Η ώρα είναι οκτώ παρά δέκα το πρωί κι είμαι καθ' οδόν για τις τάξεις. Το κρύο του
πρωινού είναι διαπεραστικό και το παγωμένο χορτάρι κριτσανίζει κάτω απ' τα
πέλματά μου, όπως κατεβαίνω την πλαγιά. Ουσιαστικά, δεν περπατάω, αλλά αφήνομαι
παθητικά στην κατηφόρα να με παρασύρει προς την κατεύθυνση που θέλω. Και αυτό
πολύ είναι... αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το περασμένο βράδυ ήταν για μένα
μια κόλαση που απομύζησε όλη μου την ενέργεια. Γιατί; Επειδή όταν σταμάτησα, εν
τέλει, να απαγγέλω την ωραιοποιημένη ιστορία μου, λούφαξα στο κρεβάτι και
αποκοιμήθηκα.
Και τότε πλάκωσαν οι εφιάλτες. Πίσω από το σφραγισμένα μου βλέφαρα έβλεπα
μαύρα κεριά να αναφλέγονται, σκονισμένες πεντάλφες και παλιούς, αραχνιασμένους
πίνακες πνευμάτων, μαύρα ροτβάιλερ να ξεγυμνώνουν τα δόντια τους και να σκίζουν
τον αέρα με τα κτηνώδη γαμψώνυχα τους, την Μία να χτυπιέται και να ουρλιάζει
από το πάτωμα της σοφίτας και το μεγάλο, μοναχικό μάτι του Μάικ Μπαζόφκι να με
κοιτάζει διαπεραστικά.
«Ένα παυσίπονο θα 'ταν πρώτης τάξεως πρωινό τώρα...». Η φωνή μου δεν είναι
παρά ένα άκεφο, βραχνό μούγκρισμα, καθώς σηκώνω τα χέρια μου και τρίβω τα
μηλίγγια μου που σφυροκοπούν με τα δάχτυλά μου. Κατηφορίζω λίγο ακόμα και
συναντώ τον Κάι Γκρίνγουντ και τον Τζέηκ Λι.
«Ω, έι, παιδιά», λέω εν είδει χαιρετισμού. «Είστε καλά; Ανησυχούσα. Τι
έγινε εχθές; Πώς ξεμπερδέψατε με τον Ίστμαν;»
Αμφότεροι με κοιτάζουν ανόρεχτα. Φαίνονται άγρυπνοι, κουρασμένοι και κάτω
από τα μάτια τους υπάρχουν γκριζογάλανες σκιές, ενώ φοράνε τα ίδια ρούχα που
φορούσαν εχθές.
«Ορκίζομαι ότι ο Ίστμαν είναι δαίμονας σε μορφή κατσιασμένου γέρου με σκύλο
και μαγκούρα για ξεκάρφωμα», λέει ο Τζέηκ μαραζωμένα.
«Όταν μας ξετρύπωσε», ξεκινά να λέει ο Κάι. «Μας έσυρε ως το γραφείο της
διευθύντριας, αυτής της χοντρομπαλούς μωρέ, της πως-την-λένε;»
«Της Κονστάνς Ντέιβις;», μαντεύω. Έτσι δεν είχαν
ονοματίσει οι Μαρς και η Έντνα την διευθύντρια προχτές;
«Α, γεια σου», κάνει βαριεστημένα ο Κάι. «Αυτής της μιλφάρας. Και δεν μας
άφηνε να φύγουμε αν δεν την έπειθε να μας στείλει στην μπουζού για κάνα εξάμηνο, ο κωλόγερος».
«Τι είναι η μπουζού;», ρωτώ με όλη την εύλογη απορία μιας
νεοφερμένης.
«Η απομόνωση, ντε», λέει ο Τζέηκ. «Η Κονστάνς βέβαια δεν μπορούσε να μας
πάει στην απομόνωση μόνο και μόνο επειδή ήμασταν στην τάξη κι όχι στα κρεβάτια
μας. Οπότε μας υποχρέωσε να κάνουμε κοινωφελή εργασία αντ' αυτού. Αλλά εκεί, ο
Ίστμαν, του κάκου, χτύπαγε τον κώλο του κάτω να μας μπουζουριάσει! Τι σκατένιος
τύπος!»
