Το τριαντάφυλλο της ερήμου του Κώστα Κατσικογιάννη

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα χωρίς όνομα, ένα αγόρι ξεκίνησε το μοναχικό του ταξίδι. Γιατί δεν το είχε κάνει νωρίτερα; Γιατί το έκανε τώρα; Ποιος ήταν ο σκοπός του ταξιδιού; Αυτές ήταν μερικές μόνο από τις ερωτήσεις που βασάνιζαν το νου του και για τις οποίες δεν είχε καμία απάντηση. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Δεν προορίζονται όλες οι ερωτήσεις για να απαντηθούν, μερικές, οι πιο σημαντικές, δεν έχουν καν απάντηση, έρχονται μόνο σαν πεφταστέρια μες στη νύχτα για να φωτίσουν το νου.
 Ας επιστρέψουμε όμως στον μικρό πρωταγωνιστή μας που μόνο μικρός δεν ήταν. Ήταν ένα περίεργο αγόρι, διαφορετικό από τ’ άλλα. Γιατί; Ίσως, επειδή τα βράδια ξενυχτούσε κι ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά. Ίσως, επειδή, όταν κοιτούσε τους ανθρώπους, έβλεπε τις καρδιές τους κι ένιωθε όσα εκείνοι είχαν πια ξεχάσει. Ίσως, επειδή είχε μεγαλώσει κι είχε γίνει ολόκληρος άντρας, αλλά κρατούσε μέσα του ζωντανό το παιδί που ήταν κάποτε. Να, αποκάλυψα ένα πρώτο μυστικό, το αγόρι ήταν άντρας.
  Αυτός ο άντρας λοιπόν ξεκίνησε ένα ταξίδι. Και πού δεν πήγε και τι δεν είδε και τι δεν έζησε. Είδε χρώματα μέσα στο σκοτάδι κι άκουσε το τραγούδι της σιωπής, τον τύλιξαν μυρωδιές και μελωδίες που έφεραν στο νου αναμνήσεις από προηγούμενες κι επόμενες ζωές, έμαθε πολλά και ξέχασε περισσότερα κι όμως τίποτα από αυτά δεν είχε αξία κι έτσι το ταξίδι συνεχιζόταν, όργωνε όλες τις θάλασσες του κόσμου μα πουθενά δεν έβρισκε λιμάνι, κάπου εκεί έξω κάτι φώναζε τ’ όνομά του κι αυτός δεν το είχε βρει, συνέχιζε λοιπόν να ψάχνει και να αναρωτιέται. Ποιος ή τι ήταν αυτό που τον καλούσε; Γιατί κανένας άλλος δεν είχε ακούσει ποτέ αυτό το κάλεσμα και τι θα συνέβαινε όταν το έβρισκε; Θα το έβρισκε άραγε; Κι άλλες ερωτήσεις λοιπόν. Άραγε ήταν από τις ερωτήσεις που έχουν απάντηση ή από τις άλλες, τις γεμάτες μυστήριο; Θα το μάθαινε ποτέ;
  Όπως συμβαίνει συνήθως στα παραμύθια – όχι ότι η ιστορία αυτή είναι παραμύθι ή μήπως είναι; - όλα έγιναν ξαφνικά. Δεν ήταν κάτι μελετημένο, έτυχε απλώς να βρεθεί στη συγκεκριμένη έρημο την ώρα που ένα απαλό αεράκι σπρωγμένο απ’ τη μοίρα ή την τύχη έκανε το θαύμα του. Εντάξει, μην περιμένετε ν’ ακούσετε κάτι το εκπληκτικό, εξάλλου σε αυτή τη ζωή τα μικρά πράγματα είναι που έχουν σημασία κι αυτό που συνέβη, όσο μικρό κι αν μοιάζει, άλλαξε όλη τη ζωή του για πάντα.
