Κυνηγώντας το Στέμμα (Κεφάλαιο 49) - "Μετά την Καταιγίδα"

Κίεβο, Σεπτέμβριος 1021

Όταν η Ναντέζντα άνοιξε τα μάτια της το πρώτο που αισθάνθηκε ήταν πόνος και τσούξιμο στην πλάτη.
Συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στα διαμερίσματά της, ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι της, ανάμεσα στα παχιά μαξιλάρια. Ποιος την είχε φέρει εκεί; Το τελευταίο που θυμόταν ήταν να σκύβει μπροστά στον Καταραμένο κι έπειτα κενό. Προφανώς, είχε χάσει τις αισθήσεις της. Άκουσε μουρμουρητά, να προέρχονται από την μεσαία κάμαρα. Δεν ήταν μόνη. Της φάνηκε πως η φωνή ανήκε στην Αναστασία.
«Αναστασία;» ρώτησε βραχνά.
Αμέσως άκουσε βήματα και είδε την αδερφή της να σπεύδει στο πλευρό της. «Ξύπνησες! Πώς νιώθεις;» Η αγωνία της ήταν εμφανής.
«Σαν να με χτύπησε κάποιος μ’ ένα μαστίγιο».

«Άπλωσα μια αλοιφή από δίκταμο στην πληγή. Θα γίνεις καλά».
Η Ναντέζντα ένευσε καταφατικά. Ήταν πολύ κουρασμένη για να μιλήσει.
Και τότε τον άκουσε. «Συνήλθε;»  ρώτησε ένας καταθορυβημένος Στεφάν, μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα.
«Μόλις. Δεν φαίνεται να έχει πυρετό. Νομίζω ότι η ανάρρωσή της θα είναι ταχεία», αποκρίθηκε η Αναστασία, χαρίζοντας παράλληλα ένα στοργικό χαμόγελο στη Ναντέζντα.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» ζήτησε κουρασμένα να μάθει η θυγατέρα της Ρογκνέντα. Στη στιγμή, ο Στεφάν βρέθηκε δίπλα της.
«Ήθελα να δω πώς είσαι. Με την αρχόντισσα Αναστασία περιμέναμε να ανακτήσεις τις αισθήσεις σου».
«Ο άρχοντας Στεφάν σε μετέφερε στα χέρια, μέχρι την κάμαρα σου, όταν λιποθύμησες. Του χρωστάς πολλά».
Τα πράσινα μάτια άστραψαν από θυμό. Άλλος ένας λόγος να ευγνωμονεί τον Στεφάν ήταν το τελευταίο που ήθελε.
«Αναστασία, σ’ ευχαριστώ για τις φροντίδες σου αλλά μήπως θα μπορούσες να μας αφήσεις μόνους για λίγο;»
Η κοπέλα παραξενεύτηκε, αλλά δε βρήκε λόγο να φέρει αντίρρηση στο αίτημά της. «Όπως, νομίζεις. Στεφάν, αν αισθανθεί δυσφορία, φώναξέ με».
Μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει, η Ναντέζντα ανασηκώθηκε, για να μπορέσει να τον κοιτάξει καλύτερα.
«Τι στο καλό κάνεις; Ποιος σου ζήτησε να ανακατευτείς;»
Ο Στεφάν συνειδητοποίησε κατάπληκτος ότι ακόμα και η απειλή του θανάτου ήταν ανίκανη να τη διδάξει την αξία της ευγνωμοσύνης. Από την άλλη, μπορούσε να βεβαιωθεί ότι το πνεύμα της παρέμενε ακμαίο. Δεν είχε υποστεί ανεπανόρθωτο ψυχολογικό σοκ. «Αν δεν είχα επέμβει θα σε σκότωναν στο ξύλο», της υπενθύμισε με καταπιεσμένο θυμό.
«Και σου φάνηκε ότι ήθελα σωτήρα; Εξαιτίας σου αναγκάστηκα να σκύψω το κεφάλι σ’ αυτό το τέρας! Στο φονιά του αδερφού μου!»
«Και θα προτιμούσες να σε μαστιγώσουν μέχρι θανάτου;»
Αν δεν τον εξόργιζε τόσο η αχαριστία της, θα έβρισκε διασκεδαστική την εμμονή της να αρνείται κάθε χείρα βοηθείας.
«Γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ; Γιατί δεν μπορείς να με αφήσεις να υποφέρω; Γιατί μπλέκεσαι πάντα στα πόδια μου; Ήθελα να τον σκοτώσω, με σταμάτησες, γιατί φοβήθηκες για την ζωή μου. Ήθελα να πάρω μέρος στη μάχη, αντιτάχθηκες, για να μην πάθω κακό. Ήθελα να πάρω ένα ρίσκο για το καλό του έθνους, κι εσύ διαφώνησες, επειδή φοβήθηκες τις συνέπειες. Ήρθε η ώρα να υποστώ αυτές τις συνέπειες, κι επεμβαίνεις, λέγοντας ψέματα που θέτουν τη ζωή σου σε κίνδυνο, για να μη με βασανίσουν. Γιατί τα κάνεις όλ’ αυτά;»
«Νοιάζομαι για σένα, διάολε! Γιατί σου είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβεις;» φώναξε. Αμέσως το μετάνιωσε. Δεν ήταν ακόμα έτοιμη, για να της ανοίξει την καρδιά του.
 «Λοιπόν δεν έχεις το δικαίωμα!» αντέδρασε, επιβεβαιώνοντας τις σκέψεις του.  «Και καλά θα κάνεις να σταματήσεις και να μάθεις να τηρείς αποστάσεις ανάμεσά μας», συνέχισε  θριαμβευτικά και γύρισε από την άλλη. Ο Στεφάν όμως, την  άρπαξε από το πηγούνι και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.
«Λοιπόν, θα σου το πω μία φορά, και κοίταξε να το καταλάβεις. Είμαστε μαζί σ’ αυτό. Πέφτεις, πέφτω. Νικάς, νικώ κι εγώ. Οπότε, θα επεμβαίνω για το καλό σου, για το καλό μας, όποτε θέλω. Και δε φέρεις ξανά αντίρρηση».
Η Ναντέζντα τον κοίταξε με ανείπωτη οργή, μα δε μίλησε.
«Επανάλαβε μετά από μένα. Ευχαριστώ Στεφάν», της είπε με ύφος δασκάλου.
«Άστο καλύτερα», του αντιγύρισε υποτιμητικά, κι έπεσε ξανά στο μαξιλάρι της.
Ο Στεφάν είδε πως δεν επρόκειτο να καταλήξουν πουθενά. Η σχέση τους έδινε νέο περιεχόμενο στην έννοια «αδιέξοδο».
«Σε αφήνω να ξεκουραστείς. Θα ξαναμιλήσουμε».
Ωραία τα κατάφερα! Ο Στεφάν από ορκισμένος εχθρός, έχει μετατραπεί στον προσωπικό μου σωματοφύλακα. Δεν έπρεπε να χάσω τον έλεγχο εκείνη τη νύχτα. Δεν έπρεπε. Τώρα τα όρια μεταξύ μας είναι πιο συγκεχυμένα από ποτέ. Θα μπορέσω άραγε να υψώσω και πάλι αυτό το διαχωριστικό τείχος μεταξύ μας; Ή μας καταδίκασα στην πιο περίπλοκη σχέση πάνω στη γη;
Πρέπει όμως, να το παραδεχτώ. Αν δεν ήταν αυτός ποιος ξέρει σε τι απονενοημένα διαβήματα θα είχε οδηγήσει τον Καταραμένο το μένος του; Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που πεθαίνουν από την σφοδρότητα του μαστιγώματος, ακόμα κι αν ο σκοπός δεν είναι η εκτέλεση. Ίσως έπρεπε να του είχα πει ευχαριστώ. Εξάλλου, ριψοκινδύνευσε πολλά για να με σώσει.
Θέλω τόσο πολύ μ’ ένα μαγικό τρόπο να γυρίσουν όλα στο πριν. Όταν εκείνος δεν ήταν παρά ο μισητός γιος του συνεργού του Καταραμένου και δικού μου δεσμοφύλακα. Προτού γίνει ο σύμμαχος μου, ο άνθρωπος που μοιράζεται μαζί μου τους κινδύνους της αποτυχίας και τη χαρά της νίκης.
«Πέφτεις. Πέφτω».
Αυτό δεν είπε; Είναι δυνατόν να το εννοούσε; Ένα αχνό χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπό μου. Αμέσως όμως, συνετίζω τον εαυτό μου. Είναι ανεπίτρεπτο να ενδιαφέρομαι για την προσοχή του Στεφάν. Αυτά που μας χωρίζουν είναι πάρα πολλά για να τα αγνοήσουμε. Οι πληγές είναι βαθιές, κι αν δεν αιμορραγούν πια, δε σημαίνει ότι δεν έχουν κακοφορμίσει και δεν είναι επώδυνες. 
