσως να υπήρχε και κάποιος να μας γυρίσει πίσω στο αυτοκίνητο. Αν όχι όμως; Αλλά ακόμα κι αν συναντούσαμε κάποιον, δεν ήξερα τι θα μπορούσα να του πω για όλο αυτό. Σίγουρα θα με περνούσε για τρελό, στην καλύτερη των περιπτώσεων φυσικά. Να έπαιρνα απλά βενζίνη και να εξαφανιζόμουν με τον Μάνο; Από την άλλη, δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να τους προειδοποιήσω για την κόλαση που υπήρχε λίγο πιο έξω από το χωριό τους; Το μυαλό μου πιεζόταν από τις σκέψεις. Ό,τι κι αν σκεφτόμουν, αδιέξοδο. Κι αυτή η ζέστη! Πόσο θ' άντεχε άραγε το παιδί να περπατήσει; Το χωριό ήταν αρκετά πιο πίσω.
“Είσαι εντάξει;”, τον ρώτησα, “να ξεκινήσουμε τώρα;”
   Έγνεψε καταφατικά και σηκωθήκαμε. Μετά από κάποιες ώρες φτάσαμε στην είσοδο του χωριού αντικρίζοντας το θέαμα στον ποταμό. Έπρεπε να πάρω τον Μάνο και να φύγουμε από εκεί.
   Ήμασταν πάλι στον δρόμο και τραβούσαμε για το εσωτερικό του χωριού. Έμοιαζαν όλα φυσιολογικά. Σχεδόν. Κάποια μαγαζάκια που συναντήσαμε ήταν κλειστά, ήταν όμως μεσημέρι και στα χωριά ξεκουράζονταν τέτοιες ώρες. Περάσαμε ένα μπακάλικο κλειστό δυστυχώς, έναν φούρνο επίσης κλειστό και μερικά σπίτια με κλειστές πόρτες, αλλά ανοιχτά παράθυρα. Σκεφτόμουν να φωνάξω έξω από κάποιο σπίτι, αλλά δεν ήξερα τι να πω. Τελικά είδαμε ένα καφενείο στο οποίο δύο άντρες έπαιζαν τάβλι. Η εικόνα μού φάνηκε παράξενη, αταίριαστη σε σύγκριση με αυτό που είχα δει στον ποταμό. Σα ν' αντίκριζα έναν σουρεαλιστικό πίνακα. Μία δόση λογικής, βγαλμένη μέσα από εικόνες ακατανόητες που δεν μπορείς να ερμηνεύσεις καν. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα ποιο από τα δύο μου φαινόταν πιο φυσιολογικό. Αυτό ή ο ποταμός; Σε ποιον κόσμο από τους δύο ζούσα; Βέβαια υπήρχε και η εκδοχή ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνέβαινε, να μην είχε φτάσει ως εδώ. Κοντοστάθηκα για λίγο αναποφάσιστος. Γύρισαν και μας κοίταξαν. Περίεργα για λίγο. 
   “Που πάτε μέσα στη ζέστη;”, αποφάσισε να μιλήσει ο ένας. “Από που έρχεστε;”
   Αλήθεια από που ερχόμουν; Μήπως είχα ανέβει σε κάποια μηχανή του χρόνου και δεν το θυμόμουν; Μήπως αν περπατούσα ακόμα λίγο, την έβρισκα, έμπαινα μέσα και τελείωνε αυτό το σενάριο του τρόμου; Ακόμα καλύτερα, μήπως κοιμόμουν και ήταν ώρα να ξυπνήσω κάθιδρος και τρομαγμένος; Θα περνούσε λίγη ώρα και ο εφιάλτης θα επέστρεφε στην θέση του, ικανοποιημένος που γι' άλλη μία φορά είχε κάνει το καθήκον του. 
“Ε, φίλε, είσαι καλά;”, με ρώτησε ο ένας, αναγκάζοντάς με να προσγειώσω λίγο άτσαλα το σύννεφο που με μετέφερε και να επιστρέψω στη γη.
   Τους κοίταξα. Είχαν σταματήσει να παίζουν τώρα. Ξεροκατάπια και αποφάσισα να πλησιάσω και να τους μιλήσω γι' αυτό που είχα δει. Πριν προλάβω όμως, η καμπάνα του χωριού άρχισε να χτυπά δυνατά με τρελό ρυθμό, δηλώνοντας πως κάτι έχει συμβεί. 
