Το ερχόμενο πρωί, η Φιντέλμα άκουγε τα βήματα του κυνηγού
στο δάπεδο, βαριά και βιαστικά. Πότε πότε τον άκουγε να παραμιλάει, άλλοτε να
βρίζει και άλλοτε να φωνάζει, αλλά κανείς δεν του απαντούσε. Επικρατούσε
αναταραχή και η Φιντέλμα έκλεινε στωικά τα μάτια, καρτερώντας την στιγμή που θα
έπεφτε και πάλι η σιωπή. Αντιθέτως, η ένταση δυνάμωσε και τα βήματά του
ακούστηκαν έξω από το κελί. Σύντομα το σκληρό, σκυθρωπό παρουσιαστικό του
φάνηκε στο ημίφως.
«Σήκω» της είπε. «Φεύγουμε αμέσως»
Σηκώθηκε πρόθυμα. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει για το πού θα
πήγαιναν. Προφανώς για την αγορά του Ντόνα. Αναθάρρησε σε αυτή την σκέψη, γιατί
ίσως αυτή τη φορά να τα κατάφερνε καλύτερα. Χτένισε τα μαλλιά της με τις άκρες
των δακτύλων της, έστρωσε το πέπλο της και ακολούθησε τον άντρα σιωπηλή.
Ο κυνηγός την οδήγησε στους διαδρόμους και η Φιντέλμα
προχώρησε αμίλητη, χωρίς να ρίξει ούτε ματιά στο κελί πίσω της. Το μόνο που
σκεφτόταν καθώς άφηναν το ζοφερό αρχοντικό, ήταν πως θα έβλεπε και πάλι το φως
της μέρας. Ο άντρας πήρε μόνο ένα δερμάτινο σακίδιο στην πλάτη του, άνοιξε την
πόρτα και οι δυο τους βρέθηκαν στην χιονισμένη ύπαιθρο.
Κατευθύνθηκαν στον στάβλο, λίγα μέτρα δυτικά του κάστρου
και ο κυνηγός βγήκε έξω με ένα θηλυκό καθαρόαιμο μαύρο άλογο, στα μάτια του
οποίου η Φιντέλμα είδε έναν πιστό φίλο. Το τρίχωμά του έλαμπε και η χαίτη του
ήταν καλοχτενισμένη όπως και η ουρά του. Χαμογέλασε στη θέα του.
Εκείνος ανέβηκε στην ράχη του και άπλωσε το χέρι του
μέρος της. Το χαμόγελό της έσβησε· τον κοίταξε σοβαρά με τα μεγάλα, εκφραστικά,
μαύρα της μάτια. Αγνόησε το χέρι του και ανέβηκε στο άλογο μόνη της, με άνεση
έμπειρου ιππέα. Ο κυνηγός χαμογέλασε με ένα άδειο συναισθήματος χαμόγελο και
έδωσε εντολή στο άλογο να ξεκινήσει. Σύντομα το κάστρο της Χάνταπ ξεμάκρυνε και
χάθηκε στον ορίζοντα.
Η χιονόπτωση είχε σταματήσει, το κρύο όμως ήταν δυνατό
και οι ανάσες του άντρα ζωγράφιζαν τον αόρατο καμβά του ανέμου, κάτασπρες και
θολές. Όσο για την Φιντέλμα, εκείνη δεν ένιωθε τόσο το κρύο· της αρκούσαν μόνο
το πέπλο της και το μακρύ της φόρεμα. Και χωρίς αυτά ακόμα, δεν θα αισθανόταν
τις σουβλιές του χειμωνιάτικου αέρα στο δέρμα της.
Πέρασαν δύο ώρες και δεν είχαν συναντήσει άνθρωπο, μέχρι
που μία αρχοντική άμαξα τους έκοψε το δρόμο. Ο αναβάτης στράφηκε στον κυνηγό.