Όμως, θα ήταν ψέμα να πω ότι δε χαίρομαι έστω και λίγο που βρίσκεται στη ζωή μου. Είναι αποφασισμένος να με σταθεί πλάι μου κι ας του το κάνω αφόρητα δύσκολο.
Το βέβαιο είναι πως τίποτα δεν θα είναι ίδιο τώρα. Μπορεί ο Καταραμένος να μου έδωσε χάρη, μ’ αυτό δε σημαίνει πως θα έχω πάλι την αμέριστη εμπιστοσύνη του. θα πρέπει να παλέψω σκληρά για να ανακτήσω την επιρροή που ασκούσα πάνω του.
Ο δρόμος που έχω επιλέξει να βαδίσω, είναι μακρύς και κακοτράχαλος και  μπορεί να με οδηγήσει είτε στην αίθουσα της στέψης είτε στην κρεμάλα. Και οι δύο τερματικοί σταθμοί είναι εξίσου πιθανοί. Δεν μπορώ να ξέρω πού ακριβώς θα καταλήξω. Πάντως είναι ωραία να ξέρω ότι δεν είμαι μόνη. Είναι ο Στεφάν εδώ και σκοπεύει να βαδίσει πλάι μου ως το τέλος, όποιο κι αν είναι.
Το ερώτημα είναι, είμαι σε θέση να του το επιτρέψω;
Το μαύρο, βελούδινο πέπλο της νύχτας είχε σκεπάσει ολοκληρωτικά την κραταιά πόλη του Κιέβου. Ήταν η ώρα που οι οικογένειες μαζεύονταν στα σπίτια τους για να δειπνήσουν. Στο μεγάλο κάστρο, όπου δειπνούν νωρίς, όλοι είχαν αποσυρθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματά τους.
Μόνο η Ναντέζντα ένιωθε να πνίγεται στους τέσσερεις τοίχους. Ήθελε να βγει έξω και να κάνει ιππασία για ώρες ή να εξασκηθεί στην τοξοβολία. Όμως, στην κατάσταση που βρισκόταν, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Έτσι, παρέμενε ξαπλωμένη στο φαρδύ κρεβάτι, ανίκανη να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της.
Βρισκόταν σε δεινή θέση, τώρα που η οργή του Σβιατοπόλκ ήταν στραμμένη πάνω της. Γι’ αυτό έπρεπε οπωσδήποτε να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδια της. Ήταν επιτακτική η ανάγκη να εξασφαλίσει την πλήρη υποστήριξη των βογιάρων και του λαού, για να μπορέσει να προκαλέσει το Σβιατοπόλκ, το συντομότερο δυνατό. Καταλυτικός παράγοντας σε όλα αυτά ήταν ο γάμος της Αναστασίας. Δεν είχε ιδέα αν είχε οριστικοποιηθεί το ζήτημα, ή αν ο Σβιατοπόλκ ακόμα το επεξεργαζόταν, μα έπρεπε να μάθει τις αποφάσεις του. Μόνο έτσι θα ήξερε με ποιον τρόπο έπρεπε να πράξει εκείνη.
Η Αναστασία όμως, είχε αποχωρήσει εδώ και ώρες, κι η Ναντέζντα δεν είχε σκεφτεί να τη ρωτήσει νωρίτερα. Και αφού είχε διώξει και τον Στεφάν, δεν είχε τρόπο να την καλέσει.
Ξαφνικά, το αποφάσισε, θα πήγαινε να την βρει. Δεν ήταν δα και τόσο αργά, κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν ξύπνια. Άλλωστε, ήταν πια καιρός να κάνουν ένα διεξοδικό διάλογο˙ υπήρχαν πολλά άλυτα θέματα μεταξύ τους. Αναστέναξε βαριά και με κόπο σηκώθηκε. Ο πόνος ήταν οξύς, αλλά ανακάλυψε πως μπορούσε να τον αντέξει αρκετά, ώστε να σταθεί στ πόδια της. στηριζόμενη με το ένα χέρι στον τοίχο, άνοιξε την ντουλάπα για να πάρει μια μάλλινη ζακέτα. Έκανε μια προσπάθεια να χτενίσει τα μακριά μαλλιά της, κι έπειτα βγήκε στον έρημο διάδρομο, παίρνοντας μαζί της ένα κηροπήγιο, να φέγγει τον δρόμο.
Στο κοφτό χτύπημά της, απάντησε η γριά παραμάνα, η Ιουστίνη. Η εμφάνισή της Ναντέζντα και μάλιστα σε μια τόσο προχωρημένη ώρα ήταν μια μάλλον δυσάρεστη έκπληξη για την ηλικιωμένη γυναίκα. Δεν συμπαθούσε τη «νεκραναστημένη πριγκίπισσα». Δεν της ενέπνεε εμπιστοσύνη. Στη δική της συνείδηση ήταν το δεξί χέρι του ανάλγητου δυνάστη, η ασυνείδητη ψεύτρα και υποκρίτρια που πίκρανε το κοριτσάκι που μεγάλωσε στα γόνατά της. Και προπάντων, η άθλια κόρη της Ρογκνέντα, της γυναίκας που μισούσε παθολογικά την αγαπημένη της κυρά, την Άννα. Και τώρα, εκτός των άλλων είχε καταδικαστεί και για προδοσία! Την εξέτασε με φανερά με καχύποπτο βλέμμα από την κορφή ως τα νύχια, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει αν έπρεπε ή όχι να της επιτρέψει την είσοδο.
«Τι θες εσύ εδώ; Η κυρά μου ξεκουράζεται», της είπε τελικά, απότομα και εχθρικά.
«Ποιος είναι Ιουστίνη;» ακούστηκε η φωνή της Αναστασίας από το εσωτερικό του δωματίου.
Ακούγοντάς την, η Ναντέζντα μπήκε μέσα, χωρίς να ζητήσει την άδεια της Ιουστίνης. Μπορούσε να φανταστεί ότι δεν την είχε σε μεγάλη εκτίμηση, μα δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα. Είχε σημαντικότερα προβλήματα. Είδε την Αναστασία να κάθεται σε μια καρέκλα, μ’ ένα βιβλίο στα χέρια. Φορούσε μόνο το λευκό νυχτικό της και τα εβένινα μαλλιά της, ολόισια και μεταξένια, ήταν ξέπλεκα. Εκείνη την στιγμή, πήρε τα μάτια της από το ανάγνωσμα και οι ματιές τους συναντήθηκαν.
«Είσαι τρελή; Γιατί σηκώθηκες από το κρεβάτι;» αναφώνησε. «Κάθισε τώρα, στην καρέκλα!» τη διέταξε.  
«Καλά είμαι, μην ανησυχείς. Ήρθα, γιατί σου χρωστώ κάτι», εξήγησε η Ναντέζντα, αφού κάθισε.
Η Αναστασία την κοίταξε με απορία.
«Μια εξήγηση! Απ’ ότι φαίνεται θα ζήσω να δω τον ήλιο ν’ ανατέλλει άλλη μια φορά κι έτσι, μπορώ να σου μιλήσω».
«Σωστά…» άρθρωσε σκεπτική, ενθυμούμενη τα λόγια της, την ημέρα της επιστροφής της. «Περίμενε», είπε ξαφνικά υπογραμμίζοντας τη φράση με μια κίνηση της παλάμης. «Ιουστίνη, σε παρακαλώ, μπορείς να πηγαίνεις. Δε θα σε χρειαστώ άλλο».
Η δυσαρέσκεια της παραμάνας ήταν έκδηλη. Ετοιμάστηκε να φέρει ισχυρές αντιρρήσεις, μα η αρχόντισσα την πρόλαβε. «Σε παρακαλώ», επανέλαβε με σοβαρότητα, κοιτώντας την επίμονα και τρυφερά. Δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει άλλα ήξερε ότι δε θα μπορούσαν να συζητήσουν με ηρεμία παρουσία της. Η Ιουστίνη συμμορφώθηκε με την επιθυμία της και αποσύρθηκε.
Μόλις ακούστηκε η πόρτα να κλείνει, η Αναστασία γύρισε στην επισκέπτριά της. «Βασικά, δε χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα. Κατανοώ πως το φρόνιμο είναι να τηρούμε αποστάσεις ανάμεσά μας μπροστά στον Καταραμένο, ιδίως τώρα που καμιά μας δεν απολαμβάνει την εύνοιά του. Ελλοχεύει ο κίνδυνος, αν αντιληφθεί ότι έχουμε την παραμικρή σχέση, να υπάρξουν περαιτέρω προβλήματα. Ξέρεις, αφαίρεση προνομίων, και άλλα μέτρα καταστολής», τόνισε.