   “Τι συνέβη;”, ρώτησε ο άλλος άντρας, “δεν είναι για καλό μεσημεριάτικα”.
“Ξέρετε...”, ξεκίνησα να λέω, δεν πρόλαβα όμως να ολοκληρώσω. 
   Με απόλυτο θαρρείς συγχρονισμό, οι πόρτες των γύρω σπιτιών άρχισαν ν' ανοίγουν και οι κάτοικοι πετάγονταν σαν ελατήρια έξω. Οι άντρες του καφενείου πετάχτηκαν και αυτοί όρθιοι. Είχα αρχίσει να ζαλίζομαι από την ταχύτητα των γεγονότων. Τη μια στιγμή βάδιζα σ' ένα χωριό-φάντασμα θα έλεγες και την άλλη  έμοιαζε σα να μπήκαν οι Ρωμαίοι στο γαλατικό χωριό. Τέτοια εγρήγορση. Προφανώς κάποιος είχε πάει στον ποταμό. Πως μεταδόθηκε όμως τόσο γρήγορα; Τελικά είναι σωστό αυτό που λένε, πως κάποια νέα ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός. Και όχι κάποια νέα. Τα άσχημα συγκεκριμένα.
“Τι γίνεται;”, είπαν με μία φωνή και οι δύο μαζί.
“Στο ποτάμι, στο ποτάμι!!!”, ακούγονταν φωνές από παντού. 
   Οι γυναίκες ούρλιαζαν, οι άντρες έτρεχαν αλαφιασμένοι, κάποιος φώναξε “πάρτε όπλα μαζί!”, κάποιος άλλος, “τα παιδιά! Τα παιδιά να μείνουν μέσα!”, όμως κανένα παιδί δεν είχε βγει έξω. 
   Και κανένα δεν θα έβγαινε έξω. Όχι ακόμα. Το χωριό όλο είχε ξυπνήσει για τα καλά. Οι δρόμοι γέμισαν με άντρες που κρατούσαν κάθε λογής όπλο. Καραμπίνες, φτυάρια, τσουγκράνες, λοστούς, τσεκούρια. Κάποιες γυναίκες έκλαιγαν και τους παρακαλούσαν να μην πάνε στο ποτάμι. Άλλες έμπαιναν μέσα στα σπίτια κλείνοντας με θόρυβο πίσω τους την πόρτα και κάποιες άλλες γονάτιζαν και σταυροκοπιόνταν μες τη μέση του δρόμου με τον ήλιο ανελέητο πάνω από τα κεφάλια τους. Μέσα σε όλη αυτή την οχλαγωγία, η καμπάνα φορώντας τα μαύρα της ρούχα, θρηνούσε γοερά. Ένας άντρας περνώντας από δίπλα μας, στάθηκε και μας μίλησε.
“Είστε ξένοι. Πως βρεθήκατε εδώ;”
“Έμεινα από βενζίνη”, του απάντησα αμήχανα. “Ήρθα με τα πόδια μήπως βρω κάποιο βενζινάδικο για να μπορέσω να συνεχίσω”.
“Πέρασες από το ποτάμι;”, με ξαναρώτησε.
“Ναι”, είπα με δισταγμό, αλλά και φρίκη φέρνοντας και πάλι τις εικόνες στο μυαλό μου.
“Τι άλλο είδες;”, συνέχισε να με ρωτά.
   Του εξιστόρησα τις τελευταίες ώρες. Πως έμεινα από βενζίνη, πως έφτασα στο χωριό ελπίζοντας να βρω κάποιον, την περίεργη πομπή που είδα, τις κραυγές που άκουσα, το παιδί που βρήκα και όλο τον δρόμο που κάναμε και τις εικόνες που αντικρίσαμε στο ποτάμι. Όλη αυτή την ώρα κατάλαβα πως μιλούσαμε και οι δύο φωναχτά για να βγαίνουν οι φωνές μας πάνω από την φασαρία που επικρατούσε στο χωριό, αλλά και τους ήχους της καμπάνας.
“Από που έρχεσαι;”, με ρώτησε, δεν πρόλαβα όμως να του απαντήσω. 
