Για τις επόμενες μέρες, το μυστικό είχε γίνει πια κοινό για
όλο το προσωπικό της πτέρυγας των απόρων, μόνο που ο κάθε νοσοκόμος ή γιατρός
απλά το κρατούσε για τον εαυτό του. Όλοι, μετά από τη φανταστική ιστορία που η
Εύα είχε σκαρώσει, κοιτώντας πια τον ασθενή στο κρεβάτι Γ12 αντί να βλέπουν τον
Ντίλαν Γουέρλες, έβλεπαν τον Άνταμ Κύλιαν: τον αδελφό της Εύας που πάσχιζε με
νύχια και με δόντια να τον σώσει. Η δουλειά της όμως δεν τελείωνε εκεί.
Η Εύα μέσα σε λίγες μέρες όχι απλά τους είχε γίνει
απαραίτητη αλλά είχε καταφέρει να κάνει και τα τρία δωμάτια της πτέρυγας αυτής
να μοιάζουν με κανονικά δωμάτια και περισσότερο τους ίδιους τους ασθενείς να
γίνουν λίγο πιο συνεργάσιμοι. Οι περισσότεροι ασθενείς ήταν εξαρτημένα άτομα
από ουσίες ή αλκοόλ και η δουλειά των υπαλλήλων σε αυτήν την πτέρυγα ήταν
πραγματικά απίστευτα δύσκολη. Λόγω της εξάρτησής τους, οι περισσότεροι ήταν
νευρικοί, κάποιοι ήταν βίαιοι και το 80% των ασθενών που είχαν τις αισθήσεις τους,
ήταν δεμένοι στα κρεβάτια για να μπορεί το προσωπικό να κάνει τη δουλειά του
καλύτερα. Υπήρχε όμως και το υπόλοιπο 20% των ασθενών, που ήταν απλά πολύ
άτυχοι και χρειάζονταν λίγη βοήθεια για να ξεπεράσουν ό,τι τους συνέβη.
Στην αρχή η Εύα τα είχε δει όλα. Το δωμάτιο όπου βρισκόταν
το αφεντικό της ήταν το πιο επικίνδυνο σε θέμα ασθενειών δωμάτιο αλλά και το
πιο ήσυχο σε θέμα ασθενών, καθώς οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, βρίσκονταν σε
κωματώδη κατάσταση. Θα προτιμούσε να τον μεταφέρουν κάπου αλλού, όμως καθώς
σκεφτόταν την περίπτωση να τον πάνε σε ένα από τα άλλα δύο δωμάτια όπου γινόταν
πανικός από βρισιές, εμετούς, ουρλιαχτά και ό,τι άλλο μπορούσε κανείς να
φανταστεί, τότε προσπάθησε να βρει τρόπους για να κάνει τα πράγματα πιο εύκολα
όχι μόνο για εκείνην και το προσωπικό αλλά και για τη στιγμή που το αφεντικό
της θα χρειαζόταν να μεταφερθεί. Βρίσκοντας μια φόρμουλα με χυμό από σταφύλι
και μια ελάχιστη ποσότητα κρασιού ίσα για να τους πείθει ότι αυτό που πίνουν
είναι αυτό που έχουν ανάγκη, κατάφερνε να τους ξεγελάει ώστε να τους κρατάει
πιο ήρεμους και πιο συνεργάσιμους.
Τώρα που η σκληρή δουλειά τις απολύμανσης των δωματίων και
των ασθενών είχε πια τελειώσει, είχε περισσότερο χρόνο να περνά παρέα με το
αφεντικό της και τον παππούλη που ήταν απέναντί του. Είχε αρχίσει να ανοίγει τα
μάτια του όλο και πιο συχνά και τον φρόντιζε ελπίζοντας να κάνει το τέλος του
λίγο πιο υποφερτό. Είχε καρκίνο στο τελευταίο στάδιο αλλά η Εύα δεν τα
παρατούσε. Ήθελε έστω και τώρα, τις τελευταίες ώρες της ζωής του, να του χαρίσει
ό,τι είχε στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια μακριά από τους δικούς του. Λίγη γαλήνη
και ζεστασιά.
Εφόσον το αφεντικό της δεν είχε συνέλθει ακόμα, τα βράδια
γύριζε στο σπίτι και με τα υλικά που της αγόραζαν το πρωί οι κοπέλες όταν
πηγαίνανε για διάλειμμα, έφτιαχνε μεγάλες ποσότητες φαγητού, έκανε ένα μπάνιο
με μπόλικο αντισηπτικό και γύριζε ξανά πίσω. Αφού φύλαγε σε διάφορα μπολ το
φαγητό, μοίραζε τον ζωμό του κρέατος που είχε βράσει μαζί με τα λαχανικά σε
θερμός και τα έπαιρνε μαζί της.
Μιας και το νοσοκομείο σήμερα δεν εφημέρευε, επικρατούσε
απόλυτη ησυχία. Ο φύλακας, που την είχε συνηθίσει πια, της χαμογέλασε και την
άφησε να περάσει αφού πρώτα της ζήτησε να υπογράψει το σχετικό έντυπο.
«Δεν ξεκουράζεσαι ποτέ;» τη ρώτησε καθώς εκείνη υπέγραφε
πάνω στο χαρτί και για απάντηση του χαμογέλασε.
Τη στιγμή που μπήκε μέσα στο γραφείο, είδε την πόρτα του
γιατρού κλειστή και καθώς πήγε κοντά για να τη χτυπήσει, ώστε να δηλώσει την
παρουσία της εκεί, άκουσε ομιλίες. Δεν ήθελε να στήσει αυτί αλλά κάτι στον τόνο
της γυναικείας φωνής που άκουγε την έκανε να καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε.