Η Ναντέζντα δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Ακριβώς. Πρέπει να είμαστε προσεκτικές, και να μην ξεχνάμε πως στην ουσία είμαστε αιχμάλωτες».
Η παρ’ ολίγον εκτέλεσή είχε κάμψει την αυτοπεποίθησή της. Της είχε θυμίσει ότι όσο βρισκόταν στο Κίεβο, και μάλιστα κάτω από τη στέγη του, ο Σβιατοπόλκ μπορούσε να την ελέγχει απόλυτα. Έπαιζε επικίνδυνα παιχνίδια. Σήμερα γλίτωσε παρά τρίχα. Την επόμενη φορά;
«Αυτό δεν ισχύει για σένα. Είσαι η μοναδική που μπορεί να του αντισταθεί. Δεν το είδες; Μπορεί να σε τιμωρήσει με όποιον τρόπο θέλει, αλλά δεν πρόκειται να πετύχει τίποτα όσο έχεις την υποστήριξη του λαού. Κι αν βγήκε κάτι θετικό σήμερα, είναι  τ’ ότι αποδείχτηκε πως οι πολίτες του Κιέβου σε θαυμάζουν. Είσαι μια ηρωίδα για κείνους», εξέφρασε με θαυμασμό η Αναστασία.
«Επίτρεψέ μου να έχω τις επιφυλάξεις μου…» δήλωσε η Ναντέζντα με ασάφεια.
Για λίγο έμειναν σιωπηλές. Η Αναστασία προσπαθούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να ρωτήσει αυτό που τη βασάνιζε. Η Ναντέζντα ήταν καταρρακωμένη, ίσως να μην είχε αντοχές για μια δύσκολη συζήτηση. Από την άλλη, πότε θα παρουσιαζόταν τέτοια ευκαιρία;
«Ξέρεις, ήθελα να σε ρωτήσω…» ξεκίνησε επιφυλακτικά, αλλά δεν έβρισκε τα κατάλληλα λόγια για να συνεχίσει.
«Ρώτα. Υπόσχομαι να απαντήσω».
Παίρνοντας θάρρος από την προτροπή της, συνέχισε.  «Προφανώς η σχέση σου με τον Βλαντιμίρ δεν ήταν η καλύτερη. Όμως, τον μισούσες; Δηλαδή αν είχες την ευκαιρία θα τον σκότωνες, όπως είχες σκοπό να δολοφονήσεις τον Καταραμένο;»
Μία σκιά εμφανίστηκε στα σμαραγδένια μάτια της Ναντέζντα. Δίστασε λίγο, προτού απαντήσει. Πρώτο της ένστικτο ήταν να αρνηθεί οποιαδήποτε συζήτηση, μα το είχε ήδη υποσχεθεί. Κοίταξε με σοβαρότητα την Αναστασία και προσπάθησε να αποφασίσει, αν ήταν ικανή να διαχειριστεί την αλήθεια. Δεν μπορούσε να φανταστεί, πώς ένιωθε εκείνη. Της είχε καταστρέψει την ακηλίδωτη εικόνα του πατέρα της, το ήξερε. Είχε απομυθοποιήσει το είδωλο του κι αυτό δεν μπορούσε να μην της ήταν επώδυνο. Αλλά εφόσον είχε ανοίξει αυτή την πληγή, έπρεπε να βυθίσει το μαχαίρι ως το κόκκαλο.
«Ναι, τον μισούσα. Και ίσως να τον μισώ ακόμα», την κεραυνοβόλησε, δίχως ίχνος ευαισθησίας, ούτε καν προσποιητής. Χωρίς να πάρει τα μάτια από πάνω της, εξακολούθησε. «Δεν είναι εύκολο να αναγνωρίσεις τα συναισθήματα που τρέφεις για ένα νεκρό. Θα ευχόμουν να επιστρέψει στη ζωή ώστε να μπορέσω να τον στείλω εγώ η ίδια στο χάρο. Είναι ο μόνος λόγος που με έθλιψε ο θάνατός του. Αυτό σου κάνει για μίσος;»
Για λίγο έπαψε να μιλά και σιωπή βασίλεψε στο δωμάτιο. Όμως, η Ναντέζντα δεν μπορούσε πλέον να βάλει φρένο. Είχε ανάγκη να της ξεκαθαρίσει πέραν πάσης αμφιβολίας πώς ένιωθε για τον «πατέρα» τους. Γι’ αυτό και συνέχισε.
