Η Χώρα της Χίου,
άγνωστη, πολύβουη, ξάφνιασε τον Μανώλη από την πρώτη στιγμή που την είδε. Τα
δίπατα νεοκλασικά σπίτια με τους άσπρους τοίχους και τα κόκκινα κεραμίδια
δέσποζαν σε όλο το μήκος της προκυμαίας στην οποία πραματευτάδες διαλαλούσαν
την πραμάτεια τους ενώ στα κράσπεδά της ψαράδες άδειαζαν τα δίχτυα απ’ την άγρα
της ημέρας, και το ενετικό κάστρο δέσποζε πάνω απ’ όλα ακοίμητος πέτρινος
φρουρός. Αποχαυνώθηκε κοιτάζοντας γύρω του τη ζωηρή ομορφιά της πόλης, τόσο που
κόντεψε να συγκρουστεί με ένα διερχόμενο κάρο.
«Ε παλικάρι! Τήρα μωρέ
μπροστά σου!» του φώναξε ο ηλικιωμένος αγωγιάτης.
«Με συγχωρείς μπάρμπα,
ήμανε αφηρημένος» δικαιολογήθηκε ο νέος.
«Δεν πειράζει μπρε
παιδί» τον καθησύχασε κοιτώντας τον καλά- καλά. «Σαν ξένος μου φαίνεσαι… Γυρεύεις
τίποτις;»
«Ναι, είμαι απ’
απέναντι» αποκρίθηκε ο Μανώλης. «Μ’ είχαν αιχμάλωτο οι Τούρκοι, σήμερα ήρθα με
το βαπόρι που μας ήφερνε πίσω…»
Κούνησε το κεφάλι ο
γέρος. «Κατάλαβα γιε μου… Πρόσφυγας κι εσύ» του μίλησε. «Πλημμύρισε το νησί
πέρσι τέτοιο καιρό… Είχα κι εγώ συγγενείς απέναντι, στα Βουρλά και στο Τσεσμέ»
«Ξεύρεις που μπορώ να
τους βρω;» τον ρώτησε ενώ βυθιζότανε στις σκέψεις.
«Ε;»
«Λέγω, μπας και ξεύρεις
που θα βρω τους πρόσφυγες;»
«Α… Παντού έχουνε
πάγει, αγόρι μου, όποια γωνιά της Χίου και να ψάξεις κάποιον θα βρεις!»
«Φχαριστώ!» έκανε και
πήγε να φύγει, όμως τα μέλη του σέρνονταν.
«Μπρε παλικάρι, εσύ δεν
ημπορείς μαθές να πάρεις τα πόδια σου» είπε ο γέρο- Χιώτης. «Άντε, σάλτα πάνω!
Θα σε πάω γω μέχρι το χωριό μου, τα Θυμιανά. Εκεί έχομε πολλούς απ’ τα μέρη
σου»
Δίστασε ένα λεπτό ο
Μανώλης στην πρότασή του. Μα βλέποντας τις δυνάμεις του λιγοστές και την
ειλικρινή διάθεση του ντόπιου να τον βοηθήσει, κρατήθηκε γερά απ’ τα πλαϊνά της
ξύλινης άμαξας και ανέβηκε να καθίσει δίπλα του. Ο πραματευτής πιλάλησε το
μουλάρι του κι οι δύο άντρες πήραν μαζί το δρόμο για τα Θυμιανά.
Αμίλητος παρατηρούσε το
τοπίο, καθώς το ζώο βάδιζε γρήγορα στον ανώμαλο επαρχιακό χωματόδρομο.
Ατέλειωτες πλαγιές κατάφυτες με σκίνους και ελιόδεντρα ξανοίγονταν μπροστά του
ξεκουράζοντας το μάτι του κι οι ρυθμικοί κραδασμοί του κάρου έφερναν μια υποψία
νύστας στα βλέφαρά του. Η νότια Χίος, ημιορεινή έως πεδινή και γεμάτη βλάστηση,
φημίζεται για την παραγωγή της μαστίχας. Δεκάδες μικρές καστροπολιτείες κοσμούν
το έδαφός της, κατάλοιπα της εποχής που οι πειρατές αλώνιζαν το Αιγαίο. Ανάμεσά
τους τα περίφημα Μαστιχοχώρια: Πυργί, Μεστά, Αρμόλια και τόσα άλλα.
«Πως σε λένε γιε μου;»
θέλησε ν’ ανοίξει κουβέντα ο συνεπιβάτης του. Εκείνος παρέμεινε σιωπηλός.
