Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 10) -"Καλωσόρισες στον κόσμο μου"

Την επόμενη μέρα δεν μπορούσε να μην πάει στην δουλειά, οπότε αφού κατάφερε να καθησυχάσει το αφεντικό της ότι θα γύριζε ξανά, πήρε την τσάντα της, άλλαξε ρούχα και έφυγε για γραφείο με την ψυχή στο στόμα. Όλο το βράδυ δεν την είχε αφήσει σε ησυχία. Μόλις τον έπαιρνε ο ύπνος και τον άφηνε να κοιμηθεί, εκείνος άνοιγε ξανά τα μάτια και την έψαχνε. Για κάποιον λόγο δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δεν την ένιωθε δίπλα του και αυτό άρχισε να την ανησυχεί. Το μυαλό της έκανε τα χειρότερα σενάρια αλλά μέχρι να βγουν από το νοσοκομείο δεν μπορούσαν να μιλήσουν για όλα αυτά, οπότε έπρεπε να κάνει υπομονή.
Μόλις έφτασε στο γραφείο της η εριστική φάτσα της Μάρθα την καλωσόρισε.

«Λείπει ο γάτος…» προσπάθησε να πει αλλά η Εύα την έκοψε πριν ολοκληρώσει το σχόλιό της.
«Είχα κανένα μήνυμα;» τη ρώτησε ενώ έβγαζε το παλτό της και η Μάρθα την κοίταξε με ένα ύφος που έλεγε “Παρακαλώ;”.
«Ναι, φυσικά, πού να ξέρεις αφού δεν έχεις ούτε δύο λεπτά που είσαι εδώ» της χτύπησε το σχόλιό της πίσω δηλώνοντας της ανοιχτά ότι γνώριζε ήδη πως και εκείνη μόλις είχε φτάσει, επομένως δεν την έπαιρνε να της την λέει.
«Κυρία Κύλιαν;» άκουσε μια αντρική φωνή δίπλα της και γύρισε για να κοιτάξει ποιος ήταν. «Η αλληλογραφία σας» συνέχισε το “mail-boy” και παίρνοντας τους φακέλους που κρατούσε από το χέρι του, τους στοίβαξε πάνω στην επιφάνεια των ντουλαπιών της, που ήταν προς το παρόν άδεια.
«Είσαι ο…;» τον ρώτησε χωρίς να τον κοιτά, ενώ συνέχιζε να στοιβάζει τα πακέτα που της έδινε.
«Μπράουν Μπλερ, κυρία» της είπε εκείνος και η Εύα κατένευσε.
«Σωστά, ο Μπράουν…» επανέλαβε. «Τελείωσε με το πρώτο μοίρασμα της αλληλογραφίας και σε μισή ώρα θέλω να είσαι εδώ μαζί με τον Κλαρκ με δύο άδεια καρότσια» σχεδόν τον διέταξε και ο Μπράουν την κοίταξε μπερδεμένος.
«Συγγνώμη, κυρία, αλλά δεν έχω τέτοια εντολή» της είπε απολογητικά.
«Σε πέντε λεπτά θα την έχεις. Τώρα πήγαινε να τελειώνεις τη δουλειά σου και σε μισή ώρα να είσαι μαζί με τον Κλαρκ εδώ» επανέλαβε με αυστηρό τόνο και ο κακόμοιρος ο Μπράουν έφυγε τελείως μπερδεμένος.
Η Μάρθα από την άλλη, σηκώνοντας τη ματιά της από το περιοδικό μόδας που κρατούσε, την κοίταξε παραξενεμένη. 
«Για κάποιους μπήκε στραβά ο χρόνος;» σχολίασε αδιάφορα.
«Για κάποιους άλλους περισσότερο αλλά δεν το ξέρουν ακόμα» της γύρισε το σχόλιο αλλά πριν η Μάρθα της απαντήσει, το τηλέφωνο χτύπησε και η Εύα έσπευσε να απαντήσει.
«Εύα Κύλιαν» απάντησε στην εσωτερική κλήση και μόλις άκουσε τον ευέξαπτο Φράνσις Κουόρκ από την μηχανογράφηση, πήρε μια ανάσα για να κατευνάσει τον εαυτό της ώστε να του απαντήσει όσο πιο πολιτισμένα μπορούσε.
«Κύριε Κουόρκ, καλημέρα και σε σας» του είπε ειρωνικά, καθώς εκείνος δεν είχε μπει καν στον κόπο να την καλημερίσει. «Φυσικά και οι εκκρεμότητες είναι έτοιμες αλλά θα σας παραδοθούν μέσα στην επόμενη ώρα» τον ενημέρωσε και εκείνος έγινε ακόμα πιο έξαλλος.
«Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να διακτινιστώ. Θα τα παραλάβετε μέσα στην επόμενη ώρα. Καλή σας ημέρα και πάλι» επανέλαβε και του έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει εκείνος να αρχίσει να απαιτεί να του παραδώσει τα έγγραφά του τώρα.