«Τώρα, αν ρωτάς αν τον μισώ περισσότερο από τον Καταραμένο… Μάλλον όχι. Γιατί παρόλο που ήθελα απεγνωσμένα να κλείσει για πάντα τα μάτια του ο Βλαντιμίρ, ποτέ δεν σκέφτηκα σοβαρά να τον σκοτώσω. Ήταν μια αποστολή αυτοκτονίας κι εγώ δεν ήμουν έτοιμη να θυσιάσω την ζωή μου, για να πάρω τη δική του. Αυτό το ένιωσα με τον Καταραμένο».
Τα λόγια της έκαναν την Αναστασία ν’ ανατριχιάσει. Να φαντάζεται το μίσος της για τον πατέρα τους ήταν ένα πράγμα, όμως να την ακούει να μιλά με τόση αηδία για το πρόσωπό του… αυτό την έθλιβε βαθύτατα. Αν άκουγε τον οποιονδήποτε να μιλά έτσι για τον πατέρα της θα τον έκανε να πάψει και να μετανιώσει πικρά για όσα είχε ξεστομίσει, ή τουλάχιστον θα προσπαθούσε να το αγνοήσει, γνωρίζοντας μέσα της πως ήταν λόγια ανυπόστατα, χωρίς αξία. Ωστόσο, μετά από όλα όσα είχε ακούσει για εκείνον από τα χείλη της Ναντέζντα, δεν ήταν σίγουρη αν είχε πια το δικαίωμα να υπερασπίζεται τη μνήμη του.
«Και τη μητέρα μου; Τα αδέρφια μου; Τους μισούσες, τους μισείς κι εκείνους;» αποφάσισε να αλλάξει το βάρος της συζήτησης. Φυσικά το πρόσωπο που η Αναστασία δεν ανέφερε στην ερώτησή της, ήταν αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο. Εκείνη την ίδια, μισούσε κι εκείνη την ίδια;
Αυτή την φορά η απάντηση ήρθε πολύ γρήγορα. «Όχι. Δηλαδή, μόνο στην αρχή, όταν ήμουν πολύ μικρή για να ξέρω καλύτερα. Αργότερα όμως, κατάλαβα πως αυτό δεν είχε νόημα. Και γι’ αυτό ευθύνεται ο Καταραμένος. Αν θες το πιστεύεις αλλά αυτός ήταν που ανύψωσε τη μητέρα σου στα μάτια μου. Δεν θυμάσαι αυτά που είχα πει όταν του αποκάλυψα την ταυτότητά μου; Ήταν  η αλήθεια».
Η νεότερη κοπέλα την κάρφωσε με το διαπεραστικό της βλέμμα, μα δε μίλησε. Διαισθανόταν πως δεν είχε τελειώσει. Και δε γελάστηκε.
«Η μητέρα μου όμως… ω, αυτή σας μισούσε με όλη τη σημασία της λέξεως! Κάθε φορά που έβλεπε την Άννα αναρωτιόταν, τι παραπάνω είχε αυτή, που δεν το είχε η ίδια της. Τι στο διάολο με την ελληνίδα καλλονή που ξελόγιασε τον άντρα της μέσα σε μια στιγμή; Η Ρογκνέντα είχε υποκριθεί πως τον συγχώρεσε μόλο που είχε σφάξει όλη της την οικογένεια κι αυτό δεν είχε σταθεί αρκετό για να την αγαπήσει! Να την αγαπήσει αληθινά, όπως τη μητέρα σου. Έτσι, μ’ έμαθε κι εμένα από την πρώτη στιγμή να τη βλέπω ως εχθρό και τους γιους της ως αντίζηλους. Δεν ήταν δύσκολο, βλέπεις τον Μπόρις και τον Γκλιεμπ τους αγαπούσε, ενώ εγώ ήμουν η κόρη που δεν ήξερε ότι είχε. Όμως, μετά η μητέρα μου έφυγε και μετά την εκτέλεσαν και –ξέρεις τι;– δεν έφταιγες ούτε η μητέρα σου, ούτε οι αδερφοί σου!  Μόνο ο Βλαντιμίρ. Αποδείχτηκε τελικά ότι ο Καταραμένος είχε δίκιο˙ δεν ήσασταν το πρόβλημα, μόνο η συνέπεια του».
