«Και πόσα, ω πόσα, σταυροδρόμια ακολούθησα ψυχή μου για
να σε βρω! Ω, πόσα κύμματα το πονεμένο μου κορμί το τύλιξαν μέχρι να σε
αντικρίσω... Κι εσύ; Εσύ ήσουν δίπλα μου, άνοιξη και χειμώνα μου, ζωή και
θάνατε μου. Μόνο που... Μόνο που εγώ ήμουν τυφλός για να σε δω...» Ο νεαρός
διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις αράδες που ήταν γραμμένες επάνω στο χαρτί, που
όμοιο του δεν είχε ξαναδεί. Όχι ότι έδινε ποτέ ιδιαίτερη σημασία στα
επιστολόχαρτα, μα τούτο δω δεν θα μπορούσε με τίποτα να το αγνοήσει. Το ζαχαρί του
χρώμα, του χάριζε μια κάποια αρχοντιά. Ενώ τα λιλιπούτεια ρόδα που στόλιζαν την
άνω δεξιά γωνία του, το έκαναν πολύ ιδιαίτερο. Το επιστολόχαρτο ήταν προσεκτικά
διπλωμένο στα τέσσερα κι ανέδιδε ένα ελαφρύ άρωμα. Σου έδινε μια αίσθηση
ιδιαίτερη, κάτι μεταξύ γιασεμιού και λεβάντας.
Ο άνδρας έριξε μια γρήγορη ματιά στο ρολόι του. Έκρινε πως είχε ακόμη χρόνο. Χρόνο για να ερευνήσει το σπίτι που είχε αιφνιδίως κληρονομήσει από την Γερμανίδα γιαγιά του, Simone Liebert. Με τη γιαγιά του είχε μια αγαπησιάρικη σχέση αν και ήταν αρκετά κλειστός τύπος, δίνοντας ώρες ώρες την αίσθηση πως έκρυβε κάποιο μυστικό. «Άραγε, αυτό το ανυπόγραφο, μικρό γράμμα να ήταν από τον παππού;» αναλογίστηκε σχεδόν φωναχτά ο νεαρός Αλέξανδρος Χανιώτης, την ώρα που το τοποθετούσε ξανά στο σκαλιστό ξύλινο κουτί. Το είχε ανακαλύψει τυχαία, μέσα σ’ ένα μισοσαπισμένο συρτάρι της ντουλάπας που περιείχε τα φίνα ρούχα της γιαγιάς.
Ο άνδρας έριξε μια γρήγορη ματιά στο ρολόι του. Έκρινε πως είχε ακόμη χρόνο. Χρόνο για να ερευνήσει το σπίτι που είχε αιφνιδίως κληρονομήσει από την Γερμανίδα γιαγιά του, Simone Liebert. Με τη γιαγιά του είχε μια αγαπησιάρικη σχέση αν και ήταν αρκετά κλειστός τύπος, δίνοντας ώρες ώρες την αίσθηση πως έκρυβε κάποιο μυστικό. «Άραγε, αυτό το ανυπόγραφο, μικρό γράμμα να ήταν από τον παππού;» αναλογίστηκε σχεδόν φωναχτά ο νεαρός Αλέξανδρος Χανιώτης, την ώρα που το τοποθετούσε ξανά στο σκαλιστό ξύλινο κουτί. Το είχε ανακαλύψει τυχαία, μέσα σ’ ένα μισοσαπισμένο συρτάρι της ντουλάπας που περιείχε τα φίνα ρούχα της γιαγιάς.
«Μα, τι λέω;» μονολόγησε,
συγκρατώντας ταυτόχρονα ένα μικρό γελάκι. Ο Αλέξανδρος γνώριζε πολύ καλά πως, ο
παππούς Αλέξης, δεν θα μπορούσε ποτέ να συντάξει ένα τόσο ερωτικό και λυρικό
κείμενο. Κι αυτό όχι, για έναν μονάχα λόγο. Ο παππούς, που είχε πεθάνει πριν
από πέντε χρόνια, δεν μιλούσε καθόλου Γερμανικά και η συγκεκριμένη επιστολή
ήταν γραμμένη σε άψογα Γερμανικά και μάλιστα καλλιγραφικά. Εκτός αυτού όμως,
ανάμεσα στον παππού και τον ρομαντισμό, υπήρχε μια σεβαστή απόσταση. Ο γέρος
υπήρξε πάντα καθαρά ρεαλιστής, με πολύ γήινες
αντιλήψεις. Κατά την άποψή του, ο ρομαντισμός και τα συναφή δεν ήταν τίποτα
άλλο παρά μονάχα μια εφεύρεση ορισμένων αλλοπαρμένων και άκρως μαλθακών
ανθρώπων.