   Μία γυναίκα μάς άκουγε όλη αυτή την ώρα από το ανοιχτό παράθυρο και όταν τελείωσα την αφήγησή μου άρχισε να ουρλιάζει υστερικά.
“Αυτοί το έκαναν! Αυτοί ευθύνονται! Είναι άνθρωποι του σατανά! Τρεχάτε!!! Τρεχάτε!!! Είναι φονιάδες! Σκοτώστε τους! Θα μας σκοτώσουν! Θα σκοτώσουν τα παιδιά μας! Θα μας αφανίσουν όλους! Θα εξαφανίσουν όλο το χωριό μας! Τρεχάτε!!! Τρεχάτε χωριανοί!!! Πιάστε τους φονιάδες! Πιάστε τους!!!”.
   Παρέλυσα ολόκληρος ακούγοντάς την. Συνέβαινε στ' αλήθεια όλο αυτό; Κοίταξα γύρω μου. Ναι, συνέβαινε. Κάποιοι είχαν σταθεί και μας κοίταζαν δύσπιστα, σχεδόν απειλητικά. Κράτησα τον Μάνο από το χέρι πιο σφιχτά. Από κάπου πιο κάτω κατέφθαναν οι πρώτοι που είχαν γυρίσει από το ποτάμι.
   “Μην πάει κανείς!”, φώναζαν, “παντού σάπια πτώματα, μείνετε μακριά! Κλειστείτε μέσα, δεν θ' αργήσει η μυρωδιά να φτάσει ως εδώ, κάτι πρέπει να κάνουμε!”.
“Να τα κάψουμε!” φώναζαν κάποιοι, “να τα θάψουμε!” κάποιοι άλλοι, ενώ ανατρίχιασα ακούγοντας τις τελευταίες κραυγές. “Σκοτώστε τους, σκοτώστε τους!!!”.
   Η φρίκη και ο τρόμος τους είχαν κάνει να παρανοήσουν. Πριν προλάβω να κάνω το παραμικρό, κάποια χέρια με άρπαξαν γερά και με ακινητοποίησαν παρά τις προσπάθειές μου να ελευθευρωθώ. Εκεί που τρόμαξα πιο πολύ όμως, ήταν όταν είδα να τραβάνε από κοντά μου τον μικρό.
“Μάνο!!!”, ούρλιαξα με τον φόβο να έχει γαντζώσει για τα καλά τώρα πια την ψυχή μου. 
   Ο μικρός κοίταζε τρομαγμένος και έμοιαζε να τα έχει χαμένα.
“Αφήστε μας!”, συνέχισα να φωνάζω, “δεν κάναμε τίποτα, δεν ξέρουμε τίποτα! Αφήστε το παιδί!!!”. 
   Δεν ήταν όμως πρόθυμοι να μας αφήσουν. 
“Φοβάμαι”, άκουσα την φωνή του μέσα στο κεφάλι μου.
“Μη φοβάσαι”, του είπα με τον ίδιο τρόπο, “δεν θα σε αφήσω”.
“Θα βγούνε σε λίγο. Μην τα κοιτάξεις. Θα πας με τους άλλους κι εσύ. Μην τα κοιτάξεις”.     
“Να τους το πούμε Μάνο; Ίσως σωθούν”.
“Όχι. Δεν θα μας πιστέψουν και είναι πολύ ισχυρά. Είναι όλοι καταδικασμένοι”.
“Και τι θα κάνουμε;”
“Δεν ξέρω. Φοβάμαι”.
   Και πως να μη φοβόταν; Ένα μικρό παιδί ήταν, στα χέρια ανθρώπων τρελαμένων από φόβο και αποφασισμένων ίσως για όλα. 
“Να τους πάμε στον παπά!” φώναξε κάποιος.
“Όχι!”, διαφώνησε μία γυναίκα, “όχι το κακό μέσα στην εκκλησία. Να φέρετε εδώ τον παπά!”
“Αφήστε με!”, άρχισα να φωνάζω σαν τρελός, “αφήστε με να σας εξηγήσω! Κάνετε λάθος! Λάθος! Δεν ευθυνόμαστε εμείς γι' αυτό! Τα παιδιά! Τα παιδιά είναι που το κάνουν!”, ούρλιαξα απελπισμένος και το μετάνιωσα την ίδια στιγμή βλέποντας τον μορφασμό στο πρόσωπο του Μάνου.
