Περίεργα ήχησε η καμπάνα στον ναό της
Θεοτόκου μία μόνο μέρα μετά την Κοίμησή της. Δυνατά σαν να προμήνυε χαρά, μα
επίμονα και βαριά μαζί, που έλεγες ότι σήμαινε κηδεία. Θορυβημένοι οι χωριανοί
απ’ το αινιγματικό της κάλεσμα βιάστηκαν να συγκεντρωθούν στον αυλόγυρο, μπας
και μάθουν τι συνέβη. Τα μουρμουρητά συναγωνίζονταν τώρα σε ένταση την
εκκωφαντική κρούση του μετάλλου κι οι υποθέσεις έδιναν κι έπαιρναν μεταξύ τους.
«Τι είναι τούτο πάλι σήμερα; Ποτές
άλλοτε δε χτύπησαν έτσι οι καμπάνες μας!» αναρωτήθηκε φωναχτά η Κατίνα.
«Παναγιά μου, κάμε να μην είναι για κακό!»
προσευχήθηκε η Μαρίτσα, σφίγγοντας στον κόρφο της το μικρό Κωνσταντίνο.
Σταδιακά οι ψίθυροι έπαψαν, καθώς στην
είσοδο του ναού φάνηκε ο ηλικιωμένος πρωθιερέας. Με τον απόηχο της
κωδωνοκρουσίας να πλανάται ακόμη στον αέρα κοίταξε το ποίμνιό του κατάματα, ένα
προς έναν, κι εκείνοι ανταπέδωσαν με την απορία διάχυτη στα πρόσωπά τους. Μια
παγερή σιωπή απλώθηκε, την οποία διέκοπτε μόνο η γκρίνια κάποιου ανύποπτου
βρέφους. Όλοι κρέμονταν απ’ τα χείλη του ποιμένα τους.
«Παιδιά μου» μίλησε. «Ο Θεός μας ο
Χριστός, αφού μας άφησε να τιμήσουμε την κοίμηση και μετάσταση της μητρός του,
αποφασίζει να μας δοκιμάσει. Πριν τρία χρόνια τέτοιες μέρες πανηγυρίζαμε την
απελευθέρωση του τόπου μας από την τυραννία των Τούρκων. Σήμερα όμως δεν ήρθαμε
εδώ για να γιορτάσουμε…»
Η αγωνία που διακατείχε ήδη τους
Μπουτζαλήδες κορυφώθηκε κι οι πρωτινοί τους ψίθυροι ξαναξέσπασαν καθώς ο ιερέας
βουρκωμένος έκανε μια παύση, προσπαθώντας να βρει τρόπο ν’ ανακοινώσει στα
τέκνα του το γεγονός. «Πες μας, παπά μου, μη μας βαστάς!» αιτήθηκαν μερικές
γυναίκες. Τους αναμέτρησε άλλη μια φορά με το βλέμμα και ανακοίνωσε τη φοβερή
είδηση:
«Το μέτωπο κατέρρευσε!»
Την αγωνία διαδέχτηκε ο τρόμος. Μια
απεγνωσμένη κραυγή ξεχύθηκε απ’ τα στόματα. Τα μάτια άνοιξαν διάπλατα, σαν να
προσπαθούσαν να χωρέσουν μια ζοφερή εικόνα. Το μέτωπο κατέρρευσε! Οι Έλληνες,
οι νικητές, ηττώνταν!
«Παναγιά μου! Χαθήκαμε!» σκλήριζαν οι
γυναίκες. Οι άντρες μουδιασμένοι, τα παιδιά να κλαίνε, οι γέροι να μοιρολογούν…
Η Κατίνα χαμένη θωρούσε το κενό, η σκέψη της πέταξε σ’ εκείνον που πολεμούσε
μήνες μακριά της.
«Μη σκιάζεστε μπρ’ αδέρφια! Όσο φυλάει ο
Θεός τίποτα δεν ημπορεί να γένει!» ύψωσε ο Σίμος τη φωνή του με ψυχραιμία ηγέτη
βλέποντας τους συγχωριανούς του ανταριασμένους.
Κανείς δεν νοιάστηκε. Παρέμεναν
κατηφείς, συλλογισμένοι, αδυνατώντας να πιστέψουν το αναποδογύρισμα της τύχης
τους. Πιο πέρα ο Στρατής και η Άννα ζούσαν κι αυτοί το δικό τους δράμα. Είδε η
Κατίνα πως συζητούσαν έντονα κι αυθαίρετα έστρεψε την προσοχή της στα λεγόμενά
τους.
«Αννιώ, κατάλαβέ με… Κάποια στιγμή θα
χρειαστεί να φύγομε! Δεν τηράς που θα μας κυνηγήσουν οι Τούρκοι τώρα που νικήσαν;»
«Δίχως το γιο μου εγώ δε φεύγω! Τον θέλω
μαζί μου, ζωντανό… Μη με γυρεύεις ν’ απαρνηθώ το παιδί μας για να σώσω τον
εαυτό μου! Δε θα το κάμω ποτέ, Στρατή. Τ’ ακούς; Ποτές!»
Τους άκουγε κι η καρδιά της σκιρτούσε
απ’ την επιθυμία να τους εξομολογηθεί πως κι εκείνη πονούσε για το γιο τους· ίσως κάπως διαφορετικά, αλλά δεν έπαυε να
είναι πόνος...
«Μανώλη μου» ψιθύρισε. «Έλα πίσω, αγάπη μου,
μήπως προφτάσουμε να στεφανωθούμε…» Το ήξερε πως αυτό που ζητούσε ήταν
παράλογο, αλλά μες στην ταραχή είχε θολώσει ο νους της. Φοβόταν - Θεέ μου, πόσο
φοβόταν...
Πόνος και φόβος, το σκληρό δίδυμο που θα
όριζε στο εξής τη ζωή τους…
Στις 15 Αυγούστου 1922 εκδηλώθηκε η
τελική επίθεση του Κεμάλ εναντίον των Ελλήνων. Το στράτευμα, αποδιοργανωμένο,
γρήγορα υπέκυψε. Τη μεθεπόμενη δόθηκε η τελευταία μάχη της εκστρατείας στο Αλή
Βεράν όπου συνετρίβη η στρατιά Τρικούπη κι άρχισε πλέον η πλήρης υποχώρηση, την
οποία ακολούθησαν δεκάδες έντρομοι Μικρασιάτες, εγκαταλείποντας τις εστίες
τους, τη γη τους, τις εκκλησιές τους, τους τάφους των προγόνων τους στο έλεος
των Τούρκων, ζητώντας καταφύγιο και διαφυγή στη θάλασσα.
Άλλαξε όψη η ζωή. Γέμισε ξαφνικά από
σιγή και τρέμουλο. Οι Σμυρνιοί που ’χαν απομείνει να παραθερίζουν στο Μπουτζά
κατέβηκαν εσπευσμένα στην πόλη. Κλείσανε τα παράθυρα, τα πούλουδα μαραίνονταν
απότιστα στις γλάστρες. Ποιός είχε όρεξη να τα φροντίσει όταν οι καρδιές ήταν
στεγνές; Μια σκυθρωπή βιασύνη κυριάρχησε στις πράξεις των νοικοκυραίων. Οι
πολλοί που έμεναν πίσω καταπιάστηκαν με δουλειές του χειμώνα, όσες μπορούσαν,
με την ελπίδα να σώσουν τίποτα απ’ την περιουσία τους. Λιγότεροι πάλι πουλούσαν
τα κτήματα και τις σοδειές τους, μάζευαν τα υπάρχοντά τους και κατευθύνονταν
προς τον Τσεσμέ, να προλάβουν να φύγουν πριν τους ζυγώσει ο Τούρκος. Πολλές
φορές το σκέφτηκε η Κατίνα να πει το ίδιο στον πατέρα της, αλλά αμέσως το
μετάνιωνε. Χώρια που ο Σίμος θα ήταν ανένδοτος, ήθελε να ελπίζει πως ήταν ακόμα
μακρινή η συμφορά, ότι ο Μανώλης θα γυρνούσε και θα τον έπειθε να τη γυρέψει.