Χωρίς να χάνει χρόνο, άφησε τα πράγματα που κρατούσε πάνω στον πάγκο και έτρεξε
να πάει στο δωμάτιο όπου άλλαζαν οι νοσοκόμες. Μπαίνοντας μέσα έκλεισε την
πόρτα πίσω της και έπιασε το κινητό της από την τσέπη της. Πατώντας πάνω στην
ειδική εφαρμογή άνοιξε το κανάλι με τις κάμερες παρακολούθησης και αφού βρήκε
την κάμερα που υπήρχε μέσα στο γραφείο των γιατρών, έβαλε τα ακουστικά στο αυτί
της και έμεινε ακίνητη να ακούει τι λέγανε.
«Είναι τελείως
παράλογο. Αν πράγματι είναι αυτός που ψάχνουν, γιατί αντί να καλέσει την αστυνομία ώστε να τον πάρουν από εδώ και η
ίδια να εισπράξει το χρηματικό ποσό που δίνουν, εκείνη βάζει σε κίνδυνο το
μέλλον της στην περίπτωση που θα την πιάσουν;» ρωτούσε απελπισμένα η Έλσα τον δόκτωρα
Φρανς και εκείνος την κοίταξε επίμονα στα μάτια.
«Κόβω το κεφάλι μου
ότι είναι αυτός» είπε κάθετος ο δόκτωρ Φρανς και η Έλσα του ανταπέδωσε το
βλέμμα πιο επίμονα.
«Και εγώ το δικό μου
ότι είναι ο αδελφός της» επέμενε εκείνη και ο δόκτωρ Φρανς άρχισε να κουνάει το
κεφάλι του επίμονα.
«Πρέπει να καλέσουμε
την αστυνομία. Δεν υπάρχει άλλη λύση» ήταν ανένδοτος.
«Είσαι τελείως ηλίθιος
πια; Θα στιγματίσεις μια κοπέλα που προσπαθεί να σώσει με ό,τι μέσα έχει τον αδελφό της;» αναφώνησε
χωρίς να είναι ικανή να το πιστέψει η Έλσα.
«Αν είναι αθώα…» η Εύα
δεν χρειαζόταν να ακούσει τίποτα άλλο.
Βγαίνοντας από την εφαρμογή, έβαλε το κινητό της μέσα στο
παλτό της και πιάνοντας τον χαρτοφύλακα στο χέρι, κίνησε να πάει προς το
γραφείο. Χτυπώντας απαλά την πόρτα, μόλις άκουσε να την καλούν μέσα, την άνοιξε
και πήγε κοντά τους με ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Μήπως διέκοψα κάτι;» ρώτησε αθώα και η Έλσα της χαμογέλασε
γλυκά.
«Φυσικά και όχι, πέρασε μέσα» της είπε ατάραχη ενώ της
έτριψε το μπράτσο φιλικά. «Δεν έπρεπε να έρθεις τόσο γρήγορα, θα μπορούσα να
τον αναλάβω εγώ για μερικές ώρες, μέχρι να ξεκουραστείς» τη μάλωσε απαλά και η
Εύα της χαμογέλασε.
«Με ξέρεις πια. Όταν αναλαμβάνω κάτι, δεν αφήνω τίποτα στην
τύχη του» της γύρισε το ίδιο χαμογελαστά αλλά με τόνο που όταν θα τελείωνε με
τον δόκτωρα Φρανς, εκείνος σίγουρα θα καταλάβαινε ότι ήταν ξεκάθαρα μπηχτή προς
το πρόσωπό του.
«Έφερες το σπέσιαλ τσάι με το μπόλικο κονιάκ των ευέξαπτων
ασθενών μας;» την πείραξε χαριτολογώντας εννοώντας φυσικά τον ζωμό κρέατος με
τα λαχανικά, που το είχαν βαπτίσει τσάι με κονιάκ.
«Και το καλύτερο λευκό κρασί της αγοράς» τη διαβεβαίωσε
κλείνοντας της το μάτι, εννοώντας φυσικά τους χυμούς από σταφύλι.
«Πάω να τα τακτοποιήσω και να δω ποιος έχει ανάγκη τη δόση
του» συνέχισε το πείραγμα η Έλσα και χωρίς να περιμένει κάτι άλλο τους άφησε
μόνους.
Η Εύα κλείνοντας την πόρτα κοίταξε τον δόκτωρα Φρανς που όλη
αυτήν την ώρα έκανε τον πολυάσχολο κοιτώντας διεξοδικά τα χαρτιά του.
«Να φανταστώ ότι είσαι πολύ απασχολημένος για να μου
μιλήσεις;» τον ειρωνεύτηκε. Ακούγοντας τον τόνο της φωνής της σήκωσε τη ματιά
του παραξενεμένος.
«Όχι… Δηλαδή ναι, έχω πολλή δουλειά αλλά αν θέλεις κάτι να
μου πεις» της είπε με τελείως επαγγελματικό ύφος.
«Μήπως θα ήθελες να μου πεις κάτι εσύ;» τον ρώτησε με νόημα
και εκείνος τελείως νευρικά άρχισε να ξεφυλλίζει ξανά τα χαρτιά του
αποφεύγοντας τη ματιά της.
«Ναι… Βασικά δεν έχω και τόσο καλά νέα. Δεν υπάρχει καμία
αλλαγή και δυστυχώς είμαι υποχρεωμένος να σε προετοιμάσω για τα χειρότερα…»
«Είσαι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό που λες;» θέλησε να της πει
ξεκάθαρα.
«Ξέρω ότι δεν ήταν αυτό που θα ήθελες να ακούσεις αλλά…»
«Αυτό που θέλω να ακούσω είναι ότι έκανες τα αδύνατα δυνατά
να τον σώσεις» του είπε με ένα ψυχρό βλέμμα που τον τάραξε.
«Ό,τι μπορούσα να κάνω το έχω κάνει ήδη» τη διαβεβαίωσε.
«Δηλαδή, του έκανες αξονική ή μαγνητική ή έστω μια πλάκα
θώρακος, όπως και όλες τις απαραίτητες εξετάσεις αίματος;»
«Εύα, καταλαβαίνω ότι για σένα είναι ένα πολύ ιδιαίτερο
άτομο που θα έκανες τα πάντα για να σώσεις αλλά για μένα, στη θέση που
βρίσκομαι, είναι ακόμα ένας άπορος που μπορώ να του προσφέρω μόνο όσα το
καταστατικό ορίζει» της τόνισε με έμφαση.
