Ο Άγγελος κι η Μίνα γεννήθηκαν σ’ ένα
κυκλαδίτικο νησί. Γνωρίστηκαν την πρώτη μέρα που πήγαν στο σχολείο και σιγά
σιγά έγιναν φίλοι, κάτι που δεν θ’ άρεσε τόσο στους δικούς τους. Οι οικογένειές
τους δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις, έως εχθρικές θα τις έλεγες. Ο παππούς του
Άγγελου είχε κάποτε αρραβωνιαστεί την αδελφή της γιαγιάς της Μίνας, η οποία
όμως δεν τον ήθελε γιατί αγαπούσε τρελά τον αδελφό του, όπως κι εκείνος. Λίγο
πριν το γάμο το παράνομο ζευγάρι κλέφτηκε, μα ο μνηστήρας της το πήρε είδηση κι
αφού τους κυνήγησε τούς σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Γι’ αυτό δεν άλλαζαν
κουβέντα και απέφευγαν ο ένας τον άλλο ως ο διάβολος το λιβάνι.
Μασημένα λόγια ήταν η γνώση των δυο για
αυτή την έχθρα, δεν θα μπορούσε άλλωστε κάτι τέτοιο να δηλητηριάσει τις αγνές
παιδικές καρδιές χαλώντας τη φιλία τους. Τα χρόνια περνούσαν. Περάσανε το
Δημοτικό, πήγαν Γυμνάσιο, Λύκειο... Και κάπου εκεί πριν την τρίτη λυκείου, ένα
ατύχημα της Μίνας στη θάλασσα έφερε τα πάνω κάτω στη σχέση τους. Πλέον ο
Άγγελος δε μπορούσε να τη δει φιλικά, το βλέμμα της τον αναστάτωνε. Μήνες
ολόκληρους υπέφερε μέσα του, χωρίς να τολμά να της το πει. Φοβόταν μήπως η
κοπέλα δεν ήθελε, μήπως τα αισθήματά του ήταν μονόπλευρα. Έκανε όμως λάθος,
διότι κι η Μίνα ένιωθε πλέον διαφορετικά απέναντί του. Της ήταν άβολο να
κάθεται μαζί του στην παρέα, η παρουσία του έκανε το στομάχι της να σφίγγεται.
Προτιμούσε να βρίσκονται οι δυο τους, μακριά απ’ τα άλλα παιδιά. Μα πως
μπορούσε να εξομολογηθεί κάτι τέτοιο, απ' τη στιγμή μάλιστα που έδιναν κιόλας
Πανελλήνιες;
Ώσπου ένα απόγευμα, άνοιξη ήτανε κι η
Μίνα είχε κατέβει στην ακρογιαλιά για να ξεσκάσει λίγο απ’ το διάβασμα, έτυχε
να περνάει από κει ο Άγγελος. Κάθισε δίπλα της πάνω στις πέτρες και μίλησαν:
για τα μαθήματα, τις εξετάσεις που πλησίαζαν... Παραπονέθηκε η Μίνα πως ο
πατέρας της εναντιωνόταν στην απόφασή της να σπουδάσει και πολύ φοβόταν μήπως
τελικά δε την άφηνε να φύγει στην Αθήνα. Τότε ο Άγγελος της υποσχέθηκε να την
πάρει μαζί του πάση θυσία.
«Γιατί θα το ’κανες αυτό;» τον ρώτησε
αμήχανα. Εκείνος τότε μάζεψε όλο του το θάρρος, την έπιασε απ’ τη μέση και
κοιτώντας την στα μάτια απάντησε:
«Επειδή... σ’ αγαπώ... Σ’ αγαπώ, Μίνα,
από πέρυσι το καλοκαίρι! Μα δεν τολμούσα να σ’ το πω!»
Η Μίνα έμεινε να τον κοιτά για λίγο άλαλη,
βουρκωμένη. «Κι εγώ σ’ αγαπώ, Άγγελε» ομολόγησε εν τέλει κι έσμιξαν γλυκά τα
χείλη τους, ενώ ο ήλιος έδυε, βάφοντας κόκκινη τη θάλασσα.
Πιο όμορφο καλοκαίρι δεν είχανε περάσει.