   Ήταν σα να είχα ρίξει μία γροθιά και να τους πέτυχα όλους μαζί. Τέτοια ήταν η αντίδρασή τους. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα, ίσως και για κλάσματα δευτερολέπτου, όλα πάγωσαν. Δε μιλούσε κανείς. 
“Όχι”, άκουσα στο κεφάλι μου τη φωνή του Μάνου, “δεν έπρεπε”.
   Δεν πρόλαβα να του απαντήσω. Η γυναίκα που είχε βάλει πρώτη τις φωνές, άρχισε πάλι να παρακινεί όλο το χωριό.
“Σας το είπα! Ήρθαν να σκοτώσουν τα παιδιά μας! Τι περιμένετε μωρέ; Σκοτώστε τον! Και αυτόν και το παιδί. Είναι μάγοι! Σκοτώστε τους!!!” 
   Δεν ήμουν δολοφόνος, θα μπορούσα άνετα όμως να της τινάξω τα μυαλά στον αέρα για να το βουλώσει. Κοίταξα τον Μάνο. Έστρεφε το κεφάλι του προς κάθε κατεύθυνση από την οποία άκουγε φωνές και είδα τον τρόμο στον πρόσωπό του, όταν άκουσε την μέγαιρα να τσιρίζει λέγοντας να μας σκοτώσουν. 
“Αφήστε ήσυχο το παιδί! Είναι τρομαγμένο, δεν το βλέπετε;”, έβαλα τις φωνές βλέποντάς τον να με κοιτάζει σα χαμένος.
   Κάποιος με κατάβρεχε. Όχι, ήταν κάτι άλλο. Έμοιαζε με... ράντισμα; Θεέ και Κύριε! Μας έριχναν αγιασμό! Σχεδόν όλες οι γυναίκες, είχαν μπει στα σπίτια τους, μα πότε πρόλαβαν; και είχαν φέρει αγιασμό και όχι μόνο. Μας έριχναν λάδι, από το καντήλι να ήταν άραγε; και ακουμπούσαν πάνω μας ξύλινους σταυρούς λέγοντας και κάποιες προσευχές. 
“Να τους κάψουμε!”, φώναξαν κάποιοι και αναρωτήθηκα μήπως μ' ένα μαγικό, όσο και παρανοϊκό τρόπο είχα βρεθεί στον μεσαίωνα. 
   Για λίγο μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη πως το εννοούν και μας έβλεπα δεμένους σε κάποιον πάσσαλο και φλόγες να χορεύουν από κάτω μας, τυλίγοντας το κορμί μας σαν αναρριχητικό φυτό. Κάτι έπρεπε να κάνω και μάλιστα γρήγορα. Κοίταξα τον Μάνο. Έκλαιγε. 
“Μάνο, κοίταξέ με”.
   Τα υγρά του μάτια καρφώθηκαν πάνω μου και το βλέμμα του με παρακαλούσε να τον βοηθήσω. Σκέφτηκα τι μπορεί να ήταν στ' αλήθεια. Ακόμα κι αν ήταν ξεχωριστός, ήταν παιδί. Ένα μικρό παιδί που μπορεί πράγματι να είχε κάτι ιδιαίτερο, αλλά ίσως δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. 
“Μάνο, ό,τι κι αν γίνει θα είμαι δίπλα σου. Θέλω όμως να μου πεις τι συμβαίνει. Γνωρίζεις;”
“Εξουσιάζει τα παιδιά. Ελέγχει το μυαλό τους. Θέλει ν' αφανίσει όλους τους μεγάλους για να κυριαρχήσει. Το μυαλό των παιδιών είναι αθώο και πολύ δυνατό. Τα χρησιμοποιεί. Θα γίνουν οι πιο πιστοί οπαδοί του. Και με την βοήθειά τους, θα κατακτήσει τον κόσμο”.
“Ποιος Μάνο; Ποιος θέλει να το κάνει αυτό;”
“Το Κακό. Το μεγάλο Κακό”.