   Πρέπει να είχε χαθεί και περιπλανιόταν για ώρες σ’ ένα τοπίο που, όπου κι αν κοίταγε, δεν έβλεπε παρά μόνο άμμο. Αυτό το μονότονο, κίτρινο σεντόνι που κάλυπτε τα πάντα είχε κουράσει τα μάτια του, ένιωθε την άμμο να περνάει τα ρούχα του και να τρυπάει την ψυχή του, να χώνεται στα μύχια της ύπαρξής του και να καίει τις σκέψεις του. Έπιασε τον εαυτό του υποσυνείδητα να εύχεται για μια αλλαγή, λίγο χρώμα, λίγη ζωή σε αυτόν τον αρρωστημένο καμβά που κανείς ζωγράφος δεν θα καταδεχόταν να δημιουργήσει το έργο του. Και τότε έγινε το μικρό θαύμα που λέγαμε.
Ένιωσε την άμμο να υψώνεται σιγά - σιγά και να στροβιλίζεται απαλά σαν να χόρευε πιασμένη απ’ το μπράτσο κάποιου αόρατου παρτενέρ και μέσα από αυτό το γκρίζο σύννεφο ξεπρόβαλλε ένα υπέροχο τριαντάφυλλο. Έμεινε για λίγο να το κοιτάζει σαν χαμένος. Ήταν αλήθεια εκεί; Αν έκανε να το αγγίξει, να το πλησιάσει έστω, θα εξαφανιζόταν; Ούτε να βλεφαρίσει δεν τολμούσε από φόβο μήπως χαθεί το ίδιο απότομα όπως εμφανίστηκε μπροστά του.
Θεέ μου, πόσο όμορφο ήταν. Το φως του ήλιου έπεφτε πάνω του από όλες τις κατευθύνσεις δίνοντάς του σχεδόν κάθε δυνατή απόχρωση, άγνωστο πώς μέσα σε αυτή τη ζέστη πάνω στα πέταλά του αναπαύονταν μικρές σταγόνες βροχής και το φως που περνούσε από μέσα τους έκανε απίστευτα παιχνίδια με το είδωλο και τη σκιά του, αν υπήρξε ποτέ στον κόσμο ένα μοναδικό τριαντάφυλλο, εκείνο το οποίο δημιούργησε με τον θεϊκό του λόγο μέσα στον Παράδεισο ο ίδιος ο Πλάστης, τότε σίγουρα θα ήταν αυτό το λουλούδι που τώρα απολάμβαναν τα διψασμένα του μάτια.
- Θεέ μου, πόσο όμορφο είσαι, είπε ξανά, μόνο που αυτή τη φορά έβαλε σε λέξεις τις σκέψεις του κι έτσι για λίγο η ατελείωτη σιωπή της ερήμου έσπασε. Δεν έκανε καμία φυσικά διαφορά αφού και πάλι ήταν ο μόνος που μπόρεσε ν’ ακούσει τα λόγια του ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε.
- Σε μένα μιλάς; ρώτησε το τριαντάφυλλο γυρνώντας προς το μέρος του. Έμοιαζε ξαφνιασμένο, μη με ρωτήσετε πώς το καταλαβαίνεις αυτό, είναι ένα από τα μυστικά που οι συγγραφείς έχουμε υποσχεθεί στα τριαντάφυλλα ότι δεν θα αποκαλύψουμε ποτέ.
Εσένα, φυσικά, δεν υπάρχει κανείς άλλος εδώ γύρω, είπε ο πρωταγωνιστής μας χωρίς ν’ απορεί ιδιαίτερα για την ομιλία του λουλουδιού. Είχε δει τόσα παράξενα στα ταξίδια του, ένα ακόμη τι πείραζε;
- Να με συγχωρείς, αλλά δεν το βρίσκω σωστό να έρχεσαι και να με κοροϊδεύεις. Εσείς οι άνθρωποι δεν έχετε καθόλου αισθήματα;
- Μα, γιατί το λες αυτό; Ειλικρινά, σε βρίσκω υπέροχο, δεν έχω λόγια για να περιγράψω πόσο όμορφο είσαι.
- Ω, σταμάτα, επιτέλους. Αν δεν με κοροϊδεύεις, τότε μάλλον θα είσαι τυφλός. Με κοίταξες καλά; Δες προσεκτικά. Τι βλέπεις;
- Δεν ξέρω τι θες ν’ ακούσεις ή τι υποτίθεται πως πρέπει να δω.