Μα όσο περνούσαν οι μέρες κι εκείνος δε φαινότανε, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι
έπρεπε ν’ απαγκιστρωθεί απ’ τις ρομαντικές της σκέψεις. Ποιός της εγγυόταν
άλλωστε ότι ζούσε, ή ότι δεν είχε περάσει ήδη στην Ελλάδα ακολουθώντας τη φυγή
των συμπολεμιστών του;
«Φοβάμαι, Κατίνα» της εκμυστηρεύτηκε η
Βαγγελιώ. «Ούτε ο Δήμος μας έχει γυρίσει ούτε ο Πάνος, ο αρραβωνιαστικός της
Ζωής... Η μάνα μου κλαίει καθημερνά, λιώνει τα γόνατα μπροστά στο εικονοστάσι.
Η Ζωή αγέλαστος πέτρα, κουβέντα δεν της παίρνω. Φοβάμαι, φιλενάδα, φοβάμαι
πολύ...»
«Μη φοβάσαι, Βαγγελιώ» την παρηγόρησε η
Κατίνα. «Όλοι θα γυρίσουν: ο αδελφός σου, ο Πάνος, ο Μανώλης, όλοι... Θα ζήσουμε,
τζιέρι μου! Μ’ ακούς; Θα ζήσουμε! Στον τόπο μας, μ’ αυτούς που αγαπάμε! Τίποτα
και κανείς δε θα μας ξεριζώσει!»
Ο κόμπος που έφραξε το λαιμό της
υπερχείλισε το φράγμα που συγκρατούσε τα δάκρυά της. Πήρε αγκαλιά τη φίλη της
κι έκλαψαν βουβά. Έκτοτε δεν την ξαναείδε. Και χρειαζόταν τόσο πολύ την παρέα
της τούτες τις ώρες της σιωπής που βάρυνε πάνω απ’ τα κεφάλια τους...
Οι Τούρκοι προχωρούσαν. Έγραφαν την
ιστορία με τις οπλές των αλόγων τους, με την αιχμή της ξιφολόγχης τους, με το
νωπό αίμα των αθώων θυμάτων τους. Κι όσο άρπαζαν τόσο τους άνοιγε η όρεξη για
το πολύτιμο λάφυρο: τη Σμύρνη! Ο Μπουρνόβας δέχτηκε πρώτος τη μανία τους. Τ’
ωραίο προάστιο, καμένο και καθημαγμένο, απηύθυνε το ύστατο χαίρε στη
βασιλεύουσα των μικρασιατικών παραλίων, που έμελλε να πέσει σύντομα στα χέρια
τους. Την 26η Αυγούστου οι
Τσέτες του Κιόρ Πεχλιβάν μπαίνουν στην πόλη, σέρνοντας πρώτα το γιαταγάνι τους
στην αρμένικη συνοικία. Η γαλανόλευκη υποστέλλεται απ’ το ελληνικό Διοικητήριο.
Στη θέση της θα κυματίζει πια η κίτρινη ημισέληνος, βουτηγμένη στο κόκκινο σαν
ποταμό αίματος.
Πως να ξεχάσει η Κατίνα τη μέρα εκείνη
που ανέτρεψε τη ζωή της... Προς το απόγευμα ήρθε στο σπίτι η θεία Δόμνα ξέπνοη,
αλαφιασμένη. Αρνήθηκε το νερό που της έβαλε η κυρά Φωτεινή και αντ’ αυτού
ξεστόμισε το πικρό μαντάτο:
«Μάνα, άσε τσι περιποιήσεις, δεν είναι
ώρα… Μάσε τα χρειαζούμενα και πάμε να φύγομε! Αγρίεψαν τα πράγματα! Δε θ’
αργήσουν οι Τούρκοι να μας φτάσουν!»
Έσκυψε το λευκόμαλλο κεφάλι η ηλικιωμένη
αρχόντισσα. Δυο δάκρυα κύλησαν μέσα στις ρυτίδες του προσώπου της ακούγοντας
την προσταγή της κόρης της. Η Κατίνα τα ’χασε. Τόσο γρήγορα λοιπόν έπρεπε να
εγκαταλείψει την πατρίδα της;
«Κατινάκι μου κι εσύ, μη στέκεσαι.
Φώναξε τον πατέρα σου» μίλησε τώρα στην ίδια η θεία της. Την κοίταξε άβουλη, τα
πόδια της είχαν βγάλει ρίζες στο πάτωμα.
«Τι έγινε, Δόμνα;» εμφανίστηκε
αυτοπροσώπως ο Σίμος.
«Ασ’ τα, αδερφέ μου, μη τα ρωτάς!
Τοιμάσου να φύγομε!»
«Να φύγουμε;»
«Ναι, Σίμο μου! Δεν υπάρχει πια άλλος
δρόμος, αν μείνομε εδώ μας περιμένει ο θάνατος!»
Δεν απάντησε ο Σίμος στην αδελφή του.
Στεκόταν ακίνητος κι ανέκφραστος στη μέση της σάλας, ίδιος με άγαλμα, ενώ η
κόρη του τον παρατηρούσε ανήσυχη.
«Να με συμπαθάτε τώρα» μίλησε πάλι η
Δόμνα. «Μάνα, ελάτε να μας βρείτε στη δημοσιά. Μόνο τα απαραίτητα και τα
πολύτιμα πάρτε. Πάω να μαζέψω κι εγώ το βιος μας» συμβούλεψε πριν φύγει τη
μητέρα της.
Μια παγωμάρα απλώθηκε στο χώρο μετά την
αποχώρησή της. Ύστερα ανέλαβε πρώτη δράση η κυρά Φωτεινή. «Κατίνα μου» είπε
βραχνά. «Σύρε παιδί μου να κατεβάσεις τα κονίσματα. Είναι αμαρτία να τα
μαγαρίσουν…»
«Κι εσύ, Ανυσώ μου, φέρε να βάνουμε τα
χωριάτικα. Να πάρομε και τα χρυσαφικά» εξακολούθησε απευθυνόμενη στη μικρή της
παρακόρη. Η Κατίνα υπάκουη κατευθύνθηκε στο εικονοστάσι. Την ψυχή της ένιωθε
βαριά, μολύβι, και τα σύννεφα που τη σκέπαζαν ολοένα πύκνωναν. Ευλαβικά
ξεκρέμασε τις ξύλινες εικόνες και τις ασπάστηκε: η Παναγιά με το Χριστό κι οι
τρεις άγιοι της οικογένειάς τους, Συμεών, Φωτεινή και Αικατερίνη, που πάντα
τους προστάτευαν κι επικαλούνταν τη βοήθειά τους. Τις κράτησε σφιχτά στο στήθος
της, σαν να ’θελε έτσι να πάρει κουράγιο και δύναμη στις δύσκολες ώρες που θα
έρχονταν. Ύστερα τις τύλιξε προσεκτικά στο μπόγο που της έδωσε η γιαγιά της κι
επέστρεψε στη σάλα.
«Σίμο μου, τι στέκεσαι; Δε θα
ετοιμαστείς;» ρώτησε το γιο της η κόνα Φωφώ, ο οποίος παρέμενε άπραγος.
«Όχι, μάνα» αποκρίθηκε. Η όψη της
αλλοιώθηκε.
«Αγόρι μου τι λες; Βιάσου σε παρακαλώ!
Πρέπει να παγαίνομε!»
«Πηγαίνετε» συνέχισε εκείνος. «Εγώ… θα
μείνω εδώ»
Πέτρωσαν οι δυο γυναίκες. Η Κατίνα, εμβρόντητη,
ατένισε με φρίκη τον πατέρα της μη μπορώντας να πιστέψει τα λόγια του.
«Μπαμπά» άρθρωσε κάνοντας ένα βήμα προς
το μέρος του. «Πες μου πως δεν το εννοείς...»
«Το εννοώ, κόρη μου» είπε. «Θα μείνω δω,
στο σπίτι μας»
«Πατέρα λογικέψου! Αν έρθουν οι Τούρκοι
και σε βρουν εδώ, θα...»
«Αν είναι ν’ αποθάνω, τουλάχιστον ας
πεθάνω στον τόπο μου!» την έκοψε. «Δεν τον φοβούμαι άλλωστε το θάνατο...»
