Κίεβο, Σεπτέμβριος 1021
«Ποια κοσμήματα θα επιθυμούσε η υψηλότητα της
απόψε;» ρώτησε η Γκαλίνα, η μεγαλύτερη από τις ακολούθους της Ναντέζντα. Ήταν η
πιο φιλόδοξη και ετοιμόλογη και συχνά οδηγούσε τις άλλες τρεις.
Η Ναντέζντα
φυσικά είχε παραξενευτεί που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην υπηρεσία της. Θα
έλεγε κανείς πως μετά την άνομη πράξη της, δεν άξιζε προσωπικές συνοδούς. Μα προφανώς, η ανάγκη
της Ραντομίλα να την κατασκοπεύει ήταν ισχυρότερη από την ανάγκη της να την
ταπεινώσει και να της στερήσει τα προνόμια της.
Τις κοίταξε,
παλεύοντας με το ένστικτο να τις διατάξει όλες να φύγουν. «Δε θέλω τίποτα»,
αποφάσισε.
Αυτό που ήθελε
ήταν να κουλουριαστεί κάτω από την κουβέρτα της και να μην κατέβει στην αίθουσα
των δεξιώσεων. Όμως, ο Σβιατοπόλκ είχε πληροφορηθεί πως με τις φροντίδες της
Αναστασίας είχε αναρρώσει από το χτύπημα, κι είχε προστάξει την παρουσία της.
Σιχαινόταν το
γεγονός πως έπρεπε να υποταχτεί στη βούλησή του.
Το χτύπημα στην
πόρτα ξάφνιασε τις γυναίκες. Χωρίς να περιμένει απάντηση, εμφανίστηκε ο
άρχοντας Στεφάν.
Σαν τον
αντίκρισε, χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της Ναντέζντα. Να τον διώξει, να
αρνηθεί να του μιλήσει. Όμως, μπορεί να είχε να της πει κάτι σημαντικό. Δεν
έπρεπε να ξεχνά πως ήταν ένας πολύτιμος σύμμαχος.
«Περάστε, άρχοντα
Ραντοσλάβιτς», δήλωσε τελικά. «Εσείς, πηγαίνετε», απευθύνθηκε στις ακολούθους
της. Τις διέταξε με τόση άνεση που θα έλεγε κανείς ότι το έκανε όλη της τη ζωή.
Εκείνες
βλέποντας πως ήταν αποφασισμένη να τους στερήσει την ευκαιρία να την
κατασκοπεύσουν και να δώσουν αναφορά στη μεγαλειοτάτη, ευγενικά αποχώρησαν. Κι
έτσι, έμειναν μόνοι.
«Λοιπόν; Τι
θέλεις;» ρώτησε απότομα, με διαπεραστικό
βλέμμα.
Ο Στεφάν την
κοίταξε εξεταστικά. Ήταν ιδιαίτερα περιποιημένη εκείνη την ημέρα. Πάνω από ένα
λεπτό λευκό ένδυμα, φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα. Στο κέντρο υπήρχε μια
γραμμή από χρυσή κλωστή και χρυσά κουμπιά, που διέσχιζε κάθετα όλο το φόρεμα.
Δεξιά και αριστερά ήταν κεντημένες άλλες δύο οριζόντιες γραμμές μια πολύ πλατιά
και μια πολύ στενή ακριβώς κάτω από τη γραμμή του λαιμού, οι οποίες στη
συνέχεια άλλαζαν κατεύθυνση και βρίσκονταν παράλληλα στην πρώτη. Μια κομψή
χρυσή ζώνη αγκάλιαζε τη λεπτή της μέση. Τα χρυσά μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε
μια χοντρή πλεξούδα και στη συνέχεια στερεωμένα σε ένα επιβλητικό κότσο. Και
στο μέτωπό της είχε φορέσει μια κόκκινη κορδέλα από την οποία κρέμονταν
κρεμαστά χρυσά κοσμήματα. Για λίγες στιγμές έμεινε να την κοιτάζει άλαλος.
«Είσαι πολύ
όμορφη σήμερα».
«Απλά πες μου
γιατί ήρθες εδώ!» τον σταμάτησε αμέσως. Δεν μπορούσε να του δώσει περισσότερο
θάρρος απ’ όσο είχε ήδη.