   Δεν ήξερα τι να σκεφτώ με αυτά που μου μετέδωσε. Το Κακό; Τι εννοούσε άραγε; Από την άλλη, ένα ήταν το μεγάλο Κακό που όλοι γνωρίζαμε. Αυτό που από μικροί είχαμε μάθει, αυτό που όλοι οι χριστιανοί πολεμούσαμε αιώνες και ακόμα πολεμάμε, σύμφωνα με τους λόγους και τους κανόνες της εκκλησίας. Της εκκλησίας; Ίσως και να ήταν η σωτηρία μας. Ίσως και όχι. Ήταν όμως η μοναδική σανίδα από την οποία μπορούσα να πιαστώ εκείνη την στιγμή. Έπρεπε να πάμε εκεί. Πως όμως; Μας κρατούσαν ακόμα γερά και είχαν αγριέψει πολύ. Δεν ήξερα τι να πιστέψω από όλα όσα μου έλεγε ο μικρός, δεν είχα όμως άλλη επιλογή. Σαν παιδί που έχει ανάγκη να πιστέψει στην μαγεία, ακόμα κι αν είναι ψέμα, έτσι ακριβώς ένοιωθα εκείνη την ώρα.
“Μάνο, ο μπαμπάς σου σε βλέπει; Μπορεί να βοηθήσει;”
   Σχεδόν δεν το πίστευα ότι του έκανα αυτή την ερώτηση. Ο παραλογισμός και η απελπισία όμως, σε ωθούν στα άκρα, βάζοντας νέους κανόνες στο παιχνίδι.
“Μου μιλάει. Είπε ότι πρέπει να βρούμε τον αρχηγό τους με τα κόκκινα μάτια. Όμως εσύ δεν μπορείς να τα κοιτάξεις. Δεν κάνει. Θα πρέπει να καταλάβεις. Και μετά...”
   Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά του και κατέβασε το κεφάλι.
“Και μετά τι Μάνο;”
   Μπορούσα να δω την καρδιά του που είχε ματώσει. Οι σκέψεις του σταμάτησαν να έρχονται. 
“Μετά τι; Πες μου σε παρακαλώ”, τον παρότρυνα ακούγοντας τον κόσμο που όλη αυτή την ώρα έκανε σαν τρελός. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στον μικρό και δεν άκουγα τι έλεγαν, αλλά η στάση τους μαρτυρούσε ότι οι προθέσεις τους ήταν παραπάνω από απειλητικές.
“Πες μου Μάνο!!!”
“Πρέπει να αποκεφαλιστεί”, είπε και σχεδόν σωριάστηκε πάνω στ' αγριεμένα χέρια που ήδη τον κρατούσαν σφιχτά. 
   Ένοιωσα να ζαλίζομαι. Είχα καταλάβει καλά; Έπρεπε να αποκεφαλίσω ένα... παιδί; Μα πως θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο; Μήπως να άφηνα να με σκοτώσουν καλύτερα; Τι τρέλα ήταν όλο αυτό; Τι... Χριστέ μου, τι πάει να κάνει αυτή;;;
“Μάνοοοοοοοοοοοο!!!”, ούρλιαξα βλέποντας την επόμενη σκηνή. Μία γυναίκα , μα αυτή δεν ήταν η μέγαιρα που ούρλιαζε να μας σκοτώσουν; είχε βγει τρέχοντας από το σπίτι κρατώντας ένα μεγάλο κουζινομάχαιρο και πέφτοντας με φόρα πάνω στον μικρό, άρχισε να τον χτυπά στο στήθος. 
“Όοοοοχιιιι!!! Σταματήστε την, είναι παιδί, σταματήστε την, σταματήστε την!!!”, συνέχισα να ουρλιάζω και τότε άκουσα την φωνή του κανονικά πλέον.
“Μπαμπά;”
   Σταμάτησα να φωνάζω και τον κοίταζα έκπληκτος. Το σώμα του το περιέβαλε ένα άσπρο εκτυφλωτικό φως, που όσο πήγαινε δυνάμωνε. Κραυγές έκπληξης και τρόμου άρχισαν ν' ακούγονται. Το φως δυνάμωσε τόσο πολύ που έκλεισα τα μάτια μου. 
“Δωρόθεε... θυμήσου. Θυμήσου αυτά που είπα”.