«Μπρε συ! Λαλιά δεν
έχεις;» τον σκούντηξε ελαφρά. «Πως σε λένε;»
«Μανώλη» απάντησε
μονολεκτικά.
«Και πόσο είσαι
Μανωλιό, για να ’χομε το καλό ρώτημα;»
«Είκοσι τρία»
«Μόνο; Εγώ σ’ είχα για
πάνω από τριάντα χρονώ!» αναφώνησε έκπληκτος.
Μειδίασε πικρά ο
Μανώλης. «Ναι μπάρμπα, τόσο είμαι, δε σε λέγω ψέματα… Ας όψονται οι Τούρκοι που
μας γέρασαν πριν την ώρα μας»
«Ασ’ τα, γιε μου, μη τα
μελετάς» τον χτύπησε στην πλάτη σκεφτικός. «Τώρα είσαι σε καλό μέρος, μακριά
απ’ την Τουρκιά»
«Μακριά και κοντά μαζί» συλλογίστηκε
ατενίζοντας πέρα τη θάλασσα, που ξεπρόβαλλε στο βάθος του ορίζοντα.
«Εσένα μπάρμπα πως σε
λένε;» απευθύνθηκε στον γέρο.
«Παντελή. Ο Παντελής ο
αγωγιάτης, έτσι με λεν’ στα Θυμιανά» παινεύτηκε. «Μα να, κοίτα! Φτάσαμε!»
Έστρεψε το βλέμμα κι
είδε πράγματι τα πρώτα σπίτια του χωριού να ξεπροβάλλουν μπρος τους. Χτισμένα
όλα από κόκκινη Θυμιανούσικη πέτρα, κρυμμένα μες στα δέντρα, και στο κέντρο η
εκκλησία του Αγίου Ευστρατίου φτιαγμένη απ’ το ίδιο υλικό για το οποίο
καμάρωναν οι ντόπιοι και αποτελούσε εξαγώγιμο προϊόν στα μικρασιατικά παράλια. Άραγε μ’ αυτή να χτίστηκε το φτωχικό μας,
αναρωτήθηκε ο Μανώλης. Πόσο μικρός ήταν ο κόσμος…
Το κάρο επιβράδυνε
περνώντας μέσα απ’ τα λιθόστρωτα σοκάκια του χωριού με τις καμάρες, δίνοντάς
του την ευκαιρία να περιεργαστεί τον άγνωστο τόπο. Γεράνια σε μικρές πήλινες
γλάστρες στόλιζαν τα παράθυρα, νέες κοπέλες με τις στάμνες στον ώμο περνούσαν
δίπλα τους χαμηλώνοντας τα μάτια, άντρες ζωσμένοι τις βράκες και τα σαρίκια
τους διέβαιναν χαιρετώντας τους. Όλα θύμιζαν τόσο έντονα τον Μπουτζά…
Σταμάτησαν μπροστά σε
ένα χαμηλό σπιτάκι και ξεπέζεψαν. «Κυρά!» φώναξε ο Παντελής. Ευθύς στην πόρτα
φάνηκε μια κοντή γριούλα, με μακριά φουστάνια και τα λευκά μαλλιά της δεμένα σε
σκουρόχρωμο τσεμπέρι.
«Καλώς ήρθες αφέντη
μου» τον προϋπάντησε. «Ποιο είν’ το παλικάρι;»
«Γυναίκα, το παιδί
είναι απ’ απέναντι, Μανώλη τονε λένε» τον σύστησε ο ηλικιωμένος Θυμιανούσης.
«Μανώλη, από δω η κυρά μου η Καλλιώ, η περιστέρα μου!»
«Αχ βρε Παντελιό μου,
όλο χωρατά είσαι!» χιχίρισε η γυναίκα του.
«Χάρηκα που σας
γνωρίζω» έτεινε αμήχανα το χέρι ο Μανώλης.
«Κι εγώ γιε μου»
ανταπέδωσε η Καλλιώ. «Έλα μέσα, φαίνεσαι κατάκοπος... Πρόσφυγας είσαι; Δε σ’
έχω ξαναδεί στα μέρη μας»
«Ναι… Βασικά αιχμάλωτος
ήμουν, σήμερα ξεμπάρκαρα στη Χώρα. Με βρήκε ο άντρας σας και μ’ είπε να ’ρθω
μαζί του με τ’ αγώι»
«Καλά έκαμες άντρα μου»
αποτάθηκε στον πρεσβύτερο. «Πωπω! Ούτε δυο βήματα δε θ’ άντεχε να κάμει!»
πρόσθεσε κοιτώντας με οίκτο το Μανώλη.