«Καλημέρα! Μήπως γνωρίζετε κατά που πέφτει το κάστρο της
Χάνταπ, όπου διαμένει ο άρχοντας Μακ Λερ; Έρχομαι από μακριά, και πάει πολύς
καιρός από την τελευταία φορά που βρέθηκα στη Γιουβέρνα» είπε δυνατά.
Η Φιντέλμα τον παρατήρησε με άνεση, εφόσον στα θνητά
μάτια του ήταν αόρατη. Η φωνή του ξένου ήταν γεμάτη ευγένεια, όμως κάτι στο
παρουσιαστικό του δεν της άφησε θετική εντύπωση. Το βεβιασμένο του χαμόγελο
θύμιζε τα λεπτά χείλη κάποιου επικίνδυνου φιδιού. Τα μάτια του, τόσο μικρά και
μελανά και με βαριά βλέφαρα που έκλειναν, έμοιαζαν να κρύβουν κάτι. Το λεπτό
του πρόσωπο ήταν παγωμένο, αρυτίδιαστο και ανέκφραστο, άδειο όπως και το χιόνι
κάτω από τα πόδια τους. Η κενή του έκφραση είχε κάτι που της θύμιζε τον –για
κακή της τύχη- σύντροφό της στο ταξίδι για την αγορά.
«Πρέπει να πας ανατολικά. Θα περάσεις το Νιμφόρε και
μόλις βρεις την Άσπρη Κοιλάδα, θα συνεχίσεις στα βόρεια. Σε μία ώρα από εκεί θα
έχεις φτάσει» απάντησε ο κυνηγός.
Ο αναβάτης τον ευχαρίστησε με περισσή ευγένεια και
προχώρησε προς την κατεύθυνση που του υπέδειξε.
«Του είπες ψέματα» είπε ξαφνικά η Φιντέλμα. Ο κυνηγός δεν
γύρισε καν να την κοιτάξει. «Εσένα ψάχνει, έτσι δεν είναι;» συνέχισε. «Εσύ
είσαι ο άρχοντας Μακ Λερ» Ο άντρας κοιτούσε το δρόμο, το ίδιο ανέκφραστος και
αδιάφορος όπως πάντα. Η Φιντέλμα σιώπησε, καθότι δεν έβρισκε νόημα να συνεχίσει
τις ερωτήσεις. Ήταν φανερό ότι δεν θα έπαιρνε απάντηση.
Ύστερα από μισή ακόμα ώρα σιωπής, οι ταξιδιώτες
σταμάτησαν στην άκρη ενός δάσους για να ξεκουραστούν. Το άλογο ξεδίψασε σε μια
πηγή και ο κυνηγός ξεκούρασε την πλάτη του στον κορμό ενός γυμνού δέντρου. Η
Φιντέλμα κάθισε λίγα μέτρα μακριά του. Ήθελε να τρέξει στο δάσος, να χορέψει
και να χαρεί το φως της μέρας που είχε στερηθεί για κάμποσο καιρό, αλλά δεν το
τόλμησε γιατί φοβόταν πως ο δράκος του κυνηγού, που ο ίδιος ονόμαζε Νατχάιρ, θα
την κυνηγούσε και θα την γράπωνε με τα ατσάλινα νύχια του.
«Ρόντα!» φώναξε ο κυνηγός προς τη μεριά του ζώου. Το
άλογο άκουσε στο όνομά του και τον πλησίασε. Ξάπλωσε δίπλα του και ο άντρας
πέρασε τα δάκτυλά του στην χαίτη του.
Η Φιντέλμα παρακολουθούσε σιωπηλή και μια έντονη
περιέργεια θέριευε μέσα της, καθώς έβλεπε τον άντρα με το σκληρό παρουσιαστικό
και την αλλόκοτη συμπεριφορά να δείχνει τρυφερότητα σε ένα ζωντανό πλάσμα. Η
Ρόντα μάλιστα έμοιαζε να απολαμβάνει την συντροφιά και τα χάδια του αφέντη της.
Μέχρι και κύβους ζάχαρης έφαγε από την παλάμη του.