Το ενδιαφέρον της Μάρθα μετά από αυτό έγινε ακόμα μεγαλύτερο αλλά η Εύα δεν της έδωσε το δικαίωμα να το σχολιάσει.
«Για την επόμενη μισή ώρα, δεν δέχομαι κανένα τηλεφώνημα. Όσοι θέλουν τις εκκρεμότητές τους, πες τους ότι θα τις παραλάβουν μέσα στην επόμενη ώρα, αν δεν μπορούν να περιμένουν πες τους ότι ξέρουν πού είναι το γραφείο μου, να πάρουν τα πόδια τους και να έρθουν να τα πάρουν μόνοι τους» το στόμα και τα μάτια της Μάρθα άνοιξαν διάπλατα.
«Παρακαλώ;» είπε χωρίς να είναι ικανή να πιστέψει αυτό που άκουγε αλλά περισσότερο αυτό που έβλεπε μπροστά της, δηλαδή την Εύα να διατάζει σαν να την όρισε κανείς διευθυντή στη θέση του διευθυντή τους.
«Το τηλέφωνο χτυπάει» επανέλαβε η Εύα σπρώχνοντας της τη συσκευή και χωρίς να της δίνει καμία εξήγηση, γυρίζοντας της την πλάτη, πάτησε το κουμπί για να ανοίξει τον υπολογιστή της και άρχισε να τακτοποιεί την αλληλογραφία.
Αφού η Μάρθα έχασε τα πρώτα πέντε τηλεφωνήματα και κατάλαβε ότι η Εύα εννοούσε το ότι δεν θα απαντούσε η ίδια για την επόμενη μισή ώρα, πήρε την απόφαση να απαντήσει εκείνη αλλά δεν θα το άφηνε και έτσι. Θα την έβαζε στη θέση της όταν θα ερχόταν η ώρα. Τώρα που έλειπε ο διευθυντής τους σε άδεια, μπορεί να το έπαιζε αφεντικό αλλά όταν γύριζε από τις διακοπές του θα απαιτούσε, αν όχι να την απολύσουν, τότε να τη μεταθέσουν αλλού. Ήξερε εκείνη τα κουμπιά του και σίγουρα θα τα χρησιμοποιούσε όλα για να την ξεφορτωθεί. Πραγματικά δεν την άντεχε άλλο.
Καθώς η Εύα είχε τελειώσει με το μοίρασμα των εκκρεμοτήτων και την αλληλογραφία, κάθισε στον υπολογιστή της και άρχισε να φτιάχνει το πρόγραμμα της ημέρας, ενώ πίσω της η επιφάνεια των ντουλαπιών ήδη είχε αρχίσει να γεμίζει. 
«Θυμάσαι πού είναι το δωμάτιο των εκτυπωτών;» ρώτησε τη Μάρθα ενώ πληκτρολογούσε πυρετωδώς.
«Το θέμα είναι να το θυμάσαι εσύ, όχι εγώ» της γύρισε η Μάρθα πικρόχολα.
«Αν δεν το θυμάσαι, είναι…»
«Δεν με ενδιαφέρει να μάθω» την έκοψε η Μάρθα αμέσως και η Εύα τελειώνοντας αυτό που έγραφε, το έστειλε για εκτύπωση και γύρισε προς το μέρος της.
«Και θα το θυμηθείς και θα το επισκεφτείς» της δήλωσε και καθώς της έδειξε το καροτσάκι που είχε δίπλα της με το χέρι της, γύρισε ξανά προς την μεριά της.
«Η αλληλογραφία έχει καταχωρηθεί αλλά πρέπει να φωτοτυπηθεί και να αρχειοθετηθεί στο γραφείο του κύριου Κλάρκινς και ξέρεις πολύ καλά ότι εγώ απαγορεύεται να είμαι μέσα στο γραφείο του χωρίς την παρουσία του» της είπε και η Μάρθα ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.
«Θα καθίσω στην πόρτα να προσέχω κάθε σου κίνηση» της είπε με ένα χασμουρητό σαν να βαριόταν αφόρητα.
«Αλήθεια! Σου έκανα δώρο για τα Χριστούγεννα;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Εύα ενώ πιάνοντας το κινητό της άρχισε να ψάχνει μέσα στα αρχεία της.
«Δεν χρειάζομαι τίποτα από εσένα εκτός του να κάνεις τη δουλειά σου, σκυλάκι» της είπε με ένα μορφασμό αηδίας η Μάρθα αλλά η Εύα δεν της έδωσε καμία σημασία.
Βρίσκοντας αυτό που έψαχνε, γύρισε την οθόνη του κινητού της προς το μέρος της και την πλησίασε απειλητικά.
«Μην μου πεις μετά ότι δεν προσπάθησα» της είπε και πατώντας το start την άφησε να δει το δώρο της.
Καθώς τα μάτια της Μάρθας καρφώθηκαν στην οθόνη, ξεροκατάπιε και έμεινε αμίλητη να κοιτά το βίντεο που έδειχνε εκείνη να είναι γερμένη πάνω στο γραφείο του διευθυντή της, με εκείνον να είναι πίσω της και να της τον καρφώνει καθώς διάβαζε τις λεζάντες που έγραφαν τα λόγια που ήξερε πολύ καλά ότι τα είχε πει η ίδια.
«Είσαι τσουλάκι;» τη ρωτούσε ο κύριος Κλάρκινς καθώς την έπαιρνε από πίσω και εκείνη του απαντούσε.
«Ναι, είμαι».
«Είσαι τσουλάκι;» επαναλάμβανε εκείνος και εκείνη βογκώντας εκστασιασμένη του απαντούσε.
«Ναι, κύριε, είμαι».
«Τότε απόδειξέ το μου» τη διέταξε εκείνος και μόλις είδε τον εαυτό της να κατεβαίνει από το γραφείο, να γονατίζει μπροστά του και να τον παίρνει στο στόμα της, η ανάσα της κόπηκε στη μέση.
«Έτσι, τσουλάκι, φάε το πρωινό σου και μην αφήσεις ούτε μια σταγόνα να σου ξεφύγει από το νέκταρ μου» τη διέταξε εκείνος και η Μάρθα χωρίς να αντέχει άλλο έβαλε τα χέρια της μπροστά στην οθόνη του κινητού της Εύας και κοίταξε γύρω της αναψοκοκκινισμένη.
«Είσαι τρελή;» αναφώνησε χωρίς να είναι ικανή να πιστέψει ότι είχε ένα τέτοιο βίντεο στην κατοχή της η Εύα.
«Μήπως τώρα θυμάσαι κατά πού πέφτει το φωτοτυπικό;» τη ρώτησε με άνεση η Εύα αλλά πριν η Μάρθα προλάβει να αντιδράσει, εκείνη συνέχισε. «Ή μήπως προτιμάς να παραλάβει όλη η εταιρία μια καθυστερημένη ευχετήρια κάρτα από το προσωπικό σου e-mail με πικάντικο υλικό για να έχουν όλοι μια πάρα πολύ καλή χρονιά;» Ο κυνισμός της Εύας την αποτελείωσε.
«Με απειλείς;» της φαινόταν αδιανόητο.
«Όχι, σε προειδοποιώ…» της είπε με έμφαση.
«Αν το μάθει ο κύριος Κλάρκινς…»
«Θα το μάθει και όλη η υπόλοιπη εταιρία» ήταν απόλυτη και η Μάρθα ήξερε ότι το εννοούσε.
«Τι θες από μένα;» ρώτησε ηττημένα.
«Σου έχω εδώ όλες τις δουλειές που πρέπει να κάνεις μέχρι τις τέσσερις ακριβώς μαζί με οδηγίες πώς να τις κάνεις. Αν βρω λάθη, θα τα κάνεις από την αρχή μέχρι να γίνουν σωστά. Έγινα κατανοητή;» Η Μάρθα άνοιξε το στόμα της για να πει κάτι αλλά τελικά το μετάνιωσε και το πήρε πίσω.
«Μάλιστα».
«Μάλιστα τι;» απαίτησε να της πει.
«Μάλιστα, κυρία» απάντησε η Μάρθα με ύφος που έλεγε ξεκάθαρα ότι η Εύα δεν θα τη γλύτωνε από αυτό έτσι απλά.
«Τώρα τρέχα να μάθεις πού είναι το φωτοτυπικό» της γύρισε η Εύα με αηδία και χωρίς να της δίνει άλλη σημασία γύρισε στην δουλειά της.
Η Εύα τελειώνοντας με το ξεκαθάρισμα, μέχρι η Μάρθα να γυρίσει από το φωτοτυπικό, έβαλε τον υπολογιστή της στο πρόγραμμα ασφαλείας ώστε να τον αφήσει ανοιχτό αλλά ταυτόχρονα να διασφαλίσει ότι κανείς δεν θα καταφέρει να μπει στα αρχεία της και σηκώθηκε όρθια.
«Φεύγεις;» αναφώνησε η Μάρθα σοκαρισμένη, καθώς την είδε να φοράει το παλτό της.
«Βγαίνω για εξωτερικές δουλειές. Αν με χρειαστείς κάτι, πάρε με τηλέφωνο» της είπε ενώ έβαλε επιδεικτικά το κινητό της μέσα στο συρτάρι της, το έκλεισε και το κλείδωσε.
«Καλή χρονιά, κορόιδο» της είπε αυτό που της χρωστούσε από τα Χριστούγεννα και αφήνοντας τη Μάρθα πίσω της να την κοιτάει άφωνη, έφυγε βιαστικά για να γυρίσει στο νοσοκομείο.