«Οπότε γλιτώσατε την απομόνωση», σχολιάζω, προσπαθώντας να κεντήσω την φωνή
μου με λίγη ευθυμία. «Κάτι είναι και αυτό». Δεν έχω καταλάβει, ακόμα, τι
ακριβώς είναι η απομόνωση, ή γιατί όλοι τρέμουν στο άκουσμά της, αλλά από τα
συμφραζόμενα φαντάζομαι ότι είναι ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να
σου συμβούν εδώ μέσα. Ή και το χειρότερο. «Και τι είδους κοινωφελούς εργασίας
σας υπέβαλαν;», ρωτάω στο τέλος.
«Θα έχεις δει μέχρι τώρα ότι το προαύλιο του Ντέιβις είναι για κλάματα»,
λέει ο Κάι, ρίχνοντας μια ματιά στον περίγυρο. Ακολουθώ το βλέμμα του και αντικρίζω
ανώμαλο έδαφος, σκόρπια χαλίκια, ξερόκλαδα, και για φόντο το παραμελημένο
γήπεδο ποδοσφαίρου με την ψηλή, ανακατεμένη βλάστηση. Είναι πράγματι χάλια.
«Αμυδρά», λέω κι άθελά μου γίνομαι πάλι ειρωνική.
«Η Κονστάνς ήθελε να το σουλουπώσει καιρό τώρα και έψαχνε κορόιδα για να
κάνουν την δουλειά», ανακοινώνει ο Τζέηκ.
«Και τα βρήκε», συμπληρώνει ο Κάι με μισό χαμόγελο. «Η Νιβ, ο Τζέηκ κι εγώ
θα μπούμε σε ένα γκρουπ με άλλα ρεμάλια και θα καθαρίσουμε το βορειοδυτικό
τεταρτ-»
«Το βορειοανατολικό, ρε μπούφε», τον διορθώνει ο Τζέηκ. Τι ευγενικό αγόρι!
«Α». Ο Κάι διστάζει για μια στιγμή και δίνει χρόνο στον εαυτό του να
ξεχωρίσει την Δύση από την Ανατολή. Όταν τα καταφέρνει ξαναβάζει μπρος. «Καλά,
ναι, μωρέ. Αυτό εννοούσα. Το βορειοανατολικό ιγμόρειο...»
«Τεταρτημόριο».
«Τεταρτη...μόριο του προαυλίου και θα φυτέψουμε κάτι αδερφίστικες
τριανταφυλλιές εκεί μετά».
Αρκούμαι σε ένα λιτό: «Α, μάλιστα».
«Ναι, τέσπα», ξεφυσάει η Τζέηκ. Μ' ένα νεύμα του σκούρου κεφαλιού του μας
κάνει ν' αντιληφθούμε ότι έχουμε πλέον φτάσει στις τάξεις διδασκαλίας, οπότε
πρέπει να τερματίσουμε κάπως την συζήτηση. «Τα υπόλοιπα συναρπαστικά νέα θα
πρέπει να περιμένουν γι' αργότερα. Εσύ, ως γνωστόν, πηγαίνεις στην Αίθουσα Α'
που 'ναι για τα τζιμάνια. Εγώ και ο μπουμπούνας ο Γκρίνγουντ στην Β' που 'ναι
για τα ζωντόβολα, οπότε θα σε δούμε στο μεσημεριανό».
«Κάτσε, κάτσε!», πετάγετε ο Κάι από δίπλα του. Είναι προφανές ότι θέλει να
πει κάτι ακόμα. «Δεν σου 'παμε το καλό, ακόμα. Ξέρεις τι τσαντίλα είχε η Νιβ
όταν της είπαν, ο Ίστμαν και η Ντέιβις, ότι θα περνά τις επόμενες δύο εβδομάδες
σκάβοντας, φτυαρίζοντας και ανοίγοντας τρύπες στο χώμα;»
«Όχι, δεν ξέρω», παραδέχομαι. Από το λίγο που γνωρίζω, όμως, την Νιβ έχω
μάθει ότι είναι ένα κορίτσι αχαλίνωτο, θερμοκέφαλο και ολίγον τι αθυρόστομο.
