Oι μέρες που ακολούθησαν ήταν από τις πιο ένδοξες της πρώτης βασιλείας που
υπήρξε στον κόσμο εκείνον. Ο Τζίλτα θέλοντας να έχει τους δικούς του υπηκόους
και προστατευόμενους, αποφάσισε να δημιουργήσει το ανθρώπινο γένος όπως ακριβώς
το είχε δει στα οράματα του Πατέρα του, γεγονός που ανησύχησε ιδιαιτέρως τα
αδέρφια του. Όλοι τους υπέθεταν πως η παρουσία των ανθρώπων, πιθανόν να
απέβαινε ζημιογόνα. Καθώς μάλιστα οι άνθρωποι προήλθαν από εκείνον, απέκτησαν
τα πάθη και τις αδυναμίες του. Τόπος κατοικίας τους έγινε ένα βασίλειο
φτιαγμένο από πέτρα μακριά από το Άβατο. Ο Σούλφους ο οποίος παρακολουθούσε τις
εξελίξεις, φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχος. Η Καλντέρα τον πλησίασε και τον
αγκάλιασε.
«Δε θέλω άλλο να βλέπω σκοτεινιά στο
βλέμμα σου. Σήμερα ήθελα να μοιραστώ κάτι πολύ όμορφο μαζί σου…» του είπε
διστακτικά. Τα μάτια του Σούλφους για μία στιγμή έλαμψαν και ένα κρυφό χαμόγελο
φάνηκε για πρώτη φορά στα χείλη του. «Θα αποκτήσουμε παιδί Σούλφους…» του είπε
η Καλντέρα με δάκρυα χαράς να κυλούν στο πρόσωπό της.
Ο Σούλφους σιωπηλός
πέρασε τα δάχτυλα των χεριών του ανάμεσα από τις ανάλαφρες, χρυσές μπούκλες της
και την τράβηξε ελαφρώς προς το μέρος του.
«Είναι η πρώτη φορά
στη ζωή μου που νιώθω ευτυχία. Ωστόσο η ύπαρξη των ανθρώπων μού προκαλεί
ανησυχία. Είναι πλάσματα αλαζονικά και φέρουν κακία στην ψυχή. Είναι καχύποπτοι
και όσοι ακόμη διαθέτουν μια καρδιά χρυσάφι, ρισκάρουν να επηρεαστούν από
εκείνους που με δόλο θα προσπαθήσουν να τους καθοδηγήσουν» τελείωσε.
Η Καλντέρα τον κοίταξε με βλέμμα
συννεφιασμένο.
«Άσε τον Τζίλτα να
τους καθοδηγήσει. Εκείνος ξέρει».
Ο Σούλφους χαϊδεύοντας
ελαφρά τα ροδαλά της μάγουλα της είπε:
«Κάποια μέρα θα με
καταλάβεις…» και αφήνοντας το χέρι της κατευθύνθηκε προς την αίθουσα του
θρόνου.
Η αίθουσα ήταν
σκοτεινή και άδεια με μόνο φωτεινό σημείο το βιβλίο της Γένεσης. Το χρυσό του
περίβλημα φώτιζε τη γωνιά που ήταν φυλαγμένο. Ο Σούλφους κοίταξε γύρω του τις
ζωγραφιές της Δημιουργίας με νοσταλγία. Τότε όλα φάνταζαν ευκολότερα. Βημάτισε
νευρικά για λίγη ώρα προσπαθώντας να βρει μία λύση που θα περιόριζε την ολική
επικράτηση της ανθρώπινης φυλής πάνω στη Γη. Άξαφνα σταμάτησε και χαμογέλασε
σαρδόνια. Θα δημιουργούσε κάτι ανώτερο από εκείνους. Θα τους εμφυσούσε τη
δύναμη και τα χαρίσματά του. Θα ήταν σοφοί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του.
Και η φυλή των ξωτικών άρχισε από εκείνη την ημέρα να παίρνει σάρκα και οστά.
Έμοιαζαν πολύ με
τους ανθρώπους, αλλά ακόμη περισσότερο με τους Θεούς. Το δέρμα τους ήταν
ολόλευκο και τα μάτια τους ήταν σμαραγδένια. Τα μαλλιά τους ήταν μαύρα και
μακριά. Είχαν πολύ πιο οξυμένες αισθήσεις από τους κοινούς θνητούς ανθρώπους
και ζούσαν πολλά περισσότερα χρόνια. Ωστόσο, το σημαντικότερο όλων ήταν η αγνή
τους ψυχή και η βαθιά τους σύνδεση με τη φύση. Καθώς στο Άβατο κατοικούσαν
μονάχα οι Θεοί, τα ξωτικά έφτιαξαν το βασίλειό τους στους πρόποδές του για να
βρίσκονται κοντά τους.