«Πατέρα σε παρακαλώ! Έλα μαζί μας!» τον
ικέτεψε η Κατίνα κλαίγοντας σχεδόν γαντζωμένη επάνω του. Ο σπαραγμός στη φωνή
της έσφαζε την καρδιά του Σίμου, μα όσο κι αν αγαπούσε το παιδί του, η απόφασή
του ήταν ειλημμένη.
«Κατινιώ μου, εμένα τέλεψαν πλιό τα
ψωμιά μου...»
«Όχι, μπαμπά μου! Είσαι νέος ακόμα, σε
χρειάζουμαι!»
«Άκου που σε λέγω. Το νιώθω, ήρθε η ώρα
μου... Πάγω να βρω τη μάνα σου!»
«Πατέρα!»
Τ’ αναφιλητά της Κατίνας πλημμύρισαν το
χώρο κι αλμυρές χοντρές στάλες πότιζαν τα τρυφερά της μάγουλα. Ο Σίμος την
αγκάλιασε και χάιδεψε αργά τα μαλλιά της, προσπαθώντας να πνίξει τα δάκρυα που
ανέβαιναν και στα δικά του μάτια.
«Σώπασε κορούλα μου... Φύγε να σωθείς κι
άσε με εμένα, την έχω πάρει την απόφασή μου...»
«Δε σ’ αφήνω μοναχό σου! Αν μείνεις, θα
μείνω κι εγώ!»
«Όχι, Κατίνα μου, εσύ είσαι νέα. Πρέπει
να φύγεις, να σωθείς! Να ζήσεις!»
«Και ποιός θα με φροντίσει;»
«Έχεις τη νενέ. Θα φροντίσετε η μια την
άλλη» απάντησε δείχνοντας με το βλέμμα τη μητέρα του.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια πατέρας και κόρη,
αμίλητοι. Ποιός θα ’λεγε πρώτος το πικρό αντίο;
«Κοριτσάκι μου...» έτεινε ο Σίμος το
χέρι του στην παρειά της. «Ευχαριστώ το Θεό που μ ’έδωκε τη χαρά να σε
μεγαλώσω... Μόνο Εκείνος ξεύρει το πόσο σ’ αγαπώ, τζιέρι μου!»
Η
φωνή του έσπασε. Έσφιξε πάνω του το λεπτό κορμί της ενώ καυτοί ποταμοί
ξεχύνονταν απ’ τις κόγχες του βρέχοντας το λαιμό της.
«Σ’ αγαπώ, πατέρα!» ψέλλισε η Κατίνα. Ο
Σίμος την έβγαλε απ’ τη ζεστή φωλιά των μπράτσων του κι ύστερα κράτησε την
φλογισμένη όψη της στις χούφτες του, χωρίς να μπορεί να τη δροσίσει, αφού κι
αυτές έκαιγαν.
«Καλή αντάμωση παιδί μου... στον άλλο
κόσμο!» πρόφερε, φιλώντας με πόνο τα βλέφαρά της, σημάδι αιώνιου χωρισμού...
«Καλή αντάμωση πατέρα» ανταπέδωσε
ψιθυριστά η κοπέλα.
«Κυρά, ήφερα τα χωριατόρουχα και τα
γεμενιά[1]
που με γύρεψες» πρόβαλε η Ανυσώ. Μα βλέποντας την κίνηση του Σίμου
κοντοστάθηκε.
«Εφέντη μου τι κάμεις; Νεκροφιλάς το
παιδί σου; Θεός φυλάξοι!»
«Ναι, Ανυσώ, όπως το λες. Γιατί σε λίγο
δε θα ’μαι πια μαζί σας» εξήγησε στην ψυχοκόρη του, της οποίας το πρόσωπο
πάραυτα σκοτείνιασε.
«Εφέντη μ’...» είπε γονατίζοντας με δέος
μπροστά στον ευεργέτη της.
«Μη φοβάσαι, Ανυσώ» την παρηγόρησε ο
Σίμος. «Το ξεύρεις δα πως σ’ έχω σαν κόρη μου. Πρόσεχε την Κατίνα μου... Κι
εσύ, θυγατέρα, να προσέχεις την Ανυσώ μας» παρήγγειλε στις κοπέλες. Η νεαρή
υπηρέτρια άρπαξε τα χέρια του στα δικά της καταφιλώντας τα, κι απ’ τα
ματοκλάδια της έσταξαν δυο μικρά κεχριμπάρια.
«Ανυσώ» άγγιξε τον ώμο της η Κατίνα.
«Είσαι αδελφή μου!»
«Αμπλάμ
[2]!»
αναφώνησε εκείνη κι αγκαλιαστήκανε σφιχτά, σφραγίζοντας τον όρκο.
Όλη αυτή την ώρα η κυρά Φωτεινή δεν
έκλαψε, τουλάχιστον όχι φανερά. Σαν άλλη Σπαρτιάτισσα υπέμενε στωικά τον
ακούσιο αποχωρισμό του σπλάχνου της, που ήταν γι’ αυτόν εκούσιος. Ούτε όταν τον
φίλησε στερνή φορά κάμφθηκε. Μόνο αφού πήραν πια το δρόμο της φυγής, ρίχνοντας
μια κλεφτή ματιά στο σπιτικό της, τόλμησε να της ξεφύγει ένα δάκρυ. «Γιε
μου...» μονολόγησε με παράπονο. Έπειτα σκούπισε τα ξέθωρα μαύρα μάτια και
προχώρησε. Το χρέος της ήταν, με όσες δυνάμεις είχε, να προφυλάξει τα δυο
κορίτσια. Απ’ την ίδια, μια γριά εξήντα πέντε ετών, δεν είχε τίποτα να πάρει ο Τούρκος, ενώ από κείνες μπορούσε ν’
αφαιρέσει βίαια ό, τι πολυτιμότερο είχαν...
Στη δημοσιά συνάντησαν σχεδόν όλο το
σόι. Καθένας κι από μια πρόχειρη αποσκευή: ένα μπόγο, μια βαλίτσα, ένα ταγάρι…
Τα μεγαλύτερα παιδιά της Μαρίτσας, πιασμένα χέρι-χέρι, βαστούσαν σκυφτά τα
κεφάλια τους και μουρμούριζαν λόγια ενθαρρυντικά το ένα στο άλλο, ενώ η ίδια με
το πρόσωπο χαρακωμένο απ’ την ανησυχία και το φόβο χάιδευε το στερνοπούλι της
ακουμπισμένη στο πλευρό του επίσης συνοφρυωμένου Αντώνη. Με το που είδε τη μάνα
και την ανιψιά της χωρίς τον αδελφό της, την έζωσαν τα φίδια.
«Που ’ναι ο Σίμος, μάνα; Δεν πιστεύω να
τον αφήκατε πίσω!»
«Δεν τον αφήκαμε εμείς, κόρη μου»
μουρμούρισε η κυρά Φωτεινή. «Μόνος του ήμεινε… Είπε ότι ήθελε να πεθάνει στον
τόπο του, να πάει να βρει τη γυναίκα του…»
Ένα σπαρακτικό επιφώνημα ήταν η
αντίδραση της Μαρίτσας. «Χριστέ μου! Γιατί; Δε μας νοιάστηκε; Το Κατινάκι μας
έστω, την κόρη του, που θα μείνει απροστάτευτη!»
«Θα νοιαστώ εγώ για κείνη» επενέβη
σταθερά ο Αντώνης. «Είμαι σίγουρος ότι ο κουνιάδος μου δεν το ’κανε από
καπρίτσιο. Ο Σίμος πάντα ζύγιαζε τα πράγματα πριν δράσει…»
Πλησίασε την ανιψιά του, που άκουγε
θλιμμένη το λόγο του. «Μη σε μέλει, Κατίνα» την καθησύχασε. «Εσύ κι η Ανυσώ δεν
θα πάθετε κακό, όσο είμαι εγώ στο πλάι σας. Να μη με λένε Αντώνη
Χατζηγιάννογλου, αν αφήσω ν’ απλώσουν το χέρι τους επάνω σας! Για την τιμή μου…
και τη μνήμη του πατέρα σου...»
«Παλικάρι μου!» τον επαίνεσε συγκινημένη
η πεθερά του.
«Πάμε παιδιά μου» δήλωσε εκείνος έπειτα,
σκουπίζοντας το κρυφό δάκρυ στο μάτι του.
«Που θα πάμε, μπαμπά;» τον ρώτησε η
Παρίτσα σφίγγοντας το χέρι του.
«Στη Σμύρνη, γλυκιά μου, κι από κει όπου
θέλει ο Μεγαλοδύναμος… Όλο και κάποιο καΐκι θα βρεθεί να μας πάρει»
Δυστυχισμένοι άνθρωποι! Που να ’ξεραν
μες στην απελπισιά τους τι κόλαση θα βίωναν! Δε συλλογίστηκαν ότι, αν πήγαιναν
στο Τσεσμέ, μπορεί να κουράζονταν πολύ περισσότερο, μπορεί τα πόδια τους να
βγάζανε φουσκάλες, μα θα φεύγανε μια ώρα αρχύτερα όλοι μαζί και σώοι, ενώ τώρα
βάδιζαν κατευθείαν στον χαμό! Η Σμύρνη ήταν πιο κοντά, εκεί θα κατέφευγαν.
Ποιός ξέρει, ίσως κιόλας να πίστεψαν ότι ο συμμαχικός στόλος θα τους έδινε μια
σανίδα σωτηρίας. Φρούδες ελπίδες…
Η Άννα τράβηξε με κόπο το μάνταλο στην
πόρτα. Οι στεναγμοί που ξέσκιζαν τα σωθικά της δεν έλεγαν να πάψουν. Το χέρι της
πέρασε πάνω απ’ τα σγουρά φυλλώματα του βασιλικού, τα χάιδεψε. Το βλέμμα της
στάθηκε στο γιασεμί που σκαρφάλωνε ανενόχλητο την κληματαριά, στα γεράνια και
τα μυριστικά που στόλιζαν τον μικρό μπαξέ τους. Απλές χαρές, απλές στιγμές, πως
τις αφήνεις πίσω, όταν έχουν υπάρξει όλο σου το βιος;
«Γυναίκα, πάμε» την έσπρωξε ο Στρατής
μαλακά. «Θα βρούμε άλλη γη να τα φυτέψομε...»
Κοίταξε τον άντρα της με παράπονο. Στο
βλέμμα και των δυο αντιφέγγιζε ένας πόνος τόσο δυνατός όσο αυτός που συντρόφευε
κάποτε το θάνατο των μωρών τους.
«Στρατή, γιατί να φύγομε χωρίς το γιο
μας; Τι θα νομίσει, αν έρθει και δε μας βρει εδώ;»
«Πρέπει, Άννα. Θα μας βρει ο Μανώλης στη
Σμύρνη, ούλοι οι στρατιώτες εκεί καταφεύγουν. Αλλιώς θα του μηνύσουμε σαν
φτάσουμε στην Ελλάδα. Εκεί θα ’μαστε ασφαλείς»
«Αφορεσμένοι να ’ναι οι άπιστοι! Τα
σκυλιά, που μας διώχνουν απ’ τον τόπο μας!» ξέσπασε η γυναίκα. «Κι αν πέθανε ο
Μανώλης μου, τι τη θέλω πια τη ζωή;»
Ο Μανώλης ευτυχώς δεν είχε πεθάνει.
Βρισκόταν όμως, ακόμα, πολύ μακριά...
Το δειλινό, με τις αχτίδες του ήλιου που
έδυε να βάφουν πορφυρά τα νερά του Ερμαίου κόλπου, έφτασαν η Κατίνα κι οι
συγγενείς της στη Σμύρνη. Η εικόνα που αντίκρισαν δε θύμιζε καθόλου την
πολύβουη και ζωντανή μητρόπολη, η οποία κάθε βράδυ τέτοια εποχή φορούσε τα καλά
της κι υποδεχόταν τα τέκνα της κεφάτα και καμαρωτά στην προκυμαία, στο
Πασαπόρτι, στη Μπέλα Βίστα, τους τεκέδες και τα καφέ αμάν. Είχαν μανταλωθεί στα
σπίτια τους αναμένοντας την εξέλιξη. Και τώρα, τους δρόμους όπου άλλοτε
περπατούσαν οι αφεντάδες αγκαζέ με τις καλοκυράδες, ένα τεράστιο ετερόκλητο
πλήθος τους κατέκλυζε: πρόσφυγες από κάθε γωνιά της Μικρασίας οι οποίοι
συνέρρεαν στην πόλη προσδοκώντας να καταφύγουν στην Ελλάδα. Όμως τα πλοία που
αγκυροβολούσαν στο λιμάνι μόνο ταλαίπωρους στρατιώτες περισυνέλεγαν. Οι
εκατοντάδες αυτές ψυχές χρειάζονταν, λέει, ελληνικά διαβατήρια για να μπορέσουν
να φύγουν! Που να τα βρουν, αφού λογίζονταν Οθωμανοί πολίτες!
«Αν είναι δυνατόν! Σαν πρόβατα επί σφαγή
μας έχουν!» έκραξε αγανακτισμένος ο ένας απ’ τους θείους της.
«Σώπασε, άντρα μου, μη συγχύζεσαι» προσπάθησε
να τον καλμάρει η Σοφία.
«Τι να μη συγχυστώ μπρε γυναίκα; Δε
βλέπεις πως θέλουν το κακό μας; Άγγλοι, Γάλλοι, διάολοι, τριβόλοι, όλοι τους
θένε τον Κεμάλ! Ανάθεμα την ώρα που τους κάναμε συμμάχους!»
«Καλά σου λέγει Πέτρο» μπήκε στη μέση ο
Αντώνης. «Δεν είναι ώρα να βρίζουμε τους Αγγλογάλλους. Έρχεται η νύχτα κι
έχουμε μαζί γυναίκες, κορίτσια και μικρά παιδιά. Πρέπει να δούμε που θα την
περάσουμε, να μείνουμε έξω ούτε γι’ αστείο. Οι Τσέτες αλωνίζουν...»
«Να πάμε στην μητρόπολη, στην Άγια
Φωτεινή» πετάχτηκε η Δόμνα. «Είναι ο Δεσπότης μας εκεί, ο Χρυσόστομος. Όσο ζει
αυτός δεν πρόκειται να μας βλάψουνε! Είναι άγιος αληθινός ο Χρυσόστομος!»
Δε χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα, ο οίκος
του Θεού κι η μορφή του σεβάσμιου γέροντα φαίνονταν το πιο σίγουρο απάγκιο.
Εκεί ο εχθρός δε θα πατούσε.
Σάστισαν
μπαίνοντας στον ναό της Αγίας. Κι εδώ,
στο μαρμαρένιο δάπεδο, στα ξύλινα στασίδια, μια ατέλειωτη κοσμοπλημμύρα.
Δεινοπάθησαν μέχρι να βρουν μια γωνιά κοντά στο αναλόγιο. Μόλις βολεύτηκαν
άρχισαν κι οι κουβέντες με τους γύρω τους. Όλοι μια ιστορία είχαν να πουν
γεμάτη καημό. Έσμιγαν φόβοι κι αγωνίες τόσο που έλεγες πια πως δεν είχε ο
καθένας τη δική του, αλλά όλοι μοιράζονταν την ίδια. Τα πιο αθώα πλάσματα, τα
παιδιά, ακόμα και μέσα σ’ αυτή την οικτρή κατάσταση, έβρισκαν τρόπο να
χαμογελούν, να ψιλοπαίζουν με τους συνομηλίκους τους κάνοντας τους ενήλικες να
μειδιούν πικρά.
«Ψυχούλες μου… Τι να τα περιμένει άραγες
κι ετούτα» συλλογίστηκε η Μαρίτσα.
Η νύχτα έπεσε βαριά, θεοσκότεινη.
Εξαντλημένοι οι άνθρωποι έστρωσαν χαμαί τις κουρελούδες να βρούνε λίγη ανάπαυση
ο νους και τα κορμιά. Ξάπλωσε η Κατίνα δίπλα στη γιαγιά της, ωστόσο ο ύπνος δεν
έλεγε να της σφαλίσει τα βλέφαρα. Δεν ήταν η μόνη. Άκουγε γύρω στεναγμούς,
βουβά αναφιλητά κι ήξερε ότι όλοι βασανίζονταν- τι κι αν κάποιοι δεν το
’δειχναν; Ζούσαν το πιο τραγικό πράγμα του κόσμου, το διωγμό απ’ τον τόπο
τους...
«Καλέ συ Παναγιά μου κι Άγια μου
Φωτεινή/ βοήθα με κι εμένα κακό να μη με βρει...» θυμήθηκε το αγαπημένο άσμα των
Σμυρνιών κοιτώντας την εικόνα της πολιούχου τους. Προσπάθησε να το τραγουδήσει
σιγαλά μήπως της δώσει θάρρος. Τζίφος. Η γλυκιά κρυστάλλινη φωνή της έβγαινε
φάλτσα, τρεμάμενη. Μα μήπως ήταν ώρα για τραγούδια;
Έγειρε στην κολώνα που βρισκόταν πλάι
της και δίχως να το καταλάβει οι οφθαλμοί της έκλεισαν, βυθίζοντάς την σε
λήθαργο. Ένα φως την τύφλωσε και μια μορφή ξεπρόβαλε από μέσα του, όμορφη σαν
άγγελος. Τα λαδοπράσινα μάτια της την κοίταξαν στοργικά.
«Κατίνα μου…» πρόφερε η γυναίκα το όνομά
της.
«Μητέρα;»
Δεν είχε δει ποτέ την όψη της, όμως η
περιγραφή του Σίμου και μια ανεξήγητη ορμή μες στην καρδιά της την έκαναν να
πιστεύει ακράδαντα πως είναι αυτή. Άπλωσε το χέρι συγκλονισμένη προσπαθώντας να
τη φτάσει.
«Μανούλα, είσαι στ’ αλήθεια εσύ; Πες
μου, θέλω να ξέρω!»
«Εγώ είμαι, κόρη μου, η μάνα σου! Κι εσύ
το κοριτσάκι μου, που δεν πρόλαβα να σε διω να μεγαλώνεις… Τι έμορφη που
γίνηκες!»
Τα μάτια της Κατίνας νότισαν. «Μάνα,
φοβάμαι» μίλησε. «Ο πατέρας μ’ άφησε, έμεινε πίσω. Έρχεται λέγει να σε βρει»
«Το ξεύρω, τζιέρι μου. Μα δε με δίνει
χαρά ετούτο, πικραίνουμαι…»
Το μελαγχολικό της βλέμμα συνάντησε της
κόρης της. Οι δυο γυναίκες της ζωής του Σίμου, μικρή και μεγάλη, νεκρή και
ζωντανή, σ’ ένα δεσμό που υπερέβαινε το χρόνο…
«Έρχουνται δύσκολες ώρες μάτια μου»
ανήγγειλε προφητικά η μητέρα Κατίνα. «Μα συ να μείνεις δυνατή. Θα διείς πολλά.
Μη λυγίσεις» πρόσθεσε χαϊδεύοντάς της το μάγουλο.
«Μητέρα, στάσου! Μη μ’ αφήνεις!» ικέτεψε
καθώς η φιγούρα της χανόταν.
Την ξύπνησε το παραλήρημά της. Έξω είχε
ξημερώσει. «Τι όνειρο κι αυτό πάλι… Μάνα δωσ’ μου κουράγιο» είπε κάνοντας το
σταυρό της.
«Τι λες γιαβρί μ’;» απόρησε η κυρά
Φωτεινή.
«Είδα στον ύπνο μου τη μάνα μου, νενέ»
εξήγησε η κοπέλα. Δεν πρόλαβε να πει άλλα, διότι την ίδια στιγμή φάνηκε στην
Ωραία Πύλη ο Μητροπολίτης. Στητός, αγέρωχος όσο κι εξαϋλωμένος απ’ τις πολύωρες
προσευχές και τις γονυκλισίες, φάνταζε πλάσμα απόκοσμο που έβγαινε απ’ τη θύρα
της Παράδεισος. Οι πάντες σώπασαν με δέος. Ο Χρυσόστομος έριξε μια καθαρή
στοργική ματιά στο ποίμνιό του κι ύστερα γονάτισε μπρος στον Εσταυρωμένο.
«Μνήσθητι Κύριε ως αγαθός των δούλων σου» μουρμούρισε ο θείος Πέτρος ενώ
μιμούνταν τον ιεράρχη τους. Ήταν η τελευταία λειτουργία, ένας Δείπνος Μυστικός
πριν το Πάθος.
Ώρα πολλή κράτησε η δέηση. Ύστερα ο
Χρυσόστομος βάλθηκε να εμψυχώσει την ποίμνη του. Τα λόγια του άρδευαν σαν το
δροσερό νερό τις στεγνωμένες ψυχές των πιστών. Η Θεία Πρόνοια, είπε, δοκίμαζε
την πίστη και την υπομονή τους. Μα όπως στη φουρτούνα φαίνεται ο έμπειρος
ναυτικός, έτσι κι εδώ ο καλός χριστιανός. Ρουφούσε η Κατίνα τα ρήματά του, τα
’βαζε παρέα με της μάνας της κι αναθαρρούσε. Ο Κύριος δε θα τους εγκατέλειπε.
Το μεσημέρι τούς μοίρασε
κλινοσκεπάσματα, φάρμακα κι ένα ταπεινό συσσίτιο. Γεύτηκαν οι μεγάλοι το ψωμί
με τις ελιές, έδωσαν ρύζι στα παιδιά, στυλώθηκαν. Και λίγο αργότερα ο Άγιος
Σμύρνης ανεβαίνει ξανά στον άμβωνα να κηρύξει το Θείο Λόγο.
Δεν προλαβαίνει ν’ αποσώσει. Ποδοβολητά
αλόγων ηχούν έξω απ’ το ναό κι η κεντρική πόρτα ανοίγει διάπλατα. Στο μέσο της
στέκουν ένας Τούρκος αστυνόμος συνοδεία κάμποσων στρατιωτών. Ανατριχιάζουν οι
πρόσφυγες, πετρώνουν. Οδύρονται οι γυναίκες, κλαίνε τα μικρά. Ο αστυνόμος
απαξιωτικά, φτύνοντας σχεδόν τις λέξεις, διατάζει το Χρυσόστομο να παρουσιασθεί
στο φρουραρχείο. Μ’ ένα νεύμα του οι στρατιώτες πλησιάζουν το γέροντα. Κάνουν
να στήσουν ανθρώπινη ασπίδα οι άντρες, να προφυλάξουν απ’ τα χέρια των απίστων
το Δεσπότη τους, μα εκείνος τους συγκρατεί. Καμιά θυσία δεν έχει νόημα, η οδός
του μαρτυρίου ανοίγεται έμπροσθέν του. Σαν το Χριστό κι αυτός, παραδίδεται στους
σταυρωτές του, αφήνοντας τα τέκνα του στο έλεος του Θεού.
Σάββατο 27 Αυγούστου 1922. Το 4ο
Σώμα Ιππικού με επικεφαλής τον Μεχμέτ Τζακή Μπέη εισβάλλει στη Σμύρνη. Μαζί
τους το ανήμερο θεριό, ο διοικητής της πόλης Νουρεντίν πασάς. Με εντολή του
ιδίου ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και οι δημογέροντες Τσουρουκτσόγλου και
Κλημάνογλου θα κατακρεουργηθούν λίγο αργότερα από τον τουρκικό όχλο.
Οι Τούρκοι τοιχοκολλούν προκηρύξεις,
εκδίδουν διαγγέλματα ότι δε θα βλαβεί κανένας. Πώς να πιστέψεις όμως τον εχθρό;
Την επόμενη κιόλας μέρα όλα αθετούνται. Ασυγκράτητοι πλέον πλιατσικολογούν τα
ελληνικά καταστήματα, μετατρέποντας σε χαλάσματα κόπους ετών ολόκληρων.