   Το φως μάλλον είχε χαθεί. Δεν ένοιωθα πια τόσο δυνατή τη λάμψη. Άνοιξα τα μάτια. Το σώμα του μικρού δεν ήταν πουθενά. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ κάτι. Δεν με άφησαν οι φωνές.
“Μάγοι! Είναι μάγοι! Σκοτώστε τον!”
   Ένα χέρι υψώθηκε πάνω από το κεφάλι μου κρατώντας ένα μεγάλο τσεκούρι. 
“Μηηηηηη!!! Σταματήστε τώρα!”, άκουσα μια βροντερή φωνή και γύρισαν όλοι τα κεφάλια τους. 
   Ήταν ο παπάς που ερχόταν σχεδόν τρέχοντας, όσο του το επέτρεπαν τα ράσα.
“Είναι μάγος παπά!”, είπε ένας όταν έφτασε κοντά μας, “σατανιστής. Μας είπε πως τα παιδιά μας το έκαναν τούτο το κακό”.
“Είδα τη λάμψη”, είπε ο παπάς, “δεν είναι σατανιστής. Το αντίθετο μάλιστα. Μπροστά στα μάτια σας έγινε ευλογημένοι, τίποτα δεν καταλάβατε;”
“Παπά έχεις τρελαθεί μου φαίνεται”, είπε ένας άλλος. “Πώς το εξηγείς που εμφανίστηκε ξαφνικά στο χωριό και το ποτάμι γέμισε πτώματα;”
“Δεν ξέρω τι είναι αυτό το κακό που μας βρήκε, λέω όμως να τον ακούσουμε μήπως και μπορέσουμε να βγάλουμε κάποια άκρη”, απάντησε ο παπάς.
“Εγώ πάλι παπά, λέω να ξεκινήσουμε από σένα την πρώτη τσεκουριά”, ακούστηκε μία δυνατή γυναικεία φωνή. 
   Γύρισαν όλοι και την κοίταξαν. Ήταν μία νέα γυναίκα, γύρω στα σαράντα, πολύ όμορφη και ετοιμοπόλεμη απ' όσο έδειχνε.
“Ευφροσύνη;”, μίλησε ο παπάς, “τι κουβέντες είναι αυτές σ' έναν άνθρωπο του Θεού;”
“Αυτός ο άνθρωπος κατηγόρησε τα παιδιά μας για το κακό που έγινε και όποιος πάει με το μέρος του θα φύγει από το δικό μου χέρι, να το ξέρεις”, του είπε ατρόμητη και αγριεμένη. 
   Την φοβήθηκα και την θαύμασα ταυτόχρονα. Τώρα καταλάβαινα γιατί ο Θεός δε ζήτησε από γυναίκα να θυσιάσει το παιδί της. Σα να 'ταν αρχηγός σε μάχη, όλες οι γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω της έτοιμες να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή, αν τους το ζητούσε. 
“Τα παιδιά μας παπά δεν θα τ' απειλήσει κανείς”, μίλησε ξανά και ο γυναικείος στρατός που είχε γύρω της, όρθωσε το ανάστημά του.
   Δεν έχουν άδικο τελικά για το μητρικό ένστικτο. Αυτό που σκέφτηκα εκείνη την στιγμή, ήταν πως μια αγριεμένη μάνα ήταν απροσπέλαστη. Πιο εύκολα θα περνούσες ίσως από μία οπλισμένη φρουρά, παρά από τα νύχια της. Ήθελα να τους εξηγήσω, αλλά πως θα μπορούσα να το κάνω; Θα με κατασπάραζαν. Αισθανόμουν μικρός, λίγος, μηδαμινός. Μάλλον καταδικασμένος. Κοίταξα τον ουρανό και μόλις εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Και τότε... βγήκαν. Άνοιξαν οι πόρτες και άρχισαν να ξεχύνονται στον δρόμο από παντού. Μικρά, μεγάλα, όλα ήταν εκεί. Αγγελιοφόροι θανάτου. Μόνο για μια στιγμή πρόλαβα να δω ότι είχαν κίτρινα μάτια. Θυμήθηκα τα λόγια του Μάνου και κοίταζα αλλού, μακριά, μην ξέροντας τι να κάνω στην συνέχεια. 