Ο Τζίλτα τη στιγμή
που ενημερώθηκε για τη δημιουργία της φυλής των ξωτικών, έσπευσε στο βασίλειό
τους για να τους γνωρίσει. Η ομορφιά τους και η ευγένεια της ψυχής τους τον
έκανε να τους θαυμάσει. Από την ημέρα εκείνη τα ξωτικά με τις τελετουργίες τους
και με τους ύμνους τους έδειχναν τον σεβασμό τους στους τέσσερις Άρχοντες των
εποχών. Ο Σούλφους καμάρωνε για τα ξωτικά κάθε μέρα, καθώς και για τους δύο
τελικά υιούς του που μόλις είχαν γεννηθεί. Ήταν δίδυμοι. Ξεχνώντας τις συχνές
αψιμαχίες του με τον Τζίλτα, περνούσε χρόνο με την οικογένειά του, έχοντας δώσει
υπόσχεση πως κάποτε τα παιδιά του θα δάμαζαν τα άγρια νερά των καταρρακτών,
στην κορυφή των οποίων είχε χτίσει το βασίλειό του. Εντούτοις μέρα με τη μέρα οι εποχές γίνονταν όλο και πιο
σκοτεινές, ενώ τo σαράκι της διαφθοράς είχε τρυπώσει στις αγνές ψυχές ξωτικών και ανθρώπων.
Οι δύο φυλές είχαν σπάνιες επαφές μεταξύ τους,
καθώς οι άνθρωποι αρκετές φορές είχαν με δόλο εκμεταλλευτεί τις αγνές προθέσεις
των ξωτικών. Ο Τζίλτα βλέποντας τα μαύρα πλοκάμια του πολέμου να πλησιάζουν,
προσπάθησε να ειδοποιήσει τον Σούλφους, ωστόσο εκείνος δεν τον δέχτηκε ποτέ στο
βασίλειό του, καθώς τον θεωρούσε υπεύθυνο για τις κακές σχέσεις που είχαν οι
δύο φυλές μεταξύ τους. Στην απόγνωσή του για τη συμπεριφορά του αδερφού του, ο
Τζίλτα κάλεσε τον Ρόουεν και τον Ρίβερ Σέιν στην αίθουσα των συνεδριάσεων. Τη
στιγμή που όλοι τους βρίσκονταν συγκεντρωμένοι προκειμένου να συζητήσουν τα
μελλούμενα, μία ψιλόλιγνη φιγούρα σύρθηκε στην αίθουσα του θρόνου. Τότε ο Ρίβερ
Σέιν γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος της πόρτας. Όντας Θεός του φθινοπώρου
είχε μάθει να αφουγκράζεται ακόμη και τους ήχους που κάνει η δροσοσταλίδα,
καθώς κυλά στο έδαφος και αυτό που άκουγε την στιγμή εκείνη τον έκανε να νιώσει
ένα ρίγος. Ο Τζίλτα και ο Ρόουεν κάρφωσαν ανήσυχα τα μάτια τους πάνω του.
Bρέθηκαν να βηματίζουν γοργά προς την κατεύθυνση της αίθουσας του θρόνου. Η
πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Καθώς εισήλθαν η μορφή του Σούλφους φάνηκε να στέκεται
σιωπηλή δίπλα ακριβώς από το βιβλίο της Γένεσης.
«Τι ακριβώς γυρεύεις εδώ;» τον ρώτησε
ο Τζίλτα αυστηρά.
«Προσπαθώ να ανακαλύψω το ποιος
πραγματικά είσαι!» του απάντησε ο Σούλφους οργισμένα.
Ο Τζίλτα του
ανταπέδωσε το ειρωνικό και ταυτόχρονα οργισμένο βλέμμα.
«Αυτό ακριβώς
διερωτώμαι κι εγώ εδώ και πολλά χρόνια» του απάντησε ο Τζίλτα, έχοντας τα μάτια
του καρφωμένα στο μικρό μενταγιόν που κρεμόταν στο στήθος του αδερφού του.
«Ετούτο το βιβλίο
είναι παγιδευμένο με κάποιο σκοτεινό ξόρκι… Κανείς σας δε γνωρίζει κάτι γι’
αυτό;» μούγκρισε ο Σούλφους.
Ο Ρόουεν κάγχασε.
«Κανείς και ποτέ
δεν είχε το δικαίωμα να αγγίξει το βιβλίο ετούτο. Είναι η ψυχή και οι σκέψεις
του Πατέρα για την ιστορία του Κόσμου» είπε.
Τη στιγμή εκείνη ο Σούλφους κάνοντας
ένα βήμα μπροστά, άρπαξε στα χέρια του το βιβλίο σκίζοντάς το στα δύο. Την ώρα
που το επιχρυσωμένο του περίβλημα έπεφτε στο έδαφος, ένας δυνατός θόρυβος
ακούστηκε. Ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σέιν κοιτούσαν έντρομοι, ενώ ο Τζίλτα κι ο
Σούλφους κρατώντας τις ράβδους τους, ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν τη μονομαχία.
Στην αίθουσα μπήκε τρέχοντας η Καλντέρα η οποία με δάκρυα στα μάτια, προσπαθούσε
να τους σταματήσει. Φλόγες πετάγονταν ολόγυρα μετατρέποντας το Άβατο σε πεδίο
μάχης. Ρωγμές σχηματίστηκαν στην αίθουσα, ενώ οι περισσότερες από τις
τοιχογραφίες καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Οι δύο μονομάχοι
κατευθύνθηκαν έξω από την αίθουσα στην κεντρική σκάλα του Άβατου. Τα τραύματα
του Σούλφους επουλώνονταν μονομιάς, καθώς είχε το χάρισμα του θεραπευτή. Ο
Τζίλτα παρά την κούρασή του δε σταμάτησε λεπτό την αντεπίθεση. Στο θέαμα τούτο
η Καλντέρα αισθάνθηκε για πρώτη φορά μόνη. Οι ελπίδες της για μία ευτυχισμένη
ζωή κατέρρεαν μπροστά στα μάτια της.