Άνθρωποι με τους οποίους οι Έλληνες ζούσαν πλάι πλάι δίχως να ξέρουν πως
ζέσταιναν φίδι στον κόρφο τους. Κι αφού εκτονώσουν το μένος τους στις υλικές
περιουσίες, ανάβει μέσα τους η δίψα για το αίμα: αρχίζει η σφαγή! Όσοι Σμυρνιοί
ξεγελάστηκαν να ξεμυτίσουν, πανικοβάλλονται, τρέχουν να σωθούν. Μα που να πάνε;
Ποιόν τόπο έχουν σίγουρο; Κάποιοι γυρνούν στα υπόγεια των σπιτιών τους, άλλοι
πάλι φωνάζουν:
«Στα μνήματα! Να πάμε στα μνήματα!»
«Στα μνήματα; Μαζί με τους νεκρούς;»
ρίγησε η Κατίνα.
«Τι άλλο γλέπεις κόρη μου; Βαπόρια δεν
ήρχουνται κι οι Τούρκοι μας θερίζουν!» απάντησε η κυρά Φωτεινή. «Κάμε κουράγιο…
Ας δώκει ο Θιος να μην έρχουν μέχρις εκεί!»
Στον ίσκιο των κυπαρισσιών οι ζωντανοί
αγκάλιαζαν τους πεθαμένους. Σιγανά κλάματα, μοιρολόγια, να σμίγουν με το πνιχτό
ανασασμό της αγωνίας για τα πιο ανυπεράσπιστα πλάσματα που φώλιαζαν μαζί τους.
Γιατί οι Τσέτες δε σεβάστηκαν ούτε ιερό ούτε όσιο. Όρμησαν στο κοιμητήρι
αναζητώντας πεινασμένοι τη λεία τους, τη γυναικεία σάρκα. Αλαφιασμένοι οι
γονείς κι οι συγγενείς έσπευσαν να κρύψουν τις κόρες τους, τις αδελφές, τις
γυναίκες τους στους τάφους. Έτσι βρέθηκε η Κατίνα χωμένη στη σκοτεινιά του
μνήματος, για ν’ αποφύγει την ατίμωση. Έσφιγγε πάνω της την Ανυσώ, βύθιζαν η
μια το πρόσωπο στο λαιμό της άλλης να μην αναπνέουν τη δυσωδία των πτωμάτων, τ’
αυτιά τους όμως συλλάμβαναν τον ήχο του δράματος που παιζόταν δίπλα τους. Μητρικές
οιμωγές, κραυγές κοριτσιών που ο Τούρκος χώριζε βίαια από κείνες σπρωγμένος από
βρώμικη, εγκληματική λαγνεία. Άκουγε με φρίκη την πλάκα να δέχεται το γδούπο
των αγνών κορμιών, τα πονεμένα βογκητά των παρθένων να σμίγουν με τους
βρυχηθμούς των βιαστών και το λυγμό της μάνας που ξεψυχούσε χτυπημένη επειδή
τόλμησε να προστατεύσει το κορίτσι της... Κι ήταν σαν να ’σφαζαν εκείνη όταν η
σπάθα των σκυλιών, αποτελειώνοντας το μιαρό τους έργο, μπηγότανε ολόκληρη στα
σωθικά της κόρης...
Την άλλη μέρα ο πανικός ξανάρχισε, αυτή
τη φορά πιο έντονος. Έτσι όπως κρύβονταν καρδιοχτυπώντας, ο Κωνσταντίνος άρχισε
κάποια στιγμή να κλαίει. Πήρε η Μαρίτσα να τον κουνά πέρα δώθε ελπίζοντας να
σταματήσει, μα η φωνή του βρέφους γινόταν εντονότερη.
«Κάμε το να πάψει, καημένη Μαρίτσα!»
μίλησε η Δόμνα. «Θα μας προδώκει ο τσουτσές κι αλίμονό μας!»
Τι να κάνει η γυναίκα; Το χάιδεψε, το
φίλησε, ψιθύρισε λόγια γλυκά να το μερώσει.
«Σσς... Σώπα γιόκα μου, σώπα παιδί
μου... Μην σκούζεις πλιο, σώπα...»
«Αφιόνι δεν έχετε; Θα μας κάψει!» φώναξε
ο θείος Πέτρος.
«Πνίχτε το!» ξεστόμισε η Σοφία. Η
Μαρίτσα κοίταξε αποσβολωμένη την αδελφή της.
«Το γιο μου δεν τον πνίγω! Σκασμός και
πλανταγμός σ’ εσάς που θέτε το κακό του!
Ένα αθώο μωρό!» είπε κι έβαλε τα κλάματα.
«Φερ’ το δω θεία» παρενέβη η Κατίνα. «Δω
μου τον»
Μόλις βρέθηκε στα χέρια της ξαδέλφης
του, ως διά μαγείας το παιδί ηρέμησε. Σταυροκοπήθηκαν όλοι με ανακούφιση.
«Θαύμα! Ευλογημένη να ’σαι κόρη μου!»
ψέλλισε η μάνα του. Τότε η κοπέλα πρόσεξε μιαν απώλεια.
«Που ’ναι η Ανυσώ;» ρώτησε. Σαν ν’
αφυπνίστηκαν, οι υπόλοιπες γυναίκες περιέφεραν το βλέμμα γύρω τους.
«Ω Θε μου! Ας μην ήμεινε όξω το
κορίτσι!» ξεφώνισε η Μαρίτσα.
Κρύος ιδρώτας έλουσε την Κατίνα. Τη
νύχτα, όταν πια μπόρεσαν να βγουν απ’ τα κρησφύγετά τους, είδε το Αντώνη να
έρχεται τρεκλίζοντας κοντά τους, βαστώντας στα χέρια ένα νεκρό κορμί, μια
μικροσκοπική κοπέλα, την...
«Ανυσώ!» τσίριξε. Ο θείος της κάτωχρος
απίθωσε το φορτίο του στο μάρμαρο.
«Εγώ φταίω... Εγώ» παραληρούσε. «Δεν
επρόλαβα, δεν την προστάτεψα... Συγχώρα με ανιψιά μου! Συγχώρα με Κατίνα μου,
που στάθηκα ανάξιος να σώσω και τις δυο σας! Συγχώρα με...»
«Ανυσώ μου» τονθόρισε[3] η
Κατίνα. «Αδερφούλα μου, γλυκιά μου, τζιέρι μου...»
Ο πόνος τη γονάτισε. Αγκάλιασε τη σορό
της χύνοντας καυτά δάκρυα στα παγωμένα μάγουλα, φιλώντας τα γλυκά, λες και
μπορούσε να την αναστήσει έτσι. Πρώτη φορά το θάνατο τον ένιωθε σιμά της,
αιμορραγούσε η καρδιά με το κεντρί του. Πόσους έμελλε να χάσει ακόμα;
Απ’ άκρου εις άκρον της μαρτυρικής
πόλης, η ανόσια μεταλαβιά σώματος κι αίματος Γραικών συνεχιζόταν δίχως έλεος.
Πολλοί απεγνωσμένοι έπεφταν στη θάλασσα να φτάσουν τα συμμαχικά καράβια που
είχαν αράξει στο λιμάνι κι οι Τούρκοι άναβαν πετρέλαιο μες στο νερό για να τους
δουν να καίγονται ζωντανοί. Μα όσοι κατάφερναν να πιαστούν στις κουπαστές των
πλοίων δεν είχαν καλύτερη μοίρα. Τους κτύπαγαν με ξύλα και λοστούς οι
υποτιθέμενοι προστάτες, έριχναν πάνω τους ζεματιστό νερό. Έστηναν προβολείς και
κάμερες, ν’ αποτυπώσουν στο φιλμ το δράμα του ελληνισμού! Ούτε μια κανονιά δε
ρίχτηκε, κι ας ήταν μπορετό να επιβληθεί η τάξη! Οι δυτικές “χριστιανικές” δυνάμεις αποδείχθηκαν οι πιο φαρμακερές όχεντρες, αφήνοντας τους χριστιανούς της
Ανατολής στη μοίρα τους...