«Δε μας μισείς», συμπέρανε η κόρη της Άννας μετά από μια ολιγόλεπτη παύση.
«Αυτό. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι χρειάζεται να έχουμε παραπάνω από τυπικές σχέσεις. Όπως σου εξήγησα, δεν έχω κάτι προσωπικό εναντίον σου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορώ να σε κοιτάζω και να μην θυμάμαι τα περασμένα. Η λογική δεν υπαγορεύει να σε μισώ, αλλά δεν μπορώ να αποδεχτώ τη φιλία σου. Κι αιτία είναι η αφοσίωση που τρέφω για τη μητέρα μου. Είναι θέμα αρχής. Είμαστε σύμμαχοι, συνεργάτες, σύντροφοι συνωμότες αυτό μόνο».
Η Αναστασία μπορούσε να καταλάβει όλα όσα είχε ακούσει. Ακόμα κι αν την πονούσε αφάνταστα να την ακούει να μέμφεται έτσι τον πατέρα της, να λέει ότι την μισούσε και τη ζήλευε όταν ήταν βρέφος, αναγνώριζε την αιτία. Θα μπορούσε να δεχτεί ότι μάλιστα ήταν δικαίωμά της να μιλά, όπως ήθελε ύστερα απ’ όσα είχε τραβήξει. Όμως αυτό… αυτό ήταν πάρα πολύ. Αυτό ήταν πλήρως ασύλληπτο και κατάτι εξοργιστικό. Θέμα αρχής;
«Μισό λεπτό…» άρχισε, πασχίζοντας να συγκρατήσει το θυμό που ξυπνούσε μέσα της και να μη βγει στην επιφάνεια. «Δηλαδή, ξέρεις ότι δε χρειάζεται να είμαστε εχθροί, αλλά επειδή οι μητέρες μας ήταν, εμείς ποτέ δε θα είμαστε οικογένεια; Επειδή αυτό υπαγορεύουν οι αρχές σου;» Τελικά όμως, δεν τα κατάφερε. Τα μάτια της πέταξαν σπίθες, ο τόνος της φωνής της άλλαξε, έγινε ειρωνικός και επικίνδυνα εριστικός.
«Το κατάλαβες. Βλέπω ότι μάλλον θα συνεννοηθούμε τελικά», σαρκάστηκε η Ναντέζντα. Δεν της άρεσε το ύφος της Αναστασίας, μα επέλεξε να το αφήσει να περάσει απαρατήρητο.
«Μα, είμαστε. Οικογένεια. Έχουμε τον ίδιο πατέρα», άλλαξε τακτική η δεκαεξάχρονη. Αποφάσισε ότι ήταν πιο σημαντικό να της θυμίσει τις κοινές τους ρίζες παρά να ξεκινήσει καβγά μαζί της.
«Στα χαρτιά. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να φερόμαστε σαν αδερφές! Και ο Καταραμένος είναι εξάδελφος και θετός αδερφός σου, δε βλέπω να επιδιώκεις να γίνετε φιλαράκια!» Η Ναντέζντα ήδη ένιωθε πως απειλείται κι έτσι άρχισε να επιτίθεται. Με την χαρακτηριστική της έλλειψη ευαισθησίας.
«Και με την ίδια λογική δε θα έπρεπε να ενδιαφέρομαι και για την Κάτια. Αυτό θες να πεις;»
Η Ναντέζντα σώπασε μόλις την άκουσε. Κι έτσι η Αναστασία βρήκε την ευκαιρία να της πει αυτά που πίστευε εκείνη.
«Εγώ ξέρω ότι και οι δυο πονέσαμε πολύ. Και η ζωή μας χρωστά. Ίσως γι’ αυτό και να μας έφερε κοντά τώρα. Εγώ θέλω να είμαι σε θέση να σε αποκαλώ αδερφή μου –όταν ο Καταραμένος δεν ακούει. Όμως, θα το καταλάβω αν αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να δεχτείς. Απλά, σε παρακαλώ, μην στάζεις το δηλητήριό σου. Ξέρω, ενστικτωδώς προσπαθείς να με κάνεις να σε μισήσω, ώστε να σε περιθωριοποιήσω εγώ πρώτη και να το χρησιμοποιήσεις αυτό ως άλλοθι για τη δική σου απροθυμία. Αλλά δε θα πετύχει.  Είμαστε ετεροθαλείς αδερφές, είτε σου αρέσει είτε όχι.»