«Σούλφους…»
ψιθύρισε, μα ήταν μία μάταιη προσπάθεια.
Άξαφνα εμφανίστηκαν οι Νόρμες. Για πρώτη φορά
μετά από αρκετούς αιώνες, είχαν εγκαταλείψει την ασφάλεια που τους προσέφερε το
Βασίλειο της Μοίρας. Η Καλντέρα ευθύς έτρεξε κοντά τους. Ωστόσο ήταν πλέον πολύ
αργά.
Η μονομαχία
σταμάτησε απότομα και οι δύο αντίπαλοι έμοιαζαν να αιωρούνται στο κενό. Τη
στιγμή εκείνη εμφανίστηκε ο Μέγας Δημιουργός με βλέμμα σκοτεινό. Η αλλοτινή, καλοσυνάτη και γλυκιά φυσιογνωμία
ενός σοφού Γέροντα είχε μετατραπεί σε οργισμένη φιγούρα.
«Πλησιάστε όλοι
σας» μουρμούρισε σηκώνοντας ταυτόχρονα το χρυσό εξώφυλλο του βιβλίου. Για πρώτη
φορά κυριάρχησε η σιωπή της αμηχανίας. «Με φτάσατε να νιώθω οργή και πόνο στην
ψυχή μου, ένα συναίσθημα που το θεωρούσα πάντα ποταπό. Το βιβλίο της Γένεσης
βρέθηκε σκισμένο παρά τις αρχικές μου παρακλήσεις για την προστασία του»
τελείωσε ο Γέροντας.
«Πατέρα, αυτό δεν
ήταν το βιβλίο. Ένα καταραμένο κακέκτυπό του ήταν, που αφηγούταν την ιστορία
όπως ήθελε το ον που το παγίδευσε με μάγια. Κάποιος προσπάθησε να μάθει τα
μυστικά σου» μουρμούρισε ο Σούλφους.
«Δεν είχες το
δικαίωμα να το αγγίξεις» του είπε ο Γέροντας κοφτά.
«Πατέρα… Δεν αντέχω
άλλο να αγνοείς τις προθέσεις μου. Δε θα έκανα τίποτα, αν δεν ήταν να
προστατεύσω τις μνήμες αυτού εδώ του κόσμου. Δε με εμπιστεύθηκες ποτέ σου όμως.
Ούτε και τώρα το κάνεις. Αγνοείς μία καρδιά ποτισμένη με ζήλεια προκειμένου να
προστατεύσεις τους νόμους του σωστού και δίκαιου. Εγώ όμως τιμώ το πολύτιμο δώρο
που μου άφησες. Το μενταγιόν είναι ένα κομμάτι σου. Εκείνο της τιμιότητας» τελείωσε
ο Σούλφους.
Οι Νόρμες στο άκουσμα αυτού του
λόγου, έκαναν ένα βήμα μπροστά λέγοντας:
«Πατέρα μας, με όλον
τον σεβασμό στο αιώνιο πρόσωπό σου, ο Σούλφους έχει δίκιο. Μας όρισες κόρες του
χρόνου και δικαστές του κόσμου. Σου λέμε λοιπόν πως παρά την ιεροσυλία που
διαπράχτηκε, ο Σούλφους είχε καλές προθέσεις» τελείωσε το Παρελθόν.
Ωστόσο ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σέιν
προχωρώντας προς το μέρος του Τζίλτα, τάχθηκαν υπέρ της ιερότητας του Βιβλίου
και της παραβίασης του σημαντικότερου καθήκοντος για τους Θεούς.
«Διόλου με
απασχολούν τα λόγια σου, Σούλφους. Μάλλον δεν έχεις πραγματικά καμία ιδέα για
το πώς ορίζεται η τιμιότητα. Από σήμερα θα φέρεις την κατάρα της Ιεροσυλίας που
διέπραξες. Θα φύγεις από το Άβατο αύριο το πρωί. Μέχρι τότε θα παραμείνεις
κλεισμένος στο μπουντρούμι των υπογείων με την ελπίδα να σκεφτείς τι έχεις
κάνει. Η θέση σου στο Άβατο αποτελεί πλέον παρελθόν» τελείωσε ο Γέροντας.
«Τότε κι εμείς θα
αποχωρήσουμε από τη θέση της βασιλείας. Ως αρχόντισσες του Νόμου δεν
επιτρέπουμε την αδικία» είπε το Παρόν.
Ο Γέροντας τις
κοίταξε.
«Γνωρίζετε πόσο
αγαπώ τον Σούλφους. Γεννήθηκε μέσα από την αγάπη, τη σοφία και το χάρισμα του
θεραπευτή. Εντούτοις δε μου αφήνει άλλη επιλογή. Μείνετε μακριά από ετούτο το
θέμα» τελείωσε.