«Είμαι περίεργη… Πότε ήταν η τελευταία φορά που διάβασες το
καταστατικό;» τον ρώτησε ενώ ανοίγοντας τον χαρτοφύλακά της έβγαζε έναν αρκετά
χοντρό φάκελο και τον πέταξε πάνω στο γραφείο του.
«Δεν ξέρω πού το βρήκες αυτό και τι λέει μέσα αλλά το
καταστατικό του νοσοκομείου μου δένει κυριολεκτικά τα χέρια Εύα, γι’ αυτό αν
θες πραγματικά να τον σώσεις τότε ή πλήρωσε για να τον μεταφέρουν στο
πνευμονολογικό ή…»
«Να φωνάξω τους πραγματικούς του συγγενείς να τον αναλάβουν
πλήρως;» συμπλήρωσε τη φράση του για εκείνον και ο δόκτωρ Φρανς έμεινε με το
στόμα ανοιχτό να την κοιτάει.
«Δηλαδή πράγματι είναι ο…»
«Αδελφός μου; Ναι… Είναι πράγματι ο αδελφός μου» του γύρισε τα λόγια του με υπονοούμενο και ο δόκτωρ
Φρανς την κοίταξε μπερδεμένος. «Και αν θέλεις αποδείξεις τότε αυτό το βίντεο
σίγουρα θα σου το επιβεβαιώσει» συνέχισε ενώ βρίσκοντας το βίντεο που ήθελε στο
κινητό της, έτεινε τα ακουστικά προς το μέρος του.
Καθώς εκείνος, τελείως περίεργος τα έβαλε στα αυτιά του, η
Εύα πάτησε το start και γυρίζοντας την οθόνη προς το μέρος του, του έδωσε λίγο
χρόνο μέχρι να δει όλο το βίντεο, που τον έδειχνε να λέει ξεκάθαρα ότι αν η Εύα
δεν έβρισκε κατά λάθος την πληγή που έχει στο κεφάλι του, τότε το αφεντικό της
τώρα θα ήταν νεκρό από αμέλεια του δόκτωρ Φρανς.
«Τι θες από μένα;» ρώτησε ξεψυχισμένος ανίκανος ακόμα να
πιστέψει το πόσο άσχημα είχε μπλέξει.
«Απλά να κάνεις τη δουλειά σου» του είπε απόλυτα σοβαρά ενώ
πιάνοντας τον ντοσιέ με τα έγγραφα από το γραφείο του το έτεινε προς το μέρος
του. «Θα το βρεις πολύ ενδιαφέρον, σε διαβεβαιώνω γι’ αυτό» του είπε με
υπονοούμενο και πριν εκείνος αντιδράσει του γύρισε την πλάτη, πήρε τα πράγματά
της στο χέρι και κίνησε να πάει προς την πόρτα.
«Καλά λένε ότι πίσω από τα πιο αθώα πρόσωπα κρύβονται οι
χειρότεροι εγκληματίες» της χτύπησε οργισμένα τη στιγμή που εκείνη έπιασε το
χερούλι της πόρτας.
«Τότε, την επόμενη φορά που θα δεις ένα αθώο πρόσωπο,
φρόντισε να μην το υποτιμήσεις ξανά» του χτύπησε και εκείνη πίσω θριαμβευτικά.
Τη στιγμή που έβγαλε το παλτό της και έπιασε την πράσινη
ρόμπα της που έδενε πίσω στην πλάτη της, η πόρτα του δωματίου όπου άλλαζε
άνοιξε απότομα χωρίς προειδοποίηση. Ο δόκτωρ Φρανς μπαίνοντας μέσα, έκλεισε την
πόρτα πίσω του και στάθηκε μπροστά της.
«Δεν ξέρω ποια είσαι και τι έχεις σκοπό να κάνεις αλλά δεν
θα σε αφήσω να τη γλυτώσεις έτσι εύκολα» της δήλωσε κατηγορηματικά.
«Αγαπητέ μου Καρλ…» έσυρε τα λόγια της με έναν πολύ
δελεαστικό τρόπο ενώ έβαζε τα χέρια της πάνω στο στήθος του. «Μπορώ να σε λέω
Κάρλ, έτσι δεν είναι;» συνέχισε ενώ ξεκούμπωνε τη λευκή του ρόμπα και έβαζε το
χέρι της πάνω στο πουκάμισό του.
«Τελείως φιλικά, θα σε συμβούλευα να σταματήσεις να
ανησυχείς για μένα και τις προθέσεις μου και να αρχίσεις να ανησυχείς για τους
πραγματικούς σου εργοδότες» του είπε με νόημα, ενώ ταυτόχρονα πιάνοντας το
κινητό του στο χέρι της, έβγαλε το καπάκι και την μπαταρία και του έδειχνε το
μαγνητικό αυτοκόλλητο που υπήρχε στην υποδοχή της μπαταρίας.
«Πώς;» προσπάθησε να πει ασθμαίνοντας.
«Όπως σου τόνισα από την πρώτη στιγμή που ήρθα να δουλέψω
για σας…» του υπενθύμισε. «Η “εργοδότρια” μου α-παι-τεί…» τόνισε «Να με αφήσετε
να κάνω τη δουλειά μου με την απόλυτη συνεργασία σας» κατέληξε ενώ του έβαζε το
κινητό μέσα στην παλάμη του.
«Δεν καταλαβαίνω» τα είχε πια τελείως χαμένα.
«Ποιες είναι οι εντολές σου;» τον ρώτησε εκείνη και την
κοίταξε απολογητικά.
«Μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα παραπάνω όσο βρίσκεται σε αυτήν
την πτέρυγα» διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
«Η ώρα είναι μία, μέχρι τις δέκα που θα έρθει να κάνει
έλεγχο στην πτέρυγά σας ο γενικός διευθυντής, έχεις μπροστά σου εννέα ώρες για
να βρεις μέσα από το καταστατικό που ορίζει το ίδιο το Υπουργείο Υγείας όλες
τις ελλείψεις και να τις καταγράψεις σε μια κόλλα χαρτί, ώστε να του τις
παραδώσεις μόλις τον δεις» του έδωσε εντολή και ο δόκτωρ Φρανς έμεινε να την
κοιτά χωρίς να έχει ιδέα τι να πει.
