Η κορούλα μου του Μηνά Τσαμπάνη

   Ο Κωνσταντίνος ένιωσε το άγγιγμα του ήλιου και το αναζωογονητικό χάδι του δροσερού αέρα της πατρίδας του καθώς ξεπρόβαλε διαμέσου της πόρτας του αεροπλάνου και πατούσε στις σκάλες. Άρχισε να νιώθει τις μπαταρίες του να φορτίζουν σιγά-σιγά καθώς αντίκριζε το γαλάζιο ουρανό της Αθήνας. Αυτόν τον ουρανό που τόσο πολύ του είχε λείψει. Το Λονδίνο είχε πολλά και όμορφα αξιοθέατα αλλά σίγουρα δεν είχε αυτόν το ζωηρό ουρανό. Του έλειπε το συναίσθημα, το κέφι και τη σπιρτάδα που μόνο στη πατρίδα του μπορούσε να βρει.
  Τα βήματά του ήταν ζωηρά και γρήγορα, μαρτυρούσαν τη βιασύνη του. Σύντομα τον οδήγησαν στο χώρο αναμονής του αεροδρομίου. Σίγουρα εκεί θα έβρισκε τη μητέρα του, τη κυρία Καλλιόπη να τον περιμένει όπως τον περίμενε κάθε φορά που ερχόταν να περάσει τις αποδράσεις του από το ακαδημαϊκό περιβάλλον.
  Δεν πέρασαν πολλά λεπτά και τελικά βρέθηκε στο χώρο αναμονής. Ένιωθε τη καρδιά του να χτυπάει δυνατά από την ανυπομονησία να αντικρίσει το πρόσωπο της μητέρας του. Ανυπομονούσε να τη ξαναπεί Καλλιοπάκι και να δει την αντίδρασή της. Ποτέ της δε χώνεψε αυτό το υποκοριστικό του ονόματός της και το είχε παράπονο ότι από τότε που είχε γυρίσει από το στρατιωτικό του, ποτέ του δεν την ξαναείπε μητέρα ή μαμά ή έστω μανούλα. Πάντα τη φώναζε χρησιμοποιώντας αυτό το υποκοριστικό. Είχε μεγαλώσει, βλέπετε. Είχε γίνει… άντρας.
  Έριξε μια βιαστική ματιά στους ανθρώπους που είχαν πλημμυρίσει το χώρο της αίθουσας. Μπορούσε να αντικρίσει κάθε λογής ανθρώπου και μια τεράστια ποικιλία προσώπων από τα οποία, ουκ λίγα μπορούσαν να μαρτυρήσουν ως ένα βαθμό το χαρακτήρα τους. Μόνο τη Καλλιόπη δεν αντίκρισε. Παράξενο, πολύ παράξενο, σκέφτηκε μέσα του. Πέντε χρόνια που είχαν περάσει από τότε που είχε φύγει για να σπουδάσει Νοσηλευτική στην Αγγλία, και κάθε φορά που ερχόταν για να τη δει, είτε Χριστούγεννα, είτε Πάσχα, είτε καλοκαίρι, η Καλλιόπη ήταν πάντα τυπική στο ραντεβού της, στο ίδιο σημείο στην αίθουσα αναμονής, να τον περιμένει. Αυτή η ανατροπή τον ανησύχησε.  Έβγαλε το κινητό του από τη τσέπη, απενεργοποίησε με επιδέξιο τρόπο τη λειτουργία πτήσης και κάλεσε τον αριθμό της. Δεν πέρασαν πολλά δευτερόλεπτα μέχρι που η φωνή της μητέρας του ακούστηκε στη γραμμή.
-         Εμπρός; Απάντησε με τη γνωστή της γλυκύτητα και ζεστασιά. Όμως… Ναι, σίγουρα κάτι ήταν διαφορετικό αυτή τη φορά. Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι ακριβώς ήταν αλλά σίγουρα κάτι είχε αλλάξει στη φωνή της Καλλιόπης Μαβέλη.
-         Καλλιοπάκι; Για μάντεψε ποιος είναι; Τη ρώτησε εκείνος ζωηρά και με χιούμορ.
-         Ποιος;… Κώστα μου; Κώστα μου, αγοράκι μου, εσύ είσαι;
-         Σίγουρα όχι ο Οδυσσέας που γύρισε από τη Τροία.