«Τότε, Πατέρα, ούτε
κι εσύ μας αφήνεις άλλη επιλογή» απάντησε το Μέλλον κοφτά.
Ο Γέροντας σκοτείνιασε.
«Κανείς δε με έχει παρακούσει ως τώρα! Ωστόσο
η επιμονή σας θα σας οδηγήσει να φέρετε κι εσείς την κατάρα της Ιεροσυλίας όπως
ο Σούλφους για πάντα! Ας είναι λοιπόν. Η ομορφιά σας θα γίνει αγκάθι της ζωής
σας. Ο ήλιος μονάχα θα τη φανερώνει και θα τη στερεί την ίδια στιγμή.
Έγκλειστες σε ένα βασίλειο που οι μύθοι θα το ονομάζουν κόλαση με αλυσίδες να
συνοδεύουν τα βήματά σας» τους φώναξε οργισμένος, ενώ η Καλντέρα γονάτισε
μπροστά του εκλιπαρώντας τον για έλεος. Μία λάμψη τις
τύλιξε εξαφανίζοντάς τες, ενώ ο Σούλφους οδηγήθηκε στο πιο σκοτεινό υπόγειο
τυλιγμένος με δεσμά που του αφαιρούσαν κάθε του δύναμη.
Οι τρεις Άρχοντες αποχώρησαν με τον Τζίλτα να κοιτά τη
διαλυμένη Καλντέρα, η οποία στεκόταν γονυπετής καταμεσής της αίθουσας με τους
δύο μικρούς της γιους να βρίσκονται παράμερα, μην μπορώντας να
συνειδητοποιήσουν λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας τους, πως θα έφτανε η μέρα
που δε θα είχαν καμιά απολύτως ανάμνηση από τον πατέρας τους.
«Συγνώμη…» ακούστηκε η φωνή του
Τζίλτα, έπειτα από λίγα λεπτά.
Η Καλντέρα κάρφωσε
τα βουρκωμένα της μάτια επάνω του.
«Δεν είναι δικό σου
το λάθος… Τον ξέρω τον χαρακτήρα του Σούλφους. Ωστόσο, αδυνατώ να πιστέψω πως
έκανε κάτι τέτοιο χωρίς λόγο… Και οι αδερφές μου; Δε θα μπορέσω να τις ξαναδώ…»
τελείωσε η κοπέλα προσπαθώντας να κρύψει την απόγνωση που καθρεπτιζόταν στο
πρόσωπό της.
Ο Τζίλτα άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει
να σηκωθεί.
«Είσαι ακόμη βασίλισσα του Άβατου… Θα
προσέχω εγώ τους υιούς σου από ‘δω και πέρα. Ο Σούλφους δε στάθηκε αντάξιός
σου. Ο Πατέρας τού εμφύσησε τόση δύναμη για να τη μεταγγίσει στο κακό. Βύθισε
το Άβατο στην ντροπή…» μουρμούρισε και της ζήτησε το βράδυ να βρίσκεται στην
αίθουσα του θρόνου.
Θαμμένος μέσα στη
σκοτεινιά και την υγρασία του φριχτού υπογείου, ο Σούλφους βαστούσε με τα δυο
του χέρια τα σιδερένια κάγκελα. Οι δυνάμεις του έμοιαζαν να τον έχουν εγκαταλείψει.
Το ίδιο κι ο νους του. Ένα μονάχα πράγμα έμενε να του υπενθυμίζει την αληθινή
του δύναμη. Ήταν το μενταγιόν που κρεμόταν στο στήθος του. Το ψηλάφισε
προσεκτικά κοιτάζοντάς το με ειρωνεία. Τι σημασία είχε πια; Μετά το χτύπημα της
κατάρας από τον Μέγα Δημιουργό οι αναμνήσεις του μέρα με τη μέρα θόλωναν.
Προσπαθούσε να ψάξει βαθιά μέσα στην καρδιά του, μήπως κατάφερνε να βρει έστω κι
ένα μικρό κομμάτι του παλιού του εαυτού. Εντούτοις, αυτό στάθηκε αδύνατον. Στην
άκρη του κελιού του, βρισκόταν ένας παλιός σπασμένος καθρέπτης. Ο Σούλφους τον
πλησίασε αργά, με τον ήχο από τις βαριές αλυσίδες να συνοδεύουν το κάθε του
βήμα. Κοίταξε ανάμεσα από τις ρωγμές του. Το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί και
το βλέμμα του δε θύμιζε σε τίποτε την αλλοτινή του αθωότητα. Το μίσος και η
κακία είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν σημαντικό κομμάτι του εαυτού του.
«Τι μου συμβαίνει;»
αναρωτήθηκε για μια στιγμή. Ωστόσο βαθιά μέσα του ήξερε την απάντηση.
Βήματα ακούστηκαν και μια σκιά
ξεπρόβαλε. Ήταν η Καλντέρα. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από το κλάμα και η καρδιά
της ραγισμένη σε χίλια κομμάτια. Μόλις τον αντίκρισε, το βλέμμα της πάγωσε. Ο
Σούλφους έτεινε το χέρι του για να κρατήσει το δικό της για τελευταία φορά. Το
ήξερε… Το ένιωθε.