«Δεν έχεις ιδέα τι γίνεται γύρω σου» της είπε απογοητευμένα.
«Δεν έχεις ιδέα, πόσα μπορεί να κάνει το αφεντικό μας όταν
το θελήσει» του γύρισε. «Γι’ αυτό σταμάτα να σπαταλάς τον χρόνο μου και πιάσε
δουλειά. Μέχρι αύριο το μεσημέρι, ο προσωπικός μας ασθενής και όλοι όσοι
έρχονται σε επαφή μαζί του θέλω να κάνουν όλον τον απαραίτητο έλεγχο που ορίζεται
από το Υπουργείο Υγείας. Στην περίπτωση που υπάρχουν ασθενείς με μεταδοτικά
νοσήματα που μπορεί να προσβάλουν και να επιβαρύνουν περισσότερο την υγεία του
προσωπικού μας ασθενή, να παρθούν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσετε ότι
δεν θα πάρει άλλο μικρόβιο που θα αποβεί μοιραίο για εκείνον. Έγινα κατανοητή;»
τον ρώτησε με αυστηρό ύφος και εκείνος τελείως μπερδεμένος ένευσε θετικά.
«Πολύ χαίρομαι γι’ αυτό. Τώρα αν δεν σε πειράζει, θα ήθελα
να ετοιμαστώ για να γυρίσω στο πόστο μου» του είπε, ενώ με μια κίνηση του
χεριού της του έκανε νόημα να φύγει.
«Ποια είσαι;» δεν κατάφερε να το κρατήσει για τον εαυτό της.
«Μια απλή υπάλληλος όπως και εσύ. Τίποτα παραπάνω» τον
διαβεβαίωσε, ενώ κρατώντας τον με το ένα χέρι από τον ώμο του τον έβγαζε έξω
από το δωμάτιο.
Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, πήρε μια βαθιά ανάσα και αφού
άλλαξε με γρήγορες κινήσεις, γύρισε στη δουλειά της.
Με την Έλσα να έχει βάρδια ευτυχώς δεν είχε να κάνει πολλά
εκείνο το βράδυ. Πραγματικά αυτό το κορίτσι ήταν θησαυρός. Από την πρώτη στιγμή
που είχε έρθει στο νοσοκομείο για να δουλέψει, εκείνη ήταν η πρώτη
υποστηρίκτρια της και την είχε βοηθήσει όσο καμία άλλη νοσοκόμα ή άλλος
νοσοκόμος. Είχαν δεθεί πάρα πολύ πια και πραγματικά θα της έλειπε όταν θα
έφευγε αλλά ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε κάποια επαφή μαζί της,
γιατί τότε θα μάθαινε ότι όλα αυτά είναι μια απάτη. Μια καλοστημένη απάτη, για
να σώσει το μοναδικό άτομο που δεν θα ήθελε με τίποτα να ξυπνήσει, γιατί όταν
θα το έκανε τότε σίγουρα πήγαινε χαμένη αλλά και τι άλλο να έκανε; Μπορεί να
είχε κάνει πολλά, να είχε μπλέξει πολύ άσχημα αλλά δολοφόνος δεν ήταν. Χίλιες φορές να μην τη
συγχωρέσει και εξαιτίας του να πάει φυλακή παρά να κουβαλάει το βάρος του
θανάτου του.
Αφού του έκανε ένα τοπικό δροσερό μπάνιο όπως ήταν στο κρεβάτι
για να τον ανακουφίσει από τον πυρετό, άρχισε να του κάνει ένα χαλαρωτικό μασάζ
για να δυναμώσει τους μύες του, πριν αποδυναμωθούν τελείως λόγω της κατάστασής
του. Είχαν περάσει τέσσερις μέρες και η κατάσταση του παρέμενε απελπιστικά στάσιμη.
Δεν αντιδρούσε ούτε στο ελάχιστο αλλά καθώς τώρα τα χέρια της δούλευαν τους
μύες των ποδιών του, η ανάσα του άρχισε να αλλάζει. Η Εύα ήθελε να ελπίζει ότι
αυτό θα ήταν κάτι αλλά μόλις τα χέρια της σταματούσαν να τον ακουμπούν τότε
εκείνος συνέχιζε να μένει και πάλι το ίδιο ακίνητος και ήρεμος.
Πριν τον αφήσει στην ησυχία του, αποφάσισε να του αλλάξει
την πάνα. Μπορεί να μην είχε ενεργηθεί καθόλου όλες αυτές τις ημέρες που ήταν
εδώ, αλλά η Εύα δεν τον άφηνε πολλές ώρες με την ίδια πάνα. Χωρίς τον καθετήρα
η πάνα βρεχόταν γρήγορα και δεν ήθελε να μένουν τα ούρα του πολλή ώρα επάνω
του. Αν συνερχόταν, τότε τα πράγματα θα ήταν ακόμα πιο εύκολα αλλά μέχρι τότε
έπρεπε να κάνει υπομονή. Τη στιγμή που άνοιξε την πάνα και ετοιμάστηκε να τον
καθαρίσει, ήρθε αντιμέτωπη με μια μεγάλη έκπληξη.
«Οκ, αν αυτό δεν είναι σημάδι θετικής εξέλιξης, τι άλλο
μπορεί να είναι…;» αναρωτήθηκε ψιθυριστά ενώ χωρίς να μπορεί να το συγκρατήσει,
έπιασε το σφουγγάρι και άρχισε να του καθαρίζει τους πληγιασμένους του γλουτούς
γελώντας με το θέαμα που είχε αντικρίσει πριν λίγο.
Αχ κύριε Γουέρλες…
μουρμούρισε μέσα της με πικρία και μόλις εκείνος άρχισε να σφίγγει τα σεντόνια
και να μουγκρίζει σε κάθε της κίνηση, έμεινε για λίγο ακίνητη.
