Ανοίγω τα μάτια με δυσκολία. Κοιτάζω γύρω μου, μα
δεν βλέπω. Το βλέμμα μου θολό. Με στραβώνουν οι λάμψεις. Εστιάζω λίγο
προσπαθώντας να καθαρίσω το βλέμα. Ακούω ψίθιρους σε μια γλώσσα περίεργη. Σιγά
σιγά η όραση μου επανέρχεται, σαν να ξυπνάω από λήθαργο. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Προσπαθώ, αλλά μάταια. Ο ήχος από τις αλυσίδες που με κρατούν δέσμια σπάνε τη
μονοτονία του μουρμουρητού. Κοιτάζω γύρω μου. Δεν ξέρω που βρίσκομαι. Ούτε τι
ώρα είναι, τι μέρα... Πέτρινοι τοίχοι, δαυλοί στερεωμένοι στους τοίχους.
Βρίσκομαι ξαπλωμένη, φορώντας ελάχιστα, πάνω σε μια κρύα επιφάνεια. Μοιάζει με
μάρμαρο, είναι τουλάχιστον μία λευκή επιφάνεια απ’όσο μπορώ με δυσκολία να δω.
Γυρνώντας το κεφάλι μου δεξιά, τους είδα! Πρέπει να είναι πάνω από δέκα άτομα.
Δεν βλέπω τα πρόσωπα τους, ακούω μόνο τις φωνές, τους ψίθυρους που βγαίνουν από
τα χείλη τους. Όλοι τους πανομοιότυποι, φοράνε έναν μαύρο μανδύα που τους
καλύπτει από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Πού βρίσκομαι Θεέ μου; Τι θέλουν αυτοί
από εμένα; Ένας τους ξεχώρισε από το πλήθος. Έρχεται προς το μέρος μου. Τι να
κάνω; Τι μπορώ να κάνω; Κάτι γυαλίζει στο χέρι του. Είναι μαχαίρι. Ένα
μικροσκοπικό μαχαίρι με αστραφτερή λεπίδα. Προσπαθώ να φωνάξω. Δεν μπορώ. Η
φωνή μου δεν βγαίνει. Τον κοιτάζω που με πλησιάζει αργά, απειλητικά. Ο τρόμος
με κυριεύει καθώς ένα σατανικό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του. Προσπαθώ να
ελευθερωθώ, αλλά μάταια. Και τώρα; Θα πεθάνω; Σκοτάδι...
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Ανοίγω τα μάτια, σκοτάδι. Τα κλείνω, πάλι σκοτάδι.
Προσπαθώ να καταλάβω που βρίσκομαι. Να ακούσω κάτι, κάποια ομιλία. Εκτός από το
απόλυτο σκοτάδι, έχω να αντιμετωπίσω και την απόλυτη σιωπή. Προσπαθώ να
κουνηθώ. Ο γνωστός πλέον ήχος, αυτός της αλυσίδας, έρχεται στα αυτιά μου. Είναι
από το αριστερό μου πόδι. Είναι δεμένο. Τα υπόλοιπα μέλη μου ευτυχώς είναι
ελεύθερα. Τα κουνάω όλα κανονικά, αν και πονάω σε όλο μου το κορμί. Αισθάνομαι
λες και έχω υποστεί άγριο ξυλοδαρμό. Πιάνω τον αριστερό μου καρπό. Τσούζει
πολύ. Σε εκείνο το σημείο πρέπει να έχω πληγή. Τώρα θυμάμαι... Το μαχαίρι.
Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και τι ήθελαν από εμένα; Τι άλλο μπορεί να θέλουν
και με κρατάνε ακόμα; Στύβω το κεφάλι μου, προσπαθώ να θυμηθώ, κάτι, κάποια
λεπτομέρια. Τίποτα δεν εξηγεί την τωρινή μου κατάσταση. Το τελευταίο που μπορώ
να θυμηθώ, είναι να γυρνάω από το φροντηστήριο. Ήμουν κουρασμένη, κι αντί να
κάνω τον κύκλο, έκοψα δρόμο από το δασάκι. Μετά τίποτα. Έφτασα σπίτι; Δεν
έφτασα; Μήπως όλα αυτά είναι απλά ένας απαίσιος εφιάλτης; Γιατί δεν ξυπνάω;
«Βοήθεια! Με ακούει κανείς;» καταφέρνω να φωνάξω. Κάτι ακούω... Βήματα. Τα
βήματα πλησιάζουν προς το μέρος μου. Ίσως δεν έπρεπε να έχω φωνάξει. Τώρα είναι
αργά. Ακούω τον ήχο κλειδιού να γυρνάει στην κλειδαρότρυπα, κι έπειτα η βαριά
πόρτα ανοίγει μ’ένα τρίξιμο. Εμφανίζεται ένας άνδρας, αρκετά νέος, με εμφανή τα
χαρακτηριστικά του. Αν δεν ήμουν στη θέση που βρίσκομαι, θα τολμούσα ίσως να πω
ότι είναι και όμορφος. Τώρα, όλη η ομορφιά του χάνεται στον τρόπο που με
κοιτάζει. Μου πετάει ένα κομμάτι ψωμί και φεύγει. Σε αυτές τις λίγες στιγμές
που το φως έμπαινε στο δωμάτιο, φως από λάμπα-ίσως να είναι βράδυ-, είδα ότι
κοντά μου υπάρχει κι ένα μπουκάλι νερό. Απλώνω το χέρι μου στο σκοτάδι που με
συντροφεύει ξανά, με αργές, προσεκτικές κινήσεις, κι εντοπίζω το μπουκάλι. Πίνω
με λαιμαργία. Από τη δίψα πνίγομαι σχεδόν σε κάθε γουλιά. Βάζω και μια μεγάλη
μπουκιά απο το ψωμί στο στόμα και ξαπλώνω. Δεν έχω άλλες δυνάμεις. Αφήνομαι...
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Ανοίγω τα μάτια. Πρέπει να είναι πρωί. Λιγοστό φως
μπαίνει στο δωμάτιο από τις γρύλιες ενός μικρού παραθύρου που βρίσκεται ψηλά,
εφάπτεται σχεδόν στο ταβάνι. Μπορώ με δυσκολία να παρατηρήσω ότι βρίσκομαι
σ’ένα μικρό δωμάτιο, άδειο εντελώς από έπιπλα. Το μοναδικό αξεσουάρ του
δωματίου είναι η αλυσίδα μου που ξεκινάει χαμηλά από τον τοίχο. Κοιτάζω τον
αστράγαλο μου, που η αλυσίδα έχει αρχίσει να του δημιουργεί πληγή. Η απόγνωση
με κατακλύζει και ξεσπάω. Τα καυτά μου δάκρυα χύνονται στα γυμνά μου πόδια,
όπως είμαι κουλουριασμένη κι αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου να ξεσπάσει όλη την
ένταση, τον πόνο και την αγωνία. Δεν ξέρω αν είμαι σε αυτήν την κατάσταση μέρες
ή ώρες. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ την αγωνία των γονιών μου, όταν δεν γύρισα
εκείνο το βράδυ σπίτι. Πλέον, δεν μπορώ καν να είμαι σίγουρη ότι θα τους ξαναδώ.
Πρέπει να έκλαιγα για αρκετή ώρα, ίσως και να αποκοιμήθηκα από το κλάμα. Την
επόμενη στιγμή που κατάφερα να έχω συναίσθηση, να επικοινωνήσω με το
περιβάλλον, ήταν ξανά σκοτάδι. Αντιλαμβανόμενη μια ζεστασιά συνειδητοποίησα ότι
ήμουν σκεπασμένη. Στο πάτωμα μεν, αλλά σκεπασμένη. Μάλλον αυτός, φύλακα υποθέτω
ότι τον έχουν βάλει, θα με λυπήθηκε. Δεν μπορώ να πω ότι αισθάνομαι κι
ευγνωμοσύνη, αλλά σίγουρα τώρα είμαι καλύτερα από πριν. Ψάχνω στο σκοτάδι το
νερό μου και πίνω δυο γουλιές. Ας κάνω οικονομία. Ποιος ξέρει αν έχουν σκοπό να
μου το γεμίσουν ξανά. Ξαφνικά ακούγονται φωνές. Πρέπει να είναι τρεις, ίσως και
τέσσερις άντρες. Δεν μπορώ να διακρίνω καθαρά τι λένε. Το μόνο σίγουρο είναι
ότι δεν συμφωνούν. Πιστεύω ότι απόψε ίσως να κρίνεται και η τύχη μου.
Συγκεντρώνω όσο μπορώ τις αισθήσεις μου, επικεντρώνομαι στις φωνές, σταματώ να
αναπνέω σχεδόν, μήπως και ακούσω. Μήπως και καταλάβω. Ακούω σκόρπιες λέξεις.