«Σ’ αγαπώ. Και
πάντα θα το κάνω ακόμη κι αν αυτή η κατάρα με μετατρέψει σε τέρας. Φρόντισε
τους υιούς μας και πες τους πως τους αγαπώ με όλη μου την ψυχή» είπε. Η
Καλντέρα γονάτισε μπροστά στο κελί μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
«Άκουσέ με..» συνέχισε εκείνος. «Το Άβατο δεν είναι για σένα πια. Αν κάτι σου
συμβεί, δε θα είμαι δίπλα σου να σε προστατέψω. Το βιβλίο της Γένεσης, Καλντέρα,
είχε κατάρα. Δεν ξέρω ποιος το παγίδεψε, αλλά όποιος και αν ήταν, είναι εκεί
έξω τώρα μόνος. Δε θέλω εσύ και τα παιδιά να εκτεθείτε σε κίνδυνο. Φύγετε κρυφά
για το χωριό των ξωτικών. Έχω πολλούς συμμάχους. Για την ώρα θα είστε ασφαλείς.
Ωστόσο μη μείνετε πολύ. Τα σύννεφα του πολέμου κάνουν κύκλους ακριβώς από πάνω
του».
«Για μένα δε θα
είσαι ποτέ τέρας. Όσο μαύρος και αν φανεί της καρδιάς σου ο φλοιός, πάντα μέσα
της θα φωλιάζει ο λαμπερός ήλιος κι όταν η σκοτεινιά φύγει, εκείνος θα λάμψει
πιο ζωηρός από ποτέ» του ψιθύρισε με δάκρυα να καίνε τα μάγουλά της.
Το βήμα της ήταν
γρήγορο και η ανάσα της κοφτή. Ένιωθε μπερδεμένη και αβοήθητη. Ποιον θα έπρεπε
να πιστέψει; Τον Σούλφους που την παρακαλούσε να το σκάσει από το Άβατο, δίχως
να την αντιληφθεί κανείς ή τον Τζίλτα που την προέτρεπε να πάρει τη θέση της
βασίλισσας; Κοντοστάθηκε. Θα άκουγε το ένστικτό της και την καρδιά της. Τη
στιγμή λοιπόν που αντίκρισε τη φιγούρα του Τζίλτα να κινείται αργά μέσα στο
σκοτάδι με κατεύθυνση την αίθουσα του θρόνου, ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Πήρε
τους δύο μικρούς της υιούς και κατηφόρισε αθόρυβα για το χωριό των ξωτικών,
αναζητώντας απεγνωσμένα καταφύγιο μέσα στη βροχή. Το μοναδικό δικό της ενθύμιο
το οποίο πήρε μαζί της, ήταν το ημερολόγιό της. Γράφοντας ηρεμούσε και δε
σκεφτόταν τα βάσανά της, καθώς και τους κινδύνους που παραμόνευαν σε κάθε της
βήμα.
Μέσα από τη δυνατή
βροχή που έπεφτε με μανία, εμφανίστηκε η ψιλόλιγνη φιγούρα ενός ξωτικού. Την
πλησίασε και δίνοντάς της το χέρι του της είπε:
«Με λένε Όθων και
είμαι ο βασιλιάς της φυλής των ξωτικών. Ο Σούλφους με ειδοποίησε πως θα
ερχόσουν και μου ζήτησε να σε περιμένω. Κάλυψε με την κάπα σου το πρόσωπό σου.
Το βασίλειο των ξωτικών δεν είναι πλέον ασφαλές» της είπε και εκείνη με μία
κίνηση του χεριού της κάλυψε το πρόσωπό της, αλλά και τα δύο μικρά καλάθια όπου
μέσα βρίσκονταν τα μωρά.
Το ξωτικό την οδήγησε μέσα από τους
πλακόστρωτους δρόμους του χωριού σε ένα μικρό εγκαταλελειμμένο πέτρινο σπίτι.
Το χωριό φωτιζόταν από τις χιλιάδες πυγολαμπίδες που φώλιαζαν στους λευκούς
κρίνους, οι οποίοι τύλιγαν από άκρη σε άκρη τα σπίτια. Το δικό της σπίτι ήταν
αρκετά μικρό, αλλά η ατμόσφαιρά του ιδιαιτέρως φιλόξενη. Ο Όθων είχε φροντίσει
να ανάψει το τζάκι, ώστε ο χώρος να είναι ζεστός, μόλις η Νύμφη έκανε την
εμφάνισή της. Εκείνη τοποθέτησε τα καλάθια δίπλα στη φωτιά, ώστε να κρατήσει τα
μικροσκοπικά κορμάκια των μωρών ζεστά.
«Εδώ θα είσαι
ασφαλής για την ώρα. Να θυμάσαι πως όποιο χτύπημα και να ακούσεις στην πόρτα,
δε θα ανοίξεις ποτέ» της είπε ο Όθων και γλίστρησε αθόρυβα έξω.
Μόλις έμεινε μονάχη της, η Καλντέρα
έσφιξε στην αγκαλιά της το ημερολόγιό της. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της
μουσκεύοντας τις σελίδες.