«Καλλιώ, άσε τσι πολλές
κουβέντες» παρενέβη εκείνος. «Φέρε στο παιδί να νιφτεί, να ξυριστεί και ν’
αλλάξει, κι ύστερα βάλε φαγί και για τους τρεις μας. Θα ’χει λυσσάξει τση
πείνας όπως τονε βλέπω»
«Πάγω αφέντη μ’, πάγω
αμέσως να τον συγυρίσω! Έλα γιε μου» Και πιάνοντας το χέρι του Μανώλη τον
οδήγησε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Πλύθηκε ολόσωμος, απάλλαξε το πρόσωπό του
απ’ τη θεριεμένη γενειάδα των τελευταίων μηνών, ένιωσε άνθρωπος. Έπειτα κάθισε
στο σοφρά με τους ξενιστές του, και για πρώτη φορά μετά από σχεδόν δύο χρόνια
γεύτηκε ζεστή σπιτική σούπα.
«Πείναγες Μανώλη;»
χαμογέλασε καλοσυνάτα ο Παντελής βλέποντάς τον να αδειάζει πριν απ’ αυτούς το
πιάτο του, όσο κι αν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς προσπάθησαν να τον
συγκρατήσουν.
«Ε, λίγο» παραδέχτηκε
σκύβοντας τον αυχένα.
«Μη ντρέπεσαι μπρε, οι
ντροπές είναι για τα θηλυκά!» δήλωσε με στόμφο ο ηλικιωμένος άντρας.
«Έλα γιόκα μου να σου
βάνω κι άλλο» προθυμοποιήθηκε η Καλλιώ παίρνοντας την χάλκινη γαβάθα του και
την κουτάλα ανά χείρας.
«Όχι, δεν είναι ανάγκη
κυρά- Καλλιώ» έκανε να την αποτρέψει, μα εκείνη επέμενε.
«Φάε να δυναμώσεις. Δυο
γέροι μοναχοί μας είμαστε, το περισσό για σένα το ’φτιαξα, να πάει χαμένο;» Και
μ’ αυτά τα λόγια τού τη γέμισε.
«Δεν έχετε παιδιά;» τη
ρώτησε.
«Όχι, αγόρι μου. Δε μας
έδωκε ο Θεός κιανένα…»
«Λυπάμαι…» αποκρίθηκε ο
Μανώλης και βύθισε μηχανικά το κουτάλι στο παχύρρευστο υγρό.
«Θα μπορούσες όμως να
γένεις εσύ γιος μας, παλικάρι μου» είπε γλυκά η Καλλιώ. Την κοίταξε εμβρόντητος
για δυο λεπτά, μέσα του πάλευαν η έκπληξη με τη συγκίνηση και τη μνήμη των
φυσικών γονιών του.
«Κυρά, σ’ ευχαριστώ για
την καλοσύνη σου» κατόρθωσε τελικά να πει. «Μα είμαι κάπως μεγάλος για να με
υιοθετήσετε…»
«Μη σε μέλει αυτό,
παιδάκι μου. Ένα σπίτι θα ’χεις κι εμείς το αποκούμπι μας, τον διάδοχό μας. Να
σε παντρέψομε και με μια καλή κοπέλα απ’ το χωριό να νοικοκυρευτείς, να δούμε
αγγόνια που τόσο λαχταρούσαμε…»
«Όχι, κυρά-Καλλιώ,
συγγνώμη… Δεν ημπορώ να το κάμω αυτό» κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Καλύτερα
να βρω τους ομοίους μου»
Η Καλλιώ υποχώρησε,
λίγο στενοχωρημένη είναι η αλήθεια. «Μην κάμεις έτσι γυναίκα» μίλησε ο
Παντελής. «Αφού το παιδί δε θέλει, δεν πρέπει να το πιέσομε… Έτσι δεν είναι
Μανωλιό;»
«Έτσι είναι» κατένευσε,
ευχόμενος να αλλάξει θέμα.
«Πάντως εγώ θα σου
’λεγα να κοιμηθείς εδώ απόψε κι αύριο με το καλό να πας να βρεις τους άλλους
απ’ τη Μικρασία» πρότεινε ο ηλικιωμένος. «Δε μένουν δα πολύ μακριά, εδά όξω απ’
το χωριό στήσαν τα κονάκια τους. Παράγκες και τσαντίρια, μη φανταστείς τίποτα
σπουδαίο… Τώρα είπαν πως θα ’ρθει μια επιτροπή να τους φτιάσει σπίτια κανονικά
να μείνουν και θα τους δώκει και γης να βγάζουν το ψωμάκι τους»
«Σ’ ευχαριστώ κυρ-
Παντελή, δε θέλω να σας γένω φόρτωμα…»
«Καθόλου φόρτωμα. Είναι
χαρά μεγάλη που μπήκε νέος άνθρωπος στο σπίτι μας» Κι ατένισε μελαγχολικά το
παλικάρι.
Έτσι την επόμενη μέρα,
αφού κοιμήθηκε επιτέλους σε στρώμα και ευχαρίστησε το ηλικιωμένο ανδρόγυνο για
τη φιλοξενία τους, κίνησε για το συνοικισμό. Όπως του είχε αναφέρει ο κυρ-
Παντελής, ξύλινα παραπήγματα εκατέρωθεν του λασπωμένου απ’ τις πρόσφατες βροχές
χωματόδρομου συνέθεταν το σκηνικό· περπατούσε ανάμεσά τους ελπίζοντας να
διακρίνει κάποιο γνωστό πρόσωπο στις φιγούρες των προσφύγων που συνέχιζαν τις
εργασίες τους χωρίς να τους ενδιαφέρει καθόλου η παρουσία του, λίγοι μόνο τον
θωρούσαν περίεργοι. Γυναίκες άπλωναν τις μπουγάδες τους σε σπάγκους τεντωμένους
μεταξύ των ξύλινων τοίχων, μιλώντας και γελώντας, ενώ τα πιο μικρά παιδιά που
δεν πήγαιναν ακόμα σχολείο έπαιζαν στα πόδια τους με αυτοσχέδια παιχνίδια.
«Η ζωή ξεπηδά μέσα απ’
τα συντρίμμια» σκέφτηκε. «Βρίσκει τρόπο να ανθεί, κι ας την κλαδεύουν σύρριζα…»
Μια επιθυμία έντονη
διέτρησε σαν βελόνα την ψυχή του. Πόσο θα ’θελε να βρίσκεται ο ίδιος τώρα σ’
έναν καταυλισμό με την Κατίνα του, φτωχοί κι οι δυο τους πλέον αλλά υπομένοντας
μαζί τα βάσανα! Να την καλεί γυναίκα του, να ξυπνά κάθε πρωί αντικρίζοντας τα μάτια
της και να παίρνει δύναμη, να ακουμπά – αχ Θεέ μου!- ν’ ακουμπά το χέρι με
λαχτάρα πάνω στην κοιλιά της όπου θα φύτρωνε ο καρπός του έρωτά τους… Ποιοι ανέμοι, σε ποια γη πέταξαν άραγε το
τρυφερό λουλούδι του; Ήταν γλυκοί νοτιάδες που το ζέσταναν, ή μήπως άγριοι
βοριάδες και το μάραναν;
«Δημητράκη! Άσε γιαβρί
μ’ τον ξένο άνθρωπο! Έλα δω!» Μια γυναικεία φωνή τον προσγείωσε στην
πραγματικότητα. Τότε πρόσεξε το μελαχρινό αγοράκι που είχε σταθεί μπροστά του
και τον κοίταζε απορημένο με τα μεγάλα μαύρα ματάκια του. Το κάρφωσε επίσης με
το βλέμμα του. Αυτό που ήρθε στο νου του τον συγκλόνισε.
«Δαμιανέ, φίλε μου…»
«Δημήτρη! Έλα δω
αμέσως!» απαίτησε η μητέρα του κι αφήνοντας τη σκάφη πλησίασε. Ήταν μια νεαρή
κοπέλα, σφαλιστά τα είκοσι, με καστανά μαλλιά και μέτριο ανάστημα.
«Συγχώρα τον»
απολογήθηκε. «Είναι μωρό και δεν-» Καθώς σήκωσε τον κορμό της οι ματιές τους
συναντήθηκαν. Κι ο χρόνος πάγωσε για μια στιγμή.
«Μανώλη;»
«Μαριάνθη;»
«Θεέ μου, ζεις!»
άρθρωσε η κοπέλα. «Πως βρέθηκες εδώ;»
«Είναι μεγάλη ιστορία,
Μαριάνθη» απάντησε συγκινημένος. «Χαίρουμαι όμως που σε βρίσκω ζωντανή!»
«Κι εγώ χαίρουμαι,
Μανώλη, που βρίσκω κάποιον δικό μας επιτέλους!» αναφώνησε εκείνη. «Έλα, έλα
μέσα. Να σε κάμω καφέ να τα ειπούμε όλα, εδώ απόξω θα μεσαλιάζουν[1]
οι γειτόνοι» πρότεινε ύστερα, σηκώνοντας στην αγκαλιά το γιο της, κι αυτός την
ακολούθησε στο παραγκάκι τους.
«Ώστε σ’ είχανε
αιχμάλωτο… Και δεν ξεύρεις τι απόγιναν οι γονείς σου» σχολίασε κατόπιν, την ώρα
που έπιναν τον καφέ στα τσίγκινα κύπελλα.
«Ιδέα δεν έχω… Ελπίζω
μονάχα να ζουν» είπε ο Μανώλης χτυπώντας άσκοπα με τα δάχτυλα το μέταλλο του
ποτηριού.
«Καημένε μου!» άγγιξε
με οίκτο τον καρπό του. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.
«Εσύ πως βρέθηκες εδώ
στα Θυμιανά; Έχεις κανέναν;» υπέλαβε εκείνος. Η Μαριάνθη αναστέναξε.
«Κανέναν… Σαν μπήκαν οι
Τούρκοι στο Μπουτζά, έσφαξαν τον άντρα και τα πεθερικά μου. Εγώ είχα προλάβει
να κρυφτώ στο κατώι μαζί με το παιδί. Ντύθηκα γριά κι όπου φύγει, φύγει. Ήφτασα
στο Τσεσμέ που μ’ έλεγαν πως είναι πιο ασφαλές κι από κει ένα καΐκι μας έβγανε
στη Χιό…»
Δάκρυα φάνηκαν στα
μάτια της και σκέπασε την όψη με τις δυο παλάμες. «Μην κλαις» την παρηγόρησε ο
Μανώλης πιάνοντας δειλά τον ώμο της. «Πάνε τώρα, πέρασαν…»
«Ποτέ δε θα περάσουν,
Μανώλη, πίστεψέ με» αντέλεξε βραχνά. «Πώς να ξεχάσω που είδα τον άντρα μου
βουτημένο στο γαίμα, κι ας μην παντρεύτηκα από αγάπη; Την κατάρα μου να ’χουν
τα σκυλιά, που μας διώξανε απ’ τον τόπο μας!»
«Τουλάχιστον έχεις το
παιδί σου…»
«Ναι… Ναι, έχω το γιόκα
μου» συμφώνησε. «Το τζιέρι μου, το στήριγμά μου… Μόνο για αυτόνε έζησα!»
Ο Μανώλης σώπασε
δίβουλος, μην ξέροντας αν έπρεπε να πει αυτό που του ερχόταν στο μυαλό.
«Με… με θύμισε το
Δαμιανό, Μαριάνθη… Ίδια θωριά, ίδια χρώματα… Συμπάθα με κιόλα που ξύνω πληγές,
μα μ’ έκανε φοβερή εντύπωση»
Είδε τη μορφή της να
αλλοιώνεται, κι ένα ερύθημα ενοχής απλώθηκε στα μάγουλά της. «Μανώλη… Δε σ’ τον
θυμίζει δίχως λόγο» ψέλλισε.
«Τι εννοείς;»
«Ο Δημητράκης… Είναι
γιος του!»
Κεραυνός εν αιθρία. Τα
λόγια της τον χτύπησαν κατάστηθα αφήνοντάς τον ξέπνοο. Μισάνοιξε τα χείλη, είτε
για να αναπνεύσει είτε για να πει κάτι που σκάλωνε στο λαρύγγι του- ούτε κι ο
ίδιος ήξερε.
«Τι λες Μαριάνθη; Εσύ…
ο Δαμιανός…»
«Ναι Μανώλη» τον
βεβαίωσε.
«Χριστέ μου, θα
τρελαθώ!» έπιασε τους κροτάφους του. «Γιατί δεν του το ’πες; Γιατί τον άφηκες
να ζει δίχως σου; Σ’ αγαπούσε, Μαριάνθη, σε λάτρευε!»
«Σάμπως εγώ δεν τον
αγαπούσα; Ας είν’ καλά ο κύρης μου…» τον έκοψε με πικρή ειρωνεία.
«Και το παιδί;»
«Δεν θα μπορούσα να
κάμω τίποτα, Μανώλη, μ’ είχαν ήδη παντρέψει όταν το ’μαθα… Όλοι νόμιζαν ότι μ’
άφησε γρήγορα έγκυο ο άντρας μου και του ’διναν και συχαρίκια»
«Κανείς δεν ξεύρει
δηλαδή;»
«Όχι, κανείς»
«Πόσο είναι;»
«Δυο χρονώ»
Βαριά σιωπή τους
κύκλωσε, ρίχνοντας αμφότερους στη δίνη των λογισμών τους. Ανύποπτος ο μικρός
Δημήτρης γύρεψε τότε να κάνει την ανάγκη του κι η Μαριάνθη ζητώντας του
συγγνώμη το συνόδεψε στο πρόχειρο αποχωρητήριο πίσω απ’ το τσαρδάκι τους, ενώ ο
Μανώλης βούλιαξε στη θέση του μετρώντας την ευτυχία που έχασε ο φίλος του.
«Μείνε εδώ αν θέλεις»
τον παρότρυνε η Μαριάνθη σαν επέστρεψε.
«Εδώ μαζί σας; Και δεν
φοβάσαι τι θα πει ο κόσμος; Χήρα γυναίκα είσαι!»
«Τι σε μέλει για τον
κόσμο; Στο κάτω- κάτω, αν με ρωτήσουν, τσι λέω πως είσαι αδερφός μου» ανασήκωσε
περιφρονητικά τους ώμους. Εκείνος δίσταζε.
«Έλα, μη το σκέφτεσαι.
Που θα βρεις καλύτερα; Να ’χουμε κι έναν άντρα να μας προστατεύει…»
«Δίκιο έχεις. Θα μείνω»
αποφάνθηκε ο Μανώλης. «Ορκίσου με όμως πως θα μείνουμε μόνο φίλοι όπως
ήμασταν!»
«Καλέ σιγά» γέλασε
πρόσχαρα. «Λες να σε πλανέψω; Τι είμαι δα, καρακαχπέ[2];
Πρόσεξε μόνο μην κάμεις εσύ καμιά κουτσουκέλα!»
«Έννοια σου, κι εγώ την
κοπέλα που αγαπούσε ο φίλος μου την τιμώ και τη σέβουμαι! Ειδικά όταν έχει
φέρει στον κόσμο το παιδί του» την καθησύχασε θωπεύοντας με το βλέμμα του το
σπλάχνο της.
«Δουλεύεις κάπου; Πως
βγάνεις το ψωμί σου;» τη ρώτησε έπειτα.
«Ράφτρα δουλεύω, για να
προσέχω το παιδί» τον πληροφόρησε. «Εσύ όμως που ’σαι άντρας μπορείς να πας στα
χτήματα του Λυκούση αν θες, εδώ στα Θυμιανά. Τίμιος άνθρωπος, καλοπληρωτής με
πλατύ ζουνάρι, πήρε πολλούς από μας στη δούλεψή του. Θα δεις χαΐρι σίγουρα»
Δέχτηκε την πρόταση της
Μαριάνθης ο Μανώλης. Και δεν το μετάνιωσε. Ο Ισίδωρος Λυκούσης, από παλιά
αρχοντική οικογένεια της Χίου, κατείχε αμπέλια και ελαιώνες απέραντους που
έδιναν το πιο πολύ μαξούλι[3]
στην περιοχή. Σύντομα δέθηκε με τους υπόλοιπους εργάτες, Χιώτες και
Μικρασιάτες. Και μέσα στο χωριό δεν ένιωθε πια ξένος. Η μικρή κοινωνία της Χίου
είχε αρχίσει να ενσωματώνει ομαλά τους πρόσφυγες, να τους βοηθάει, να βρίσκει
δίαυλους επικοινωνίας μαζί τους. Κάθε Κυριακή που εκκλησιάζονταν στον Αϊ-
Στράτη Θυμιανούσοι και Θυμιανούσαινες τους χαιρετούσαν καλόγνωμα, άνοιγαν
κουβέντα για τα απλά και καθημερινά, τα προσφυγόπουλα με τα ντόπια μαθητούδια
κάθονταν στα ίδια θρανία στο σχολείο. Υπήρχαν φυσικά πάρα πολλές εξαιρέσεις που
έβλεπαν με μισό μάτι τους ξεριζωμένους εκτοξεύοντας κρυφά ή φανερά χολή
εναντίον τους, ότι δήθεν βρόμιζαν τον τόπο και τους έκλεβαν τις δουλειές. Οι
Μικρασιάτες όμως, ανθεκτικοί όπως ήταν, δεν πτοήθηκαν. Σταδιακά, όσο περνούσαν
τα χρόνια, άρχισαν κι αυτοί να νιώθουν τη Χίο πατρίδα τους και να εργάζονται
για το καλό και την προκοπή του νησιού από κοινού με τους Χιώτες.