Τα μάτια του
Στεφάν σκοτείνιασαν, μα δεν έφερε αντίρρηση. «Σου έφερα κάτι…» είπε με ένα
θλιμμένο χαμόγελο. Την πλησίασε με αργά βήματα, λες και φοβόταν ότι αν έκανε
απότομες κινήσεις θα την τρόμαζε, με αποτέλεσμα να τρέξει μακριά του, σαν
κυνηγημένο ζώο. Σαν στάθηκε ακριβώς
μπροστά της, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του, ένα ασημένιο κόσμημα.
Η Ναντέζντα
έλαμψε. Αμέσως αναγνώρισε το μενταγιόν της Ρογκνέντα. «Πού το βρήκες;» ρώτησε
κατάπληκτη.
«Ήταν χωμένο
ανάμεσα στα σανίδια του δωματίου μου στο αρχοντικό του Πρίγκιπα Τανούζ. Θα σου
το επέστρεφα αμέσως, αλλά η αλυσίδα είχε σπάσει κι ήθελα να το στείλω για
επιδιόρθωση πρώτα».
Την εξέτασε
προσεκτικά. Τα σμαραγδένια μάτια τον κοίταζαν με επιφύλαξη, αλλά όχι μίσος ή
θυμό. Βρήκε το θάρρος να την πλησιάσει ακόμα περισσότερο και αφού στάθηκε πίσω
της επιχείρησε να της περάσει το μενταγιόν στο λαιμό της. Δεν αντιστάθηκε, μόνο έμεινε απολύτως ακίνητη,
σαν ένα σμιλεμένο άγαλμα. Ένιωθε την ανάσα του και μπορούσε να ακούσει
καθαρότατα τους χτύπους της καρδιάς του. Ο Στεφάν βρισκόταν πάρα πολύ κοντά
της.
Όταν της το
φόρεσε, το χέρι της κινήθηκε αυτόματα το για να το αγγίξει˙ ήθελε να το αισθανθεί
ξανά στο λαιμό της. Ο Στεφάν δεν είχε
απομακρυνθεί ούτε εκατοστό από κοντά της. Βρισκόταν σχεδόν κολλημένος πάνω της.
Γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε λοξά. Αναζήτησε τα γκριζογάλανα μάτια του.
Γιατί χτυπά τόσο δυνατά η καρδιά
μου; Γιατί με αναστατώνει τόσο η παρουσία
του; Με ποιο δικαίωμα εισβάλλει στις σκέψεις μου και στη ζωή μου; Πώς θολώνει
τόσο την κρίση και τα συναισθήματά μου;
«Ανήκε στη
μητέρα μου». Ήθελε να εκτονώσει την ένταση της ατμόσφαιρας. Ταυτόχρονα έκανε ένα
βήμα μπροστά.
«Το θυμάμαι!»
την ενημέρωσε, ξαφνιάζοντάς την. Στράφηκε απότομα για να τον δει καταπρόσωπο.
«Εσύ μου είχες μιλήσει γι’ αυτό, τότε. Το είχα πάνω μου εκείνη την ημέρα. Ήμουν απεγνωσμένος που ήσουν έξαλλη μαζί μου. Έψαχνα
ένα τρόπο να ζητήσω συγγνώμη. Τότε θυμήθηκα το μενταγιόν που έλεγες ότι σου
είχε κλέψει ο πατέρας μου. Και αφού του
το πήρα κρυφά, θέλησα να σου το επιστρέψω. Σκέφτηκα ότι θα σου θύμιζε την παλιά
σου ζωή και θα σου έδινε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσεις να περιμένεις για
τους καλύτερους καιρούς, που σίγουρα θα έρχονταν. Αλλά εσύ με πρόλαβες. Με
ξεγέλασες και με παγίδευσες. Όταν ξύπνησα στο δωμάτιο μου, συνειδητοποίησα ότι
έλειπε, μαζί με την κάπα και το στιλέτο μου. Και θυμάμαι σκέφτηκα: τουλάχιστον
είναι οπλισμένη, έχει κάτι να την κρατάει ζεστή και πήρε πίσω αυτό που της
ανήκει».
Η Ναντέζντα
ένιωσε καυτά δάκρυα ν’ αναβλύζουν από μάτια της, μα δεν επέτρεψε στον εαυτό της
να χύσει ούτε ένα. Δε θα έκλαιγε μπροστά του. Δεν μπόρεσε όμως, να ανακόψει το
ορμητικό ποτάμι των αναμνήσεων και χωρίς να το καταλάβει τις μετέφερε σ’
εκείνον.
«Χωρίς τη γούνα
θα είχα σίγουρα πεθάνει από το ψύχος. Και χάρη στο μαχαίρι ήμουν σε θέση να
υπερασπιστώ τον εαυτό μου, όταν ήρθε η ανάγκη. Όσο για το μενταγιόν… Δεν ξέρω
τι θα έκανα αν το έχανα. Είναι το μόνο που μου έχει απομείνει από το παρελθόν.
Από τη μητέρα και τον αδερφό μου. Η Ρογκνέντα ποτέ δεν το έβγαζε από πάνω της.
Δώρο του πατέρα της, βλέπεις, και μετά τη βίαιη δολοφονία του απέκτησε
ιδιαίτερη σημασία για εκείνη. Το έβγαλε μονάχα
την τελευταία της μέρα πάνω στη γη˙ όταν ο Γιαροσλάβ πήγε να την
επισκεφτεί κι εγώ έμεινα πίσω, γιατί ήμουν πολύ μικρή να πάω μαζί του. Δεν
μπόρεσα να πω αντίο, την αποχαιρέτησε εκείνος και για τους δυο μας. Εγώ πήρα
μόνο το μενταγιόν. Το έδωσε σε μένα και όχι σε κάποια άλλη κόρη. Σε μένα, τη
μικρότερη, που γεννήθηκε εκτός γάμου αντί για τις μεγαλύτερες νόμιμες κόρες
της. Ίσως να ήξερε ότι εγώ ήμουν αυτή που δε θα τα παρατούσε. Ότι εγώ θα πάλευα
ως το τέλος».
Ξαφνικά η
Ναντέζντα σώπασε. Είχε μοιραστεί πάρα πολλά. Τι επιρροή ασκούσε αυτός ο
άνθρωπος πάνω της;
«Σου πάει πολύ.
Σαν να είχε φτιαχτεί για σένα».
Η φιλοφρόνηση
κέρδισε ένα διστακτικό χαμόγελο το οποίο φάνηκε μόνο για μια στιγμή. Παρ’ όλ’
αυτά ήταν αρκετό. Ο Στεφάν κατάλαβε ότι κάτω από την ανέκφραστη μάσκα και τη
σιδερένια πανοπλία κρυβόταν η γυναίκα που αγαπούσε. Και αυτό που είχε δει ήταν
η απόδειξη. Αποφάσισε να τολμήσει και να πάει ένα βήμα παραπέρα.
«Δε μου εξήγησες
ποτέ, τι συνέβη μετά την απόδρασή σου. Πώς επιβίωσες στο παγωμένο δάσος; Αφού
ήσουν ζωντανή, γιατί ποτέ δε σε βρήκαν οι στρατιώτες του πατέρα μου;»
Η Ναντέζντα
έμεινε για λίγο σκεπτική. Δεν ήθελε να του πει άλλα πράγματα για την ζωή της,
μα την ίδια στιγμή δεν έβλεπε τι νόημα είχε να αρνείται να του εξηγήσει. Τι θα
έβλαπτε, αν μάθαινε;
«Στην αρχή
έτρεχα πανικόβλητη, μέχρι που με νίκησε η εξάντληση και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Είχε ξεσπάσει σφοδρή χιονοθύελλα. Κρύφτηκα λοιπόν, στην κουφάλα ενός δέντρου,
κι εκεί λίγες μέρες μετά με βρήκε ένας ταξιδιώτης χωρικός. Δηλαδή, ο σκύλος του
με βρήκε. Ήταν καλός άνθρωπος και δε θέλησε να με αφήσει αβοήθητη. Με πήρε μαζί
του στο χωριό του, με έβαλε στο σπίτι του. Γι’ αυτό δε με βρήκε κανείς. όλοι
έψαχναν μια εξαθλιωμένη πριγκίπισσα, όχι μια
χωριατοπούλα που περνά τις μέρες της φροντίζοντας τα ζωντανά».
«Εσύ, έζησες την
ζωή ενός κτηνοτρόφου;», ρώτησε
έκπληκτος.
«Σου φαίνεται
περίεργο;»
«Υποθέτω πως
όχι. Έπρεπε να κάνεις τα πάντα για να επιβιώσεις… Γιατί όμως τους άφησες; Ή
εκείνοι σου ζήτησαν να φύγεις;»
«Δε θα έκαναν
ποτέ κάτι τέτοιο. Μόνη μου έφυγα, ήξερα ότι τους ήμουν βάρος, κι ας μην το
παραδέχονταν».
Ο Στεφάν την
κοίταξε σκεπτικός. «Και φυσικά, ήθελες να εκδικηθείς. Δεν μπορούσες να το κάνεις
αυτό από ένα ορεινό χωριό», παρατήρησε με οξυδέρκεια.
«Πράγματι. Ήθελα
να εκδικηθώ. Αλλά οι οποιεσδήποτε εκδικητικές ενέργειες ξεκίνησαν μετά την
απελευθέρωση του Καταραμένου», παραδέχτηκε.
Μα, μέχρις εκεί.
Δεν επρόκειτο να μοιραστεί άλλες αναμνήσεις μαζί του. «Νομίζω ότι είναι η ώρα
να κατεβούμε», άλλαξε θέμα.
Ένας
αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του Στεφάν. Άλλη μία από τις βασανιστικές
δεξιώσεις του Καταραμένου τους περίμενε. Αυτή την φορά όμως, κάτι ήταν
διαφορετικό. Αυτή τη φορά οι σχέσεις τους με τον μονάρχη ήταν χαοτικές. Βρίσκονταν
κι οι δυο σε δυσμένεια και το παραμικρό τους σφάλμα θα προκαλούσε αλυσιδωτές
αντιδράσεις. Αλλά αυτό συμβαίνει, όταν υπήκοοι αψηφούν σαφείς διαταγές. Ήταν
τυχεροί που είχαν γλιτώσει με τη ζωή τους.
«Τα κατάφερες τελικά!
Πήγες κόντρα σε όλους και όλα, αλλά τελικά απέδειξες ότι κάποιος μπορεί να
επιβιώσει την οργή του Καταραμένου…» διαπίστωσε ο Στεφάν.
«Τα καταφέραμε, μαζί. Δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα
χωρίς τη βοήθειά σου. Το αναγνωρίζω αυτό», ομολόγησε με ψυχρή επισημότητα.
«Δες μας,
συνομιλούμε σαν δυο πολιτισμένοι άνθρωποι. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο τελικά,
ε;»
Το επιτιμητικό
της βλέμμα του έδειξε ότι ο αστεϊσμός ήταν μάλλον λάθος κίνηση για να ελαφρύνει
την ατμόσφαιρα. «Ας μην υπερβάλλουμε με τις οικειότητες. Είμαστε σύμμαχοι, κι εγώ χρειάζομαι τη
βοήθειά σου, για να κατακτήσω το στέμμα. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε υπό
αυτές τις συνθήκες, είναι να διατηρήσουμε αποστάσεις μεταξύ μας. Ας μην
περιπλέξουμε την κατάσταση. Αυτό που
προέχει είναι η ανατροπή της εξουσίας, αν αναλωθούμε σε άλλου είδους
δραστηριότητες, θα αποτύχουμε όσον αφορά τον τελικό στόχο».
Κι έτσι, με την
ψυχρή, ορθολογιστική αποτίμηση της κατάστασης, η Ναντέζντα τον επανέφερε στην
πραγματικότητα. Σε μια πραγματικότητα που εκείνη τον απεχθανόταν και δεν υπήρχε
τίποτα που να της άλλαζε γνώμη.
«Πάμε λοιπόν;»
τον παρακίνησε. «Είναι ιδέα μου ή μοιάζουμε με πρόβατα έτοιμα για σφαγή;»
Ο Στεφάν έκανε
μια προσπάθεια να χαμογελάσει. Έπρεπε να φανεί διαλλακτικός, να δείξει
κατανόηση. Αν η Ναντέζντα ήθελε οι σχέσεις τους να παραμείνουν τυπικές, έπρεπε
να το δεχτεί. Να αρκεστεί στο γεγονός ότι δεν επανέλαβε τις φρικτές λέξεις που
είχαν χαραχτεί πια στη μνήμη του. Μου
έδωσες ελπίδα και μετά την πήρες πίσω. Ήθελα να σε σκοτώσω. Έχεις ιδέα πόσο σε
μισώ; Κι ας τον πλήγωνε βαθύτατα η συνειδητή της επιλογή να μείνει μακριά
του.
Της έτεινε το χέρι. «Δεν είμαστε πρόβατα. Και δε θα μας
νικήσει. Εμείς θα τον καταστρέψουμε», την ενθάρρυνε.
Και κόντρα σε όλα όσα είχε μόλις πει, η
Ναντέζντα ένιωσε σιγουριά με τα λόγια του και τον άφησε να την πιάσει από το
βραχίονα και να τη συνοδεύσει.Σοφία Γκρέκα