Το μυαλό του του
έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Η ψυχή του βούλιαζε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ
στο σκοτάδι. Και αυτές οι αλυσίδες; Πονούσαν φριχτά. Οι φωνές του Τζίλτα τον
έκαναν να καταλάβει πως η Καλντέρα είχε αποδράσει από το Άβατο. Η πρώτη νίκη.
Κοίταξε ξανά το πρόσωπό του στον καθρέπτη.
«Παραμορφώνομαι…» ψιθύρισε.
Το βλέμμα του ήταν κενό. Η ίριδα και το χρώμα των ματιών του είχαν δώσει τη
θέση τους σε δύο μαύρες τρύπες. Η απελπισία άρχισε να τον κυριεύει. Έχοντας
χάσει τη γυναίκα της ζωής του καθώς και τα παιδιά του, δε θεωρούσε πως είχε
τίποτε άλλο να χάσει. Εκτός από μια ψυχή η οποία δεν υπήρχε πια. Άρπαξε με
δύναμη τις αλυσίδες και συγκεντρώθηκε. Από τις παλάμες του ανέβλυζε μία θέρμη
που γινόταν ολοένα και πιο δυνατή σε σημείο που άρχισε να λιώνει το μέταλλο.
Ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε και η πρώτη αλυσίδα έπεσε στο έδαφος. Σε λίγα
λεπτά ακολούθησε και η δεύτερη. Σηκώθηκε πάνω και ένιωσε ένα μούδιασμα σε όλο
του το κορμί. Οι δυνάμεις του επέστρεφαν ακόμη πιο ισχυρές. Ένα ειρωνικό
χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Το όνομά του ήταν Σούλφους. Από το
θειάφι. Κύριος των μετάλλων και των ορυκτών. Με αυτόν τον τρόπο θα ήταν πλέον
γνωστός. Θα είχε υπό την επίβλεψή του όλα τα ορυχεία και θα κατασκεύαζε τα πιο
ισχυρά όπλα του κόσμου. Η πόρτα του κελιού του άνοιξε και εκείνος κινήθηκε αργά
προς την αίθουσα του θρόνου.
Οι τρεις Άρχοντες
βρίσκονταν μαζεμένοι στην κεντρική αίθουσα με τον Τζίλτα να μην μπορεί να
κρύψει τη νευρικότητά του.
«Το Άβατο καταρρέει» του είπε ο Ρόουεν.
«Το Άβατο ποτέ δε θα καταρρεύσει! Δε θα το
επιτρέψω!» του φώναξε ο Τζίλτα.
«Πρόσεχε, πρωτότοκε,
γιατί η αλαζονεία είναι πολύ κακός σύμβουλος» του είπε ο Ρίβερ Σέιν.
Τη στιγμή που ο Τζίλτα ήταν έτοιμος
να του απαντήσει, η πόρτα της αίθουσας άνοιξε με φόρα κάνοντας έναν τρομακτικό
θόρυβο. Στο κατώφλι στεκόταν ένα απόκοσμο πλάσμα που ελάχιστε θύμιζε τον Θεό
του Χειμώνα. Τα μαύρα του μαλλιά είχαν κοντύνει και τα μάτια του είχαν την όψη
της κενής μαύρης τρύπας. Τα δόντια του ήταν μυτερά και στο κεφάλι του είχαν
αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους δύο κέρατα σαν κλαδιά δέντρου. Στην απαίσια
όψη του ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σέιν πισωπάτησαν. Ο μοναδικός που στάθηκε μπροστά
του ήταν ο Τζίλτα.
«Η φρικτή σου όψη τώρα πια ταιριάζει απόλυτα με τον χαρακτήρα
σου» του είπε ειρωνικά.
«Μερικές φορές οι πιο μαύρες ψυχές
έχουν το πιο φωτεινό πρόσωπο… Αποδείχτηκε πως η μεγαλύτερη κατάρα δεν ήταν η
τιμωρία μου από τον Πατέρα, αλλά που είχα εσάς για αδέρφια μου. Με προδώσατε.
Και αυτό θα το πληρώσετε ακριβά. Θα σας δω να σέρνεστε σαν τα ανήμπορα σκουλήκια
στο χώμα και τότε θα εκλιπαρείτε για το έλεός μου» του φώναξε ο Σούλφους και
από τις παλάμες του ξεπήδησαν φλόγες. «Καταραμένη η μέρα που ήρθα σε αυτόν τον
κόσμο!» φώναξε και τύλιξε την αίθουσα στη φωτιά.
Καθώς ο ίδιος δεν καιγόταν, δημιούργησε
γύρω από τους Τρεις Άρχοντες, ένα πύρινο τείχος εγκλωβίζοντάς τους. Μέχρι να
καταφέρουν να το σβήσουν, οι ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Οι τοιχογραφίες είχαν
καταστραφεί ολοσχερώς και η αλλοτινή λάμψη της αίθουσας του θρόνου είχε
μετατραπεί σε στάχτη. Ήταν η αρχή. Οι τρεις τους ήξεραν πολύ καλά πως η κατάρα
του Πατέρα τους θα είχε πολλές επιπτώσεις. Μία ψυχή γεμάτη μίσος ήταν
αποφασισμένη για όλα, χωρίς το παραμικρό έλεος.