Συναντιόντουσαν κρυφά κι ο έρωτάς τους διαρκώς δυνάμωνε. Μερικές φορές
απομονώνονταν την ώρα που η υπόλοιπη παρέα απολάμβανε το μπάνιο της. Οι φίλοι
τους στην αρχή προβληματίστηκαν, ξέροντας πως το κλίμα ανάμεσα στις φαμελιές
τους ήταν άσχημο, ύστερα όμως κατάλαβαν ότι αυτά ήταν ανούσια μπρος στη χαρά
που έβλεπαν να λάμπει στα πρόσωπά τους. Τη μοιράζονταν λοιπόν κι αυτοί μαζί
τους κι έκαναν ό, τι περνούσε απ' το χέρι τους για να τους καλύπτουν.
Ο έρωτας κι ο βήχας όμως πολλές φορές
δεν κρύβονται, κι οι δυο μικροί εραστές προδόθηκαν. Το αδιάκριτο βλέμμα του μεγάλου
αδελφού της Μίνας τους έπιασε ένα βράδυ την ώρα που καληνυχτίζονταν κρυμμένοι
στις σκιές, και τα πρόλαβε στον πατέρα τους. Σκύλιασε εκείνος. Κι όταν η Μίνα
έφτασε, τη μάλωσε πολύ και την έδειρε. Φώναζε ότι τους είχε ντροπιάσει, πως θα
’πρεπε να την κρεμάσει ανάποδα για το κακό που τους έκανε. Κι ο πατέρας του
Άγγελου δεν πήγε πίσω. Ούρλιαζε, έβριζε, απείλησε πως θα τον κράταγε για πάντα
στο νησί, να βόσκει πρόβατα. Έκλαψαν πολύ κι οι δυο τη νύχτα, μα μες στο κλάμα
τους ορκίστηκαν να μην τους νικήσουνε τα πάθη.
Μόλις καταλάγιασε κάπως ο θυμός τους,
έβρισκαν ξανά δειλά- δειλά την ευκαιρία ν’ ανταμώνουν στο σκοτάδι, έστω για να
αγκαλιάσει ο ένας τ’ αγαπημένο κορμί του άλλου, ν’ αφεθούν σ’ ένα φιλί, να πουν
δυο λόγια παρηγοριάς. Μέχρι που ένα βράδυ στην αμμουδιά, τα φιλιά κι οι
αγκαλιές διήρκησαν περισσότερο, και βρέθηκαν να κάνουν έρωτα κάτω από τ’
αστέρια πάνω στη δροσερή άμμο. «Σε θέλω Μίνα...Δε θ’ αφήσω κανέναν να σε
πάρει... Σ’ αγαπώ» ψιθύριζε ο Άγγελος κοιτώντας την κι έτρεχαν σιωπηλά δάκρυα
απ’ τα μάτια της, ενώ τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι χαμογελούσε θαρρείς με
συμπόνια...
Ένα πρωί ο πατέρας της Μίνας παίρνοντας
ύφος σοβαρό κι επίσημο της ανήγγειλε πως σε δεκαπέντε μέρες θα παντρευόταν το
γιο ενός συντοπίτη τους. Πάγωσε εκείνη, χλόμιασε.
«Κι οι σπουδές μου;» ρώτησε.
«Ποιές σπουδές; Κάτσε εδώ να
νοικοκυρευτείς! Ποιός ξέρει τι μπορεί να μας σκαρώσεις, αν βρεθείς μ’ αυτόνε
στην Αθήνα!" απάντησε εκείνος κι η φωνή του στάλαζε φαρμάκι.
Οι μέρες κύλησαν με τη Μίνα να
ετοιμάζεται θλιμμένη για το βιαστικό της γάμο. Οι φίλες της δεν μπορούσαν να
τις προσφέρουν καμιά βοήθεια, οι προσπάθειές της να την πείσουν ότι ο Άγγελος
κάτι θα ’κανε έπεφταν στο κενό. Η μάνα της στην αρχή αποπειράθηκε να μεταπείσει
τον άντρα της, τον παρακάλεσε να το σκεφτεί καλύτερα, να μην χαραμίσει την κόρη
του. Στο τέλος όμως υποτάχθηκε κι ενστερνίστηκε πως καλώς έπραττε ό, τι κι αν
έπραττε, κι έτσι η Μίνα έχασε πια τον όποιο σύμμαχο.
Εν τω μεταξύ ο Άγγελος απ’ τις κουβέντες
των συγγενών του πληροφορήθηκε το γεγονός και φρένιασε. «Θα το χαλάσω εγώ!»
μούγκριζε. «Αυτός ο γάμος δε θα γίνει!» Μάταια προσπαθούσε να τον ηρεμήσει η
μάνα του, ο πόνος του είχε ξεχειλίσει και τον έπνιγε.