Έπειτα εκείνος σηκώθηκε, έβγαλε από το δερμάτινο σακίδιο
ένα μικρότερο δισάκι και το ξετύλιξε. Πλησίασε την Φιντέλμα και της το πρόσφερε
αμίλητος. Κοίταξε το εσωτερικό του παραξενεμένη. Ήταν δύο κομμάτια κριθαρένιο
ψωμί και ένα μήλο. Αρνήθηκε την προσφορά του σιωπηλή και εκείνος έφυγε και
πάλι. Κάθισε δίπλα στο άλογο και έφαγε λίγο ψωμί, κοιτώντας τον ορίζοντα.
Λίγη ώρα μετά, οι τρεις τους συνέχισαν το μακρύ ταξίδι,
μέχρι που ο ήλιος βυθίστηκε πίσω από τις
χιονισμένες βουνοκορφές του βορρά. Τότε ο άντρας διέταξε την Ρόντα να τρέξει,
θέλοντας να προλάβει την νύχτα που κατέφτανε. Σύντομα φάνηκε ο πολιτισμός, και
ίσα που πρόλαβαν να φτάσουν στην μικρή πόλη του Μπλούμπερι, όπου θα περνούσαν
το βράδυ. Η πόλη ήταν άδεια, προφανώς όλοι είχαν αποσυρθεί στα σπίτια τους.
Μόνο ένας γέρος με μαύρο καπέλο και μακρύ μαύρο παλτό περπατούσε στο
πλακόστρωτο.
Ο κυνηγός κατέβηκε από το άλογο και τον πλησίασε. Ο γέρος
τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, σαν να έβλεπε κάτι το αξιοπερίεργο, και έπειτα
αποφάσισε πως δεν ήταν και τόσο ενδιαφέρων τελικά, οπότε του γύρισε την πλάτη.
«Υπάρχει κάποιο κατάλυμα για να περάσω τη νύχτα; Κάποιο
πανδοχείο ίσως;» ρώτησε κοιτώντας την σκυφτή πλάτη του γέρου.
Εκείνος του έδειξε αμίλητος με το δάχτυλο κάτι στα δεξιά,
και έπειτα συνέχισε τον δρόμο του. Ο κυνηγός γύρισε στην Ρόντα. Την πήρε από τα
χαλινάρια και εκείνη ακολούθησε, με την Φιντέλμα στη ράχη της. Πέρασαν από ένα
σοκάκι και ο άντρας κοιτούσε δεξιά και αριστερά καθώς προχωρούσαν, και στα
είκοσι βήματα σταμάτησε. Σήκωσε τα μάτια του στην μεγάλη ταμπέλα με τα κόκκινα
γράμματα πάνω από το κεφάλι του και έπειτα χτύπησε την πόρτα.
«Εδώ είμαστε» είπε στον εαυτό του.
Η πόρτα άνοιξε και τον υποδέχτηκε μια στρουμπουλή γυναίκα
με καφέ μαντίλι στο κεφάλι και ποδιά περασμένη στη μέση της.
«Περάστε, από εδώ» άκουσε η Φιντέλμα να του λέει. Μόλις η
γυναίκα μπήκε πάλι μέσα, ο κυνηγός γύρισε και την κοίταξε. Της έκανε νόημα να
κατέβει από το άλογο και να τον ακολουθήσει.
Η Φιντέλμα υπάκουσε και βρέθηκε πίσω του. Στην είσοδο του
πανδοχείου, ένας καραφλός κύριος με μεγάλη κοιλιά και χοντρά γένια την
προσπέρασε και τον είδε να παίρνει την Ρόντα και να την οδηγεί στο στάβλο,
δίπλα.
«Θέλω ένα δωμάτιο για αυτή τη νύχτα μόνο» είπε ο άντρας
και η γυναίκα έγνεψε καταφατικά, ενώ έψαχνε μια μεγάλη αρμαθιά γεμάτη κλειδιά.