Τρεις μέρες κράτησε η σφαγή. Και
ξαφνικά, την τέταρτη, μια δολερή ηρεμία απλώθηκε τριγύρω, σαν τη μπουνάτσα πριν
την τρικυμία. Ανάσαναν οι κάτοικοι της Σμύρνης, είπαν πως έριξε αυλαία η
τραγωδία τους. Που να ’ξεραν όμως πως είχαν δει μόνο την πρώτη πράξη…
«Βγείτε! Βγείτε, χριστιανοί!»
παρήγγειλαν κάποιοι μες στο νεκροταφείο. «Πάμε στα σπίτια μας! Σηκωθείτε!»
Ζαλισμένοι, μη μπορώντας ακόμη να
πιστέψουν πως έλαβε τέλος το κακό, φιλιόντουσαν σταυρωτά μεταξύ τους όπως τη
Λαμπρή, δάκρυα χαράς πλημμύρισαν τα μάτια τους που έμελλαν αμέσως να
στεγνώσουν. Με το που βγήκαν έξω τους συνάντησαν φωνές:
«Βοήθεια! Φωτιά!»
«Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη!»
«Καιγόμαστε!»
Ήταν Τετάρτη απόγευμα, 31 Αυγούστου,
όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά. Ξεκινώντας το καταστροφικό της έργο απ’ την
αρμένικη συνοικία, έζωνε τώρα τις γειτονιές των Ελλήνων, οδηγημένη από το
δυνατό μαΐστρο. Πυκνά σύννεφα καπνού ανέβαιναν στον ουρανό σαν νεκρολίβανο
γράφοντας τον τραγικό επίλογο στο δράμα της πόλης. Μια δεύτερη Ρώμη στα χέρια
του δικού της Νέρωνα, του Μουσταφά Κεμάλ, που λίγο μακρύτερα στο Κορδελιό ατένιζε
με ηδονή τη θυσία της…
Οι φλόγες έγλειφαν τους τοίχους των
σπιτιών, σκαρφάλωναν στα σαχνισιά[4]
τους. Έτρεχε η Κατίνα ακολουθώντας το πλήθος κι έσερνε απ’ το χέρι τη γιαγιά
της, που κοιτούσε πίσω φοβισμένη.
«Που είναι οι άλλοι; Που ’ναι οι κόρες
μου, τ’ αγγόνια μου;» αναρωτιόταν.
«Θα τους βρούμε, νενέ. Τρέξε να
γλιτώσουμε» την παρότρυνε. Υπάκουσε η κυρά Φωτεινή, όμως οι δυνάμεις της την
εγκατέλειπαν.
«Έλα, νενέ μου, σε παρακαλώ! Μη μ’
αφήνεις μόνη μου!» την τράβηξε η κοπέλα.
«Δεν ημπορώ τζιέρι μου» πρόφερε. «Δε με
βαστούν τα πόδια μου…»
«Σήκω, νενέ! Κάμε το για μένα!» την
εκλιπαρούσε. Πιάνοντάς την απ’ τις μασχάλες την σήκωσε όρθια, μα πριν προλάβουν
να κάνουν λίγα βήματα ένας Τσέτης τους έκοψε το δρόμο.
«Τσικάρ
παρά!» απαίτησε τείνοντας τη λόγχη του. Οι δυο γυναίκες πάγωσαν.
«Τσικάρ!»
ξανάπε.
«Τα χρυσά μας θέλει… Βγαλ’ τα, νενέ,
βγαλ’ τα να σωθούμε» εξήγησε στην κυρά Φωτεινή η Κατίνα. Το βλέμμα της στάθηκε
στο δεξιό καρπό της, οπού φορούσε πάντοτε το δώρο του Μανώλη. Έπρεπε να
θυσιαστεί κι αυτό για να σωθεί η ίδια…
«Συγγνώμη Μανώλη μου» ψιθύρισε και
χάιδεψε με τ’ ακροδάχτυλά της το βραχιολάκι πριν του το δώσει. Τα δάχτυλα της
κυρά- Φωτεινής πάσχιζαν να ξεκουμπώσουν το χρυσό σταυρό της, όμως ο τρόμος που
τα ’χε καταλάβει την εμπόδιζε. Κι ο Τσέτης ανυπόμονος, βλέποντάς την να
παιδεύεται, έβγαλε το χατζάρι του και την αποκεφάλισε μπροστά στην εγγονή της!
«Αα!» ούρλιαξε η Κατίνα χιμώντας στο
άψυχο σώμα της γιαγιάς της. Μα ο Τούρκος δεν της άφησε χρόνο να θρηνήσει.
Μισολιπόθυμη απ’ το σοκ την έσυρε παράμερα, θέλοντας να κορέσει επάνω της τις
κτηνώδεις ορμές του. Μούδιασε το κορίτσι συνειδητοποιώντας τις προθέσεις του.
«Όχι... Όχι!» ψέλλισε έρποντας προς τα
πίσω. Με μια γερή κλωτσιά την ξάπλωσε στο έδαφος και πλάκωσε το κορμί της με
τον όγκο του ακινητοποιώντας τα μέλη της. Πάλευε να ελευθερωθεί, μα κάθε κίνηση
την καθιστούσε όλο και πιο αδύναμη. «Πεθαίνω» σκέφτηκε κλείνοντας τα μάτια…
…Ένιωσε ξάφνου ν’ αλαφρώνει κι ένας
ξερός κρότος δόνησε τα τύμπανά της. Μια γνώριμη μιλιά ήχησε σαν σε όνειρο:
«Κατίνα!»
Ένα χέρι υποβάσταξε τη μέση της ενώ το
άλλο την άγγιξε απαλά στο μάγουλο. Μισανοίγοντας τα βλέφαρα, είδε δυο γαλανά
αντρικά μάτια να την κοιτούν τρυφερά, ανήσυχα, με τ’ αγγεία τους πεταμένα απ’
την κούραση και την αγωνία. Η μορφή του, η μορφή του Μανώλη…
«Κατίνα! Δόξα τω Θεώ! Ζεις!» αναφώνησε
το παλικάρι.
«Μανώλη… Πως βρέθηκες εδώ;» τον ρώτησε
με κόπο.
«Μη με ρωτάς αγάπη μου! Πάμε να
φύγουμε!» αποκρίθηκε. Έστρεψε το βλέμμα κι αντίκρισε τον παρ’ ολίγον βιαστή της
ανάσκελα πιο κει, ακίνητο, με μια τεράστια ερυθρή κηλίδα στη χλαίνη του.
«Τον σκότωσες…» άρθρωσε έντρομη. «Άμα σ’
έβλεπαν-»
«Δε με νοιάζει! Δε θ’ άντεχα να σε δω
ατιμασμένη! Κάλλιο για μένα ο θάνατος παρά τούτο το πράγμα!» αντέδρασε ο
Μανώλης. Εκείνη τον κοίταξε βουρκωμένη.
«Έλα καρδιά μου» είπε και τη σήκωσε στην
αγκαλιά του, φιλώντας την στο κούτελο. Αφέθηκε στα χέρια του, τη μόνη ελπίδα
που είχε πλέον να γλιτώσει, κι ο νέος έτρεχε πατώντας πάνω σε αίματα και
πτώματα ώστε να φτάσει στο λιμάνι, να σώσει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και το
πολύτιμο για κείνον πλάσμα, που είχε τυλίξει σφιχτά τα μπράτσα της γύρω απ’ το
λαιμό του.
Κόσμος πολύς κατέκλυζε την προκυμαία.
Προσπαθούσαν εναγωνίως να επιβιβαστούν στις βάρκες, οι οποίες ενίοτε βούλιαζαν
κάτω απ’ το βάρος τους σέρνοντας στον υγρό τους τάφο δεκάδες αθώα θύματα. Πίσω
φωτιά και μαχαίρι, εμπρός η θάλασσα κι ο φόβος του πνιγμού. Πότε άλλοτε η ζωή
βρέθηκε τόσο κοντά στο θάνατο, πότε άλλοτε η ελπίδα να σωθείς γινότανε το τέλος
σου; Τα κύματα θρηνητικά νανούριζαν τα κορμιά που ρίσκαραν το δεύτερο, μη
θέλοντας να πέσουν στα χέρια του εχθρού…
«Άσε με χάμω τώρα. Μπορώ να περπατήσω»
είπε η Κατίνα στο Μανώλη. Την κατέβασε προσεκτικά κι έπιασε τους ώμους της.