Ο Σούλφους
κατευθυνόταν προς το απόκοσμο πλέον βασίλειο της Μοίρας για να το μετατρέψει σε
ζωντανό εφιάλτη. Θα παρέμενε αχαρτογράφητο και απρόσιτο από κάθε ζωντανό πλάσμα,
καθώς θα θεωρούταν καταραμένο και η χαρτογράφησή του θα απαγορευόταν. Μέσα στα
πέτρινα τείχη του τρεις υπάρξεις σάπιζαν μέρα με την μέρα αλυσοδεμένες στον
θρόνο τους για πάντα. Η Καλντέρα η οποία κατάφερε να διαφύγει από το Άβατο,
ήταν το πρώτο θύμα του εμφύλιου πολέμου που ξέσπασε ανάμεσα στα ξωτικά. Μετά την
πτώση του Σούλφους που σύντομα έγινε γνωστή από άκρη σε άκρη στο πρώτο βασίλειο
των ξωτικών, οι οπαδοί του Θεού του Χειμώνα ξεσηκώθηκαν ενάντια σε εκείνους που
υποστήριζαν τον Τζίλτα, καθώς τον κατηγορούσαν για έσχατη προδοσία. Ο Όθων ήταν
ο αρχηγός των ξωτικών που πολέμησαν ενάντια στους οπαδούς του Θεού της Άνοιξης.
Οι δρόμοι του βασιλείου γέμισαν αίμα
και πτώματα. Ανάμεσα στα θύματα του πολέμου ήταν και η γλυκιά Καλντέρα, της
οποίας το άψυχο σώμα βρέθηκε στο μικρό
πέτρινο σπίτι όπου είχε καταφύγει. Το ίδιο βράδυ που την είχε αφήσει ο Όθων στο
καταφύγιό της, εισέβαλε στο σπίτι μία άγνωστη φιγούρα με καλυμμένο το πρόσωπό
της. Η δύναμής της ήταν τόσο μεγάλη, που η Νύμφη δεν μπόρεσε να προβάλλει καμία
απολύτως αντίσταση παρά τις μαγικές της ικανότητες. Οι δύο υιοί της από το
βράδυ εκείνο αγνοούνταν και κανένας δεν τους βρήκε ποτέ. Μετά το θάνατο της
Καλντέρας θρήνος απλώθηκε στο Άβατο και ο Τζίλτα προκάλεσε το μαρασμό όλων των
ανθέων της Γης ως ένδειξη πένθους. Για τους επόμενους μήνες η φύση έδειχνε νεκρή.
Ο Σούλφους είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος της μνήμης του, καθώς η κατάρα τού
έτρωγε την ψυχή αφήνοντάς του μονάχα τη δίψα του για εκδίκηση. Τον τρόπο τον
ήξερε. Η ύπαρξη της δεύτερης διάστασης θα του εξασφάλιζε την απόλυτη κυριαρχία
επάνω στους δύο κόσμους.
Ετούτα ήταν τα
γεγονότα που καταγράφτηκαν από το βιβλίο της Γένεσης, όταν εκείνο δημιουργήθηκε
ξανά από τα χέρια των ξωτικών της δεύτερης φυλής, προστατευμένο πλέον από την
οποιαδήποτε κατάρα. Ο Ρόουεν αποφάσισε να δημιουργήσει και άλλες φυλές δίνοντας
ζωή στους πρώτους Κένταυρους. Καθώς ο ίδιος είχε έναν πολύ καλό χαρακτήρα, τον
μετέδωσε και στα δημιουργήματά του. Οι Κένταυροι δημιουργήθηκαν μέσα από τη
λατρεία της φύσης και των καρπών της. Μέσα από τη γλυκιά μέθη του νέκταρ των
σταφυλιών η φυλή των Κενταύρων γεννήθηκε περήφανη και φιλήσυχη, λατρεύοντας τον
χορό και τη διασκέδαση. Το βασίλειό τους, κρυμμένο πίσω από τα μαγικά νερά των
καταρρακτών, ονομάστηκε Νότος. Στις καρδιές τους θα βασίλευε η ειρήνη και στον
τόπο τους η ευημερία μέχρι το μεγάλο κάλεσμα στου κόσμου τα σπλάχνα να ηχήσει.
Κατόπιν μαζί με τον
Ρίβερ Σέιν αποφάσισαν να δημιουργήσουν τους φύλακες του Άβατου με υλικά από τη
λάβα των ηφαιστείων. Αυτοί δεν ήταν άλλοι από τη φυλή των δαιμόνων τους οποίους
οι άνθρωποι ονόμαζαν μάγους της φωτιάς και έτρεμαν την ύπαρξή τους. Ήταν
πλάσματα που έμοιαζαν με γιγάντιες νυχτερίδες και είχαν ανθρωπόμορφο σώμα. Ήταν
πέντε στο σύνολο και η δύναμή τους ήταν ξεχωριστή. Χρησιμοποιήθηκαν κατά
καιρούς και σαν τιμωροί των φυλών ή των πλασμάτων που είχαν διαπράξει κάποιο
αδίκημα. Τα ονόματά τους αντικατόπτριζαν πλήρως την απόκοσμη φύση τους. Ήταν ο
Λοιμός, ο Σεισμός, ο Πόλεμος η Πλημμύρα και ο Θάνατος και τους είχαν αφαιρέσει
την ελεύθερη βούληση, ώστε να υπηρετούν απόλυτα εκείνους. Θρύλοι και παραμύθια
δημιουργήθηκαν γύρω από την ύπαρξή τους με τα περισσότερα από εκείνα να
υποστηρίζουν πως την επόμενη φορά που οι πέντε φύλακες θα εμφανιστούν ενωμένοι,
αυτό θα σήμαινε πως είχε έρθει το τέλος της εποχής του Άβατου και η αρχή ενός
παγκόσμιου πολέμου.
