Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 6)

«Προς πεφωτισμένους το ανάγνωσμα.
Σωτήριο έτος 1809. Αυτή είναι η ιστορία μου, η ιστορία ενός ανθρώπου που αμάρτησε. Ήμουν και εγώ κάποτε ένας εύπορος γαιοκτήμονας, μαζί με τον μικρότερο αδερφό μου, τον Γιώργη, με κτήματα πολλά, ζωντανά και υποστατικά. Χωρικούς είχαμε πολλούς στη δούλεψη μας και ο θεός μας ανταπέδιδε τον κόπο, με όλου του κόσμου τα αγαθά. Μα και αν είχαμε σοδειές και χρήματα και θέση ξεχωριστή στη μικρή μας κοινωνία, τούτο μοναχά δεν είχα. Μιας γυναίκας την αγκαλιά, κάποια που με θέρμη να με δεχτεί στην κάμαρη μου τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Παιδιά στην αγκαλιά μου δεν μπόρεσα να χαρώ και ήταν ο καημός μου μεγάλος. Μα όταν φούντωνε ο καημός και η πίκρα, έπαιρνα το άλογο και ξεχυνόμουνα στον κάμπο. Κάλπαζα πλάι στο ποτάμι και έπειτα ανέβαινα πάνω, ψηλά στην κορφή, στην γκρεμισμένη εκκλησία. Και αγαλλίαζε η ψυχή μου και ευφραίνονταν η καρδιά μου καθώς έβλεπα τη μεγαλοσύνη Του. Ένιωθα την ευλογία Του καθώς ανέπνεα τον καθάριο κρύο αέρα και γέμιζε ο νους με της πλάσης τα όμορφα καμωμένα. Και έπειτα, σαν έπαιρνε η νύχτα, επέστρεφα αποκαμωμένος, μα ευχαριστημένος που ζούσα τη χάρη Του κάθε μέρα, με κάθε τρόπο. Και πέρναγαν οι χειμώνες και πέρναγαν τα καλοκαίρια. Και ήρθε αυτή η μέρα, που εμφανίστηκε στο αρχοντικό μας εκείνη. Μια, αρχόντισσα στην ομορφιά και στην καλοσύνη, η Μαρία. Την έφερε ο Γιώργης σαν ήρθε από τη μεγάλη πόλη, η αρραβωνιάρα του. Κορμί στητό σαν το αγιοκέρι και μάτια γαλανά σαν τον ξάστερο ανοιξιάτικο ουρανό. Και όταν χαμογελούσε, θαρρείς χαμογελούσε η πλάση ολάκερη. Ακόμη και τώρα─ Θεέ μου σχώρα με─ καθώς τη φέρνω ξανά στο νου, το σώμα μου φλέγεται.