Αποκλείεται ν' αντέδρασε κόσμια.
Λες και μοιράζονται ένα προσωπικό ανέκδοτο, ο Τζέηκ κι ο Κάι ξεσπάνε
ταυτοχρόνως σε γέλια, αυθόρμητα και δυνατά που τους κάνουν να τραντάζονται
ολόκληροι. Όταν ο Τζέηκ συνέρχεται πρώτος, λέει: «Γύρισε, που λες, προς τον
Ίστμαν και του ούρλιαξε όλο νεύρα: Το μόνο που θ' ανοίξω στο χώμα θα 'ναι ο
λάκκος σου, γεροξεκούτη! Πρόσεχε καλά, στην έχω φυλαγμένη».
Ένα δεύτερο κύμα γέλιου τους κατακλύζει, όπως κάνουν μεταβολή και μπαίνουν
στην αίθουσα Β'. Έτσι, κι εγώ με την σειρά μου εισέρχομαι στην αίθουσα Α' και
σπεύδω να καθίσω στο πρώτο κενό θρανίο που βλέπω, προσπαθώντας να περάσω όσο
πιο απαρατήρητη μπορώ από τους συμμαθητές μου και να μείνω μακριά απ' τους
καβγάδες.
Όσο απρόσμενο κι αν είναι, τα καταφέρνω.
Το μάθημα που παρακολουθώ για τις επόμενες δύο ώρες είναι η κλασική
αμερικανική πεζογραφία, και η καθηγήτρια που το διδάσκει ονομάζεται δεσποινίς
Άρτερτον. Η δεσποινίς Άρτερτον είναι μια ξερακιανή γεροντοκόρη που φορά ένα
στενό σακάκι σε ναυτικό μπλε κι μια ασορτί φούστα, έχει αυστηρά τετράγωνα
γυαλιά και ασημένια μαλλιά πιασμένα σε έναν σφιχτό κότσο στην βάση του αυχένα
της.
Μας κάνει μια μακροσκελή εισαγωγή γύρω από τον βίο του Ένταρντ Άλαν Πόε,
στον οποίο προσδίδει ένα κάρο χαρακτηρισμούς, όπως ο «πατέρας της λογοτεχνίας
μυστηρίου», ο «τραγικός και μοναχικός συγγραφέας που βυθίστηκε στην δύνη της
τρέλας» και τέλος το διόλου βαρύγδουπο, ο «άρχοντας του μακάριου».
Μόλις το κουδούνι χτυπά, σημαίνοντας την λήξη του μαθήματος, η δεσποινίς
Άρτερτον μας διατάζει να μελετήσουμε τις πρώτες τριάντα σελίδες που αποτελούν
την εισαγωγή του βιβλίου μας ως εργασία για το επόμενο μάθημα της. Μετά, αφού
όλοι οι μαθητές της την έχουν κοσμήσει με ένα σωρό προσβλητικά επίθετα, τα
οποία προσποιείται ότι δεν ακούει, μας δίνει την άδεια να φύγουμε.
Δρω ακόμη στα πλαίσια του σχεδίου: «Αποφεύγω τις συμπλοκές κι αποτρέπω τις
συγκρούσεις», και για αυτόν τον λόγο δεν εγκαταλείπω το θρανίο μου, παρά μόνο
όταν όλοι οι παλαβοί τρόφιμοι του Ντέιβις Πλέις έχουν εκκενώσει την αίθουσα.
Τότε και μόνο τότε σηκώνομαι, παίρνω τα βιβλία μου και κατευθύνομαι προς το
πίσω μέρος, όπου υπάρχουν τα σχολικά ερμάρια. Στέκομαι μπροστά από ένα ντουλάπι
επάνω στο οποίο αναγράφεται μια λέξη με παχύ, μαύρο μαρκαδόρο: Βάλενταϊν, κι αρχίζω να τοποθετώ τα συγγράμματα μου στο εσωτερικό
του. Οι περισσότεροι μαθητές, εδώ, δεν χρησιμοποιούν τα ντουλάπια τους, αλλά
παρατάνε τα βιβλία τους όπου βρουν, τα κατακρεουργούν, κόβοντας τις σελίδες
τους, φτιάχνοντας χάρτινα καράβια ή σαΐτες.