“Που πάτε;”, άκουγα φωνές, “γιατί βγήκατε έξω; Μπείτε πάλι μέσα”. 
   Δεν θα έμπαιναν όμως. Οι λαβές από τα χέρια που με κρατούσαν χαλάρωσαν και το θέαμα που άρχισα να αντικρίζω, όσο μπορούσα μιας και δεν ήθελα να κοιτάζω προς το μέρος των παιδιών, ήταν παραπάνω από αποτρόπαιο, πολύ περισσότερο από ανατριχιαστικό. Ήταν απλά ασύλληπτο. Γύρισα να φύγω προς την αντίθετη κατεύθυνση για να μην διασταυρωθεί το βλέμμα μου με το δικό τους και άρχισα πάλι να τρέχω, αφού πρώτα έσκυψα και πήρα το κουζινομάχαιρο με το οποίο είχε επιτεθεί εκείνη η γυναίκα στον Μάνο. Σε αρκετά μεγάλη απόσταση, όσο μπορούσα να κρίνω εκείνη την στιγμή, χώθηκα πίσω από τον τοίχο ενός σπιτιού λαχανιασμένος και με την καρδιά μου να χτυπά τόσο δυνατά, που νόμιζα πως θα με εντοπίσουν μόνο ακούγοντάς την. 
   Έβγαλα ελάχιστα το κεφάλι μου έξω, μιας και δεν ήξερα αν κάποιο από αυτά με είχε ακολουθήσει. Ήμουν όμως μόνος μου. Κοίταξα και τριγύρω για να βεβαιωθώ. Κανείς. Βγήκα πιο έξω. Ίσως από απόσταση να μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν ο αρχηγός όπως μου είχε πει ο Μάνος. Για άλλη μία φορά, άδειασα το στομάχι μου, βλέποντας τις εικόνες. Άνθρωποι που άλλαζαν παίρνοντας μία αποκρουστική μορφή βγάζοντας άναρθρες κραυγές, κάποιες από τις οποίες έμοιαζαν με μουγκρητά, άγρια ουρλιαχτά, κάποιοι έλιωναν, άλλοι είχαν μόνο ένα λεπτό πετσί που διέγραφε τον σκελετό τους, κάποιοι μαύριζαν και στη συνέχεια γίνονταν στάχτη. Ένας απόκοσμος πίνακας της ίδιας της κολάσεως. Και μία οσμή βγαλμένη θαρρείς από τα έγκατα της γης. 
   Καυτά δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά μου και προσπαθούσα να σταθώ στα πόδια μου, που νόμιζα πως υπάκουαν σε μια εντολή που έλεγε απλά να λυγίσουν. Το κουζινομάχαιρο είχε γίνει ένα με την κλειστή γροθιά μου. Ακόμα δεν είχα αποφασίσει αν θα μπορούσα να το κάνω. Σκέφτηκα όμως, πως οι γονείς του παιδιού που έπρεπε να θυσιαστεί, ήταν ήδη νεκροί. Και όχι μόνο αυτοί. Δύο ολόκληρα χωριά. Αυτά τουλάχιστον είχα δει εγώ. Να ήταν άραγε κι άλλα; Έπρεπε να σταματήσει όλο αυτό. Δεν μπορεί να έλεγε φαντασίες ο μικρός. Ήμουν εκεί. Το είδα το φως, αλλά και το άψυχο κορμάκι του που εξαφανίστηκε. 