- Λοιπόν, θα σε βοηθήσω. Είμαι χωμένο μες στην άμμο, είμαι τόσα χρόνια εδώ που η άμμος έχει τυλίξει όλο μου το σώμα, έχει κατακαθίσει πάνω στα πέταλά μου και τα έχει μαραζώσει, όσο κι αν προσπάθησα να την τινάξω από πάνω μου αυτή επιστρέφει, στο τέλος κουράστηκα να προσπαθώ, αφέθηκα στην πολιορκία της κι έσκυψα το κεφάλι νικημένο. Τώρα πια ούτε τον ήλιο δεν μπορώ να δω, η άμμος βρίσκεται παντού και ρουφάει και τα τελευταία ίχνη ζωής που μου απέμειναν. Δεν μπορώ καν να νιώσω πώς είναι να είσαι ζωντανός κι εσύ μου λες πως είμαι όμορφο; Μήπως η άμμος έχει μπει και στα δικά σου μάτια; Αυτή, μα την αλήθεια, θα ήταν μια καλή δικαιολογία.
Έσκυψε και κοίταξε το λουλούδι πιο προσεκτικά. Όσο το κοίταζε, τόσο βεβαιωνόταν πως δεν είχε κάνει λάθος. Ήταν πραγματικά υπέροχο. Μπορούσε σχεδόν να διακρίνει ένα χαμόγελο πίσω απ’ τη μάσκα της μελαγχολίας που είχε καλύψει το πρόσωπό του, ένα υπέροχο, γλυκό χαμόγελο που θα μπορούσε να λιώσει και την πιο σκληρή καρδιά. Μα έχουν τα τριαντάφυλλα πρόσωπο; Και μπορούν να χαμογελάνε; Επειδή μάλλον το ξεχάσατε, να σας θυμίσω ότι ο πρωταγωνιστής μας είναι ένα αγόρι διαφορετικό από τ’ άλλα και βλέπει πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούν, ίσως επειδή δεν κοιτάζει με τα μάτια.
Χωρίς να πει τίποτα, γονάτισε δίπλα στο τριαντάφυλλο και με απαλές κινήσεις συνέχισε το έργο του ανέμου αφαιρώντας προσεκτικά την άμμο απ’ τον μίσχο, τα βλαστάρια και τα πέταλα, ένιωσε για λίγο σαν γλύπτης που σκαλίζει την πέτρα για ν’ απελευθερώσει τις μορφές που ο χρόνος έχει εγκλωβίσει μέσα της. Το τριαντάφυλλο επίσης δεν μιλούσε, έριχνε μόνο κλεφτές ματιές στον εαυτό του σαν να φοβόταν πως όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Ονειρεύονται τα τριαντάφυλλα; Εντάξει, αυτό το μυστικό θα σας το πω, για να μη λέτε ότι δεν σας λέω τίποτα. Όλα τα λουλούδια ονειρεύονται και το καταλαβαίνεις γιατί τότε είναι τόσο ευτυχισμένα που μυρίζουν πιο όμορφα από κάθε άλλη φορά.
Όταν τελείωσε, απέμεινε για λίγο σιωπηλός να το κοιτάζει κι αυτό ήταν άλλο ένα θαύμα. Βλέπετε, ο ήρωάς μας ήταν φλύαρος, συνήθιζε να μιλάει πολύ και για πολλά μα τώρα μπροστά σε τόση ομορφιά δεν έβρισκε τίποτα κατάλληλο για να πει. Πώς να περιγράψεις την πανσέληνο σε κάποιον που δεν βλέπει ή τον ήχο της θάλασσας που ερωτοτροπεί με τις ακτές σε κάποιον που δεν ακούει; Το τριαντάφυλλο πάντα ήταν όμορφο, ακόμη κι όταν η άμμος κι η σκόνη το είχαν καλύψει μα τώρα χρειαζόταν μια καινούργια λέξη που να περιέχει όλα αυτά που ένιωθε όταν το κοίταζε και προς το παρόν δεν την ήξερε αυτή τη λέξη και μάλλον δεν θα την έβρισκε ποτέ.