Εγώ, έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου, ότι δεν θα ακολουθήσω το παράδειγμά
τους.
Είναι ένα παράδειγμα προς αποφυγή, όχι μίμηση.
«Αντριάννα!», ο Κάι μπουκάρει στην άδεια τάξη αλαφιασμένος κι ανάστατος,
σαν μίνι σίφουνας.
«Τι τρέχει;», απορώ. Σπρώχνω το πορτάκι της θυρίδας μου με τα χέρια μου
ακόμη γεμάτα βιβλία.
Έρχεται προς την μεριά μου, τρεκλίζοντας λαχανιασμένος και κάτωχρος. Τον
κοιτάζω περιμένοντας, αλλά δυσκολεύεται να βρει την ανάσα του. Η αναμονή με
σκοτώνει.
«Κάι!», ξεσπάω. «Θα μου πεις τι έπαθες, τέλος πάντων; Ή θα με σκάσεις; Τι,
τι είναι; Σύνδρομο στέρησης από τα ναρκωτικά σου; Χρειάζεσαι τίποτα μυστήρια
χάπια; Θες να...»
Αδυνατεί να ρυθμίσει την αναπνοή του, κι έτσι αναγκάζομαι να του δώσω
οδηγίες. «Λοιπόν, όχι. Δεν το κάνεις καλά. Σταμάτα, σταμάτα πριν πάθεις
υπεροξυγόνωση. Πάρε ανάσα, να έτσι. Ωραία. Τώρα άφησέ την να βγει. Εισπνοή,
εκπνοή, Κάι, κοίτα με, εισπνοή...»
«Αντριάννα, γαμώτο!», εκρήγνυται ο Κάι. Τον έχω πάρει απ' τα μούτρα.
Σταματάω μεμιάς και του δίνω χρόνο για να μου εξηγήσει τι συνέβη με τον εθισμό
του.
Εντούτοις, τα επόμενα λόγια του Κάι κάνουν το όλο θέμα με τα ναρκωτικά του
να φαντάζει σαν ένα ασήμαντο, δευτερεύον πρόβλημα. «Πριν από μια ώρα πέθαναν
δύο τρόφιμοι», λέει.
«Τι;», λέω και το κεφάλι μου τινάζεται στο πλάι λες κι έφαγα χαστούκι. «Τι;
Κάι, πώς;»
Διστάζει. «Ό-όπως πέθανε η Μία. Βήχας, σπασμοί, παράλυση...». Ο Κάι σταμάτα
τρέμοντας. «Έγινε λίγο πριν τελειώσει το μάθημα του Λοκ. Η Εστέλλα έβηχε σαν αν
της κοβόταν η ανάσα όταν γράφαμε διαγώνισμα. Κανείς δεν έδωσε σημασία. Εγώ ίσως
και να έδωσα, αλλά το έδιωξα από το μυαλό μου. Ο Λοκ δεν πείστηκε, ώσπου την
είδε να πέφτει στο πάτωμα με σπασμούς. Στην αρχή νόμιζε πως προσποιούνταν για
να γλιτώσει το διαγώνισμα, αλλά όταν κατάλαβε και αποφάσισε να την πάει στο
αναρρωτήριο», ξεροκαταπίνει, «άρχισε να σπαρταράει και ο Τζέηκ».
Τον κοιτάζω εμβρόντητη, νιώθοντας ένα ρίγος να σκαρφαλώνει στην σπονδυλική
μου στήλη. Τα χέρια μου μουδιάζουν και δεν μπορούν πλέον να συγκρατήσουν τα
βαριά βιβλία.
Τα βιβλία πέφτουν και προσγειώνονται στο πάτωμα, ανάμεσα στις πατούσες μας.
«Ω, Θεέ μου!», τσιρίζω σχεδόν. Φέρνω την παλάμη μου πάνω απ' το ορθάνοιχτο
στόμα μου και το καλύπτω. «Ο... ο Τζέηκ και η... Εστέλλα... νεκροί. Δεν μπορεί
να συμβαίνει... όχι πάλι!»
Κάνω ένα δειλό βήμα προς τα πίσω κι ακουμπώ την πλάτη μου στο κλειστό
ντουλάπι από πίσω, ενώ συγκεντρώνομαι στην προσπάθεια να μην καταρρεύσω.