Τα καταπράσινα αμυγδαλωτά μάτια άστραψαν. Από θυμό; Από έκπληξη; Η Αναστασία δεν μπορούσε να καταλάβει. Έπειτα όμως μια παράξενη ηρεμία φάνηκε στην έκφρασή της. Σαν να είχε συνειδητοποιήσει κάτι.
«Καληνύχτα αρχόντισσα Αναστασία».
Η Ναντέζντα κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να φύγει. Η Αναστασία πάντοτε θα επέμενε πως έπρεπε να γίνουν «οικογένεια». Δεν είχε λοιπόν νόημα να καβγαδίσουν.
«Έλα τώρα! Δε θα φύγεις πάλι, τώρα που λέμε αλήθειες!» φώναξε με νεύρα η κατάπληκτη Αναστασία.
«Είναι αργά. Εσύ η ίδια είπες ότι πρέπει να ξεκουραστώ», την αγνόησε επιδεκτικά.
«Και νόμιζα ότι κάναμε πρόοδο!» κατέφυγε η Αναστασία στην ειρωνεία.
Το σχόλιο της κέρδισε άλλο ένα χαμόγελο της Ναντέζντα. Την αγκάλιασε με το βλέμμα της που το διέκρινε μια σπάνια για κείνη ζεστασιά.
«Όνειρα γλυκά, Αναστασία», της είπε μειλίχια, δίχως υποκρισία. Κι ύστερα εξαφανίστηκε.
Λοιπόν, αυτό πήγε εξαιρετικά καλά!
Αυτό το κορίτσι… Μοιάζει τόσο πολύ στο υπόδειγμα χριστιανής ηθικής, την μητέρα της. Είναι γλυκιά, έντιμη, ειλικρινής και η αθώα της έκφραση δεν σε αφήνει να της πεις ψέματα, χωρίς να αισθανθείς βαρύτατες τύψεις (το ξέρω γιατί της έλεγα ψέματα καταπρόσωπο για μήνες αλλά, εγώ τα πάω καλά με τις ενοχές). Με τόσα χαρίσματα και αρετές, είναι αληθινό διαμάντι. Πολλοί θα χαίρονταν να έχουν ένα τόσο πιστό άνθρωπο στη ζωή τους.
Ωστόσο, δεν υπάρχει κοινό σημείο μεταξύ μας, καμία δίοδος επικοινωνίας. Πολύ απλά διαφέρουμε υπερβολικά. Δίνουμε νόημα στη φράση «σαν  τη μέρα με τη νύχτα»: εγώ είμαι η προσωποποίηση του σκοταδιού κι εκείνη, λουσμένη στο φως.
Και όπως κάθε καλός χριστιανός, βλέπει σ’ εμένα το «απολωλός πρόβατο»˙ θέλει απεγνωσμένα να με βοηθήσει να βρω το δρόμο μου και να με στηρίξει στις δυσκολίες που θα έρθουν. Βλακείες! Οι άνθρωποι πάντοτε βρίσκουν ένα τρόπο να σε απογοητεύσουν˙ εκτός κι  αν προλάβουν να σκοτωθούν πρώτα.
Κι έτσι όπως τα κατάφερε, δεν προλάβαμε να μιλήσουμε για το ζήτημα του μνηστήρα της. Τέλος, από εδώ και στο εξής θα συνεννοούμαστε μονάχα για τα απαραίτητα. Κομμένες οι οικειότητες. Πραγματικά, το μόνο λογικό πράγμα που μου μένει να κάνω είναι να την ξεριζώσω από την ζωή μου, όπως εξολοθρεύουν ένα ενοχλητικό ζιζάνιο˙ προτού με καταστρέψει με αδιόρθωτη την αισιοδοξία και την αιώνια ελπίδα της σε ένα καλύτερο αύριο.
Αλλ’ όμως, αν είναι έτσι, γιατί κάθε φορά που της μιλάω νιώθω να ηρεμώ; Γιατί ξεχνώ τα ψυχοφθόρα προβλήματά μου;
Γιατί, ενώ επιμένω ότι δεν είναι αδερφή μου, μου θυμίζει τόσο τον Σλάβα;


Σοφία Γκρέκα