       
Μπαίνοντας στο γραφείο των νοσηλευτών ο δόκτωρ Τρίστιαν μαζί με τον δόκτωρα Φρανς έβγαιναν από μέσα παρέα με έναν καλοστεκούμενο ασπρομάλλη κύριο μεγάλης ηλικίας, που φορούσε ένα πανάκριβο εκπληκτικό γκρίζο κουστούμι.
«Κυρία Κύλιαν» είπε ενθουσιασμένος ο δόκτωρ Τρίστιαν και η Εύα τον κοίταξε με απορία.
Ακόμα και μετά από τέσσερις μέρες εξουθενωτικής εργασίας ο δόκτωρ Τρίστιαν εξακολουθούσε να μην τη χωνεύει, τι άλλαξε τώρα;
«Να σας συστήσω από εδώ τον δόκτωρα Ντάλμπιντορ. Είναι ο γενικός μας διευθυντής και ένας από τους κορυφαίους καρδιοχειρουργούς που υπάρχουν αυτή τη στιγμή σε ολόκληρη την υφήλιο…»
«Τα παραλές, αγαπητέ μου Τρίστιαν» τον πρόλαβε ο δόκτωρ Ντάλμπιντορ πριν συνεχίσει να τον γλείφει περισσότερο.
«Από εδώ είναι η αγαπητή μας κυρία Εύα Κύλιαν» την παρουσίασε ο δόκτωρ Τρίστιαν με καμάρι και η Εύα έδωσε το χέρι της στον δόκτωρα Ντάλμπιντορ για να τον χαιρετήσει.
«Χαίρομαι πάρα πολύ που σας γνωρίζω. Έχω ακούσει πάρα πολλά για σας» του είπε με επαγγελματικό ύφος και ο δόκτωρ Ντάλμπιντορ της χαμογέλασε με ένα πολύ άμεσο και ζεστό χαμόγελο.
«Η χαρά είναι όλη δική μου, αγαπητή μου. Τι θα έλεγες να τα πούμε ιδιαιτέρως, είμαι σίγουρος ότι θα έχεις πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να μου πεις» της πρότεινε και φυσικά η Εύα δέχτηκε αμέσως.
Τη στιγμή που βγήκε στον διάδρομο η Έλσα, που θα έπρεπε να είχε ήδη τελειώσει την βάρδιά της, της έκανε ένα διακριτικό νόημα με τα μάτια της.
«Δόκτωρ Ντάλμπιντορ, θα μπορούσατε να μου δώσετε ένα λεπτό; Θα έρθω αμέσως κοντά σας» του ζήτησε παρακλητικά και εκείνος της έδωσε την άδεια να κάνει αυτό που ήθελε, ενώ συνέχισε να πηγαίνει προς το ασανσέρ συνομιλώντας με τον δόκτωρ Τρίστιαν.
«Τι έγινε;» Η Εύα ρώτησε την Έλσα αγχωμένη καθώς πήγε κοντά της.
«Έχει χαλάσει τον κόσμο. Δεν μπορώ να τον κάνω με τίποτα καλά». Η Εύα κοιτάζοντας προς τον δόκτωρ Ντάλμπιντορ το σκέφτηκε για λίγο.
«Κάλυψέ με για λίγο αν χρειαστεί» της είπε και τρέχοντας προς τον θάλαμο που ήταν το αφεντικό της, κάλυψε τη μύτη της με το μανίκι της και πήγε κοντά του.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε κατευθείαν μόλις τον πλησίασε και εκείνος μόλις την είδε έκανε την κίνηση να πέσει στην αγκαλιά της.
«Δεν έχω χρόνο για τέτοια» του είπε αυστηρά ενώ έκανε πιο πίσω για να τον αποφύγει. «Κάτσε για λίγο ήσυχος και θα έρθω να σε δω μετά, εντάξει;» τον ρώτησε επιτακτικά ενώ κοίταζε προς την πόρτα μήπως έρχεται κανένας.
«Εδώ θα είμαι…» τον διαβεβαίωσε. «Αλλά πριν έρθω πρέπει να τακτοποιήσω κάποια πράγματα» συνέχισε πιο γρήγορα και καθώς είδε την απελπισία στο βλέμμα του δεν είχε ιδέα τι να κάνει.
«Θα σου στείλω την Έλσα. Την κοπέλα που χτύπησες εχθές το βράδυ στην κοιλιά…» μόλις το άκουσε αυτό το αφεντικό της άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά αλλά η Εύα πραγματικά δεν είχε καθόλου χρόνου για τέτοιου είδους καμώματα.
«Με εμπιστεύεσαι;» τον ρώτησε και καθώς εκείνος κατένευσε με βουρκωμένα μάτια, εκείνη συνέχισε. «Τότε σου λέω ότι μπορείς να εμπιστευτείς και την Έλσα, αλλά να θυμάσαι… Είσαι ο Άνταμ, ο αδελφός μου» του τόνισε και καθώς εκείνος αναστέναξε με ένα παραπονιάρικο ύφος η Εύα δεν κρατήθηκε και του χάιδεψε απαλά το μέτωπο.
«Δεν θα αργήσω. Κάτσε φρόνιμα, εντάξει;» τον ρώτησε πιο απαλά και καθώς εκείνος κατένευσε αφήνοντας τα μάτια του να ξεχειλίσουν, η Εύα έφυγε να πάει να προλάβει τον δόκτωρα Ντάλμπιντορ, αφού πρώτα παρακάλεσε την Έλσα να τον προσέχει όσο θα έλειπε.
Μπαίνοντας στο γραφείο του δόκτωρ Ντάλμπιντορ η Εύα αρνήθηκε να πάρει κάτι και μόλις η γραμματέας του έκλεισε την πόρτα πίσω της, προσπάθησε να μπει κατευθείαν στο θέμα της.
«Κυρία Κύλιαν, θα ήθελα να ξέρετε ότι η δουλειά σας με έχει αφήσει άφωνο…» ξεκίνησε ο δόκτωρ Ντάλμπιντορ αλλά η Εύα τον διέκοψε αμέσως.
«Δόκτωρ Ντάλμπιντορ, θα μπορούσα να ακούσω τα κολακευτικά σας σχόλια για τη δουλειά μου, ίσως και για μένα την ίδια, αλλά πραγματικά έχω ξεμείνει από χρόνο, γι’ αυτό αν δεν σας πειράζει θα ήθελα να μπούμε κατευθείαν στο θέμα μας» του είπε με επαγγελματικά ψυχρό ύφος, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε τον χαρτοφύλακά της και έβγαζε έναν μικρό, σφραγισμένο φάκελο.
«Κυρία Κύλιαν, με παρεξηγήσατε -μάλλον. Εγώ απλώς ήθελα να σας εκδηλώσω τον θαυμασμό μου και να σας κάνω μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση» της είπε εκείνος λίγο θιγμένος αλλά με απόλυτα σοβαρό ύφος.
«Δεν με ενδιαφέρει η προσφορά σας…»
«Μα δεν την ακούσατε ακόμα» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί και η Εύα τον κοίταξε υπομονετικά.
«Μην τρώτε τσάμπα τον χρόνο μου, δόκτωρ Ντάλμπιντορ, πραγματικά είναι πολύ πολύτιμος για να τον σπαταλώ άσκοπα. Δεν είμαι εδώ για να εξασφαλίσω κάποια θέση αλλά να σιγουρευτώ ότι θα έχω την απόλυτη συνεργασία σας» του είπε και εκείνος έμεινε για λίγο να την κοιτά τελείως μπερδεμένος.
«Ποια είσαστε;» την ρώτησε ασθμαίνοντας κάτω από την ανάσα του τόσο σιγανά, που αν δεν ήταν τόσο κοντά του, δεν θα κατάφερνε να ακούσει τα λόγια του.
«Δεν έχει σημασία ποια είμαι εγώ αλλά “ποιος” με στέλνει» του είπε με έμφαση, ενώ του έτεινε τον σφραγισμένο φάκελο που είχε το μέγεθος μιας επαγγελματικής κάρτας.
Μόλις ο δόκτωρ Ντάλμπιντορ πήρε στα χέρια του τον φάκελο, πήρε μια βαθιά ανάσα και τον άνοιξε γρήγορα. Βλέποντας αυτό που έγραφε μέσα κατάπιε ηχηρά, έβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του και αφού έβαλε την κάρτα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του, την κοίταξε με απόλυτα σοβαρό ύφος.
«Τι θα μπορούσα να κάνω για σας;» τη ρώτησε με σταθερή φωνή, ενώ τα χέρια του, που ήταν σταυρωμένα μπροστά του πάνω στο γραφείο, έτρεμαν εμφανώς.
«Ο δόκτωρ Φρανς σας έδωσε τη λίστα με τις ελλείψεις και όλες τις αιτήσεις για τις απαιτούμενες εξετάσεις που πρέπει να υποβληθούν οι ασθενείς στην πτέρυγα απόρων;» τον ρώτησε και εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Όχι, δεν μου έδωσε τίποτα» της είπε με ειλικρίνεια.
«Α, τον ηλίθιο!» ξέσπασε η Εύα ξεφυσώντας οργισμένη. «Πάρ’τον τηλέφωνο και πες του να σου τα φέρει τώρα» απαίτησε αφήνοντας του τύπους στην άκρη.
«Μισό λεπτό παρακαλώ» της ζήτησε και η Εύα έμεινε να τον περιμένει μέχρι να συνεννοηθεί με την γραμματέα του ώστε να εκτελέσει την εντολή της.
«Θέλω μέχρι τις έξι το απόγευμα να έχουν συμπληρωθεί όλες οι ελλείψεις, να έχουν παρθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε οι ασθενείς υψηλού κινδύνου να μεταφερθούν σε ειδικό θάλαμο για να μην μολύνουν τους υπόλοιπους. Επίσης, όλα τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος και μη, να παραδοθούν στους γιατρούς σήμερα, το αργότερο μέχρι το βράδυ, ώστε αύριο να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές όπως τις ορίζει το καταστατικό από το υπουργείο υγείας…» συνέχισε μόλις εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο και ο δόκτωρ Ντάλμπιντορ την κοίταξε απολογητικά. 
«Κυρία Κύλιαν, δεν έχουμε τον χώρο…» προσπάθησε να τη διακόψει αλλά η Εύα δεν είχε τελειώσει ακόμα μαζί του.
«Θα τον βρείτε σήμερα κιόλας» ήταν αδιάλλακτη πάνω σε αυτό το θέμα. «Επιπλέον…» συνέχισε από εκεί που την είχε διακόψει. «Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι για τον χρόνο σας, τις υπηρεσίες σας αλλά και τα έξοδα που θα κάνετε, θα ανατιμηθείτε πάρα πολύ καλά μόνο στην περίπτωση που διαπιστώσω εγώ προσωπικά ότι θα συνεχίσει το νοσοκομείο σας να λειτουργεί σύμφωνα με το καταστατικό που ορίζει το υπουργείο υγείας και μετά την οριστική μου αποχώρηση από τον χώρο σας».
«Πραγματικά δεν ήξερα ότι οι εργοδότες μας ενδιαφέρονται τόσο για τη δημόσια υγεία» σχολίασε χωρίς να μπορεί να κρατηθεί και το βλέμμα που του έριξε η Εύα τον έκανε να θέλει να το πάρει πίσω.
«Η δημοσιότητα που θα έχετε νομίζω ότι θα είναι μεγαλύτερη από την προσωπική αμοιβή που θα λάβετε. Τι λέτε και εσείς;» τον ρώτησε με ένα ειρωνικό υφάκι.
Πριν ο δόκτωρ Ντάλμπιντορ καταφέρει να βρει μια ικανοποιητική απάντηση, η πόρτα χτύπησε και εκείνος έδωσε την άδεια να περάσουν.
«Με ζητήσατε;» ρώτησε επιφυλακτικά ο δόκτωρ Φρανς κοιτώντας την Εύα.
«Έχεις έτοιμες τις λίστες και τις αιτήσεις για τις απαραίτητες εξετάσεις που σου ζήτησα εχθές;» τον ρώτησε πριν προλάβει ο δόκτωρ Ντάλμπιντορ να απαντήσει.
«Δεν πρόλαβα…» Δεν τον άφησε να συνεχίσει.
«Ο δόκτωρ Ντάλμπιντορ θα σε ενημερώσει για τα νέα σου καθήκοντα» τον ενημέρωσε και σηκώθηκε όρθια.
«Δόκτωρ Ντάλμπιντορ…» είπε με επαγγελματικά ψυχρό ύφος και πάλι δίνοντας του το χέρι της. «Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Ελπίζω να τα πούμε ξανά σύντομα».
«Εγώ σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Ελπίζω να ικανοποιήσω τα αιτήματά σας όσο πιο σύντομα μπορώ» της απάντησε εκείνος, ενώ σηκώθηκε όρθιος για να της ανταποδώσει τη χειραψία.
«Η ώρα είναι…» κοιτώντας το ρολόι τοίχου συνέχισε. «11:00 ακριβώς. Έχετε επτά ώρες… μην τις σπαταλήσετε άσκοπα» του απάντησε εκείνη χαριτολογώντας αλλά εννοώντας το και γυρίζοντας του την πλάτη κοίταξε τον δόκτωρα Φρανς.
«Έχω μόνο πέντε ώρες στη διάθεσή μου. Μην με κάνεις να περιμένω γιατί δεν θα μου αρέσει καθόλου» του είπε απειλητικά και χωρίς να περιμένει απάντηση, έφυγε αφήνοντας τους μόνους.

Όταν φόρεσε τη ρόμπα της, τη διπλή της μάσκα και τα διπλά γάντια, γύρισε στο δωμάτιο που ήταν το αφεντικό της και τον βρήκε να κοιμάται.
«Όλα καλά;» ρώτησε την Έλσα χαϊδεύοντας τον ώμο της παρηγορητικά.
«Αναγκάστηκα να του κάνω ηρεμιστική. Συγγνώμη, αλλά δεν γινόταν αλλιώς» της είπε απολογητικά.
«Δεν πειράζει, άλλωστε τα νεύρα μου δεν είναι και για πολλά, οπότε μάλλον καλό μου έκανες. Πότε έχεις βάρδια πάλι;» τη ρώτησε και εκείνη αναστέναξε βαριά.
«Στις 12:00 το βράδυ» είπε ενώ στα μάτια της έβλεπε ότι δεν είχε κουράγιο για τίποτα άλλο πέρα από τον ύπνο.
«Πήγαινε να ξεκουραστείς και το βράδυ που θα γυρίσω από το σπίτι θα σε αντικαταστήσω εγώ…»
«Εύα, δεν…»
«Θα σε χρειαστώ τα πρωινά που θα λείπω. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν άλλον» την παρακάλεσε και η Έλσα έριξε μια ματιά προς τον “Άνταμ”.