   Σε λίγο θα σκοτείνιαζε. Έπρεπε να καταλάβω ποιος ήταν ο αρχηγός. Πως θα γινόταν αυτό όμως αφού δεν μπορούσα να δω τα μάτια του; Ίσως να έβγαινε μπροστά. Λογικά θα έπρεπε να τον ακολουθούν. Κάθησα ακόμα λίγο κρυμμένος ώσπου να σταματήσει όλη αυτή η κόλαση. Κοίταξα πάλι με προσοχή. Τα κορμιά περιστρέφονταν γύρω από τον εαυτό τους σε μία φρικιαστική τροχιά θανάτου σηκώνοντας τα χέρια ψηλά στον ουρανό, σε μια μάταιη ικεσία που δεν θ' άκουγε κανείς. Οι κραυγές τους θα μπορούσαν να ανοίξουν τη γη να χωθούν μέσα. Τίποτα δεν θα μπορούσε να αποδώσει πιστά αυτό που έβλεπα και άκουγα. Αναρωτήθηκα πότε θα τελειώσει. Δεν ήθελα να αναρωτηθώ πώς θα τελειώσει. Και κάπου σ' εκείνες τις σκέψεις... σιωπή. Σιγή. Νεκρική. Στην κυριολεξία. Κοίταξα λίγο καλύτερα. Αυτό ήταν. Άλλο ένα χωριό ρημαγμένο. Ποιος θα ήταν άραγε ο επόμενος στόχος; 
   Αποφάσισα να πλησιάσω με προσοχή. Κρυβόμουν πίσω από τους τοίχους να μη με δουν. Είχα σηκώσει την μπλούζα βάζοντάς την μπροστά στο πρόσωπό μου, μήπως και μπορούσα να αποφύγω λίγο την μυρωδιά που συνέχιζε να μου ανακατεύει το στομάχι. 
   Τα παιδιά βρίσκονταν λίγα μέτρα μπροστά μου. Προσπαθούσα πίσω από τον τοίχο να βλέπω τις κινήσεις τους. Και πράγματι, είδα μία που μου φάνηκε σημαντική. Μέσα από ένα σπίτι βγήκε ένα αγόρι το οποίο από το ύψος του, θεώρησα πως ήταν πιο μεγάλο από τα άλλα. Με την πλάτη γυρισμένη σ' εμένα, σήκωσε τα δύο χέρια ψηλά και με τις παλάμες του γυρισμένες ανάποδα, τις κούνησε ώστε να καλέσει τα υπόλοιπα να έρθουν κοντά του. Κρύφτηκα λίγο περισσότερο και συνέχισα να παρακολουθώ. Έμοιαζε κάτι να τους λέει και τα υπόλοιπα ήταν προσηλωμένα σε αυτό. 
“Αυτός πρέπει να είναι”, σκέφτηκα. 
   Μετά από μερικές στιγμές, έκαναν όλα μεταβολή, εκτός από τον αρχηγό τους που στεκόταν προς την κατεύθυνση που είχαν αρχίσει ήδη ν' ακολουθούν και άρχισαν να βαδίζουν όλα μαζί, μάλλον προς τον επόμενο προορισμό τους. Βγήκα από την κρυψώνα μου και άρχισα να προχωρώ κι εγώ με προσοχή πίσω τους. Είχα αποφασίσει να το κάνω, αλλά δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Δεν έπαυε να είναι ένα παιδί. Ένοιωθα ανακούφιση που είχε γυρισμένη την πλάτη. Δεν θ' άντεχα να το κοιτάζω. Ήμουν σχεδόν πίσω του. Έσφιξα το μαχαίρι στην παλάμη μου. Ένα βήμα ακόμα. Το έπιασα δυνατά από τα μαλλιά τραβώντας του το κεφάλι προς τα πίσω.
“Θεέ μου συγχώρα με”, η σκέψη που έκανα. 
   Δεν πρόλαβε ν' αντιδράσει. Με μια απότομη κίνηση έκοψα το κεφάλι του και το πέταξα μακριά. Ευχήθηκα από μέσα μου να μην είχε καταλάβει τίποτα. Μία απροσδιόριστη ανάσα βγήκε από τα πνευμόνια μου. Να ήταν τάχα ανακούφισης; Ήταν πολύ νωρίς για να γνωρίζω. Τελείωσε άραγε; Να ήταν αυτό αρκετό; Ή μήπως υπήρχε ένας αρχηγός σε κάθε μέρος; Και ο Μάνος; Γιατί με είχε εγκαταλείψει; Γιατί δεν μου έστελνε πια την σκέψη του;
   Πριν σκεφτώ κάτι άλλο, ένα παιδικό γέλιο ακούστηκε πίσω από την πλάτη μου. Τινάχτηκα. Γύρισα αιφνιδιασμένος. Ήταν ένα αγόρι. Ένα αγόρι που με κάρφωνε με το κατακόκκινο βλέμμα του...



                                       ΤΕΛΟΣ

 ΣΟΦΙΑ ΚΡΑΒΒΑΡΙΤΗ