- Λοιπόν, αν μου επιτρέπεις, άρχισε να λέει βρίσκοντας ξανά τα λόγια του, έκανες ένα μεγάλο λάθος. Κάπου στην πορεία του χρόνου ξέχασες τι είσαι. Είσαι ένα τριαντάφυλλο κι αυτό δεν αλλάζει όσες χιλιάδες κόκκοι άμμου κι αν σε καλύψουν. Ο ήλιος παραμένει ήλιος ακόμη και πίσω από τα σύννεφα, το φως του δεν χάνεται, μπορεί να μειώνεται, αλλά παραμένει εκεί κι απλώς περιμένει τη στιγμή που θα λάμψει ξανά, πιο δυνατά από ποτέ. Μπορεί να ζεις στην έρημο, αλλά δεν είσαι κομμάτι της, δεν της ανήκεις και δεν σε χαρακτηρίζει, η δική της ασχήμια είναι ξένη κι ένα μόνο τίναγμα είναι αρκετό για να ξεπροβάλει και πάλι σε όλο της το μεγαλείο η ομορφιά σου.
Το τριαντάφυλλο έμοιαζε να σκέφτεται τα λόγια του κι ένας ήχος σαν αναστεναγμός ακούστηκε. Ή μήπως ήταν ο άνεμος που έκανε παιχνίδια με τη φαντασία του; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόταν στην έρημο κι εκεί όλα είναι δυνατά. Θα μπορούσε τίποτα απ’ όλα αυτά να μην είναι αληθινό, να βρίσκεται κάπου παράμερα σε ημιλιπόθυμη κατάσταση και να δημιουργεί με το μυαλό του συναντήσεις και διαλόγους με μελαγχολικά λουλούδια.
- Δεν είναι μόνο η άμμος, καλέ μου, ψιθύρισε με δυσκολία το τριαντάφυλλο και ήταν κάτι στον τρόπο που το είπε που τον έκανε να αναρωτηθεί για πρώτη φορά για το φύλο του λουλουδιού. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος, αλλά είτε από ένστικτο είτε από επιθυμία ένιωθε πως ο συνομιλητής του ήταν γένους θηλυκού. Το προτιμούσε έτσι. Γιατί όμως; Μήπως ήταν ερωτευμένος με ένα λουλούδι;
- Κοίταξε γύρω σου και πες μου τι βλέπεις, συνέχισε το τριαντάφυλλο. Απέφυγε ν’ απαντήσει, μπορούσε ν’ αναγνωρίσει από μακριά μια ερώτηση – παγίδα. Το τριαντάφυλλο περίμενε για λίγο κι ύστερα έδωσε το ίδιο τη μόνη λογική απάντηση. Δε βλέπεις τίποτα ή βλέπεις μόνο άμμο, ειλικρινά δεν υπάρχει διαφορά. Η άμμος έρχεται και φεύγει μα κανείς άλλος δεν έρχεται κι εσύ σύντομα θα φύγεις. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Η άμμος είναι πάντα εδώ, εσύ όχι, μου ζητάς να λάμψω, για ποιον;  Γιατί να βάλω τα καλά μου αν δεν υπάρχει κανείς για να με δει; Γιατί ν’ αφήσω την ψυχή μου να τραγουδήσει από ευτυχία όταν ξέρω ότι κανείς δεν θ’ ακούσει το τραγούδι μου; Η άμμος με πληγώνει μα είναι η μοναξιά που με σκοτώνει κι είναι ένας θάνατος αργός που ξεκινάει πρώτα από μέσα σου, σε τρώει σαν το σαράκι κι αφήνει πίσω του ένα άδειο κέλυφος, σώμα χωρίς ψυχή.
Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Είναι σπάνιο ν’ ακούς τις σκέψεις και τις αγωνίες σου από ένα άλλο στόμα, πόσο μάλλον όταν αυτό το στόμα ανήκει σ’ ένα λουλούδι. Έτσι ακριβώς ένιωθε κι ο ίδιος κι ας ήταν ελάχιστες οι φορές που το παραδεχόταν. Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο κι όμως δεν είχε πάει πουθενά. Είχε μάθει σχεδόν τα πάντα κι όμως δεν ήξερε τίποτα. Είχε ζήσει χίλιες ζωές κι όμως ένιωθε νεκρός. Γιατί ήταν μόνος. Γιατί δεν είχε κανένα για να μοιραστεί μαζί του τα ταξίδια, τις γνώσεις, τους φόβους, τις ελπίδες, τη ζωή του όλη. Ναι, μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε το τριαντάφυλλο. Όταν είσαι μόνος, ο κόσμος όλος μοιάζει άδειος, δεν χρειάζεται να βλέπεις άμμο για να είσαι στην έρημο, η έρημος σ’ ακολουθεί και σε κυριεύει, αφυδατώνει την καρδιά και στερεύει την ψυχή απ’ την ελπίδα.