«Δεν με συμπαθεί καθόλου» της είπε με απολογητικό ύφος.
«Θα σε συνηθίσει θέλει δεν θέλει. Δεν μπορώ να βρίσκομαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα» της είπε με ύφος που δεν έπαιρνε αντίρρηση.
«Ας το ελπίσουμε» της απάντησε η Έλσα και χαϊδεύοντας την πλάτη της απαλά έστειλε ένα φιλί στον αέρα και έφυγε αφήνοντας τη μόνη.
«Για να δούμε τι θα κάνουμε με σένα» μουρμούρισε και άδειασε το κορμί της στην καρέκλα κουρασμένα.
Μέχρι τις τέσσερις είχαν γίνει -όσο αφορούσε τουλάχιστον το αφεντικό της- όλες οι απαραίτητες εξετάσεις και τώρα έμενε να δουν τα αποτελέσματα. Δυστυχώς, για να καταφέρουν να κάνουν τις εξετάσεις έπρεπε να τον κρατάνε κοιμισμένο, οπότε όταν τελείωσαν από όλες τις εξετάσεις, εκείνος ξύπνησε και ήταν πιο μανιασμένος από πριν. Η Εύα έπρεπε να φύγει, η Έλσα θα ερχόταν μετά από εκείνη και δεν μπορούσε να της πει να γυρίσει πριν τη βάρδιά της.
«Πρέπει να φύγω, το καταλαβαίνεις;» του είπε για πολλοστή φορά, ενώ πάλευε να πάρει το χέρι της μέσα από το δικό του.
«Είναι μόνο για δύο ώρες. Δεν μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή;» τον ρώτησε κουρασμένα και καθώς εκείνος άρχισε πάλι να μυξοκλαίει και να απαιτεί την αγκαλιά της, πραγματικά ήθελε όσο τίποτα να αρπάξει κάτι και να του κοπανήσει το κεφάλι, μπας και συνέλθει επιτέλους.
Πώς διάολο είχε καταφέρει ο Ντίλαν Γουέρλες που εκείνη ήξερε να μεταμορφωθεί σε αυτό που έβλεπε τώρα, δεν μπορούσε ούτε η ίδια να το πιστέψει.
«Α! Κοίτα…» είπε ενώ είδε έναν νοσοκόμο να φέρνει το όργανο που μετρούσε τους σφυγμούς των ασθενών. «Νέο παιχνίδι» του είπε και εκείνος μόλις είδε τον νοσοκόμο να τον πλησιάζει, έκανε πραγματικά σαν αγρίμι που ήταν έτοιμο να χιμήξει.
«Μην του δίνεις σημασία. Βάλτο στο κομοδίνο του» του είπε με άνεση η Εύα και μόλις ο νοσοκόμος το ρύθμισε και πήγε να βάλει το μανταλάκι στο δάχτυλό του, η Εύα το πήρε από τα χέρια του και το έκανε εκείνη.
«Το βλέπεις αυτό;» τον ρώτησε ενώ το αφεντικό της ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς του γύρισε να δει την πράσινη γραμμή να ανεβοκατεβαίνει. «Μέχρι να γυρίσω θέλω αυτό το νούμερο να μην ξεπερνάει το 70 με 80» τον διέταξε επιτακτικά και εκείνος καθώς γύρισε να την κοιτάξει, ζάρωσε τα φρύδια του με περιέργεια.
«Κάθε φορά που αυτό το νούμερο θα ξεπερνάει το 80, ένας νοσοκόμος θα έρχεται και θα σου κάνει μια ένεση» συνέχισε και το αφεντικό της άρχισε να ανασαίνει γρήγορα κάνοντας τους σφυγμούς του κατευθείαν να εκτοξευτούν στους 100.
«Γκλόβερ, πες στον δόκτωρα Φρανς να ετοιμάσει την ένεση που είπαμε» έδωσε εντολή στον νοσοκόμο χωρίς να σταματά να κοιτά το αφεντικό της που άσθμαινε νευριασμένα κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά.
«Αν δεν θες ένεση, τότε φρόντισε να κρατάς το νούμερο κάτω από το 70 για τις επόμενες δύο ώρες. Αν δεν το κάνεις, δεν θα φέρω ευθύνη για ό,τι γίνει» του είπε εκείνη αυστηρά και σηκώθηκε όρθια.
«Εύα» είπε καθαρά και επιτακτικά το όνομά της και έκανε νόημα στον νοσοκόμο να πάει να κάνει την δουλειά του.   
«Δεν μπορώ να είμαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Πρέπει να γυρίσω στη δουλειά μου» του είπε για άλλη μια φορά και εκείνος άρχισε πάλι να την παρακαλά με το βλέμμα του να μην τον αφήσει.