-         Που… Που είσαι;
-         Είμαι Αθήνα, Καλλιοπάκι. Είμαι στο αεροδρόμιο. Εσύ που είσαι;
-         Στο αερο… Χριστέ και Παναγιά μου, με πήρε ο ύπνος! Έρχομαι, έρχομαι να σε πάρω.
-         Άσε, μη μπεις στο κόπο. Θα πάρω ένα ταξί και θα έρθω εγώ.
-         Κωστή μου….
-         Καλλιοπάκι; Λάλησε φορώντας το πιο ζωηρό του χαμόγελο.
-         Εντάξει. Το πήρα το μήνυμα. Θα σου ετοιμάσω κάτι για να φας ενώ θα έρχεσαι.
-         Α… Αν μου φτιάξεις το υπέροχο σουφλέ σου ίσως και να ξεχάσω ότι δεν ήρθες να με προϋπαντήσεις.
-         Θα… θα κάνω ότι μπορώ.

Ο νεαρός φοιτητής, αφού έδωσε τα χρήματα που όφειλε στον ταξιτζή, βγήκε από το ταξί και πορεύτηκε προς το πορτ μπαγκάζ. Με μια αστραπιαία κίνηση, έβγαλε το γκρίζο σακβουαγιάζ του και το κρέμασε στον ώμο. Δεν έδωσε προσοχή στο αμάξι καθώς αυτό απομακρυνόταν. Το βλέμμα του ήταν κολλημένο στη θέα του πατρικού του. Πόσες εμπειρίες πέρασε εδώ, εμπειρίες που σφυρηλατούν το χαρακτήρα του καθενός. Πόσες φορές γέλασε, πόσες φορές κουβάλαγε την ενίοτε κοπέλα της ζωής του, πόσες φορές, στα πλαίσια κάποιου καβγά, απείλησε ότι θα το εγκατέλειπε αλλά πάντα γύρναγε σε αυτό το κονάκι. Μια φορά μόνο έκλαψε. Μια και μοναδική αλλά σίγουρα ισοδυναμούσε με τον πόνο μιας ολόκληρης ζωής. Ήταν  όταν ο πατέρας του αποφάσισε να κλείσει εισιτήριο άνευ επιστροφής με τον άλλο κόσμο. Μια βαριά απόρροια ενός ξαφνικού και, δυστυχώς, μοιραίου εμφράγματος. Τότε ήταν που η μανούλα του έγινε το Καλλιοπάκι. Τότε έγιναν αυτοκόλλητοι. Αυτοκόλλητοι και αχώριστοι. Μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να χτίσει το μέλλον του με τα ίδια του τα χέρια. Μακριά από το Καλλιοπάκι, μακριά από τη φωλιά του.
  Τολμηρή απόφαση, δεν αμφισβητείται. Τολμηρή αλλά και εξίσου σκληρή, από μια άποψη.
  Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το Πάσχα αλλά σίγουρα, θα ορκιζόταν ότι κάτι είχε αλλάξει. Η πιο τρανταχτή ένδειξη ήταν η κιτρινωπή περικοκλάδα της μαραμένης πια βουκαμβίλιας που απλωνόταν από τον κήπο και σκαρφάλωνε μέχρι το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας της μητέρας του. Θα ορκιζόταν ότι η βουκαμβίλια, με το δικό της τρόπο, πενθούσε. Μια βαριά αύρα ανέβλυζε από τη λευκοβαμμένη μονοκατοικία της οδού Αγησιλάου, χωμένη σε μια σχετικά απομονωμένη γωνίτσα του Χαλανδρίου. Αυτή η αύρα ήταν τόσο βαριά που το λευκό χρώμα στους τοίχους, φάνταζε ως μια ειρωνική αντίφαση.
  Ο Κωνσταντίνος χτύπησε το κουδούνι και σχεδόν άμεσα, η πόρτα άνοιξε αποκαλύπτοντας τη μικροκαμωμένη και ντελικάτη φιγούρα της Καλλιόπης. Εκ πρώτης όψεως όλα έμοιαζαν όπως τα είχε αφήσει…. Το πλατινέ, καρέ μαλλάκι της, το στολισμένο με αυτές τις σαγηνευτικές πράσινες ίριδες τσαχπίνικο βλέμμα της. Το γλυκό της χαμόγελο… το χαμόγελό της… ήταν διαφορετικό. Τα χείλια της έμοιαζαν κομματάκι ξερά και σκασμένα. Αυτή η αδέξια και βιαστικά τοποθετημένη στρώση από Λιποζάν προσπαθούσε να το κρύψει αλλά τα χείλη της ήταν ταλαιπωρημένα και αυτό το χαμόγελο έμοιαζε τόσο επιτηδευμένο. Σαν να προσπαθούσε να χαμογελάσει. Και πάλι, αποφάσισε να μη δώσει σημασία.