- Έχω μια ιδέα, είπε κι ανέβασε την ένταση της φωνής του, όχι για να δώσει έμφαση στα λόγια του, αλλά για να καλύψει το χτυποκάρδι του που γινόταν ολοένα και πιο έντονο. Άραγε ήταν ο μόνος που το άκουγε; Τα λουλούδια φημίζονται για την ακοή τους. Μην απορείτε, κάθε φορά που κάποιος ερωτεύεται, κάπου στη γη φυτρώνει ένα καινούργιο τριαντάφυλλο για να είναι έτοιμο να προσφερθεί στην αγαπημένη του. Τι θα έλεγες να έρθεις μαζί μου; Ναι, δεν μπορώ να μείνω εδώ μαζί σου, αλλά θα μπορούσα και η αλήθεια είναι ότι πολύ θα το ήθελα να σε πάρω και να φύγουμε μαζί. Μη μου το αρνηθείς, σε παρακαλώ. Δεν είσαι ευτυχισμένο εδώ, μέρα με τη μέρα μαραζώνεις, έλα μαζί μου και δεν θα είσαι μόνο ποτέ ξανά. Έλα μαζί μου και δεν θα είμαι μόνος κι εγώ ποτέ ξανά. Θα έχω εσένα και θα έχεις εμένα και μαζί θα έχουμε τον κόσμο όλο γιατί δυο ψυχές είναι αρκετές για να γεμίσουν ολάκερο το σύμπαν. Θα έρθεις λοιπόν;
Ο αναστεναγμός ακούστηκε ξανά, αυτή τη φορά ήταν σίγουρος ότι τον άκουσε. Ίσως ήταν η ιδέα του, αλλά του φάνηκε πως το τριαντάφυλλο έκλεισε για λίγο τα πέταλά του σαν να προσπάθησε κάτι να κρύψει. Ένα δάκρυ ίσως; Δακρύζουν άραγε τα λουλούδια; Α, μη με κοιτάτε με παράπονο, αυτό ούτε εγώ δεν το ξέρω, κάποια πράγματα παραμένουν μυστήρια ακόμη και για τους συγγραφείς. Ίσως κάποιες σταγόνες πρωινής πάχνης πάνω στα ροδοπέταλα να μην είναι παρά δάκρυα, αποτέλεσμα κάποιας ανάμνησης ή ενός έντονου ονείρου, ίσως πάλι να είναι μόνο η πρωινή δροσιά και τίποτα περισσότερο.
- Κι εγώ θα το ήθελα να έρθω μαζί σου, αν ήξερες μόνο πόσο το θέλω, πόση ανάγκη το έχω, αλλά φοβάμαι πως είναι αδύνατο, είπε το τριαντάφυλλο με μια φωνή που φάνηκε ν’ αργοσβήνει σιγά – σιγά σαν κραυγή διαβατάρικου πουλιού που χάνεται στην άκρη του ορίζοντα.
Συγκράτησε την παρόρμησή του να το πάρει αγκαλιά, να το τυλίξει τρυφερά μέσα στα δυο του χέρια και ν’ αρχίσει να τρέχει μακριά από αυτή την ατελείωτη έρημο μέχρι να φτάσει σπίτι, να το βάλει σ’ ένα βάζο και ν’ απομείνει να το κοιτάει μέχρι να γεράσει… Περιορίστηκε μόνο σ’ ένα ξέπνοο και γεμάτο παράπονο ερώτημα.