«Που είναι οι δικοί σου;» ρώτησε.
«Δεν ηξεύρω… Τη νενέ την έσφαξαν μπρος
στα μάτια μου, οι άλλοι σκορπιστήκαν… Μόνο εσένα έχω, κανέναν άλλο!»
αποκρίθηκε.
Η καρδιά του ράγισε. Άπλωσε αργά το
δείκτη του στην όψη της σπογγίζοντας το δάκρυ της. «Ούτε εγώ ξεύρω…» ομολόγησε.
«Μόνοι μας είμαστε, καρδιά μου, μονάχα εσύ κι εγώ!»
Ήταν η σειρά της να στεγνώσει το δάκρυ
που κύλησε στα γένια του. Ύστερα οι ματιές τους έσμιξαν κι έμειναν να θωρούν ο
ένας τον άλλο βουβοί, λες και γύρω δε γινόταν χαλασμός.
«Μανώλη…» έσπασε πρώτη τη σιωπή η
Κατίνα. «Αν σωθούμε… θα με παντρευτείς; Θα με κάνεις γυναίκα σου;»
Σάστισε προς στιγμήν ο Μανώλης. Πως
σκέφτηκε να του ζητήσει τέτοιο πράγμα αυτή την ώρα; Αμέσως όμως μετάνιωσε. Δεν
είχε λόγο πια να διστάσει ή ν’ αρνηθεί, έτσι όπως είχαν μείνει ολομόναχοι.
Εκείνος όριζε τη ζωή της, στον ίδιο έπεφτε ο κλήρος να την προστατέψει, κι
αυτήν ήθελε πλάι του στο Γολγοθά που βίωναν… Πήρε την αριστερή της παλάμη στη
δικιά του σαν να της πέρναγε αρραβώνα κι ενώνοντας τα δάχτυλά τους της έδωσε
τον πιο ιερό του όρκο, που πέταξε θαρρείς πάνω απ’ την πύρινη λαίλαπα της
Σμύρνης μέχρι το θρόνο του Θεού:
«Από τούτη τη στιγμή λογάριαζέ με για
άντρα σου!»
Αντάμωσαν γλυκά τα χείλη τους, ξέχειλα
έρωτα και πόνο, έπειτα έκλεισαν τα χέρια γύρω απ’ τα κορμιά δημιουργώντας ένα
αόρατο προστατευτικό δίχτυ ανάμεσα σ’ αυτούς και τον έξω κόσμο. Τη θέρμη του
αγκαλιάσματός τους διέκοψαν κραυγές:
«Οι Τσέτες! Ορμούν οι Τσέτες!»
«Βοήθεια!»
Μια φάλαγγα στρατιωτών επιτέθηκε στο
αλλοπαρμένο πλήθος. Σφύριζε το γυμνό λεπίδι κι ο ήχος του συνέφερε τους δύο
νέους απ’ την παραζάλη τους. Λούφαξε η κοπέλα κοντά στο στήθος του καλού της κι
ο παλμός της καρδιάς του σφυροκόπαγε στ’ αυτί της.
«Τρέξε Κατίνα!» της φώναξε. Άρπαξε τη
χούφτα του και το ένστικτο της επιβίωσης έβαλε φτερά στα πόδια τους.
Μπερδεύτηκαν με τους άλλους που τρέχανε προς κάθε κατεύθυνση φρενιασμένοι. Ένα
χαντάκι κείτεται μπροστά τους. Θα πέσουν μέσα μπρούμυτα δίχως ν’ ανασαίνουν, θα
τους νομίσουν για νεκρούς οι Τσέτες και θα τους προσπεράσουν. Θα σωθούν!
Δεν προλαβαίνουν. Ένας έφιππος
αξιωματικός προσέχει το Μανώλη, τα ρούχα του προδίδουν πως είναι Έλληνας
στρατιώτης. Κι αμέσως δίνει διαταγή: «Καφίρ
καβραμά, πιάστε τον άπιστο!»
Δύο πεζοί ορμούν προς το μέρος τους. Η
Κατίνα, έχοντας αντιληφθεί ότι έρχονται για κείνον, τον σφίγγει επάνω της κι
αυτός κολλά στο σώμα της. Όμως οι Τούρκοι δεν χωρατεύουν. Ρίχνονται στο ζευγάρι
και με βίαιες κινήσεις καταφέρνουν να αποσπάσουν το νέο απ’ την αγκαλιά της
κόρης. Σπαράζει εκείνη τ’ όνομά του, κρεμά το λυγερό κορμί στις πλάτες τους
χτυπώντας τες. Μάταιος κόπος. Την πετούν στο χώμα σαν σκουπίδι κι ένας τρίτος
την τρομοκρατεί βάζοντάς της το πιστόλι στον κρόταφο, σαν να λέει “τόλμα ν’
αντισταθείς”, ενώ με σπρωξιές και κλωτσιές γονατίζουν το Μανώλη δένοντας
πισθάγκωνα τα χέρια του. Για μια στιγμή μονάχα στρέφει τον αυχένα του και την
αντικρίζει ηττημένος. Το νιώθει πως είναι πια αργά, ότι ίσως δεν έχει
επιστροφή. Μια προτροπή σχημάτισαν τα χείλη του:
«Στάσου γερή αγάπη μου!»
Οι δύο άτακτοι τον έστησαν όρθιο και με
βρισιές τον διέταξαν να προχωρήσει. Ο τρίτος έφτυσε δίπλα της στο χώμα
μουρμουρίζοντας κάτι σαν «γκιαούρ κιοπέκ», «άπιστη σκύλα», ύστερα χάθηκε κι
αυτός μαζί με τους υπόλοιπους. Ο Μανώλης βάδιζε το δρόμο της αιχμαλωσίας…
Χαμένη απέμεινε η Κατίνα, με τα δάκρυα
να βρέχουν ασταμάτητα το δέρμα της. Αδυνατούσε να πιστέψει ότι της πήραν μέσα
απ’ τα χέρια την αγάπη της, αυτόν που της υποσχέθηκε πριν λίγο να γίνει άντρας
της. Ένιωσε τόσο μικρή, τόσο ανυπεράσπιστη! Έπρεπε όμως να φανεί δυνατή, να μη
λυγίσει μπροστά στο χωρισμό, ας ήταν και αιώνιος.... Αυτό τη νουθέτησε η νεκρή
μάνα της, το ίδιο της ζήτησε κι εκείνος. «Στάσου γερή αγάπη μου»
«Θα σταθώ… Στ’ ορκίζομαι» ψέλλισε κι ας
μη μπορούσε πια να την ακούσει…
Η Σμύρνη ξεψυχούσε παραδομένη στις
φλόγες. Μαζί της πέθαιναν οι ελπίδες και τα όνειρα της Κατίνας, όλων των
Μικρασιατών Ελλήνων. Στάθηκε άβουλη στην αποβάθρα, ο κόσμος την έσπρωχνε από
παντού. Δεν μπορούσε πουθενά να δει κάποιον δικό της. Άραγε ζούσανε ακόμα, κι
αν ναι, σε ποιό καρυδότσουφλο να ’χανε στοιβαχτεί;
«Τι κάθεσαι κοπέλα μου; Έμπα στη βάρκα
να σωθείς!» την παρότρυνε μια άγνωστη γυναίκα δίπλα της. Πειθάρχησε. Σάμπως
μπορούσε να κάνει αλλιώς;
Νύχτωσε πάνω απ’ τη μαρτυρική πόλη. Ο
ουρανός της Ιωνίας, θολωμένος, άναβε δειλά- δειλά τ’ αστέρια του και τα ’στελνε
να καθρεφτιστούν στο Αιγαίο. Μες στα νερά του αρμένιζε τώρα ξεκομμένο από τη γη
του ένα μικρό ευαίσθητο λουλούδι. Κι ήταν αυτό η νεαρή προσφυγοπούλα, η
δεκαοκτάχρονη Κατίνα Σεκέρογλου απ’ το Μπουτζά της Σμύρνης, που εγκατέλειπε
παντοτινά τον τόπο της...
Λίνα Δώρου