  Αγκαλιαστήκαν, φιλήθηκαν, αλληλοπειράχθηκαν και αντάλλαξαν τα νέα τους. Μετά έσπευσαν στο τραπέζι, πάνω στο οποίο τους περίμενε ένα πιάτο λαχταριστό σουφλέ τριών τυριών. Κάθισαν να ντερλικώσουν. Πόσο τους είχε λείψει αυτό. Μάνα-γιός στο ίδιο τραπέζι. Για τον Κωνσταντίνο, ήταν μια όμορφη εμπειρία να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τη Καλλιόπη.  Στο Λονδίνο, είχε κάτσει στο ίδιο τραπέζι με διάφορες… θαυμάστριες, με συμφοιτητές αλλά και με απλούς γνωστούς εκτός σχολής αλλά ποτέ δεν ήταν το ίδιο.
  Η Καλλιόπη έφαγε ελάχιστα, λίγες κομμένες ντομάτες αποφλοιωμένες, ορφανές και δεν ακούμπησε καθόλου το σουφλέ. Το πρόσεξε και αυτό. Αυτή τη φορά δεν θα το άφηνε έτσι…
-         Καλλιοπάκι, κάνεις δίαιτα; Τη ρώτησε κοιτάζοντας ερευνητικά το πιάτο της.
-         Όχι-όχι. Απάντησε εκείνη στα βιαστικά, σαν να ήθελε να προσπεράσει το θέμα. Είχε καταλάβει ότι το καμάρι της πέρναγε σιγά-σιγά στην ανακριτική φάση.
-         Δεν ακούμπησες καθόλου τα μακαρόνια.
-         Δεν έχω ιδιαίτερη όρεξη. Αυτό είναι όλο. Απάντησε προσπαθώντας εμφανώς να βάλει μια κατακλείδα. Πήρε βιαστικά το πιρούνι της και έβαλε μια μπουκιά στο στόμα της.

Ήταν μεσάνυχτα και κάτι. Ο Κωστής σηκώθηκε από το κρεβάτι, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της φύσης. Στο γυρισμό προς το δωμάτιό του, ένιωσε πάλι μια γαργαλιστική λιγούρα. Μάλλον το ταξίδι τον είχε ταλαιπωρήσει περισσότερο από όσο νόμιζε. Τράβηξε προς τη κουζίνα για να τιμήσει το σουφλέ. Δεν βρήκε τίποτα. Να το είχαν τσακίσει όλο; Στη κατάσταση που ήταν, δε μπορούσε να απαντήσει με σαφήνεια. Άνοιξε το ψυγείο, πήρε και άνοιξε ένα κουτάκι Κόκα-Κόλα και παρέδωσε τον ουρανίσκο του στο δροσερό και ελαφρώς όξινο διάβα του αναψυκτικού.
  Πήγε να πετάξει το κουτάκι στο κάλαθο των αχρήστων. Το μάτι του αντίκρισε μια χάρτινη, ασημένια συσκευασία, ελαφρώς λαδωμένη, σαν αυτή που έφερναν οι ντελιβεράδες στο Λονδίνο. Το περιεργάστηκε για αρκετά λεπτά, πέταξε το κουτάκι και τράβηξε προς το δωμάτιό του μιας και τα βλέφαρά του ήταν ασήκωτα.

Ο Ιούνιος έκανε γρήγορα το πέρασμά του, δίνοντας τη θέση του στον Ιούλιο. Ο Κωστής είχε σχεδιάσει να μείνει στην Ελλάδα μέχρι να ξεκινήσει το χειμερινό εξάμηνο μιας και είχε καταφέρει να περάσει όλα τα μαθήματα στη πρώτη εξεταστική περίοδο. Ο σχεδιασμός περιελάμβανε συχνά ταξιδάκια αστραπή ανάμεσα στην Αθήνα και σε διάφορες περιοχές όπως ήταν το Λουτράκι, παρέα με τους κολλητούς από το Λύκειο.
  Ο λογισμός του παραήταν απασχολημένος και εξακολουθούσε να μη δίνει σημασία σε κάποια μικρά ψεγάδια στη συμπεριφορά της Καλλιόπης που παρέκκλιναν από τη συνηθισμένη της ρουτίνα. Κάποια από αυτά ήταν μηδαμινά, όπως η εμφάνιση μιας ελαφριάς βραδυκινησίας και αυτό το μόνιμα εγκατεστημένο περίλυπο ύφος στο πρόσωπό της. Άλλα πάλι κέντριζαν την ενόχλησή του . Εκείνες οι φορές που αμέλησε να του έχει πλυμένα και σιδερωμένα κάποια αγαπημένα του τζιν και πουκάμισα. Ήταν αρκετές και οι φορές που δεν τα κατάφερνε στη μαγειρική της και άλλες πάλι που της έπεφταν αντικείμενα από τα χέρια. Μικρές, ανεπαίσθητες λεπτομέρειες που έκρυβαν όμως τη διαφορά.  
  Ο Κωστής συνέχιζε να επιδεικνύει την αδιαφορία του για αυτά τα προειδοποιητικά σημάδια. Εθελοτυφλούσε; Επίδειξη του πιο σπαστικού χαρακτηριστικού της ανδρικής ψυχολογίας; Ζούσε απλά στη κοσμάρα του; Κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει με σαφήνεια. Ίσως ούτε καν ο ίδιος. Ποτέ όμως δεν αποπειράθηκε και να τη φέρει σε δύσκολη θέση με το να της κάνει κάποια παρατήρηση ή κάποια σύσταση να προσέχει περισσότερο.

Όλα αυτά όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ήταν το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου. Παρασκευή. Από εκείνη την ημέρα, η αντίστροφη μέτρηση για την επιστροφή του στο Λονδίνο άρχιζε δειλά-δειλά. Ο Κωστής άνοιξε τα αμυγδαλωτά του μαύρα μάτια, έξυσε την κοντοκουρεμένη του κόμη, έξυσε και ο γυμνό του στήθος και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Παραπατούσε ελαφρώς. Ακόμα ένιωθε τις συνέπειες του χθεσινού του μεθυσιού. Χρειαζόταν επειγόντως ένα βαρύ ελληνικό καφέ, να αφήσει τη καφεΐνη να ξεπλύνει το οινόπνευμα από μέσα του μπας και επανακτήσει σε κάποιο βαθμό τη συγκέντρωσή του.
-         Καλλιοπάκι; Που είσαι μωρό μου; Φώναξε εύθυμα. Δεν έλαβε απάντηση. Παραξενεύτηκε για λίγο.
Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και αφού χασμουρήθηκε παίρνοντας συνάμα μια γενναία δόση οξυγόνου, αποπειράθηκε ξανά να φωνάξει τη Καλλιόπη.
-         Καλλιοπάκι; Με ακούς; Μπορείς να μου φτιάξεις ένα βαρύ; Έχω ένα γαμημένο πονοκέφαλο… Καλλιοπάκι; Δεν ακούς που σου φωνάζω, ωρε;
  Καμιά απόκριση. Άρχιζε να δυσανασχετεί.
 Φόρεσε στα γρήγορα το κοντομάνικο μπλουζάκι του και τράβηξε προς τη κουζίνα. Ήταν άδεια. Άρχισε να θορυβείται. Μεσημέρι, 12 η ώρα και το Καλλιοπάκι δεν είχε καταπιαστεί με τα κουζινικά της; Τώρα ήξερε ότι κάτι δεν πάει καλά.
