Βερολίνο, Απρίλιος 1933
Η
μικρή χαμηλοτάβανη σοφίτα, είχε πλημμυρίσει από τους όμορφους σκοπούς του
νεαρού Anton Franke.
Το παλιό, χειροποίητο βιολί που του είχε χαρίσει ο παππούς του στα γενέθλια
του, στα χέρια του γινόταν πηγή για
μουσικές μαγικές, γεμάτες ένταση και συναίσθημα. Μια μουσική που, θαρρείς
έβγαινε από την ευγενική ψυχή του, γεμίζοντας με δέος τον ακροατή του. Είχε τα
μάτια κλειστά καθώς το κρατούσε στα χέρια του, σαν το εύθρυπτο σώμα κάποιας ερωμένης.
Τα μακριά του δάχτυλα άγγιζαν τις χορδές του με μια πρωτοφανή ευαισθησία. Τις
χάιδευε και, το βιολί του, τον ξεπλήρωνε χαρίζοντας του τις αισθαντικές
μελωδίες.
Ταξίδευε... Μακριά από τους ρυπαρούς δρόμους
της συνοικίας, την κακία των συμπολιτών του, πέρα από το σπίτι του, τους γονείς
του και την μικρή του αδερφή, την Sara.
Μετουσίωνε το μίσος και την πρωτοφανή τρέλα που επικρατούσε σε αγάπη, σε
όμορφες εικόνες. Και όλα αυτά είχαν μοναχά ένα όνομα, Simone.
Ναι,
ήταν εκείνη... Η όμορφη μικρή δεκαεξάχρονη γερμανιδούλα, με τα μεγάλα
αμυγδαλωτά γαλάζια μάτια για την οποία ταξίδευε αυτή η ντελικάτη ψυχή. Τα
χρυσαφένια και γεμάτα μπούκλες μαλλιά της, έπεφταν θαρρείς ατίθασα στους
μικροκαμωμένους της ώμους. Και το χαμόγελο της… Ω! Αυτό το χαμόγελό της! Κάθε
φορά που την συναντούσε τυχαία στους δρόμους, η καρδιά του φτερούγιζε σαν το
αντίκριζε, τα μάγουλα του ρόδιζαν. Έσκυβε το κεφάλι του γεμάτος από συστολή και
τάχυνε το βήμα του. Όταν έφτανε στην γωνία, κοιτούσε κλεφτά πίσω του μόνο και
μόνο για να δει το βλέμμα της καθώς διασταυρωνόταν με το δικό του.
Στη
θύμηση της αναρίγησε. Μια γλυκιά θέρμη κατέλαβε το κορμί του και χαμογέλασε.
Από μία γωνία ακούστηκαν χαχανητά. Ο Anton
σταμάτησε απότομα και άνοιξε τα μάτια του. Στην πόρτα στεκόταν η Sara, η οποία είχε κλείσει το στόμα με την παλάμη της.
«Ο
αδερφός μου είναι ερωτευμένος!» έκανε κοροϊδευτικά, δείχνοντας τον με το
δάχτυλο.
Ο Anton ένιωσε τρομερή αμηχανία. Κοκκίνισε ολόκληρος, μα δεν
θύμωσε και προσπάθησε να χαμογελάσει.
Απίθωσε με μεγάλη προσοχή το βιολί μέσα στην θήκη του και έμεινε να κοιτά την
μικρή του αδελφή.
– Τι
θέλεις; την ρώτησε ενοχλημένος.
– Η
μητέρα λέει πως το φαΐ είναι έτοιμο και να κατέβεις να φάμε! είπε με νάζι,
κουνώντας πέρα δώθε το λευκό της φουστάνι όλο χάρη.
–
Καλώς... της είπε κάνοντας της νόημα να απομακρυνθεί. Θα κατέβω σε λίγο.
Ακούμπησε
στο στενό, ξύλινο περβάζι και η ματιά του χάθηκε στο θλιβερό, συννεφιασμένο
τοπίο. Αναστέναξε... Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Με την αναγόρευση του
Χίτλερ σε Καγκελάριο τον Ιανουάριο, ο ρατσισμός και ιδιαίτερα ο αντισημιτισμός
είχαν καθιερωθεί ως δόγματα του Γερμανικού Κράτους. Εδώ και λίγο καιρό είχε
ξεκινήσει μία σειρά αντι-εβραϊκών μέτρων κλιμακούμενης έντασης. Στέρηση
στοιχειωδών ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων, κατάσχεση περιουσιών, συνεχείς
διώξεις και ωμή βία ήταν μόνο μερικά από τα αποτελέσματα των μέτρων αυτών. Το
ναζιστικό καθεστώς έφτασε μέχρι και στο δημόσιο κάψιμο βιβλίων με σκοπό, όπως
υποστήριζαν, την «κάθαρση της γερμανικής κουλτούρας από επικίνδυνες ιδέες».
Ένιωσε
ένα σφίξιμο στο στήθος... Η μικρή του, η Simone, ο έρωτας του μελαγχολικού εκείνου ερωτευμένου έφηβου,
δεν ήταν άλλη από την κόρη του φοβερού Martin Liebert.
Ενός ανερχόμενου και πολλά υποσχόμενου αξιωματικού, στην ιεραρχία του
γερμανικού στρατού...