Ύστερα όμως έτριψε το κεφάλι της σκεπτική και τον κοίταξε.
«Λένε ότι θα έρθει μεγάλη χιονοθύελλα το βράδυ. Και
συνήθως κρατάνε μέρες εδώ στο Μπλούμπερι»
«Ποιος το λέει;» ρώτησε κοφτά ο κυνηγός.
«Ο Γουάφ»
«Ο οποίος είναι…;»
«Ο Γουάφ! Δεν ξέρεις τον Γουάφ;» τσίριξε η γυναίκα
τρομερά αναστατωμένη. Μια άγρια ματιά του κυνηγού ήταν αρκετή για να την
συνεφέρει. «Ο μάγος του Μπλούμπερι. Όλοι τον ξέρουν! Όλοι τον ακούμε, ξέρει τα
πάντα. Είναι…»
«Μάγος;» επανέλαβε εκείνος.
«Ναι. Είναι…»
«Το κλειδί» την διέκοψε με αγένεια. Η γυναίκα του το
έδωσε ενώ τα μάτια της στένευαν καχύποπτα.
«Το όνομά σας;» ρώτησε χαμογελώντας τυπικά.
«Γκόραν. Γκόραν Κρόσμπον» απάντησε εκείνος και πήρε το
σακίδιο που ακουμπούσε στο πάτωμα, το πέρασε στον ώμο του και έφυγε χωρίς άλλη
λέξη.
Η γυναίκα πέρασε γρήγορα μπροστά του και τον οδήγησε στις
σκάλες. Ο κυνηγός έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Η Φιντέλμα ακολούθησε
αθόρυβα και σταμάτησε όταν τους είδε να στέκονται στον διάδρομο.
«Εδώ είναι το δωμάτιό σας, κύριε Κρόσμπον» είπε η γυναίκα
και άνοιξε την πόρτα. «Καληνύχτα και
καλή διαμονή» συνέχισε εκείνη, αλλά ο άντρας έκλεισε την πόρτα προτού
ολοκληρώσει την φράση της.
Η Φιντέλμα τον κοίταξε με απορία και αγανάκτηση, αλλά δεν
μίλησε. Ο άντρας πέταξε το σακίδιο στο πάτωμα, άναψε το κερί που βρισκόταν πάνω
στο απλό, ξύλινο τραπέζι του δωματίου και κάθισε στην ξύλινη καρέκλα με την
υφασμάτινη επένδυση. Έβγαλε ένα σημειωματάριο με δερμάτινο εξώφυλλο και το
κοίταξε. Γύριζε τις σελίδες δύο δύο, μέχρι που έφτασε σε αυτή που ήθελε και
στρώθηκε στο διάβασμα.
Η Φιντέλμα στάθηκε στο παράθυρο μπροστά του. Εκείνος την
κοίταξε ενοχλημένος.
«Ήσουν πολύ αγενής» τόλμησε να πει. Αυτός δεν απάντησε,
αλλά εκείνη συνέχισε. «Εκείνη ήταν τόσο ευγενική μαζί σου, και εσύ της φέρθηκες
με τόση αγένεια! Αλήθεια, οι γονείς σου δεν σου έμαθαν τρόπους σαν παιδί;» Το
βλέμμα του φάνηκε να σκληραίνει, οι γροθιές του σφίχτηκαν στα χερούλια της
καρέκλας, αλλά πριν αντιδράσει έκλεισε τα μάτια του και την αγνόησε. «Καλύτερα
να προσέχεις τους τρόπους σου… Έτσι…»
«Δεν ακούω συμβουλές από μία αιχμάλωτη!» την διέκοψε
σκληρά και γύρισε στο σημειωματάριό του.