Τα αναφιλητά του σε συνδυασμό με τα βογκητά πόνου που
ακολουθούσαν κάθε φορά που το σφουγγάρι περνούσε πάνω από τις πληγές του, την
έκαναν να καταλάβει πόσο υπέφερε αλλά δεν μπορούσε να τον αφήσει και έτσι. Αν
δεν τον καθάριζε και δεν έβαζε αλοιφή τότε θα γινόντουσαν χειρότερα.
«Λίγη υπομονή και υπόσχομαι να τελειώσω γρήγορα» του είπε
παρηγορητικά, χαϊδεύοντας απαλά το πόδι του για να τον ηρεμήσει και μόλις
άρχισε πάλι να τον καθαρίζει, εκείνος άρχισε να σφίγγεται περισσότερο.
«Λίγο ακόμα» του ζήτησε παρακλητικά και πιάνοντας την
επουλωτική κρέμα άρχισε να την απλώνει με γρήγορες κινήσεις πάνω στις ανοιχτές
πληγές του.
Το κλάμα του τη διέλυσε εντελώς, όμως δεν μπορούσε να
σταματήσει τώρα.
«Σς, σς, σς…» του είπε ήρεμα ενώ βγάζοντας το ένα από τα δύο
γάντια που φορούσε στο δεξί της χέρι, έπιασε την πετσέτα που είχε για να του
δροσίζει το κεφάλι και άρχισε να του στεγνώνει τον ιδρώτα από το μέτωπό του.
«Δεν θα σε πονέσω άλλο» του υποσχέθηκε και εκείνος για
απάντηση έσφιξε περισσότερο το σεντόνι μέσα στο χέρι του και το κλάμα του έγινε
ακόμα πιο δυνατό.
Η Εύα μπροστά σε αυτήν την σκηνή τα έχασε τελείως. Μα τι του
είχε συμβεί; Τι του είχαν κάνει; Αν δεν συνερχόταν, δεν θα το μάθαινε ποτέ.
Στρώνοντας μια καθαρή πάνα πάνω στο κρεβάτι, τον γύρισε
απαλά ανάσκελα και πριν την κλείσει, με γρήγορες κινήσεις έπιασε να καθαρίσει
και τον ανδρισμό του, που παρόλο που όλη αυτήν την ώρα έδειχνε να υποφέρει,
παρέμενε σε πλήρη στύση. Μπορεί οι κινήσεις της να ήταν γρήγορες αλλά όσο τον
καθάριζε τόσο εκείνος έδειχνε να υποφέρει περισσότερο. Βλέποντας τον να σφίγγει
τα δόντια και τα σεντόνια ανασαίνοντας κοφτά και με δυσκολία, σκεφτόταν να τα
παρατήσει αλλά δεν το έκανε. Μπορεί βαθιά μέσα της αυτή τη στιγμή να ένιωθε
λίγο σαδίστρια αλλά δεν σταματούσε. Ο ανδρισμός του όλες αυτές τις ημέρες ήταν
τόσο μαραζωμένος που δεν κατάφερνε να καθαρίσει το κεφάλι και τώρα που ήταν σε
πλήρη στύση δεν μπορούσε να χάσει την ευκαιρία να τον καθαρίσει πιο σωστά.
Όταν έπιασε την πετσέτα για να τον στεγνώσει, ο κακόμοιρος ο
κύριος Γουέρλες δεν κατάφερε να κρατηθεί άλλο. Βογκώντας και ασθμαίνοντας
τέντωσε το κορμί του, ενώ το όργανό του ταλαντευόταν καθώς εκείνος τρέμοντας
ολόκληρος άρχισε να μουγκρίζει τη στιγμή που τα σπερματικά του υγρά εκτοξεύτηκαν
πάνω στο πετσετάκι που το κάλυπτε.
Η Εύα μπροστά σε αυτό το θέαμα έμεινε για λίγο αναποφάσιστη.
Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν στην κατάστασή του όλο αυτό ήταν κάτι καλό ή όχι,
από την άλλη όμως ήταν η πρώτη του αντίδραση μετά από τέσσερις μέρες που ήταν
σχεδόν σε κωματώδη κατάσταση, πώς θα μπορούσε τώρα να μην πανηγυρίσει μέσα της
γι’ αυτή τη μικρή της νίκη;
Όταν άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αριστερά και δεξιά
παραμιλώντας, επανήλθε αυτόματα στην πραγματικότητα και καθαρίζοντας τον
γρήγορα από υγρά του, έκλεισε την πάνα, τον σκέπασε για να μην κρυώνει και πήγε
κοντά του.
«Σς, σς, σς…» του είπε ενώ με το βρεγμένο πανί που είχε για
το πρόσωπό του προσπάθησε να του απομακρύνει τον ιδρώτα από το μέτωπο, αλλά
εκείνος αντί να ηρεμήσει άρχισε να γίνεται χειρότερα.
Καθώς το κλάμα του τον τράνταζε ολόκληρο, έκανε την ανάσα
του ακόμα πιο δύσκολη. Η Εύα για να τον βοηθήσει να χαλαρώσει, ανέβασε την
πλάτη του κρεβατιού όσο πιο ψηλά μπορούσε και βάζοντας το ένα της χέρι πίσω από
το κεφάλι του, τον προέτρεψε να ακουμπήσει πάνω στον ώμο της.
«Συγγνώμη, συγγνώμη, σου το ορκίζομαι, δεν το έκανα
επίτηδες» του είπε απολογητικά, ενώ τραβώντας τον κοντά της έβαλε το ελεύθερο
χέρι της πάνω στην πλάτη του και άρχισε να τον χαϊδεύει απαλά.
«Μην κλαις, σε παρακαλώ…» τον ικέτεψε με την φωνή της να
σπάει από τις τύψεις που ένιωθε μέσα της. «Σου το ορκίζομαι, δεν το έκανα
επίτηδες» συνέχισε στον ίδιο τόνο και αυτό τον έκανε για λίγο να χαλαρώσει.