Ο Μανώλης, με τα
οικοδομικά υλικά που χορήγησε η ΕΑΠ στους πρόσφυγες, επισκεύασε την παράγκα
κάνοντάς την πρακτικό σπιτάκι. Μέρα τη μέρα αύξανε η θαλπωρή που ένιωθε κοντά
στη Μαριάνθη και το μικρό Δημήτρη. Αν δεν ήξερε κανείς κι είχε λίγο πονηρό
μυαλό, θα τους νόμιζε ζευγάρι. Οι πιο τολμηροί μουρμούριζαν ήδη πίσω απ’ την
πλάτη τους ότι τάχα πλαγιάζανε μαζί αστεφάνωτοι, όμως για τον Μανώλη όλα αυτά
ήταν και θα παρέμεναν απλές κακολογίες. Όσο κι αν την εκτιμούσε που του
πρόσφερε απλόχερα τη φιλοξενία της, όσο κι αν λάτρεψε το γιο της, δεν μπορούσε
να τη δει ως κάτι παραπάνω από μια πιστή φίλη, έναν επίγειο άγγελο που τον
βοήθησε να ορθοποδήσει. Ο πειρασμός όμως έρχεται εκεί που δεν τον περιμένεις…
Τη σκλάβωσε την κοπέλα η αφοσίωσή του, η στοργή που έδειχνε στο παιδί της και
σιγά- σιγά μια αίσθηση αλλόκοτη ξύπνησε στην καρδιά της. Στην αρχή την απέδωσε
στην οικειότητα που είχαν αποκτήσει ζώντας μαζί τόσους μήνες, γρήγορα ωστόσο
κατάλαβε ότι καμιά σχέση δεν είχε με συμπάθεια. Ανατρίχιαζε ολόκληρη αν
συγκρούονταν ποτέ τυχαία τα κορμιά τους, τον έβλεπε να κάνει χειρωνακτικές
δουλειές κι όσο φανταζόταν τα δυνατά του μπράτσα να την τυλίγουν, τα σωθικά της
γεννούσαν ανεξέλεγκτους στεναγμούς. Άλλες φορές τον ατένιζε την ώρα που
κοιμόταν, κι όλο δυνάμωνε μέσα της η τρελή, παράφορη επιθυμία να την
κατακτήσει. Το ερωτικό πάθος, άγριο κι αχαλίνωτο, φούσκωσε μέσα της σαν
χείμαρρος έτοιμος να την παρασύρει, και κάθε μέρα που περνούσε δίπλα του
καθιστούσε σαθρότερο το φράγμα της ηθικής της…
Έβρεχε καταρρακτωδώς τη
νύχτα εκείνη του Μαΐου. Η Μαριάνθη είχε βγει να παραδώσει μια παραγγελία και
στην επιστροφή την πρόλαβε η μπόρα. Μέχρι να φτάσει είχε γίνει μουσκίδι,
τουρτούριζε ολόκληρη μόλις μπήκε μέσα. Την είδε ο Μανώλης και γεμάτος έγνοια
την πλησίασε.
«Μαριάνθη! Που ήσουν;
Χαλάει ο κόσμος έξω!» Δεν απάντησε, της το απαγόρευαν άλλωστε τα δόντια της που
κροτάλιζαν.
«Κορίτσι μου εσύ
στάζεις, θα αρπάξεις καμιά πούντα! Έλα, μη στέκεσαι στην πόρτα» Την έβαλε να
καθίσει σε μια κουρελού κι αφού γέμισε κάρβουνα το μαγκάλι το απίθωσε μπροστά
της.
«Βγάλε το φουστάνι σου»
της είπε. Έγινε κατακόκκινη χωρίς να φταίει η αδύναμη φλόγα του.
«Δε… δε χρειάζεται…»
«Βγαλ’ το, λέω. Θες να
κρυώσεις; Βγαλ’ το και θα σε φέρω γω στεγνό να αλλάξεις»
Με τρεμάμενα χέρια η
Μαριάνθη σήκωσε τα κράσπεδα του βρεγμένου ρούχου της και τα τράβηξε προς τα
πάνω, αφαιρώντας το απ’ το σώμα της. Έμεινε με τα εσώρουχα, ο στηθόδεσμος ήταν
μούσκεμα κι έπρεπε να τον λύσει επίσης. Πριν προλάβει να βάλει τη ρόμπα της,
μπήκε ο Μανώλης. Τινάχτηκε έντρομη σταυρώνοντας τα μπράτσα για να καλύψει τα
στήθια της.
«Συγγνώμη, Μαριάνθη,
δεν ήθελα να σε δω τσίτσιδη, κατά λάθος έγινε» απέστρεψε ντροπιασμένος το
κεφάλι του τείνοντάς της ένα καθαρό φουστάνι. Έμεινε ακίνητη, με τις στάλες της
βροχής που είχαν ποτίσει τα μαλλιά της να κυλούν αργά στο δέρμα της.