Εντούτοις στον κάθε
κανόνα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Ο τελευταίος φύλακας του οποίου το όνομα
ήταν Βελφεγκόρ και ο οποίος το επέλεξε μόνος του να ονομάζεται έτσι, καθώς το
αληθινό του όνομα ήταν Πλημμύρα, κατάφερε να αποκτήσει δικό του χαρακτήρα και
έκτοτε άρχισε να αναζητά το νόημα της ύπαρξής του. Θεωρώντας τους Τρεις
Άρχοντες ιδιαίτερα αλαζόνες και βδελύγματα τους υπολοίπους της φυλής του,
συνέχισε να τους υπηρετεί σιωπηλά για ένα μικρό διάστημα περιμένοντας καρτερικά
την κατάλληλη στιγμή για να αποδράσει.
Παρά το γεγονός πως
η πρώτη βασιλεία των Θεών απέκτησε αρκετά μελανά σημεία, κάνοντας την αρχική
της λάμψη να μοιάζει με φλόγα που τρεμόπαιζε έτοιμη να σβήσει, ο Τζίλτα
αποφάσισε να δημιουργήσει ακόμη μία φυλή ξωτικών μιας και η πρώτη αρχαία φυλή
που δημιουργήθηκε στα χρόνια της βασιλείας του Σούλφους από τον ίδιο είχε
υποστεί μεγάλη μείωση του πληθυσμού λόγω εμφυλίου. Τα ξωτικά της Σελήνης, όπως
ονομάστηκε η φυλή που είχε δημιουργήσει ο Σούλφους, αντιμετωπίζονταν με
ιδιαίτερα εχθρικό τρόπο από τις υπόλοιπες φυλές και ιδιαίτερη καχυποψία, καθώς
θεωρούνταν ακόλουθοι του Μαύρου Θεού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ζουν
περιπλανώμενα δίχως σπίτι κυρίως στα βουνά, καθώς τους ήταν αδύνατο να
αφομοιωθούν από τις υπόλοιπες φυλές, με κάποια από εκείνα να έχουν καταταγεί
στο στρατό του Έκπτωτου. Έτσι λοιπόν ο Τζίλτα, καθώς ο ίδιος δημιουργήθηκε από
τη σκόνη των άστρων, δημιούργησε μία φυλή που έφερε τα ίδια ακριβώς
χαρακτηριστικά με εκείνον. Ξανθά μαλλιά και λευκό δέρμα που έλαμπε ακόμη και
στο σκοτάδι. Στα χρόνια που ακολούθησαν,
η πρώτη φυλή των ξωτικών εγκατέλειψε το βασίλειό της στους πρόποδες του Άβατου
ζώντας με τη μορφή των νομάδων. Πολλοί από εκείνους και ανάμεσά τους και ο
βασιλιάς τους, ο Όθων, παραμορφώθηκαν από την κατάρα που τύλιγε και τον ίδιο
τους τον δημιουργό, τον Σούλφους, καθώς είχαν αποφασίσει πως θα συνέχιζαν να
τον υπηρετούν ότι και αν γινόταν. Τα ξωτικά των άστρων από την άλλη, η δεύτερη
δηλαδή φυλή ξωτικών που δημιούργησε ο Τζίλτα, δημιούργησαν το πιο λαμπρό
βασίλειο της ιστορίας που το ονόμασαν Λευκό Βασίλειο. Το όνομά του το πήρε από
το λευκό μάρμαρο από το οποίο ήταν φτιαγμένο. Ο βασιλιάς του ήταν ο Έλυον, ο
φωτεινός και έκτοτε μπήκαν στο στόχαστρο του Μαύρου Θεού, ως ένας τρόπος να
εκδικηθεί τους τρεις Άρχοντες και κατ’ επέκταση τον Τζίλτα. Εντούτοις, η ζωή
στο Άβατο κυλούσε, με τον τέταρτο θρόνο όμως να παραμένει κενός.
Ετούτη ήταν η
ιστορία των πρώτων χρόνων της πιο μαγικής Γης που γνώρισα ποτέ, όπως την είδα
γραμμένη στο πιο ιερό βιβλίο του κόσμου. Της Γένεσης. Εντούτοις, παράλληλα με
τη ζωή στον κόσμο του Άβατου, κυλούσε και η δική μας καθημερινότητα την οποία
επίσης σκοπεύω να σας αφηγηθώ, καθώς όλα τα γεγονότα ξεκινούν να δένουν σιγά
σιγά μεταξύ τους. Στον κόσμο που όλοι γνωρίζουμε και ζούμε την κάθε στιγμή μας…
Ιφιγένεια Μπακογιάννη