Η Φιντέλμα σιώπησε και άνοιξε το παράθυρο. Η νύχτα είχε
πέσει, τα αστέρια έλαμπαν και ο ουρανός είχε καθαρίσει. Καμία ένδειξη για
χιονοθύελλα. Σκέφτηκε πως ίσως ο μάγος του Μπλούμπερι να μην ήταν και τόσο
σπουδαίος, τελικά. Κάθισε με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο πεζουλάκι και
θαύμασε την ομορφιά της νύχτας, που δεν έπεφτε ποτέ στην χώρα των Ευχών.
Ξαφνικά, ο κυνηγός σηκώθηκε και την παραμέρισε. Έκλεισε
τα παραθυρόφυλλα με θόρυβο και κάθισε πάλι στην θέση του.
«Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε η Φιντέλμα ενοχλημένη.
«Εσείς οι Ευχές μιλάτε πολύ!» πέταξε ο κυνηγός και
σημείωσε κάτι στο τετράδιό του.
Η Φιντέλμα σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. «Μόνο όταν
έχουμε κάτι σημαντικό να πούμε»
Ο κυνηγός κούνησε το κεφάλι. «Καταλαβαίνεις ότι είσαι
αιχμάλωτη;» ρώτησε έξαλλος.
Τον κοίταξε με σοβαρότητα, ενώ τα μαύρα μάτια της
γυάλιζαν περήφανα.
«Δεν έχουμε έρθει εδώ για διακοπές. Μόλις περάσει αυτή η
καταραμένη νύχτα, θα συνεχίσουμε το δρόμο μας και σε λίγες μέρες – αυτό ήταν!
Θα είσαι κτήμα κάποιου μάγου πιθανώς. Οι δρόμοι μας θα χωρίσουν, και αν είμαι
τυχερός, θα βρω και κάποια άλλη σαν και σένα»
Η Φιντέλμα τον κοιτούσε αγέρωχα, και το βαθύ σαν την
νύχτα βλέμμα της έμοιαζε να φουρτουνιάζει. Ο κυνηγός σκέφτηκε πως είχε
καταφέρει να την θυμώσει.
«Δεν ήξερα ότι υπάρχουν άνθρωποι σαν και σένα» είπε απλά.
«Πώς δηλαδή;» ρώτησε αυτός αδιάφορα με το βλέμμα στις
σημειώσεις του.
Η Φιντέλμα αγνόησε την ερώτησή του και συνέχισε. «Το
πρόσωπό σου… Τα μάτια σου…» είπε και τράβηξε την προσοχή του. Έκλεισε τις
σημειώσεις του και έστρεψε το βλέμμα του στο πρόσωπό της. «Τόσο άψυχα… τόσο
άδεια. Σαν να μην έχεις ψυχή…» μονολόγησε. «Κανείς δεν μπορεί να σε διαβάσει.
Σαν να είσαι κενός. Άψυχος. Σαν να… μην υπάρχεις»
«Αρκετά!» φώναξε και εκείνη σταμάτησε.
Το βλέμμα της εξακολουθούσε να είναι αγέρωχο, αλλά μέσα
της υπήρχαν περισσότερα από όσα έδειχνε εκείνη τη στιγμή. Αμέτρητες σκέψεις
ταξίδευαν στο μυαλό της, όλες μαζί ταυτόχρονα, σαν σμήνη από γλάρους που
αναζητούν φαγητό. Ο άντρας έσβησε το κερί και οι δυο τους έμειναν στο σκοτάδι.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι της δυτικής πλευράς, ώστε το κρεβάτι στα αντολικά έμεινε
για την Φιντέλμα, και σύντομα η αναπνοή του βάθυνε, καθώς φαινόταν να βυθίζεται
στον ύπνο. Εκείνη κάθισε στο σκληρό κρεβάτι της ανατολικής πλευράς, δίπλα στο
παράθυρο, και έμεινε να κοιτάει το κενό.
«Κι
όμως, εγώ δεν πιστεύω πως είσαι αυτό που δείχνεις, Γκόραν. Κάπου εκεί μέσα
βρίσκεται η ψυχή σου. Και ας μην μπορεί κανείς να την δει» Ιωάννα Τσιάκαλου