Εάν ο Τζέηκ και η Εστέλλα πέθαναν επειδή κάλεσαν κάποιο πλάσμα απ' το
υπερπέραν το περασμένο βράδυ, τότε αυτό μπορούσε να σημαίνει τα εξής:
α) το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί και στην αδερφή μου.
β) ο Κάι κι εγώ είμαστε υπαίτιοι για διπλή ανθρωποκτονία, αφού βάλαμε τους
νεκρούς να τελέσουν την σεάνς που τους σκότωσε.
γ) εάν το πράγμα που καλέσαμε είναι ακόμη εδώ, τότε ο Κάι κι εγώ μπορεί να
είμαστε οι επόμενοι που θα πεθάνουν.
Σκοτοδίνη αρχίζει να με τυλίγει σαν ένα βαρύ, ερεβώδες πέπλο.
«Κάι...», ψελλίζω αδύναμα. «Δεν νιώθω καλά, ζαλίζομαι και νομίζω... νομίζω
πως θα λιποθυμήσω».
Ο Κάι απορρίπτει την ιδέα μου. «Δεν έχουμε χρόνο να λιποθυμήσεις», μου
δηλώνει. Αρπάζει το ιδρωμένο μου χέρι κι αρχίζει να με τραβάει. Προς τα πού, δεν ξέρω.
«Έλα», μου λέει. «Πρέπει να βιαστούμε».
Τον ακολουθώ πιστά, καθώς διασχίζει το προαύλιο του Ντέιβις τρέχοντας.
«Πού πηγαίνουμε;», τολμώ να ρωτήσω στα μισά της διαδρομής.
«Σας είχα πει εχτές ότι για να κάνω σωστά την επίκλαση...»
«Την επίκληση», τον διορθώνω ασυναίσθητα, αν και δεν είναι η ώρα για
διορθώσεις.
Ο Κάι συγκατανεύει. «Αυτήν, ναι. Πήγα και βρήκα κάτι τύπους που είναι εξπέρ
στα υπερφυσικά. Πάω να τους βρω και τώρα. Εάν υπάρχει κάποιος που μπορεί να μας
βοηθήσει, Άντρι, τότε είναι αυτοί οι δύο».
Πολύ γρήγορα έχουμε διαβεί το κατώφλι του κτηρίου των κοιτώνων και
στεκόμαστε μπροστά από την πόρτα με τον αριθμό 66. Ο Κάι Γκρίνγουντ σηκώνει την
γροθιά του και χτυπάει την πόρτα με μια σειρά από δυνατά κι άτσαλα χτυπήματα.
Νομίζω ότι κρατάω την ανάσα μου. Θα ανοίξει
ποτέ κανείς;
Ύστερα από κάμποσα, αφόρητα, βασανιστικά λεπτά η πόρτα του δωματίου 66
ανοίγει κι από πίσω της εμφανίζεται ένας αγουροξυπνημένος Μπιλ Μαρς.
«Έντνα, ηλίθια τοφάλα, τι διάβολο θες;», ρωτάει άγρια.
Τα μακριά μαλλιά του είναι ένας ανακατωμένος θύσανος από χαλκό κι ο ίδιος
μυρίζει ύπνο, έχει μποξεράκι και κοντομάνικο φορεμένο τα μέσα έξω. Τα σκούρα
πράσινα μάτια του δεν είναι παρά δύο νυσταγμένες σχισμές.
Τα ανοιγοκλείνει για λίγο κι όταν ανακτά το φως του φαίνεται να
συνειδητοποιεί ότι δεν είμαστε η Έντνα. «Α», λέει ράθυμα. «Εσείς είστε μόνο;»
Η ματιά του πετάει από τον Κάι σε εμένα και μετά πάλι πίσω στον Κάι.
Και τότε ο Μπιλ Μαρς φαίνεται να συνειδητοποιεί τον λόγο της αιφνίδιας
επίσκεψης μας.
«Να μαντέψω», λέει στον Κάι και ρουθουνίζει βαρύθυμα. «Τα σκάτωσες, ε;».
Σβετλιν
Σβετλιν