Αίμα, ξόρκι, θυσία, λύτρα... Βήματα πλησιάζουν. Πέφτω κάτω και σκεπάζομαι
ολόκληρη με την κουβέρτα. Τρέμω. Από το κρύο; Από τον φόβο; Ούτε κι εγώ ξέρω
πια. Κάποιος μπαίνει στο δωμάτιο. Μου τραβάει την κουβέρτα με δύναμη. Δεν
προλαβαίνω να αντιδράσω, κι ένας ξαφνικός, ανυπόφορος πόνος στο κεφάλι με
αναγκάζει να ουρλιάξω. Ο άγνωστος άνδρας μ’έχει πιάσει από τα μαλλιά και μ’έχει
σηκώσει ψηλά. Τα πόδια μου δεν πατούν στη γη. Κρέμομαι κυριολεκτικά από τα
μαλλιά μου. Αφήνει ένα βροντερό γέλιο καθώς με πετάει ξανά στη γη. «Έχετε
δίκιο. Δεν είναι ανάγκη να την θυσιάσουμε. Η τελετουργία δεν απαιτεί να
πεθάνει. Το αίμα της ήταν αρκετό. Είναι όμως κρίμα να την στείλουμε σπίτι παρθένα!
Καλά τα λύτρα, αλλά ας την γλεντήσουμε και λίγο!» λέει και το αίμα στις φλέβες
μου παγώνει. Μαζεύομαι τρομαγμένη με την πλάτη στον τοίχο, κουλουριασμένη όσο
πιο πολύ μπορώ και τον κοιτάζω στο μισοσκόταδο. Δεν ξεχωρίζω τα χαρακτηριστικά
του, αναγνωρίζω όμως το χαμόγελο. Είναι το ίδιο σατανικό χαμόγελο μ’εκείνο που
είδα όταν ήμουν δεμένη στο τραπέζι. Τα δόντια του λάμπουν, σχεδόν εξίσου με τη
λεπίδα που με έκοψε. Τον βλέπω να κάνει βήματα, να με πλησιάζει. Μετά πάλι
σκοτάδι...
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Ανοίγω ξανά τα μάτια και βλέπω εκείνον. Τον
φύλακα, τον όμορφο, είναι όντως όμορφος τώρα που τον βλέπω από κοντά. Μου
βγάζει την αλυσίδα, μου ελευθερώνει το πόδι. Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
«Ακολούθησε με και ήσυχα». Νεύω συγκαταβατικά. Με οδηγεί μέσα από έναν στενό
διάδρομο, μετά στρίβουμε σ’έναν άλλο διάδρομο, ανεβαίνουμε μία σκάλα. Στο τέλος
της σκάλας έχει μία πόρτα. Μου κάνει νόημα να μείνω ήσυχη. Αφουγκράζεται πρώτα
και μετά ανοίγει σιγά την πόρτα. Έξω ο ουρανός έχει αρχίσει και χαράζει. Δεν
ξέρω πού βρίσκομαι, γύρω από το οίκημα εκτείνεται δάσος. Μου δείχνει μία
κατεύθυνση κι ακούω για πρώτη φορά τη φωνή του να μου λέει «Τρέχα!». Η φωνή του
είναι τόσο γλυκιά. Μπόρεσα να του πω «Ευχαριστώ» πριν αρχίσω να τρέχω προς την
κατεύθυνση που μου είχε υποδείξει. Ξαφνκά ένας δυνατός ήχος με κάνει να γυρίσω
πίσω για να τον δω να σωριάζεται αιμόφυρτος στο έδαφος. Μου κόβονται τα πόδια.
Νιώθω τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Κινδυνεύω. Δεν πρέπει να μείνω άλλο
εκεί. Γυρίζω κι αρχίζω ξανά να τρέχω. Ακούω πίσω μου φωνές, ακούω ποδοβολητά,
ακούω το μπαμ. Και μετά δεν ακούω τίποτα. Ούτε νιώθω. Βλέπω τον εαυτό μου, το
σώμα μου να στέκει ακίνητο. Και μετά βλέπω φως. Είμαι φως!
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Ο παρουσιαστής αναγγέλει
με στόμφο την είδηση. «Βρέθηκε νεκρή η δεκαεξάχρονη κοπέλα που είχε χαθεί πριν
λίγες μέρες. Απαρηγόρητοι οι συγγενείς και οι φίλοι της. Περισσότερα για την
περίεργη αυτή δολοφονία στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων».