Η Αγνή επέστρεψε στο σπίτι από την δουλειά. Είχε μάθει για το τραγικό συμβάν στο ραφτάδικο και ήταν συγκλονισμένη. Κάθισε στη ραπτομηχανή της, όχι για να δουλέψει, μα από συνήθεια. Έπιασε την κοιλιά της και άρχισε τα κλάματα. Η είδηση για το μικρό κορίτσι που είχε χαθεί τόσο άδικα, την είχε ταράξει. Η μεγάλη της λαχτάρα και επιθυμία ήταν να αποκτήσει ένα μωρό, να γίνει και εκείνη μάνα για να του δώσει την αγάπη που τόσο στερήθηκε εκείνη. Μα μάταια. Στις αρχές του γάμου της, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να συλλάβει έκανε εξετάσεις και διαγνώσθηκε ότι ήταν στείρα. Όταν το έμαθε, έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια της, ενώ ο σύζυγός της απλά αδιαφόρησε. Είχε μόλις αποκτήσει ακόμα μια αφορμή για να τη μειώνει και να την ταπεινώνει.
─Είσαι μια άχρηστη στέρφα, της έλεγε.
Ακούστηκαν κλειδιά . Σκούπισε βιαστικά τα μάτια της και σηκώθηκε να τον προϋπαντήσει. Στην πόρτα εμφανίστηκε ο Αρτέμης συνοδευόμενος από μια άγνωστη γυναίκα. Χωρίς να της πει τίποτα, την έμπασε μέσα. Καθώς περνούσε από μπροστά της, τον έπιασε από το χέρι.
─Ποια είναι αυτή; τον ρώτησε.
Την κοίταξε ξαφνιασμένος. Τίναξε με βία το χέρι του από πάνω της.
─Να μη σε νοιάζει μωρή! Να κοιτάς την δουλειά σου!
Έσφιξε τα χέρια γύρω από τη μέση της και στάθηκε στη γωνία.
─Τα λεφτά που σου ζήτησα μου τα έφερες;
Κοιτούσε μια εκείνον μια εκείνη , η οποία καθότανε σε μια άκρη κοιτώντας με απάθεια την όλη σκηνή καπνίζοντας.
─Για αυτήν τα θέλεις; είπε σιγά η Αγνή.
Ο Αρτέμης αγρίεψε. Την άρπαξε από τον λαιμό και την έσφιξε. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.
─Θα με πνίξεις, προσπάθησε να πει.
Τη χτύπησε με δύναμη στον τοίχο.
─Μην νομίζεις πως δεν θα το κάνω!
Έβγαλε με κόπο μερικά τσαλακωμένα χαρτονομίσματα από την τσέπη της και του έδωσε. Μόλις ελευθερώθηκε, έπεσε κάτω βήχοντας δυνατά.
─Τι είναι αυτά; φώναξε αγριεμένος. Γιατί τόσο λίγα;
─Τόσα μπόρεσα να μαζέψω.
Άρχισε να την κλωτσά με μανία στο κεφάλι, στα χέρια, στην κοιλιά. Μονάχα όταν κουράστηκε, την παράτησε και πήγε δίπλα στην άγνωστη. Αν και μισολιπόθυμη, τους άκουσε να μιλάνε στα βουλγάρικα. Είχε κάποιους πελάτες βούλγαρους και έτσι κατάφερε να καταλάβει κάποιες σκόρπιες λέξεις, όπως αστυνομία, νοσοκομείο και για κάποιο νεκρό κορίτσι. Οι δυο τους μετά αποσύρθηκαν στην κρεβατοκάμαρα, όπου στην αρχή, τους άκουσε να γελάνε, και μετά από αυτό αρχίσανε τα άγρια βογγητά. Μετά από αυτό, έχασε τις αισθήσεις της.
Ηλίας Στεργίου
─Είσαι μια άχρηστη στέρφα, της έλεγε.
Ακούστηκαν κλειδιά . Σκούπισε βιαστικά τα μάτια της και σηκώθηκε να τον προϋπαντήσει. Στην πόρτα εμφανίστηκε ο Αρτέμης συνοδευόμενος από μια άγνωστη γυναίκα. Χωρίς να της πει τίποτα, την έμπασε μέσα. Καθώς περνούσε από μπροστά της, τον έπιασε από το χέρι.
─Ποια είναι αυτή; τον ρώτησε.
Την κοίταξε ξαφνιασμένος. Τίναξε με βία το χέρι του από πάνω της.
─Να μη σε νοιάζει μωρή! Να κοιτάς την δουλειά σου!
Έσφιξε τα χέρια γύρω από τη μέση της και στάθηκε στη γωνία.
─Τα λεφτά που σου ζήτησα μου τα έφερες;
Κοιτούσε μια εκείνον μια εκείνη , η οποία καθότανε σε μια άκρη κοιτώντας με απάθεια την όλη σκηνή καπνίζοντας.
─Για αυτήν τα θέλεις; είπε σιγά η Αγνή.
Ο Αρτέμης αγρίεψε. Την άρπαξε από τον λαιμό και την έσφιξε. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα.
─Θα με πνίξεις, προσπάθησε να πει.
Τη χτύπησε με δύναμη στον τοίχο.
─Μην νομίζεις πως δεν θα το κάνω!
Έβγαλε με κόπο μερικά τσαλακωμένα χαρτονομίσματα από την τσέπη της και του έδωσε. Μόλις ελευθερώθηκε, έπεσε κάτω βήχοντας δυνατά.
─Τι είναι αυτά; φώναξε αγριεμένος. Γιατί τόσο λίγα;
─Τόσα μπόρεσα να μαζέψω.
Άρχισε να την κλωτσά με μανία στο κεφάλι, στα χέρια, στην κοιλιά. Μονάχα όταν κουράστηκε, την παράτησε και πήγε δίπλα στην άγνωστη. Αν και μισολιπόθυμη, τους άκουσε να μιλάνε στα βουλγάρικα. Είχε κάποιους πελάτες βούλγαρους και έτσι κατάφερε να καταλάβει κάποιες σκόρπιες λέξεις, όπως αστυνομία, νοσοκομείο και για κάποιο νεκρό κορίτσι. Οι δυο τους μετά αποσύρθηκαν στην κρεβατοκάμαρα, όπου στην αρχή, τους άκουσε να γελάνε, και μετά από αυτό αρχίσανε τα άγρια βογγητά. Μετά από αυτό, έχασε τις αισθήσεις της.
Ηλίας Στεργίου