Οι λυγμοί δεν σταματούσαν αλλά το κλάμα του σταδιακά άρχισε
να ελαττώνεται και αυτό έκανε την Εύα να πάρει μια ανάσα. Δεν χρειαζόταν το
ειδικό μηχάνημα που μετρούσε τους παλμούς ενός ασθενή για να διαπιστώσει ότι το
αφεντικό της είχε ταχυπαλμία, η καρδιά του βροντοχτυπούσε κάτω από το στήθος
του τόσο δυνατά που μπορούσε να τη νιώσει πάνω στο δικό της στήθος.
«Όλα θα πάνε καλά» άρχισε να τον παρηγορεί και πάλι. «Όλα θα
γίνουν όπως πριν, σου το ορκίζομαι» συνέχιζε με περισσότερο πείσμα. «Και μόλις
γίνεις καλά, θα σε πάρω από εδώ, θα σε πάω πίσω στο σπίτι σου, θα γυρίσεις πίσω
στη ζωή σου…» του έλεγε και αυτό για λίγο έδειξε να τον ταράζει περισσότερο.
Μόλις τα χέρια του έσφιξαν γύρω από τη μέση της και το
κεφάλι του πίεσε το δικό της, η Εύα έμεινε ακαριαία ακίνητη.
«Με ακούς;» τον ρώτησε ασθμαίνοντας και για απάντηση τα
χέρια του την έσφιξαν ακόμα περισσότερο.
«Με ακούς;» ρώτησε ξανά με αγωνία προσπαθώντας να κάνει πιο
πίσω για να τον κοιτάξει στο πρόσωπο αλλά καθώς εκείνος έχασε την ισορροπία του
τη στιγμή που τον άφησε, τον έσφιξε ξανά επάνω της και πήρε μια ανάσα για να
καταφέρει να βρει λίγη από την ψυχραιμία της.
«Μπορείς να μιλήσεις;» έκανε άλλη μια προσπάθεια και
περίμενε την απάντησή του με κομμένη την ανάσα.
«Ε…ου…α» προσπάθησε να πει με μια φωνή που έμοιαζε να
βγαίνει από τα βάθη της ψυχής του και η Εύα ένιωσε να χάνει τα λογικά της.
«Ναι… Είμαι η Εύα» είπε σε απάντηση πιστεύοντας ότι έλεγε το
όνομά της.
«Ε…ου…α» προσπάθησε ξανά με τη βαριά του ανάσα να κόβει τα
γράμματα στη μέση και η Εύα εντελώς ανακουφισμένη άρχισε να τον σφίγγει
περισσότερο επάνω της, ενώ τα χέρια της τον έτριβαν πια πιο ζωηρά.
«Θα γίνεις καλά» έλεγε ξανά και ξανά, περισσότερο για να
πείσει τον ίδιο της τον εαυτό παρά εκείνον. «Θα γίνεις καλά» επαναλάμβανε χωρίς
να μπορεί να σταματήσει ενώ τα ανακουφιστικά της δάκρυα έτρεχαν πλέον
ανεξέλεγκτα.
«Εύα;» άκουσε την απαλή φωνή της Έλσας πίσω της και
γυρίζοντας το κεφάλι της στο πλάι την κοίταξε πάνω από το κεφάλι του αφεντικού
της.
«Συνήλθε» της είπε χωρίς να είναι ικανή να το πιστέψει
ακόμα.
«Θα φωνάξω τον δόκτωρα Φρανς» της είπε η Έλσα με ένα
χαμόγελο που δήλωνε και την δική της ανακούφιση και η Εύα για απάντηση κούνησε
το κεφάλι της ζωηρά.
«Όλα θα πάνε καλά» επανέλαβε με ανακούφιση. «Όλα θα πάνε
καλά» επανέλαβε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άρχισε να το πιστεύει και η
ίδια.
Όταν ήρθε ο δόκτωρ Φρανς, ο κύριος Γούρλες για κάποιον λόγο
άρχισε να γίνεται νευρικός. Η Εύα προσπάθησε να τον καθησυχάσει αλλά εκείνος
έκανε τόσο απότομες κινήσεις με τα χέρια του που κατάφερε να χτυπήσει την
κακομοίρα την Έλσα στην κοιλιά.
«Σταμάτα» του φώναξε η Εύα πιάνοντας του τα χέρια.
«Προσπαθούν να σε βοηθήσουν» του εξήγησε αλλά εκείνος όσο τους έβλεπε πάνω από
το κεφάλι του τόσο πιο πολύ αγρίευε.
«Δεν θες να γίνεις καλά;» τον ρώτησε η Εύα με παράπονο και
εκείνος σταματώντας για λίγο να παλεύει, άρχισε να ξεφυσά μέσα από τα σφιγμένα
του δόντια, ενώ την κοίταξε με ένα τόσο θολωμένο βλέμμα που για λίγο πίστεψε
ότι ήταν έτοιμος να βάλει ξανά τα κλάματα.
«Τι θες;» τον ρώτησε πιο ήρεμα τώρα η Εύα, ενώ του χάιδευε απαλά
το μέτωπο και εκείνος για απάντηση έκλεισε τα μάτια και άφησε έναν λυγμό να του
ξεφύγει σφίγγοντας το χέρι της.
«Άφησε τον γιατρό να σε εξετάσει» τον παρακάλεσε αλλά
εκείνος ήταν ανένδοτος.
Βογκώντας με πόνο κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και η Εύα
κοίταξε προς τον γιατρό.
«Είπε τίποτα;» τη ρώτησε ο δόκτωρ Φρανς και η Εύα κούνησε το
κεφάλι της αρνητικά.
«Προσπάθησε αλλά οι λέξεις μοιάζουν να είναι κολλημένες στον
λαιμό του. Μπορώ να του δώσω λίγο νερό;» τον ρώτησε με ελπίδα.