- Γιατί είναι αδύνατο;
- Για τον ίδιο λόγο που δεν μπορεί ο ήλιος να ερωτευτεί τη σελήνη κι η θάλασσα τον ουρανό. Ανήκουμε σε διαφορετικούς κόσμους. Εσύ έχεις πόδια, εγώ έχω ρίζες. Τα μόνα ταξίδια που μπορώ να κάνω είναι με τη φαντασία και τα όνειρά μου. Εκεί θα είμαστε μαζί, αλλά μόνο εκεί. Εδώ, οι ρίζες μου με κρατούν βαθιά καρφωμένο στο παρελθόν, δεν είναι απλές αλυσίδες στα πόδια να τις βγάλω, είναι τα ίδια τα πόδια μου που είναι θαμμένα στην άμμο, τόσα χρόνια πια έχουν γίνει ένα μαζί της. Θα μπορούσα να ρισκάρω να τις τραβήξω σαν το καράβι που ανεβάζει την άγκυρα απ’ το μακρινό βυθό μα δεν βλέπω το λόγο να το κάνω, χωρίς τις ρίζες μου θα πέθαινα κι ακόμη κι αν υπήρχε τρόπος να επιβιώσω δεν θ’ αργούσες να με βαρεθείς και να με πετάξεις σε μια γωνιά του κόσμου σου. Πώς να σε εμπιστευτώ; Είμαι λουλούδι κι είσαι άνθρωπος, τι μέλλον θα μπορούσαμε να έχουμε εμείς οι δύο; Γι’ αυτό άσε με καλύτερα στη μοναξιά μου, ξέχασέ με ή θυμήσου με, μόνο φύγε μακριά μου.
- Έχεις δίκιο, είπε σαν να μιλούσε περισσότερο στον εαυτό του παρά στο τριαντάφυλλο. Έχεις ρίζες κι έχω πόδια. Άσε με λοιπόν να γίνω τα πόδια σου και ρίξε τις ρίζες σου σ’ εμένα. Ναι, είσαι λουλούδι και είμαι άνθρωπος μα τώρα πια μπορώ να το πω. Σ’ αγαπώ. Σε γύρευα πριν καν σε γνωρίσω και τώρα που σε βρήκα δεν μπορώ και δεν θέλω να σ’ αφήσω. Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;
- Σε ακούω, ψέλισε συγκινημένη εκείνη, τώρα πια ήταν σίγουρος πως ήταν θηλυκό. Σε ακούω και θέλω πολύ να σε πιστέψω, βλέπεις, κι εγώ σ’ αγαπώ κι αν φύγεις η έρημος που ζω θα γίνει πιο μοναχική και αφιλόξενη από ποτέ κι ο ήχος της φωνής σου θα σβήσει και θα χαθεί μέσα στη θάλασσα της σιωπής που τύλιγε την ύπαρξή μου πριν έρθεις. Είμαι όμως λουλούδι κι έχω ανάγκη να ριζώσω, δεν μπορώ διαφορετικά μα πώς να σου ζητήσω κάτι τέτοιο…
- Δεν χρειάζεται να μου το ζητήσεις, σου το προσφέρω εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη, είπε εκείνος και πριν προλάβει να τον σταματήσει έβγαλε ένα μικρό μαχαίρι κι έσκισε το στήθος του στο μέρος της καρδιάς. Μικρές σταγόνες αίματος άρχισαν να κυλούν επάνω στο κορμί του μα δεν πονούσε, ίσα - ίσα για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε πραγματικά ζωντανός. Έλα, λοιπόν, αγαπημένη μου, η καρδιά μου είναι δική σου, πάντα δική σου ήταν.
- Είσαι τρελός, το ξέρεις; είπε μαλώνοντάς τον γλυκά μα την ίδια στιγμή τα μελαγχολικά της μάτια ξεχείλιζαν απ’ τη λαχτάρα να γίνει ένα μαζί του.
- Ναι, τρελός για σένα, της είπε κι έσκυψε προς το μέρος της φιλώντας τα ροδοπέταλά της που τρεμόπαιξαν σαν βλέφαρα συνεσταλμένης γυναίκας, ροδοπέταλα που είχαν γίνει κατακόκκινα σαν τη φωτιά. Ήταν η επιθυμία, το πάθος ή μήπως οι πρώτες σταγόνες αίματος που είχαν αρχίσει να στάζουν επάνω τους; Όποια κι αν ήταν η αιτία το τριαντάφυλλο άρχισε σιγά – σιγά μα αποφασιστικά να υψώνεται βγάζοντας τις ρίζες του μέσα από την άμμο, δεν ήταν εύκολο, κάθε άλλο μάλιστα, πονούσε, δίσταζε, υπήρξαν στιγμές που δείλιασε, σχεδόν μετάνιωσε μα η ανάμνηση του φιλιού κι ο χτύπος της ερωτευμένης καρδιάς μπροστά του το έκαναν να συνεχίσει τον αγώνα και λίγο – λίγο η απόσταση μειωνόταν, το τέρμα πλησίαζε κι εκείνος ήταν πάντα εκεί, να την κοιτάζει τρυφερά, να της δίνει κουράγιο και να περιμένει, ήταν σίγουρη πως αν χρειαζόταν θα μπορούσε να την περιμένει μια ολάκερη ζωή κι ας ήταν μαρτύριο κάθε δευτερόλεπτο μακριά της, το ήξερε γιατί έτσι ακριβώς ένιωθε μέσα της κι η ίδια, μπορούσε να περιμένει αλλά βιαζόταν, βιαζόταν αλλά μπορούσε να περιμένει.
Ήταν μια στιγμή ή μια αιωνιότητα; Υπάρχουν γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου που συμβαίνουν έξω απ’ τον χρόνο, είναι απλώς μη μετρήσιμα κι όταν προσπαθείς να τα επαναφέρεις στο νου σου μοιάζουν είτε σαν να μη συνέβησαν ποτέ είτε σαν να συνέβαιναν χωρίς σταματημό απ’ την αρχή του χρόνου. Ένα τέτοιο γεγονός ήταν κι αυτό. Το τριαντάφυλλο απελευθέρωσε απ’ τα δεσμά της γης και τα τελευταία χιλιοστά των ριζών του, έμεινε για λίγο μετέωρο σαν να ζύγιαζε την απόφαση κι έπειτα χώθηκε στο στήθος του και ρίζωσε βαθιά μες στην καρδιά του. Ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία και για τους δύο και πιθανότατα για τον κόσμο όλο.
Όταν και το τελευταίο κομμάτι ρίζας είχε τρυπώσει βαθιά μέσα του, εκείνη έγειρε απαλά σαν νυσταγμένη επάνω στο στήθος του και φίλησε την πληγή του που ήδη είχε αρχίσει να κλείνει και να επουλώνεται. Μη σας κάνει εντύπωση, οι πληγές της αγάπης δεν κρατούν πολύ, κλείνουν τόσο γρήγορα που συχνά το μάτι ούτε να τις δει δεν προλαβαίνει. Έσκυψε κι ανταπέδωσε το φιλί με μια προστατευτική διάθεση, τώρα πια ήταν δικός της κι ήταν δική του, θα την κουβαλούσε παντού και θα την πότιζε με το αίμα της καρδιάς του κι εκείνη θα ήταν κολλημένη επάνω του να του ζεσταίνει την καρδιά και να δίνει ζωή στα όνειρά του.
- Σ’ αγαπώ, της ψιθύρισε απαλά σαν σε μικρό παιδί που ετοιμάζεται να πάει για ύπνο κι εκείνη τώρα πια ήξερε πως θα μπορούσε να κοιμηθεί για πρώτη φορά χωρίς φόβο γιατί εκείνος θα την πρόσεχε.
- Σ’ αγαπώ, του απάντησε τρυφερά κι εκείνος ήξερε τώρα πια πως ό,τι κι αν ήταν εκείνο που έψαχνε μόλις το είχε βρει.
Κι έφυγαν μαζί μακριά από την έρημο κι όπου κι αν πήγαιναν όλα ήταν καινούργια κι ας μην τα έβλεπαν για πρώτη φορά. Τα έβλεπαν μαζί κι αυτό ήταν αρκετό για να είναι όλα διαφορετικά, ήταν μαζί κι αυτό ήταν αρκετό για να είναι ευτυχισμένοι. Κι αν ποτέ δείτε κάποιον να κρατάει ένα τριαντάφυλλο και να μονολογεί ίσως είναι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας, ίσως πάλι να είναι απλώς κάποιος ερωτευμένος που προβάρει τα λόγια του πριν συναντήσει την αγαπημένη του. Ποιος ξέρει; Όλα είναι δυνατά όταν μιλάει κανείς για την αγάπη. Δεν συμφωνείτε;


Κώστας Κατσικογιάννης