Ντυμένη στα λευκά, καθισμένη επάνω στο
γαϊδούρι, έφτασε η νύφη στην εκκλησιά την Κυριακή το απόγευμα, το βιολί κι η τσαμπούνα
κελαηδούσαν γύρω της. Ανέκφραστη ξεπέζεψε το ζώο και βάδισε αργά προς το μέρος
του μέλλοντος συζύγου της, σαν να οδηγούνταν στην κρεμάλα.
«Σταθείτε! Ακίνητοι!» ακούστηκε μια
φωνή. Στράφηκε έκπληκτη προς το μέρος της, γεμίζοντας με τρόμο μόλις αντίκρισε τον
αγαπημένο της.
«Άγγελε!» φώναξε. «Τι κάνεις; Σταμάτα!»
«Όχι δε σταματώ! Μίνα... Δε το θες αυτό
το γάμο!» είπε και την πλησίασε, ενώ όλοι κοίταζαν σοκαρισμένοι.
«Δε γίνεται αλλιώς...»
«Γίνεται! Έλα μαζί μου!»
«Άγγελε, φύγε! Φύγε αν μ’ αγαπάς!» τον
ικέτεψε.
«Δε φεύγω! Αυτοί να φύγουν!» επέμεινε,
δείχνοντας το γαμπρό και τους παρισταμένους.
«Άγγελε φύγε! Θα σε σκοτώσουν!» επέμεινε.
Μια πιστολιά έσκισε τον αέρα κι ύστερα η απεγνωσμένη κραυγή της κοπέλας, που
είδε το παλικάρι να λυγά λαβωμένο κι αναγνώρισε στα μάτια του αδελφού της το
δράστη...
«Μιχάλη τι έκανες;» ούρλιαξε. Με γόνατα
κομμένα έσκυψε κοντά του.
«Αγάπη μου, σε παρακαλώ... Μίλα μου! Μη
μ’ αφήσεις» μονολογούσε κρατώντας ψηλά τον κορμό του. Η σφαίρα είχε βρει τα
σπλάγχνα του και πάλευε να βαστάξει την πνοή που ένιωθε να λιγοστεύει.
«Μίνα...»
«Τι;»
«Μην... τον... πάρεις!» πρόφερε κι
έκλινε τον αυχένα.
«ΌΧΙ! ΑΓΓΕΛΕ!» σπάραξε η Μίνα.
«Θεέ μου... Αντί για γάμο θα ’χουμε
κηδεία!» ψέλλισε μια γυναίκα.
«Σήκω πάνω» την πρόσταξε ο πατέρας της,
ενώ θρηνούσε πάνω απ’ το νεκρό κορμί του.
«Άσε με!» αντέδρασε. «Να βγει απ’ τη
μέση δε θέλατε; Το πετύχατε! Πες πως σκότωσε κι εμένα ο γιος σου!»
«Σήκω είπα! Δεν σου επιτρέπω να κλαις! Ο
γάμος σου θα γένει!»
Τον κοίταξε κεραυνοβολημένη δείχνοντας
τις παλάμες της. «Με το αίμα του Άγγελου στα χέρια μου; Ποτέ!» Και σηκώνοντας
το νυφικό της άρχισε να τρέχει.
«Ασημίνα! Γύρνα πίσω!»
«Για το Θεό, προφτάστε την!» παρακάλεσε
η μάνα της κι όλοι χύθηκαν στο κατόπι της.
Διέσχιζε με φόρα τα στενά καλντερίμια, ο
απογευματινός αέρας χτυπούσε τα μάγουλά της που τα αυλάκωναν δάκρυα. Σε λίγο
βγήκε από τη Χώρα κι αποκαμωμένη στάθηκε μια στιγμή ν’ ανασάνει. Οι διώκτες της
είχαν μείνει πολύ πίσω, εκείνη όμως που θα πήγαινε; Έτρεξε κάμποσο δρόμο και
την έβγαλε σ’ ένα σημείο, όπου η γη κοβόταν απότομα συναντώντας τη θάλασσα.
Γκρεμός.
Με το μυαλό θολωμένο, προχώρησε μπροστά.
Στην άκρη του γκρεμού κοντοστάθηκε κι ατένισε κάτω της. Τα κύματα, γαλήνια,
φωσφόριζαν. Τι πιο υπέροχο; Ζαλίστηκε...
Έκανε ένα βήμα και στάθηκε στο χείλος
του, έπειτα το δεξί της πέλμα βάδισε στο κενό...
ΠΛΑΦ...
Ο παφλασμός, άναρθρο μοιρολόι...
Λίνα Δώρου