Από εκείνη την ημέρα, σάμπως και μπήκε ο πειρασμός μέσα μου, ο καταραμένος εκείνος ο λογισμός, που μ’ άφηνε ξάγρυπνο τα βράδια. Τίποτα πια δεν μπορούσα να χαρώ. Το φαγητό μου φαινότανε άνοστο σαν στάχτη, το νερό πικρό σαν χολή. Ούτε πια η βόλτα, εκεί ψηλά στην εκκλησία, στο ησυχαστήριο μου ήταν ικανή να ξαλαφρώσει την καρδιά μου. Και σαν επέστρεφα στο σπίτι και αντάμωνα εκείνη στο σαλόνι, απέστρεφα το βλέμμα μου και έτρεχα να κλειδωθώ στην κάμαρη μου.
Και ήταν τόση η ταραχή και η σύγχυσή μου, που αποφάσισα προφασιζόμενος την αυξημένη δουλειά να μετακομίσω στο δεύτερο υποστατικό μας δίπλα στο ποτάμι, παρά της αντιρρήσεις του Γιώργη. Έφευγα πριν χαράξει η μέρα και επέστρεφα μόνο σαν έβγαινε το φεγγάρι. Μα όσο σκληρά και αν δούλευα την γη, όσο και αν βασάνιζα το μυαλό μου, ο λογισμός μου ήταν συνεχώς στον πειρασμό.
Το είχα πάρει πια απόφαση, μόλις θα τελείωνε η σοδειά, θα έβρισκα πρόφαση και θα έφευγα μακριά, ίσως και για πάντα. Μόνο έτσι πίστευα πως θα γλυτώσω. Ώσπου ήρθε εκείνη η αποφράδα μέρα, δεκαπενταύγουστος ήτανε. Σηκώθηκα νωρίς, και παρά την μεγάλη εορτή, είχα αποφασίσει να πάω να επιθεωρήσω τα χτήματα. Καθώς άνοιξα την πόρτα, έπεσα πάνω στη Μαρία. Κοπήκανε τα γόνατα μου, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. –Καλημέρα, μου είπε με την μελιστάλαχτη φωνή της. Σου έφερα ψωμί που ζύμωσα εψές. Πήρα το καρβέλι, το απίθωσα στο τραπέζι και έκαμα να φύγω μα μου έφραξε τον δρόμο.─ Γιατί έφυγες από το σπίτι; ─Δουλειά μου, της αποκρίθηκα και προσπάθησα να φύγω. Κλείδωσε την πόρτα και έβαλε το κλειδί στο μπούστο της. Ξεκούμπωσε ένα κουμπί της μπλούζας της. Ίδρωνα και ξεφυσούσα μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Όσο πισωπάταγα, τόσο με πλησίαζε. –Γιατί μου το κάνεις αυτό; Είσαι γυναίκα του αδερφού μου! –Έχω δει πως με κοιτούσες, τότε στο αρχοντικό. –Μη σε παρακαλώ, να χαρείς, άσε με να φύγω.─ Ξέρεις που είναι το κλειδί, έλα και πάρε το. Ο πειρασμός δυνατότερος από τη λογική, ενίκησε. Το μυαλό εθόλωσε και τα σώματα παραδόθηκαν στην απαγορευμένη ηδονή. Τι πήγα και έκανα ο τρελός; Ποιο πάθος ανομολόγητο το επέτρεψε να συμβεί; Και τότε συνέβη το αδιανόητο. Φωνές ακούστηκαν αγριεμένες, έξω από την πόρτα μου. Ο Γιώργης έβριζε θεούς και δαίμονες, αποκαλώντας τη γυναίκα του με ονόματα που δεν μπορώ, ούτε καν να αναφέρω. Με μια δυνατή κλωτσιά, έριξε την πόρτα και βλέποντας μας ξαπλωμένους στο κρεβάτι. Άκουγε καιρό τώρα τους ψίθυρους των κολίγων, τα κρυφά τους χαμόγελα σαν περνούσε από δίπλα τους και η ζήλια φούντωνε μέσα του. Αποφάσισε το λοιπόν εκείνη την ημέρα να την ακολουθήσει και την είδε να μπαίνει στο σπιτικό μου. Παραμόνεψε και είδε με τα μάτια του πως η γυναίκα του, εκείνη που αποφάσισε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του μαζί της και να γίνει η μητέρα των παιδιών του, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μέγαιρα, μια κοινή πόρνη. Τράβηξε μαχαίρι και μου όρμησε βλαστημώντας. Παλέψαμε άγρια και τότε έγινε το κακό. Ο Γιώργης, έπεφτε μαχαιρωμένος από τον ίδιο του αδελφό, εμένα. Η Μαρία άρχισε να τσιρίζει. Κοίταξα τα χέρια μου που ήταν γεμάτα αίματα. Είχα χάσει πλέον τα λογικά μου, είχα γίνει ο Κάιν. Παρόλα αυτά δε έχασα ώρα, παρά τον πανικό μου. Ήξερα πως από στιγμή σε στιγμή, μόλις μαθεύονταν το φονικό, οργισμένοι άντρες θα με έπαιρναν στο κατόπι. Άρπαξα το άλογο και έτρεξα να βρω καταφύγιο. Θα ανέβαινα πάνω στην εκκλησία να κρυφτώ και να προσευχηθώ, να ζητήσω άφεση για τη ζημιά που είχα προκαλέσει. Μα φαίνεται πως το κακό έγινε γρήγορα γνωστό και πολύ σύντομα βρέθηκα κυνηγημένος από οπλισμένους πιστούς άντρες του αδερφού μου. Έφτασα ως τη ρίζα του βουνού, μα οι σφαίρες έπεφταν βροχή. Δύο ή τρεις, με λάβωσαν βαριά. Έπεσα από το άλογο και μπόρεσα να συρθώ στα βάτα ενώ εκείνο συνέχιζε να καλπάζει αφηνιασμένο. Είχα γλυτώσει από τους διώκτες μου, μα όχι από το ριζικό μου. Σύρθηκα ημιθανής, νιώθοντας ότι το τέλος μου ήταν κοντά. Βρήκα την είσοδο μιας σπηλιάς και έρποντας με δυσκολία, έφτασα σε μια μεγάλη αίθουσα. Και τότε Την είδα. Μπροστά μου έστεκε η θαυμαστή μορφή της Παναγίας που προσεύχονταν. Ήταν εκεί και με κοιτούσε με μάτια ευλαβικά, γεμάτα συγχώρεση. Έχοντας την τελευταία πνοή στα χείλη μου, έφτασα κοντά της, να φιλήσω την μορφή της πριν παραδώσω το πνεύμα μου στη χάρη της. Και τότε το θαύμα συντελέστηκε, τα μάτια της ανάβλυσαν δάκρυα. Ήπια από την πηγή της αιώνιας ζωής και οι πληγές μου επουλώθηκαν. Η χάρη της Παρθένου με είχε σώσει.
Έζησα στην σπηλιά εκείνη, νηστεύοντας και μετανοώντας για ότι κακό είχα πράξει. Κάθε μέρα προσευχόμουν για συγχώρεση και εξιλέωση και την ημέρα της Παναγίας, έναν χρόνο ακριβώς από εκείνη την ημέρα, η μορφή της ξαναδάκρυσε. Και ήταν τότε που αποφάσισα να φτιάξω την εκκλησία στην κορυφή και να την αφιερώσω στην Κεχαριτωμένη.
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλό.

Αποκάλυψη 22 : 17»

Ηλίας Στεργίου