«Έλα, παρ’ το» είπε
κάνοντας δυο βήματα. Βλέποντας το ημίγυμνο σώμα της κοπέλας, το οποίο μοναδικό
κάλυμμα διέθετε πια τη φαρδιά κιλότα της, κοντοστάθηκε. Μια επικίνδυνη θέρμη
φούντωσε μέσα του επιταχύνοντας τον παλμό του. Όχι, δεν έπρεπε να νιώθει έτσι,
εκείνου ο νους κι η καρδιά ανήκαν μόνο στην Κατίνα του…
Η Μαριάνθη πήρε το
ρούχο, αλλά αντί να το φορέσει το έριξε σε μια γωνιά στο πάτωμα, κι ύστερα
έβαλε τις παλάμες της στο στέρνο του Μανώλη. Ήξερε τι πραγματικά χρειαζόταν για
να ζεσταθεί.
«Μαριάνθη… Τι;» πρόφερε
σαστισμένος, ενώ το άγγιγμά της άναβε πιο πολύ τη σάρκα του. Εκείνη δίχως να
μιλήσει έφερε για κλάσματα του δευτερολέπτου τα χείλη της στα δικά του.
«Μανώλη… Σε θέλω»
ψιθύρισε. «Κάνε με δικιά σου!»
Είδε το στόμα της υγρό
και ζουμερό μπροστά του, τα μάτια της να γυαλίζουν απ’ τον πόθο, την ανδρική
του φύση έτοιμη να εκπληρώσει το καθήκον της κι ερεθίστηκε. Ξέχασε όποια ηθική
αναστολή είχε πρωτύτερα, λησμόνησε ότι υποσχέθηκαν να μείνουν φίλοι. Το ίδιο το
θηλυκό τον καλούσε τώρα κοντά της κι αυτός, πονώντας κρυφά για έρωτα, δεν
άντεξε. Έκλεισε το φλογισμένο πρόσωπο της Μαριάνθης στις παγωμένες χούφτες του
τρυγώντας αχόρταγα το μέλι των χειλιών της κι ύστερα η δίψα του επεκτάθηκε για
να κορεστεί στο λαιμό της. Βόγκηξε από ηδονή καθώς εκείνος ψηλαφούσε παράλληλα
τις διογκωμένες ρώγες της και έδεσε τους καρπούς γύρω απ’ τον αυχένα του για να
τον νιώσει επάνω της. Αγκαλιασμένοι έπεσαν στο χαμηλοκρέβατο του Μανώλη, ο
σεισμός της παράφορής τους ένωσης έκανε τα τούβλα κάτω απ’ το στρώμα του να
τρίζουν. Η πνιχτή κραυγή της Μαριάνθης την ώρα της κορύφωσης ήχησε μαζί σαν
νικητήρια ιαχή και άσμα πένθιμο…
Κάπου μακριά, το λάλημα
του πετεινού σήμανε το ξημέρωμα. Ο Μανώλης αναδεύτηκε σηκώνοντας τα βλέφαρα. Το
σώμα του ήτανε γυμνό, η Μαριάνθη κοιμόταν δίπλα του γαλήνια. Ήξερε πολύ καλά τι
είχε συμβεί το βράδυ μεταξύ τους. Συγχυσμένος πέταξε το σεντόνι από πάνω του,
φόρεσε τα ρούχα του που είχαν κουρελιαστεί στο πάτωμα και βγήκε έξω. Το πρωινό
βοριαδάκι τον χτύπησε κατάμουτρα δίνοντας στο νου του ένα γερό χαστούκι.
Σίγουρα, αν κάπνιζε, θα το ’στριβε εκείνη τη στιγμή να ξεθολώσει.
Γύρισε το βλέμμα στον
ουρανό που ρόδιζε καθώς ο ήλιος χάιδευε πρώτα τις ακτές της Ιωνίας. Τον πήρανε
τα δάκρυα, ποταμοί ορμητικοί θυμού κι απόγνωσης. Μόλις είχε κοιμηθεί με τη
Μαριάνθη, παρόντος του παιδιού της που κοιμόταν ανήξερο παραδίπλα· έχασε την
παρθενιά του με την κοπέλα που αγαπούσε ο φίλος του… Το χειρότερο έγκλημα να
είχε κάνει, λιγότερη ντροπή θα ένιωθε. Ποιος τους έσπρωξε να παραδοθούν σε
τέτοιο πάθος; Και με τι μάτια θα άντεχε τώρα πια να αντικρίσει την Κατίνα, αν
ποτέ την ξαναέβρισκε;
Λίνα Δώρου