  Έψαξε, θορυβημένος, όλα τα δωμάτια. Προς ανακούφισή του, τελικά κατάφερε και τη βρήκε. Ήταν ξαπλωμένη στο δωμάτιό της. Κοιμόταν. Είχε βγάλει το ακουστικό της. Για αυτό το λόγο δεν τον άκουσε να βροντοφωνάζει. Τη πλησίασε. Ο όποιος θυμός και να τον είχε κατακτήσει πριν από μερικά λεπτά, τώρα είχε εξανεμιστεί. Ακούμπησε το χέρι του τρυφερά στο μέτωπό της. Ήταν τόσο κρύο. Ήταν τόσο γαλήνια και ακίνητη. Αν δεν έβλεπε τις εκπτύξεις του θώρακά της και αν δε ψηλάφιζε το σφυγμό της, που ήταν δυνατός, θα ορκιζόταν ότι…. Όχι, ούτε σα σκέψη δεν τολμούσε να το επεξεργαστεί. Ήταν σκεπασμένη. Έξω έσκαγε ο τζίτζικας και εκείνη ήταν σκεπασμένη με δύο μάλιστα κουβέρτες. Το Καλλιοπάκι που ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να εκφράσει τη δυσανεξία της για το ανυπόφορο καλοκαίρι
  Έκανε να σηκωθεί όταν το μάτι του έπιασε τη τσάντα της πεταμένη στη καρέκλα, δίπλα από το κομοδίνο.  Ένας απροσδιόριστος παράγοντας δεν του επέτρεπε να απομακρύνει το βλέμμα του από εκεί. Μια έντονη επιθυμία τον κυρίευσε. Προσπάθησε να την αφορίσει. Μόνο οι κατίνες τα κάνουν αυτά. Προσπάθησε να το πει στον εαυτό του αυτό αλλά… κάτι… μια βούληση τον έσπρωξε να ανοίξει τη τσάντα. Κάτι του έλεγε ότι θα βρει τις απαντήσεις του.
  Η παλάμη του ένιωσε ένα κομμάτι χαρτιού και το τράβηξε έξω. Το κοίταξε καλά-καλά. Στη κορυφή έγραφε με μεγάλα, ευδιάκριτα μαύρα γράμματα… ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ ΘΩΡΑΚΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑ. Κάτω-κάτω έφερε την υπογραφή και την σφραγίδα της διευθύντριας του αιματολογικού ιατρείου του νοσοκομείου.
  Έτριψε τα μάτια του για να διώξει τόσο τη θολούρα του ύπνου αλλά και την απορία που άρχιζε να σχηματίζεται μέσα στα έγκατα του μυαλού του. Στα επόμενα δευτερόλεπτα, τα βουρκωμένα μάτια του πήγαν και ήρθαν μεταξύ του σημειώματος και της γαληνευμένης Καλλιόπης. Τα χέρια του έτρεμαν, παραλίγο να του πέσει το σημείωμα από τα χέρια του. Το τύλιξε και το έβαλε μέσα στη τσάντα της. Πλησίασε την κοιμωμένη και της χάιδεψε το μέτωπο της τρυφερά, πολύ πιο τρυφερά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο παρελθόν, ακόμη και τότε που αποχαιρέτησαν τη κεφαλή της οικογένειας. Το βλέμμα του είχε κοντοσταθεί σε δύο συγκεκριμένα σημεία στο σημείωμα. Στο σημείο που έλεγε ΠΟΛΛΑΠΛΟ ΜΥΕΛΩΜΑ και στο σημείο που πιστοποιούσε ότι μέχρι και εκείνη την ημέρα, η Καλλιόπη βρισκόταν στη μέση του δεύτερου κύκλου χημειοθεραπείας. Τώρα εξηγούνταν όλα. Όλα!
  Γιατί; Γιατί δεν του είπε τίποτα; Γιατί τον άφησε να σκεφτεί, έστω και στιγμιαία ότι η μητέρα του άρχισε να τον παραμελεί; Γιατί;
  Θα το διόρθωνε όμως. Θα διόρθωνε το λάθος του. Ακόμα και αν χρειαζόταν να κάνει μια επώδυνη θυσία. Θυμήθηκε ότι η Καλλιόπη ποτέ δε συμπάθησε τη προοπτική των σπουδών στο εξωτερικό. Λίγο τα διόλου ευκαταφρόνητα έξοδα (παρόλο που ο Κωστής βοηθούσε με περιστασιακές δουλειές), λίγο και το γεγονός ότι το σπίτι της φάνταζε ως φυλακή και να σου οι λόγοι που είχε στραβώσει. Ποτέ δεν του είχε εκφράσει, ποτέ δεν του το είχε εκμυστηρευτεί. Μέσα του όμως ήξερε ότι η Καλλιόπη, ποτέ δεν είδε με καλό μάτι αυτή την απόφαση. Αυτό διευκόλυνε κάπως τα πράγματα. Δεν το σκέφτηκε στιγμή. Πήγε στο λαπ τοπ του και συνδέθηκε με το προσωπικό του ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Πληκτρολόγησε το μήνυμα στα αγγλικά και πάτησε την επιλογή SEND. Ο προορισμός του μηνύματος ήταν η γραμματεία της σχολής.

Τέσσερις ημέρες αργότερα…
  Το ταξί που είχαν καλέσει τηλεφωνικά κορνάριζε μανιασμένα. Η ημέρα του χωρισμού είχε φτάσει και πάλι. Πότε πέρασαν αυτοί οι ρημαδιασμένοι μήνες, κανείς δεν το πήρε χαμπάρι. Τώρα τελευταία, ο χρόνος έμοιαζε σαν να είχε πατήσει το γκάζι για τα καλά. Ο ξενιτεμένος φοιτητής είχε ήδη μαζέψει τα προσωπικά του στο σακβουαγιάζ και το είχε κρεμάσει στον ώμο. Παρόλο που το Καλλιοπάκι σερνόταν κάποιες φορές, του είχε έτοιμες, πλυμένες και σιδερωμένες αρκετές αλλαξιές από ρούχα. Μύριζαν διαφορετικά αυτή τη φορά. Λεβάντα, ναι, λεβάντα μύριζαν. Πόσο εμφανές ήταν ώρες-ώρες ότι κάτι είχε αλλάξει. Η Καλλιόπη χρησιμοποιούσε ένα συγκεκριμένο απορρυπαντικό με άρωμα θαλασσινής αλμύρας. Όντας νησιώτισσα, ήθελε το άρωμα της γαλαζοντυμένης φίλης των παιδικών της χρόνων  να απλώνεται πάντα στο περίγυρό της αλλά και στα ρούχα τα δικά της και του κανακάρη της. Πάντα, εκτός από εκείνη τη φορά. Ποιος ξέρει πόσα θα έσκασε στο καθαριστήριο για να είναι έτοιμα στην ώρα τους. Πόσα είχε σκάσει; Ήταν ένα υπολογίσιμο ποσό. Και δεν μπορούσαν να της κάνουν το χατίρι να χρησιμοποιήσουν το αγαπημένο της απορρυπαντικό;
  Ο Κωστής που ήξερε την αλήθεια για τη κατάστασή της επιστράτευσε όλες τις τεχνικές επικοινωνίας που είχε διδαχθεί κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου συν και το έμφυτο υποκριτικό του ταλέντο για να μη δώσει στο Καλλιοπάκι να καταλάβει ότι ήταν γνώστης της αλήθειας.
  Μητέρα και γιός στάθηκαν στο σαλόνι και κοιταχτήκαν κατάματα. Η Καλλιόπη πρόσεξε αυτή τη θλίψη στα μάτια του μονάκριβού της. Προς στιγμήν ανησύχησε μήπως είχε μάθει τα καθέκαστα για την υγεία της αλλά όσο γρήγορα της μπήκε αυτή η σκέψη τόσο γρήγορα απομακρύνθηκε. Άλλωστε έφευγε και πάντοτε ήταν συννεφιασμένος όταν έφευγε. Είχαν συμφωνήσει, από τη πρώτη φορά που είχε φύγει φαντάρος ότι δεν ήθελαν τα δακρύβρεχτα χαιρετίσματα και τα μελό που τα συνόδευαν κάθε φορά που οι δρόμοι τους θα χώριζαν. Δεν τα γούσταραν τα αντίο, ίσως επειδή είχαν πει το ένα και μοναδικό αντίο στο γέρο Μαβίλη. 
  Χαιρετηθήκαν, πάντα αμίλητοι, όπως κάθε φορά. Τη έκλεισε το μάτι, όπως πάντα με μια μικρή ιδέα θλίψης στο βλέμμα του. Άνοιξε τη πόρτα και μέσα σε μερικά επώδυνα δευτερόλεπτα, ο Κωστής χάθηκε από τη ματιά της.

Δύο ημέρες μετά…
  Η Καλλιόπη ετοιμαζόταν για άλλη μια φορά να προσέλθει στη Τέταρτη Πανεπιστημιακή Κλινική του Σωτηρία για να λάβει τη τρίτη δόση του δεύτερου κύκλου. Πάνω στην ατυχία της, ήταν και κομματάκι τυχερή. Η χημειοθεραπεία της δεν ήταν τόσο δυνατή και οι παρενέργειές της δεν ήταν θορυβώδεις. Οπότε μπορούσε να κρύψει τη πικρή αλήθεια από το καμάρι της πολύ πιο εύκολα. Ήταν όμως πολλές οι φορές που οι ενέσεις Roferon μπορούσαν να τη γονατίσουν.
  Έβαλε το χαρτί με την ημερομηνία για το επόμενο ραντεβού στη τσάντα της βιαστικά.  Πήρε το ασύρματο τηλέφωνο και κάλεσε το Ραδιοταξί όπως έκανε πάντα. Θεέ και Κύριε, πόσο βαριά ένιωθε τα πόδια της εκείνη την ημέρα. Πόσο θα ήθελε να ήταν κάποιος δίπλα της σήμερα. Δεν μπορούσε να διαβεβαιώσει καν τον εαυτό της ότι θα μπορούσε να πάει σπίτι της  απόψε.
   Τοποθέτησε  το κινητό της στη τσάντα, όλο και κάπου θα χρησίμευε. Άπλωσε το χέρι της προς το πόμολο της πόρτα για να την ανοίξει όταν ξαφνικά μια φωνή… μια γνώριμη φωνή, της έκλεψε μοιραία τη προσοχή.
-         Που νομίζεις ότι πηγαίνεις μόνη σου;
 Η Καλλιόπη γύρισε προς το διάδρομο που οδηγεί στο υπνοδωμάτια. Μήπως είχε ακουστικές παραισθήσεις; Την είχε επηρεάσει τόσο πολύ η χημειοθεραπεία; Ήταν δυνατόν να ήταν εκείνος; Εκείνος είχε φύγει… Και όμως… Ήταν εκείνος.
-         Κ… Κωστή; Τι κάνεις εδώ; Πως; Δεν…
  Εκείνος, χαμογελαστός αλλά και θλιμμένος συνάμα, άπλωσε απαλά το χέρι του και με τον δείκτη του ακούμπησε απαλά τα χείλια της και της είπε ‘’σσσσστ’’.
-         Δεν έχει σημασία τα τι και τα πως. Σημασία έχει ότι είμαι εδώ και ότι δεν πρόκειται να περάσεις αυτή τη δοκιμασία μόνη σου.
-         Δοκιμασία;
-         Ναι. Ξέρω τα πάντα για την ασθένειά σου. Πρέπει να είσαι πιο προσεκτική ως το που αφήνεις τη τσάντα σου και να μάθεις να μην υποτιμάς την αντίληψή μου.
-         Κωστή… Έψαξες τη τσάντα μου;
-         Να μην τη παράταγες όπου να’ναι.
-         Και τώρα;
-         Τώρα θα πάμε να κάνεις τη θεραπεία σου. Τώρα γύρισα κοντά σου για να είμαι στο πλευρό σου.
-         Και οι σπουδές σου;
  Ο Κωστής δεν της απάντησε. Δεν είχε κάτι να της πει. Δεν είχε και σημασία τώρα πια. Την πήρε αγκαζέ, τη κοίταξε στα μάτια και της έδωσε να τρυφερό φιλί στο μέτωπο. Πόσο της είχαν λείψει αυτά τα μικρά ξεσπάσματα τρυφερότητας. Χαμογέλασε. Κατάλαβε τι είχε κάνει ο γιός της. Δεν τολμούσε να το πιστέψει αλλά κατά πάσα πιθανότητα είχε κάνει μια θυσία για το χατίρι της. Άρχιζε να βαλαντώνει σα μικρό παιδί. Τον κοίταξε στα μάτια σα ένα μικρό κουταβάκι.
-         Κωστή… γιατί; Γιατί το έκανες αυτό;
-         Γιατί είσαι η μητ…. Γιατί είσαι η κορούλα μου. Της είπε χαμογελαστά και με το χέρι του να ατενίζει το ταλαιπωρημένο της μάγουλο.
  Η Καλλιόπη αποφάσισε να σκουπίσει τα δάκρυά της. Απόψε στο πατρικό του είχε γυρίσει ο γιός της πραγματικά και σαν άντρας ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει για χάρη της ένα αβέβαιο και σίγουρα δύσκολο μέλλον.
Ένα μέλλον όμως στολισμένο και από μια ιδέα ελπίδας και αγνής αγάπης.
  
                                                      ΤΕΛΟΣ

ΜΗΝΑΣ ΤΣΑΜΠΑΝΗΣ