«Έκαναν όλες τις εξετάσεις που χρειαζόντουσαν, αν δεν κάνεις φασαρία κανείς δεν θα έρθει να σε τσεκάρει» του τόνισε και ο κύριος Γουέρλες γύρισε τη ματιά του προς την πόρτα.
«Αν βαριέσαι, προσπάθησε να κοιμηθείς» τον παρότρυνε αλλά εκείνος δεν γύρισε να την κοιτάξει ξανά.
«Όπως θες…» είπε καθώς τα παράτησε βλέποντας τον να της κρατάει μούτρα και πιάνοντας την τσάντα της από το πάτωμα, πήγε να φύγει.
«Εύα» τον άκουσε με δυσκολία να λέει πίσω της και γύρισε να τον κοιτάξει.
«Θα γυρίσω. Κάτσε φρόνιμος» επανέλαβε και χωρίς να του δώσει το δικαίωμα να πει κάτι άλλο σηκώθηκε και έφυγε.
Τα είχε παίξει τελείως. Πώς στο καλό θα τον συνέφερνε, αν ήταν τόσο αρνητικός σε όλα; Δεν είχε την παραμικρή ιδέα.

Όταν έφτασε στη δουλειά, απλά δεν το πίστευε. Όχι ότι περίμενε από τη Μάρθα να κάνει μια σωστή δουλειά αλλά όταν είδε ότι έπρεπε να τα κάνουν ξανά όλα από την αρχή, τότε της ήρθε να πάει στην ταράτσα, να πάρει φόρα και να φουντάρει επιτόπου.
«Μα καλά! Τι μέσον είχες για να πάρεις την δουλειά;» ρώτησε ρητορικά ενώ γνώριζε ήδη και η Μάρθα την αγριοκοίταξε.
«Μην με κοιτάς καθόλου, δεν πρόκειται να φύγουμε από εδώ αν δεν τελειώσουμε» της δήλωσε και η Μάρθα ξεφυσώντας έσκυψε το κεφάλι και έπιασε δουλειά.
«Τουλάχιστον μπορώ να κάνω τώρα το διάλειμμά μου;» τη ρώτησε λίγο επιφυλακτικά.
«Το έκανες στις 1:30 ακριβώς και μάλιστα για μία ώρα. Τώρα θα ξεκουραστείς μια και καλή, για να μην πω στον τάφο σου και φανώ δραματική, θα πω στο σπίτι σου όταν τελειώσουμε από εδώ». Η Μάρθα έμεινε με ανοιχτό το στόμα να την κοιτά χωρίς να ξέρει πώς να απαντήσει.
«Μην μου τρως τον χρόνο μου, Μάρθα» μούγκρισε η Εύα και η Μάρθα καθώς έχωσε το κεφάλι της μέσα στα έγγραφα, δεν έβγαλε ξανά άχνα. 
Όταν έβαλαν και τον τελευταίο φάκελο μέσα στο ντουλάπι αποθήκευσης, η Μάρθα έτριψε τον αυχένα της προσπαθώντας να τον ξεμπλοκάρει.
«Μπορώ να κάνω μια ερώτηση ή είσαι εκνευρισμένη ακόμα;» τη ρώτησε με επιφύλαξη.
«Λέγε» της είπε απότομα η Εύα ενώ κλείδωνε τα ντουλάπια και γύριζε προς το γραφείο της.
«Είμαστε το τμήμα αξιολόγησης…» ξεκίνησε και η Εύα την κοίταξε με ενδιαφέρον προετοιμάζοντας την ψυχολογικά για το τι απάντηση θα της έδινε.
«Εντάξει… Δεν με ενδιαφέρει η απάντηση αλλά πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να παίρνω αιτήματα και από τα άλλα τμήματα» είπε τελείως μπερδεμένη.
«Καλωσόρισες στον κόσμο μου. Επόμενη στάση η ψυχιατρική κλινική. Άλλη ερώτηση;» τη ρώτησε υπομονετικά και η Μάρθα σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά σαν να παραδινόταν σηκώθηκε όρθια και έπιασε το παλτό της. 
«Καλή ξεκούραση» της ευχήθηκε εννοώντας το πραγματικά, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της.
«Επίσης… Θα τη χρειαστείς» της ανταπέδωσε η Εύα και η Μάρθα ξεφύσησε κουρασμένη.
«Για πόσο;» τη ρώτησε με ύφος που ζητούσε έλεος.
«Για όσο» της απάντησε η Εύα χωρίς να την κοιτά και καθώς καταχώρησε τους κωδικούς των τελευταίων εκκρεμοτήτων που είχαν διεκπεραιωθεί στον υπολογιστή της, ετοιμάστηκε να τον κλείσει, όταν πρόσεξε την ώρα.
«Φτου, γαμώτο» έβρισε μέσα από τα δόντια της και αφού έκλεισε τα πάντα, άρπαξε το παλτό της, την τσάντα της και το κινητό της και έφυγε σφαίρα για το νοσοκομείο.


Χρυσάνθη Καλαφάτη