«Όχι απότομα, μπορεί να τον πνίξει. Μόνο να του βρέχεις τα
χείλια για αρχή και με τη σύριγγα να του υγραίνεις τη στοματική του κοιλότητα,
όχι όμως παραπάνω» της έδωσε τις οδηγίες του και άρχισε να γράφει τις
εκτιμήσεις του στο ντοσιέ που κρατούσε στα χέρια του.
«Προς το παρόν το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να του δώσω
μια ηρεμιστική για να καλμάρει. Αν τον δεις πιο συνεργάσιμο, φώναξε με να τον
εξετάσω ξανά…» της είπε αλλά η Εύα δεν ήταν έτοιμη να τα παρατήσει.
«Περίμενε…» του ζήτησε επιτακτικά, πριν εκείνος κάνει την
κίνηση να φύγει και έγειρε πάνω από τον κύριο Γουέρλες. «Βάλε το στηθοσκόπιο
στα αυτιά σου και δώσε μου την άκρη του» σχεδόν τον διέταξε και κάνοντας πιο
πίσω κατέβασε την κουβέρτα πιο χαμηλά και έκατσε πάλι δίπλα του.
Ο κύριος Γουέρλες την κοίταζε επιφυλακτικά αλλά όσο έβλεπε εκείνη
δίπλα του και τους άλλους δύο να είναι σε απόσταση, δεν έκανε καμία κίνηση να
την εμποδίσει.
«Έλα να σε πάρω μια αγκαλίτσα» τον πείραξε σχεδόν ενώ
γέρνοντας κοντά του πέρασε τα χέρια της κάτω από τις μασχάλες του και
ακουμπώντας τον πάνω της έκανε πιο πίσω για να τον σηκώσει.
Μόλις ελευθέρωσε το ένα της χέρι, έπιασε το χέρι του γιατρού
για να τον καθοδηγήσει να τον ακροαστεί στην πλάτη αλλά βλέποντας το χέρι του ο
κύριος Γουέρλες άρχισε πάλι να αντιδρά και έτσι η Εύα έκανε σήμα στον γιατρό να
κάνει πιο πίσω. Καθώς εκείνος το έκανε, ο κύριος Γουέρλες έμεινε ακίνητος και η
Εύα κοίταξε τον δόκτωρα Φρανς.
«Πες μου πού θες να το μεταφέρω» του ζήτησε και με τη δική
του καθοδήγηση κατάφεραν να τον εξετάσει, έστω με αυτόν τον τρόπο.
«Λυπάμαι αλλά δεν έχει καμία αλλαγή» της είπε αμέσως χωρίς
να μασήσει τα λόγια του αλλά η Εύα δεν τα παρατούσε.
Αφού άνοιξε τα μάτια του, ήξερε ότι όλα θα πάνε καλά. Έπρεπε
να πάνε καλά, δεν μπορούσε να τον χάσει τώρα.
«Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας…» είπε περισσότερο για να
το ακούσει η ίδια και το αφεντικό της παρά ο γιατρός και ξαπλώνοντας τον ξανά
πίσω παρατήρησε ότι ο κύριος Γουέρλες έσφιξε τα χέρια της με δύναμη ενώ η ανάσα
του έγινε ακόμα πιο κοφτή.
«Πονάς;» τον ρώτησε αλλά μόλις εκείνος προσπάθησε να
απαντήσει θετικά με μια κίνηση του κεφαλιού του, οι ρυτίδες πάνω στο μέτωπό του
έγιναν ακόμα πιο βαθιές.
«Αν θες να μου απαντάς θετικά, σφίγγε μου το χέρι» τον
καθοδήγησε και μόλις το έκανε η Εύα συνέχισε.
«Το κεφάλι σου πονάει πολύ;» τον ρώτησε ξανά και μόλις της
έσφιξε ξανά το χέρι, σήκωσε το δικό της και το ακούμπησε απαλά πάνω στον αυχένα
της.
«Εδώ;» τον ρώτησε ενώ πίεσε λίγο τη γάζα και εκείνος για
απάντηση μούγκρισε.
«Θυμάσαι πώς το έπαθες αυτό;» τον ρώτησε και για λίγο το
αφεντικό της έμεινε ακίνητο.
Πριν το πάρει για αρνητική απάντηση, είδε ένα δάκρυ να
κυλάει από την άκρη του αριστερού του ματιού και δεν ήξερε τι να σκεφτεί γι’
αυτό.
«Το κεφάλι σε πονάει μόνο εδώ;» τον ρώτησε ξανά, ενώ του
πίεζε την πληγή για να του δείξει το σημείο που εννοούσε και καθώς έσφιξε τα
δόντια εκείνος έμεινε ξανά ακίνητος.
«Εδώ…» συνέχισε ενώ τον ακουμπούσε απαλά στον αριστερό του
γοφό. «Έχεις μια τεράστια μελανιά» του εξήγησε και καθώς σταμάτησε την ανάσα
του και ζάρωσε από τον πόνο, η Εύα έβγαλε αμέσως το χέρι της για να σταματήσει
να τον πονά.
«Συγγνώμη, συγγνώμη, δεν ήθελα να σε πονέσω αλλά θέλω να
θυμηθείς, το αυτοκίνητο που πέρασε από δίπλα σου, σε χτύπησε πουθενά;» το χέρι
του δεν κουνήθηκε.
«Χτύπησες όταν έπεσες πάνω στο πεζοδρόμιο;» προσπάθησε ξανά
και το χέρι του έσφιξε και πάλι το δικό της.
«Εκτός από το κεφάλι και τον γοφό, νιώθεις να πονάς κάπου
αλλού;» τον ρώτησε και καθώς δεν πήρε απάντηση γύρισε προς τον γιατρό.
«Το πόδι του αντιδρά κανονικά όταν του κάνω ασκήσεις, οπότε
δεν πιστεύω να έχει κανένα σπάσιμο αλλά θα προτιμούσα να κάνει μια ακτίνα να
είμαστε σίγουροι».
«Εύα…» πριν προλάβει να πει τίποτα παραπάνω ο γιατρός,
εκείνη τον σταμάτησε.
«Μέχρι το μεσημέρι να έχει κάνει μαγνητική εγκεφάλου, άνω
και κάτω κοιλίας, έλεγχο στο συκώτι, τα νεφρά και τη σπλήνα. Επίσης ό,τι άλλο
πιστεύεις ότι χρειάζεται και επιπλέον όλες τις αιματολογικές ξέρεις για AIDS,
ηπατίτιδα, αφροδισιακά νοσήματα, γενική αίματος, ουρολογικές, κοπράνων -όταν
αποφασίσει να ενεργηθεί- και όποιον άλλο έλεγχο σαν γιατρός πιστεύεις ότι
χρειάζεται να κάνει» του είπε επιτακτικά και εκείνος ξεφύσησε απηυδισμένος.
«Και πώς ακριβώς θα τα δικαιολογήσω όλα αυτά;» της είπε
εκνευρισμένος με το θράσος της μέσα από τα δόντια του.
«Δώσε εντολή να γίνουν όλες οι εξετάσεις που χρειάζεται και
όταν έρθει ο Ντάλμπιντορ θα σου δώσει την έγκριση που χρειάζεσαι» η Έλσα με τον
δόκτωρα Φρανς αντάλλαξαν μια απορημένη ματιά.
«Γνωρίζεις τον γενικό μας διευθυντή;» ρώτησε η Έλσα παραξενεμένη.
«Όχι ακόμα αλλά έχω σκοπό να το κάνω σύντομα» της απάντησε η
Εύα και γύρισε τη ματιά της προς το αφεντικό της, που τους κοίταζε σαν να τους
έβλεπε για πρώτη φορά μπροστά του.
«Αφήστε τον να ησυχάσει, αν χρειαστώ κάτι θα σας φωνάξω»
είπε πιο αποφασιστικά και η Έλσα με τον γιατρό χωρίς να ξέρουν τι άλλο να πουν,
την άφησαν μόνη.
«Γνωρίζεις ποια είμαι;» τον ρώτησε ενώ βγάζοντας τη μάσκα
από το πρόσωπό της, τον άφησε για λίγο να τη δει, όταν βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν
κανείς εκεί να τους ακούσει.
Εκείνος για απάντηση της έσφιξε το χέρι, ενώ πάλεψε να πει τη
λέξη «Έσωσες» αλλά μάταια.
«Μην προσπαθείς να μιλήσεις ακόμα. Αν θες να μου απαντήσεις
θετικά απλά σφίξε μου το χέρι, εντάξει;» τον ρώτησε και εκείνος για απάντηση
της το έσφιξε.
«Θυμάσαι πώς το έπαθες αυτό;» επέμενε, ενώ ακούμπησε το χέρι
της πάνω στη γάζα που ήταν στον αυχένα του.
Ο κύριος Γουέρλες, όπως και πριν, έκλεισε τα μάτια και άφησε
ένα δάκρυ να κυλήσει.
«Μπορείς να το κρατήσεις μυστικό μέχρι να βγούμε από εδώ;»
τον ρώτησε και εκείνος ανοίγοντας τα μάτια του την κοίταξε παραξενεμένος αλλά
και με επιφυλακτικότητα.
«Θέλω μόνο το καλό σου αλλά για να μπορέσω να σε βγάλω από
εδώ και να σε γυρίσω στην οικογένειά σου, πρέπει να μου υποσχεθείς πως θα
κάνεις ό,τι σου πω» συνέχισε η Εύα και η ανάσα του άρχισε να επιταχύνεται, ενώ
το σώμα του έγειρε στο πλάι προσπαθώντας να απομακρυνθεί από κοντά της.
«Ξέρω ότι ακούγεται σαν απειλή όλο αυτό αλλά σου το
ορκίζομαι ότι δεν είναι… Προσπαθώ να επικοινωνήσω με τη γυναίκα σου για να
έρθει να σε πάρει αλλά δεν απαντάει στα μηνύματά μου…» του εξήγησε. «Γι’ αυτό
μέχρι να μιλήσω μαζί της και να βρούμε έναν τρόπο να σε πάμε σε ένα καλύτερο
μέρος από αυτό, πρέπει να μου υποσχεθείς πως ό,τι και να ακούσεις, ότι και να
σου πουν, εσύ θα επιμένεις ότι είσαι ο αδελφός μου ο Άνταμ. Μπορείς να το
κάνεις αυτό;» τον ρώτησε και ο κύριος Γουέρλες έσμιξε τα φρύδια του με απορία
ενώ την κοίταζε εκδηλώνοντας ανοιχτά ότι δεν καταλάβαινε τίποτα από όσα του
έλεγε.
Τελείως πονηρεμένη πια, έγειρε προς το μέρος του και τον
ρώτησε πιο χαμηλόφωνα.
«Πώς σε λένε;» μόλις έκανε λίγο πιο πίσω για να τον κοιτάξει,
εκείνος έβαλε τα δύο του δάχτυλα πάνω στο μπράτσο της και έκανε πως ανέβαινε
μέχρι τον ώμο της.
«Γόλκερ; (Περπατητής)» τον ρώτησε αφήνοντας ένα δύσπιστο
γελάκι να της ξεφύγει και εκείνος αφήνοντας μια βαριά ανάσα προσπάθησε πάλι με
τον ίδιο τρόπο.
«Κλάϊμπ; (Σκαρφαλώνω)» προσπάθησε ξανά και εκείνος πιάνοντας
της ξανά το χέρι, το έσφιξε για να της το επιβεβαιώσει.
«Δεν είναι αυτό το όνομά σου» του είπε κοιτώντας τον στα
μάτια σοβαρά και εκείνος έμεινε για λίγο να την κοιτά.
«Θα σου πω τα πάντα, σου το υπόσχομαι, αλλά πρώτα πρέπει να
βρω τρόπο να σε πάρω από εδώ, εντάξει;» τον ρώτησε παρακλητικά και αφού το
σκέφτηκε για λίγο, τελικά της έσφιξε ξανά το χέρι για απάντηση και η Εύα τον
άφησε να ηρεμήσει.
Χρυσάνθη Καλαφάτη