«Άρα...» Ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την
φράση του, αφού το κινητό του χτυπούσε επίμονα. «Αναθεματισμένο!» μουρμούρισε αρκετά εκνευρισμένα. Η γυναίκα στην άλλη άκρη
της γραμμής ακουγόταν θυμωμένη.
«Αλέξανδρε, δεν είναι κατάσταση αυτή! Έχεις ήδη αργήσει
μισή ώρα! Για κορόιδα ψάχνεις;»
Ο Αλέξανδρος απομάκρυνε για
λίγο το ακουστικό από το αυτί του. Η Αρετή ούρλιαζε στην κυριολεξία. Το, εδώ
και μισό έτος, κορίτσι του μπορεί να ήταν καλλονή από τις λίγες, ωστόσο ο
χαρακτήρας της ήταν πολύ δύσκολος.
«Και πόσα, ω πόσα, σταυροδρόμια ακολούθησα ψυχή μου για
να σε βρω! Ω, πόσα κύμματα το πονεμένο μου κορμί το τύλιξαν μέχρι να σε
αντικρίσω... Κι εσύ; Εσύ ήσουν δίπλα μου, άνοιξη και χειμώνα μου,ζωή και θάνατέ
μου. Μόνο που... Μόνο που εγώ ήμουν τυφλός για να σε δω...» τις ψιθύρισε
ξαφνικά με βελούδινη φωνή. Είχε ταλέντο στην αποστήθιση από μικρό παιδί. Η
Αρετή αισθάνθηκε κολακευμένη. Δεν είχε βέβαια καταλάβει τα πάντα, αφού τα
Γερμανικά που
είχε μάθει κάποτε στα φροντιστήρια ήταν εντελώς επιδερμικά, μα ο τόνος και μόνο
του Αλέξανδρου ήταν αρκετός για να διαπεράσει ένα γλυκό ρίγος το
καλοσχηματισμένο κορμί της.
«Θέλεις να μου μεταφράσεις αυτά τα λόγια αγάπης;» του
έκανε απαλά.
Κι
εκείνος το έκανε με τόσο πάθος! Σαν να τα είχε γράψει ο ίδιος!
«Εσύ το έγραψες αυτό;» τον ρώτησε η κοπέλα. Γνώριζε ότι ο
καλός της ήταν λάτρης της ποίησης και του λυρισμού γενικότερα. Πού και πού σκάρωνε κι
όμορφα στιχάκια, μα πάντα στην ελληνική γλώσσα.
«Όχι... Είναι δημιούργημα κάποιου, που δεν έχω γνωρίσει. Κάποιου
που, νιώθω ότι γνώρισα κι εκτίμησα μέσα από αυτές τις αράδες».
Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Θα ερχόταν ξανά σε λίγες μέρες. Εξάλλου, το σπίτι του ανήκε πλέον. Ακριβώς δίπλα από την πόρτα υπήρχε ένα σεκρετέρ αντίκα, άκρως κακόγουστο κατά την γνώμη του. Πάνω στο έπιπλο διέκρινε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, την οποία έβλεπε για πρώτη φορά στην ζωή του. Δεν ήταν βέβαια σε άριστη κατάσταση, μα μπορούσε να διακρίνει καλά τον αμούστακο νεαρό που πόζαρε με ύφος σοβαρό, κρατώντας μάλιστα ένα βιολί. Ενστικτωδώς, την γύρισε ανάποδα.
Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Θα ερχόταν ξανά σε λίγες μέρες. Εξάλλου, το σπίτι του ανήκε πλέον. Ακριβώς δίπλα από την πόρτα υπήρχε ένα σεκρετέρ αντίκα, άκρως κακόγουστο κατά την γνώμη του. Πάνω στο έπιπλο διέκρινε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, την οποία έβλεπε για πρώτη φορά στην ζωή του. Δεν ήταν βέβαια σε άριστη κατάσταση, μα μπορούσε να διακρίνει καλά τον αμούστακο νεαρό που πόζαρε με ύφος σοβαρό, κρατώντας μάλιστα ένα βιολί. Ενστικτωδώς, την γύρισε ανάποδα.
«Μα, κι αν κάποτε βρεθώ στην λάθος πλευρά του παραδείσου,
μόνο και μόνο επειδή είμαι Εβραίος, δεν με πειράζει. Βιώνω τον πραγματικό
παράδεισο κοντά σου, ηλιαχτίδα κι αναστεναγμέ μου! Παντοτινά δικός σου, Anton».
O Aλέξανδρος έμεινε άφωνος! «Η γιαγιά Simone, η κόρη του περιβόητου Ναζί, είχε Εβραίο εραστή;» αναρωτήθηκε καθώς έφευγε από το σπίτι.
O Aλέξανδρος έμεινε άφωνος! «Η γιαγιά Simone, η κόρη του περιβόητου Ναζί, είχε Εβραίο εραστή;» αναρωτήθηκε καθώς έφευγε από το σπίτι.
Χριστίνα Καρρά & Ηλίας Στεργίου